Μαρία Παπαδάκη, Ψαρεύοντας χρυσόψαρα
Κείμενο για την παρουσίαση 15/09/2022

Διάβαζα πρόσφατα την ιστορία μιας Γαλλίδας που όταν είχε πρωτοέρθει στην Ελλάδα ήταν έξω φρενών με τους Έλληνες, διότι τρώνε τα χρυσόψαρα. Βέβαια, αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν τρώμε χρυσόψαρα. Η Γαλλίδα είχε μπερδέψει τα χρυσόψαρα με τα μπαρμπούνια. Τα μπαρμπούνια, όμως, είναι ψάρια σκοτεινά, ανήκουν στην οικογένεια των Μυλλιδών και στην αρχαία μας μυθολογία ήταν στενά συνδεδεμένα με τη θεά του Κάτω Κόσμου, την Εκάτη. Φήμες λένε ότι στα μπαρμπούνια άρεσε να τρώνε νεκρούς ανθρώπους, και μάλιστα τους πιο βρώμικους και απεχθείς. Τις φήμες αυτές τις διέδιδε ο Αιλιανός, στην πραγματεία του με τίτλο Περί ζώων ιδιότητος: «άγοι δ᾽ ἂν τρίγλη καὶ ἀνθρώπου νεκροῦ καὶ ἰχθύος· φιληδοῦσι δὲ μᾶλλον τοῖς μεμιασμένοις καὶ κακόσμοις».

Τα χρυσόψαρα, από την άλλη, ανήκουν στην οικογένεια των Κυπρίνων. Αυτό το τελευταίο μάς φέρνει στην καρδιά όσων προτίθεμαι σήμερα να πω για το ωραίο βιβλίο της Μαρίας, καθώς μου θύμισαν τον κυπρίνο του Τσέχωφ, που αγάπησε, ο έρμος, τη Σόνια, την τουρίστρια. Θα μου επιτρέψετε να σας πω με δυο λόγια την ωραία αυτή ιστορία:

Σε μια λιμνούλα ζούσε ένας κυπρίνος. Μια μέρα έφτασε στη λιμνούλα αυτή μια όμορφη παραθερίστρια, η Σόνια. Ο κυπρίνος την ερωτεύτηκε παράφορα και σε κάθε της βουτιά δεν παρέλειπε να την πλησιάζει και να την τσιμπάει στο μπούτι. Η Σόνια δεν είχε καταλάβει τις προθέσεις του κυπρίνου και ο καημένος ο κυπρίνος βασανιζόταν καθημερινά, βλέποντάς τη να κολυμπά στη λίμνη. Ένα απόγευμα, η Σόνια σκέφτηκε πως θα ήταν ωραία ιδέα να δοκιμάσει τις ικανότητές της στο ψάρεμα, πήρε λοιπόν ένα καλάμι και το έριξε στη λίμνη. Αμέσως έλαμψαν τα μάτια του κυπρίνου. Ήταν η έσχατη λύση στον έρωτά του. Αφού δεν μπορούσε να έχει τη Σόνια, ας πέθαινε τουλάχιστον από τα χέρια της. Και πήγε και κρεμάστηκε στο καλάμι. Άπειρη καθώς ήταν η Σόνια, όμως, βγάζοντάς τον έξω, της έφυγε, αφήνοντας στο καλάμι μόνο τη γνάθο του. Έκτοτε, ο ερωτευμένος κυπρίνος ζούσε, μέσα στη θλίψη και στην απαισιοδοξία, χωρίς γνάθο και χωρίς τη Σόνια. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός όταν ένας νεαρός ποιητής βρέθηκε στη λίμνη για να δροσιστεί. Ο κυπρίνος μας, ταλαιπωρημένος και θλιμμένος καθώς ήταν, μπέρδεψε τον νεαρό ποιητή με τη Σόνια! Τέτοια ήταν η λαχτάρα του να τη δει. Και τρέχοντας πήγε και φίλησε τον νεαρό ποιητή (που δεν ήταν η Σόνια) στα οπίσθια. Αυτό το φιλί όμως ήταν μοιραίο: ο κυπρίνος κόλλησε θλίψη και απαισιοδοξία τον νεαρό ποιητή και έκτοτε οι στίχοι του ήταν σκοτεινοί και θλιμμένοι. Ο νεαρός ποιητής με τη σειρά του μετέδωσε τη θλίψη και την απαισιοδοξία στους φίλους του ποιητές και εκείνοι στους δικούς τους και πάει λέγοντας, μέχρι και σήμερα. Γι’ αυτό οι ποιητές γράφουνε στίχους σκοτεινούς.

