Ποιήματα της Απεργίας.

Γ’ Μέρος
Οι επιλογές του Νικόλα Κουτσοδόντη

Βρισκόμαστε πια σε μια νέα φάση. Όταν γράφονταν τα κείμενα της Γιώτας και της Βασιλείας πιστεύαμε πως η συμβολή μας στην Απεργία θα ολοκληρωνόταν με την ανάρτηση των ποιημάτων και την φυσική μας παρουσία στην διαδήλωση.

Τώρα, όμως, είμαστε εν όψει σχηματισμού Μπλοκ Ποιητ@ν, που θα συμμετάσχει με τα ωραιότατα πανό του και τα συνθήματα του στην κινητοποίηση της 9ης Νοέμβρη. Μας είναι άγνωστο εάν έχει συμβεί κάτι παρόμοιο στο παρελθόν, η ανάγκη, ωστόσο, σήμερα για αλληλεγγύη και για να λειτουργήσουμε συλλογικά, ως η φωνή των δημιουργών στον χώρο της Ποίησης που αντιστέκεται και δηλώνει απερίφραστα στο πλευρό της εργατικής τάξης, παλεύοντας μαζί της κατά της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, είναι πλέον ασφυκτική.

Ως δημιουργοί οφείλουμε και να χαρίσουμε με το έργο μας, τη δική μας εργασία, κομμάτια του πραγματικού, με τα οποία ο αγώνας θα εμπλουτιστεί. Τα σωματεία, τα συνδικάτα, τα Κόμματα, οι δυνάμεις που βαστούν το ιστορικό χρέος της ανατροπής, μπορούν ακόμα να εμπιστευτούν την Ποίηση για να γνωρίσουν την συνθετότητα του κόσμου, την πολύπλοκη ανθρωπότητα, την οποία οφείλουν να απαλλάξουν από την αδικία και την καταπίεση. Πιο πολύ από ποτέ, χρειάζεται να αγκαλιάσουν ευρύτερα σύνολα ανθρώπων, τις όλο και πιο περίπλοκες πτυχές τους, μέχρι τον βαθμό που θα αποτελέσουν αληθινό κίνδυνο για την ηρεμία και την σταθερότητα του εκμεταλλευτικού συστήματος.

Για τους λόγους αυτούς και προτάσσουμε την αλήθεια ενός τρανς ατόμου όπου «Στον αυχένα σου συγκεντρώνεται το νύκτιο μεροκάματο./ Στους ώμους μαζεύονται/οι πρωινές απορρίψεις των γραφείων.» (Ανάπαυση, Άγγελος Αρόρα), ώστε να γίνει ευρύτερα αντιληπτή από τον εργατικό και υπαλληλικό κόσμο η βία της εργασιακής απόρριψης, βάσει ταυτότητας φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού, η σωματική και τελικά υπαρξιακή κούραση ενός ατόμου που γνωρίζει στο πετσί το σκληρό μεροκάματο της νύχτας, την σεξεργασία, που ενδεχομένως είναι και η μόνη εργασιακή λύση.

Έπειτα έχουμε τον αόρατο κόσμο της εποχικής εργασίας, των Σεζονίστας στα εργασιακά τουριστικά κάτεργα των νησιών τον Αύγουστο, με την εικόνα του απλώματος των ιδρωμένων ρούχων στο περβάζι του χώρου που τους έχει δοθεί να κοιμούνται. Μιλάνε, λοιπόν, ακριβώς από εκεί, «από το χειρότερο δωμάτιο» (Αντώνης Γουλιανός), δηλαδή την ανήλιαγη τρύπα που προσφέρει το αφεντικό.

Κατόπιν έχουμε όλη την εξιστόρηση της προσπάθειας προσαρμογής στη λογική του εύκολου πουλήματος του εαυτού, την προστυχιά του χαρίσματος της εργατικής δύναμης στον εργοδότη, όπου όλη αυτή η κοινωνική ακινησία διαλεκτικά οδηγεί, με την άρνηση της τριβής, ακριβώς στη συνάντηση, στην ανθρώπινη ένωση -όσο κι αν δεν είναι σήμερα νοητοί οι τρόποι- στα ρεύματα που θα παρασύρουν στην καταστροφή το τωρινό οικοδόμημα του Καπιταλισμού. Λέει ο Άκης Παραφέλας στο “Τέλος ωραρίου”: «τι κι αν οι ευθείες ανάμεσα σ’ εμ/ άς και εμάς δεν είναι σήμερα νοητές, τη στιγμή αυτή –μετά από/όσες με μέτρησαν ανθρωποώρες– τις βλέπω να συναντιούνται, /να γίνονται δρόμος με χιλιάδες ρεύματα προς /κάποιο σημείο αυτό βλέπω και /αρχίζω να πληθαίνω το απόγευμα».

Από το επαναστατικό πλησίασμα του Παραφέλα περνάμε σε μια γιορτή. Την θλιμμένη Ημέρα της Ποίησης, όπου το ποιητικό υποκείμενο της Έλενας Πολυγένη βιώνει όλη την εργασιακή αλλοτρίωση, τη φθορά, σε ένα κόσμο μοναχικό, ρουτινιάρικό, μια κοινωνία μαθημένη να αγνοεί, να υποτιμά την Ποίηση, το πιο πολύ όμως, να αδυνατεί να αναγνωρίσει και να περιφρονεί την ίδια την ψυχή και τα συναισθήματα της. Μια κοινωνία εγκλωβισμού, που αντανακλά ένα άχαρο παρηκμασμένο πολιτισμό, μέσα στον οποίο ζεστά και τρυφερά ακούγονται οι σιωπηλές κραυγές μιας εργαζόμενης. Γράφει στην “Ημέρα της Ποίησης” η Έλενα: «μετά να πάρω το λεωφορείο και να βρεθώ/ στριμωγμένη ανάμεσα στους επιβάτες/
που δεν δείχνουν να τους ενδιαφέρει η μέρα της ποίησης/ το μόνο που θέλουν είναι να φτάσουν σπίτι τους/ και να πετάξουν από πάνω τους την κούραση/αυτό θα κάνω κι εγώ, για να πω την αλήθεια
»

Στον Θεοχάρη Παπαδόπουλο ο εργασιακός εφιάλτης της ρουτίνας, ο σωματικός πόνος, οι ειδικές συνθήκες εργασίας σε ένα τηλεφωνικό κέντρο, από τα μεγαλύτερα σύγχρονα κάτεργα, δίνονται παραστατικά στο ποίημα “Ερευνητές”: «Αυτιά σε σχήμα ακουστικών / πονάνε από τα φαξ. /Συνηθισμένοι σε βρισιές/ παρακαλούν: / -Μόνο πέντε λεπτάκια θα κρατήσει»

Αλλά ο εφιάλτης δεν έχει τέλος. Όμως η Νόρα της Καλλίδας Ζαχοπούλου στο ποίημα “το σπίτι σας είναι υπέροχο” τον βλέπει υπέροχο. Mέσα στα κρύα σπίτια της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, κάθε πόλης, με όλα τα «τα μεταχειρισμένα βιβλία στη βιβλιοθήκη/ τα βίνταζ έπιπλα από τους κάδους της/ Τρικούπη /έβλεπε: / τα ξύλινα κουφώματα του ‘60/ και το γρατσουνισμένο παρκέ» η Ζαχοπούλου ξεμπροστιάζει όλη την ταξικότητα του σύγχρονου χιπστερισμού, ενός αισθητισμού δυο ταχυτήτων, όπου από τη μια είναι το καπρίτσιο των πλουσίων και από την άλλη η σκληρή, απλή ανάγκη για ανάγνωση, για επίπλωση που σημαίνει καταφυγή στα σπουπίδια. Το ποίημα αυτό έχει πολύ κρύο, έχει πολύ γυμνά τον κρυμμένο, σκοπίμως θολό διαχωρισμό της κοινωνίας σε προνομιούχους και μη, έχει στο πιάτο όλη την άρρητη ταξική σύγκρουση.

Ο Βορβής επιλέγει να χρωματίσει τον εργαζόμενο σιδηροδρομικό. Είναι ένα με τα εργαλεία του, «Αφήστε τον/ αυτά τα σίδερα/κρύβουν τη δική του ιστορία·/αγγίξτε τις κρύες συναρμογές/τα πριτσίνια τα εξαρτήματα/τους δίποδους εξωλκείς» και καλεί τον αναγνώστη να αγγίξει αυτά που χρησιμοποιεί και τον χρησιμοποιούν, τον διαμορφώνουν.
Χτίζοντας την ατμόσφαιρα του δίνει την ολόσωμη εργασία, τον απ’ άκρη σ’ άκρη κάματο, την αφομοίωση του από την πράξη και την αλλοτριωμένη εργασία εν γένει, στην οποία έχει πια ολότελα ξοδέψει τη ζωή του.

Ο Καμπάδαης μιλά για όσους «διαλύουν την αιώνια ζωή» και «δεν θέλουν το αιώνιο», για όσους γνωρίζουν την υλική διάσταση του πραγματικού και δεν ξεγελιούνται από τη μεταφυσική και τα παραμύθια. Ο χρόνος όμως; Για όλους ο χρόνος είναι εργατοώρες, «Από αιώνες/ σε χρόνια/μετά/σε μήνες /σε εβδομάδες/ σε μέρες/+ /τέλος /σε ώρες/Μετρήσιμες ώρες /για την αποδοτική εργασία/Τις ώρες τις έκαναν/Εργατοώρες» και η συνειδητοποίηση αυτή οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο ένα βήμα παρακάτω, μέχρι τον Κομμουνισμό.