Ένα καυτό μεσημέρι, ο νεαρός ποιητής, περνώντας μπροστά από τη λιμνούλα, αποφάσισε να κάνει μπάνιο. Ο τρελός κυπρίνος τον πέρασε για τη Σόνια Μαμότσκινα, κολύμπησε προς το μέρος του και τον φίλησε τρυφερά στα οπίσθια. Το φιλί αυτό είχε καταστρεπτικότατα αποτελέσματα: ο κυπρίνος μετέδωσε στον ποιητή πεσιμισμό. Χωρίς να υποψιάζεται τίποτα, ο ποιητής βγήκε από το νερό και, χαχανίζοντας μόνος του, γύρισε σπίτι. Μερικές μέρες αργότερα πήγε στην Πετρούπολη. Συχνάζοντας εκεί στα γραφεία σύνταξης των εφημερίδων κόλλησε σε όλους τους ποιητές πεσιμισμό και από τότε οι ποιητές μας γράφουν σκοτεινούς, ζοφερούς στίχους.

(στη μετάφραση του Γιώργου Τσακνιά)

Της Μαρίας, όμως, οι στίχοι δεν είναι ζοφεροί και απαισιόδοξοι. Είναι στίχοι φωτεινοί, στίχοι που έχουν στραμμένες τις λέξεις τους στο φως, ακόμη κι αν η διαδρομή τους ξεκίνησε από ένα σκοτάδι. Ξέρουμε όλοι και όλες πως δεν γίνεται κι αλλιώς. Η ποίηση, οι λέξεις μας, συχνά είναι ακριβώς η αποκάλυψη των ονομάτων και των πραγμάτων που ονοματίσαμε, που δίχως τις λέξεις θα παρέμεναν θαμμένα, ανείπωτα, στο σκοτάδι. Ο τρόπος των ποιητών να αποκαλύπτουν και να αποκαλύπτονται μέσα από τις λέξεις ανακαλεί τον μηχανισμό της γλώσσας που ονοματίζει κάτι για να το οικειοποιηθεί, να το εξημερώσει, να το τιθασεύσει, να το υποτάξει.

Σιωπή Πρώτου Νεκροταφείου Αθηνών
νεκροί δίπλα σε νεκρούς
σπασμένα μάρμαρα, επιγραφές
τίποτα εκεί δεν με θλίβει

και παρακάτω:

Για δες καλύτερα, μια πλάκα χωρίς επιγραφή
όνομα, χρονιά δε διακρίνονται
κοιτάζω λίγο πιο κοντά
τώρα εδώ κάτι με θλίβει.

Γιατί, βεβαίως, και υπάρχει η θλίψη. Δεν ξέρω αν φταίει ο κυπρίνος τελικά ή αν την κουβαλάμε στις πλάτες μας από πιο παλιά ακόμη, σαν μια πρωτογλώσσα. Μια γλώσσα πριν από τη γλώσσα που εξημερώνει, πριν από τη γλώσσα που καταργεί τη θλίψη. Γράφει η Μαρία:

Η θλίψη υπάρχει
Υπάρχει θλίψη
Περισσότερο από καθετί
Πιο αληθινή είναι απ’ το βιβλίο στο τραπέζι
κι απ’ την καρέκλα –

Η θλίψη που συνδέεται με τα αντικείμενα είναι μια θλίψη απτή, χειροπιαστή, υλική. Μια θλίψη συμπαγής και αδιατάρακτη. Είναι η ίδια το αντικείμενο. Είναι το βιβλίο και η καρέκλα και το τραπέζι. Και πιο συχνά ακόμη είναι η απουσία του αντικειμένου. Και η αλήθεια είναι ότι συνήθως γράφουμε όταν κάτι λείπει. Και γράφουμε για να το αποκαλύψουμε και να το οικειοποιηθούμε, για να επιστρέψω στα προηγούμενα. Έτσι συμβαίνει και με την ίδια τη θλίψη και την απαισιοδοξία. Η πιο δυνατή θλίψη κατατρώει συνήθως τον άνθρωπο που πιστεύει βαθιά και φανατικά στη ζωή και στο φως.

Εκείνη τη μικρή κόκκινη στιγμή της απουσίας
την κόβω σαν λουλούδι στον δρόμο μου –

Σε ένα γράμμα του στη φίλη και ερωμένη του, Λουίζ Κολέ, ο Φλωμπέρ γράφει: «Αυτή η ικανότητα να αισθάνεται κανείς στο έπακρο είναι αδυναμία. Αν είχα πιο γερό κεφάλι, δεν θα είχα καθόλου αρρωστήσει για να σπουδάσω νομικά και δεν θα έπληττα. Η θλίψη, αντί να μείνει στο κρανίο μου, κύλησε στα μέλη μου και τα έκανε να σπαράσσουν, να συσπώνται. Επρόκειτο για απόκλιση». Αυτός ο σπαραγμός, η σύσπαση, που προκύπτει από την απουσία και από τη θλίψη διαμορφώνει και χαρτογραφεί τον τόπο του ποιητή. Στο βιβλίο της Μαρίας, που έχει σπουδάσει, επίσης, νομικά, αλλά με μεγάλη επιτυχία (πολύ μεγαλύτερη από του Φλωμπέρ), ο τόπος αυτός αποκαλύπτεται ποίημα το ποίημα, λέξη τη λέξη: είναι ένας τόπος ρευστών αναμνήσεων, βιωμένων και επινοημένων. Μέσα στα πενήντα δύο ποιήματα της συλλογής συμπλέκεται η φαντασία με την εμπειρία, η ζωή με τον θάνατο, η ζωή με την τέχνη, ο εαυτός με έναν άλλο εαυτό και η αλήθεια με μια άλλη αλήθεια, υποδεικνύοντας ακριβώς στον αναγνώστη την είσοδο στον μέσα τόπο της ποιήτριας· στον τόπο της μνήμης της, σ’ ένα δικό της Memory Chalet, για να θυμηθούμε εδώ και τον σπουδαίο Βρετανό, τον Τόνι Τζαντ.
Ο τόπος εδώ είναι το ίδιο το βιβλίο. Και το βιβλίο λειτουργεί ακριβώς ως μια μεταφορά, ως μεταφορά του μέσα τόπου, του τόπου της μνήμης (βιωμένης και επινοημένης), στον έξω τόπο, στο υλικό αντικείμενο που κρατάμε στα χέρια μας. Σε αυτό το βιβλίο, λοιπόν, χώρος, χρόνος και πρόσωπα υποτάσσονται στη μνήμη της ποιήτριας. Και την ανακαλούν με κάθε τρόπο:

Τώρα μου λες δεν θυμάσαι τίποτα
ούτε τα φιλιά, ούτε τα γέλια, ούτε τα σώματα
όμως εγώ θυμάμαι μια εποχή –

Μια εποχή, μια αποχή, μια ανάσχεση. Η ποιήτρια επέχει ώστε να συλλάβει τα καθαρά νοήματα, τις έννοιες καθαυτές. Η μνήμη τής επιτρέπει την εποχή. Η μνήμη, όμως, είναι αμείλικτη και αυτό το αποκαλύπτει η Μαρία σε ένα επόμενο ποίημα:

Πες μου πώς
ν’ αφήσω πίσω μου τη μέλισσα
που μπήκε μέσα στο μάτι σου και
βουίζει τα λόγια σου απροφύλαχτα –