Κλείνοντας, ο Παναγιώτης Μηλιώτης μιλά για “Την απόφαση ενός οπαδού να κατέβει στον αγωνιστικό χώρο της απεργίας”. Η συνείδηση στον Καμπάδαη που κοκκινίζει έρχεται να επικοινωνήσει με τον Μηλιώτη που θέτει άμεσα Μπρεχτικά ερωτήματα «Γιατί παραμένω οπαδός/μιας πραγματικότητας που σε τίποτε την τάξη μου δεν ωφελεί;» και χτίζοντας μια αφήγηση από τον αγωνιστικό χώρο του ποδοσφαίρου σε εκείνον της απεργίας, βήμα το βήμα, συνειδητότητα στη συνειδητότητα, να φτάσει στην ένωση, εκείνη που και ο Παραφέλας ομολογεί και εκείνοι που συνιστά την ελπίδα πολλών από μας, κάτω από το κόκκινο λάβαρο, με την προοπτική της επανάστασης.

Νικόλας Κουτσοδόντης, Ποιητής

(Σημείωση: Η προσυγκέντρωση μας θα είναι στις 9:45 το πρωί έξω από το Café Noire, Ακαδημίας 94. Καλή Απεργία να έχουμε και καλούς αγώνες).

Άγγελος Αρόρα
Ανάπαυση

Στον αυχένα σου συγκεντρώνεται το νύκτιο μεροκάματο.

Στους ώμους μαζεύονται
οι πρωινές απορρίψεις των γραφείων.

Ένας τεράστιος γάντζος στην τσέπη
σου συνθλίβει τη μέση
κάθε μέρα
σε πετάει στο πάτωμα.

Η τραχύτητα στα μάγουλα
από το πρωινό ξύρισμα
θυμίζει πάντα ποια είσαι.

Και το κρασί

αίμα κόκκινο χαλί
αίμα βροχή
αίμα προγονικό–
πώς κυλά η κούραση στις φλέβες σου

που μόνο λαχταρούν

ανάπαυση.

***

Αντώνης Γουλιανός
Μετα τη δουλειά

Αφήνει τα ιδρωμένα ρούχα στο περβάζι του παραθύρου,
Το αυγουστιάτικο βράδυ εξατμίζει τις έγνοιες,
Ψάχνει να το δει να καθρεπτίζεται στο πέλαγος του νησιού,
αλλά ούτε μια υποψία φεγγαριού δεν διακρίνεται
από το χειρότερο δωμάτιο.

***

Άκης Παραφέλας
τέλος ωραρίου

κοινότοπα, με αναμονές βρέθηκα σε χειρουργεία
ευρέσεως σημασίας με σπασμένα κόκαλα ανασφαλή
ύστερα από ένα ατυχές βιογραφικό σημείωμα
ύστερα από ένα προγραμματισμένο ατύχημα
μαθαίνω πως ρίχνουνε ο ύψος και η βάθος το μαστίγιο
σε ιδιωτικό σκοτάδι, με οδηγούν στον να-σου-το-κάνω-λιανά
για-να-πουλιέσαι-εύκολα, και δείχνω να πονάμε
την ίδια στιγμή που απ’ της ακινησίας την τριβή ξεχνάω και αφήνομαι
το απόγευμα βρίσκω τα δέρματά μας μούσκεμα στις σκάλες
ενός κτιρίου με πολλά τετράγωνα παράθυρα, ευθεία μπροστά
μία πλατεία και μια θλίψη με λιγοστές ατίθασες λεύκες που κόπηκαν
σαν χέρια στον αγκώνα, τι κι αν οι ευθείες ανάμεσα σ’ εμ
άς και εμάς δεν είναι σήμερα νοητές, τη στιγμή αυτή –μετά από
όσες με μέτρησαν ανθρωποώρες– τις βλέπω να συναντιούνται,
να γίνονται δρόμος με χιλιάδες ρεύματα προς
κάποιο σημείο αυτό βλέπω και
αρχίζω να πληθαίνω το απόγευμα και ίσως αρχίζει
ένας θόρυβος άλλος και πάνω απ’ τις ουλές
με πάταγο αντέχω πια την μοναξιά γιατί δεν είναι