Στον πλατωνικό Μένωνα αμφισβητείται η σύνδεση της γνώσης με την αισθητηριακή εμπειρία και προτείνεται μια νέα «ποιητική» της γνώσης, η οποία βασίζεται ακριβώς στην ανάμνηση. Το κατεξοχήν λογοτεχνικό κείμενο που χρησιμοποιεί ακριβώς αυτήν την «ποιητική» της γνώσης είναι το Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο. Στα ποιήματα της Μαρίας, η σύνδεση του χρόνου και της μνήμης οδηγεί στην κατασκευή της ταυτότητας της ποιήτριας που αυτοβιογραφείται και εξομολογείται, που συγκροτεί και διαμορφώνει την ίδια της την ποιητική ταυτότητα. Το σημείο μηδέν της έκθεσης του εαυτού είναι και εδώ και πάντα μια πνευματική «πτώση», τέτοια που, συχνότατα θυμίζει την προαιώνια πτώση, με την οποία ξεκινούν τα κείμενα των Εβραϊκών Γραφών. Η πτώση στην οποία αναφέρεται η Μαρία αφορά έναν άνθρωπο που μιμείται μια γάτα και, πιστεύοντας πως είναι εφτάψυχος, πέφτει από περβάζι και τσακίζεται. Θα σας διαβάσω το πεζό ποίημα με τίτλο «Μια γάτα στο περβάζι κοιτάζει μια πανσέληνο». [σελ. 39]
Εικόνες που ακροβατούν μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, εικόνες αλλόκοτες, σαρωτικές. Βρισκόμαστε, βεβαίως, στην επικράτεια των συμβόλων. Οι εικόνες, λοιπόν, χαρτογραφούν το τοπίο, ορίζουν το σύμβολο και μας ξεναγούν στον κόσμο της Μαρίας. Ένας κόσμος πληθωρικός, γεμάτος ψάρια, ζώα, φυτά, ανθρώπους. Και αλλόκοτος, σουρεαλιστικός. Οι εικόνες που αναδύονται από τα ποιήματα συγκρούονται μεταξύ τους και αποκαλύπτουν ένα νέο τοπίο, σκληρό, σκοτεινό, σε σημεία δαιδαλώδες και εφιαλτικό. Η ποιήτρια βρίσκει τη φωνή της μέσα από τα ερείπια, τα σπαράγματα των εικόνων που παρουσιάζει.

Στο ξέφωτο σε είδα
Το άγριο μάτι σου το δεξί στριφογυρίζει
Σήκωσα διστακτικά το όπλο με το χέρι
Οι θάμνοι γυαλίζουν
Σημάδεψα ανάμεσα στο βλέμμα
Μπαμ
Το κεφάλι σου ανοίγει
Το μάτι σου χύθηκε στο γρασίδι –

Μιλήσαμε πολύ για τη μνήμη. Και ίσως είναι κάπως παράδοξο, παρουσιάζοντας ένα βιβλίο που έχει στον τίτλο του χρυσόψαρα. Πρέπει, βεβαίως, να πούμε ότι μάλλον είναι μύθος όσα ακούγαμε για τη βραχύτατη μνήμη τους. Σερφάροντας στο διαδίκτυο, διάβασα πως επιστήμονες στον Καναδά ανατρέπουν πανηγυρικά τις θεωρίες που ήθελαν τη μνήμη τους να διαρκεί 3 δευτερόλεπτα. Και καθώς διάβαζα για τα χρυσόψαρα, θυμήθηκα (γιατί η δική μου μνήμη σίγουρα διαρκεί παραπάνω από 3 δευτερόλεπτα) εκείνη την ωραία ταινία, την αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού του Μισέλ Γκοντρί. Σε αυτήν την ταινία, ο Τζόελ, συντετριμμένος που η κοπέλα του, Κλέμενταϊν, έσβησε τη σχέση τους από το μυαλό της, αποφασίζει να κάνει κι εκείνος το ίδιο. Καθώς βλέπει τις αναμνήσεις του να διαγράφονται, συνειδητοποιεί ότι μάλλον έχει αλλάξει γνώμη, αλλά μπορεί να είναι αργά για να διορθώσει το λάθος του. Η μνήμη, ναι, είναι αμείλικτη, το είπαμε και πριν. Αλλά χωρίς μνήμη δεν έχουμε ταυτότητα, δεν είμαστε, δεν υπάρχουμε. Και θα κλείσω με το ωραίο ποίημα της Μαρίας που δίνει τον τίτλο στη συλλογή:
«Ψαρέυοντας χρυσόψαρα» (σελ. 19)