***

Έλενα Πολυγένη
Η Ημέρα της Ποίησης

Δεν προλαβαίνω να γιορτάσω την παγκόσμια μέρα της ποίησης
δεν γίνεται να πάρω άδεια απ’ τη δουλειά
πρέπει να ξυπνήσω στις 7 όπως κάθε άλλη μέρα
να πλύνω τα πιάτα, να στρώσω το κρεβάτι μου
να κουβαλήσω τις τσάντες απ’ το σούπερ μάρκετ
διαπιστώνοντας πως τα χρήματα ίσα που φτάνουν
και ύστερα να εξυπηρετώ τους πελάτες που
ιδέα δεν έχουν για τη μέρα της ποίησης
κι ίσως αν τους το έλεγα να γελούσαν
μετά να πάρω το λεωφορείο και να βρεθώ
στριμωγμένη ανάμεσα στους επιβάτες
που δεν δείχνουν να τους ενδιαφέρει η μέρα της ποίησης
το μόνο που θέλουν είναι να φτάσουν σπίτι τους
και να πετάξουν από πάνω τους την κούραση
αυτό θα κάνω κι εγώ, για να πω την αλήθεια
θα φάω στα γρήγορα και θα καθίσω μπρος στην τηλεόραση
βλέποντας πράγματα άσχετα με την ημέρα της ποίησης
έπειτα θα σηκωθώ θα καθαρίσω το σπίτι
θα πετάξω τα σκουπίδια θα πλύνω τα πιάτα
κι όλο θα σκέφτομαι τους λογαριασμούς που δεν πλήρωσα
τα ατέλειωτα χαρτιά πάνω στο τραπέζι
που κάτω από άλλες συνθήκες
θα μπορούσαν να είναι και ποιήματα

***

Θεοχάρης Παπαδόπουλος
Ερευνητές

Στην εταιρεία δημοσκοπήσεων
πλάι – πλάι οι ερευνητές δουλεύουν.
Αυτιά σε σχήμα ακουστικών
πονάνε από τα φαξ.
Συνηθισμένοι σε βρισιές
παρακαλούν:
-Μόνο πέντε λεπτάκια θα κρατήσει.
Στο τέλος κάθε βάρδιας
πονοκέφαλοι.
Γυρίζουν σπίτι
κι ακούγεται στον ύπνο τους ξανά:
-Σύντομη έρευνα.
Μόνο πέντε λεπτάκια θα κρατήσει.

***

***

Καλλίδα Ζαχοπούλου
το σπίτι σας είναι υπέροχο

η Νόρα είπε, το σπίτι σας είναι υπέροχο·
κοιτούσε:
το πιάνο με τα κιτρινισμένα πλήκτρα
τα φυτά που επιβίωσαν το χειμώνα
χωρίς θέρμανση το καλοκαίρι χωρίς
κλιματισμό

έβλεπε:
τα μεταχειρισμένα βιβλία στη βιβλιοθήκη
τα βίνταζ έπιπλα από τους κάδους της
Τρικούπη
έβλεπε:
τα ξύλινα κουφώματα του ‘60
και το γρατσουνισμένο παρκέ

κι εμένα και τη Συγκάτοικο Νο2 και τη
Συγκάτοικο Νο3 που είμασταν σπίτι το
μεσημέρι που είμασταν
άνεργες, απολυμένες, παραιτημένες

κοιτούσε:
τα ταλαιπωρημένα
ρούχα μας από δεύτερο χέρι, ωραία τα είχαμε
ταιριάξει δεν μπορώ να πω
αλλά

όταν δίδασκα, οι μαθητές μού έλεγαν
κυρία γιατί φοράτε συνέχεια τα ίδια ρούχα

κι όταν σέρβιρα, έμενα παραπάνω
παρότι δεν πληρώνεσαι ποτέ
υπερωριές,
τουλάχιστον εκεί είχε ζέστη, και

όταν φέραμε τα έπιπλα από τους κάδους
κολλήσαμε κοριούς και

όταν αγοράσαμε για δύο ευρώ τα βιβλία
οι πρώτες σελίδες τρίφτηκαν στα
χέρια μας σαν κομφετί

όλα, είναι αυτό που είναι παρότι
η Νόρα τα βλέπει υπέροχα

το κρύο είναι:
η κουζίνα που έχει 7 βαθμούς

το ενοίκιο είναι:
πεντακόσια ευρώ

τα πεντακόσια ευρώ είναι:
χαρτιά που καίγονται

αν τα περάσεις από ένα αναμμένο σπίρτο
τελικά
είναι χαρτιά που καίγονται

***

Κωνσταντίνος Βορβής
Ο εργάτης των σιδηροδρόμων

Αφήστε τον εδώ
με τα σκονισμένα του ρούχα
και τα χέρια που έχουν αυλακωθεί
από τα μηχανήματα και την εργασία
αφήστε τον
γράσο και μηχανή
στάζει ο ιδρώτας στους στρωτήρες
και το ντίζελ καίει τα πνευμόνια
περνά τη ζωή του πάνω στις ράγες
τα ρούχα του μυρίζουν μέταλλο
και τα παπούτσια του σκουριά και βροχή

Αφήστε τον
αυτά τα σίδερα
κρύβουν τη δική του ιστορία·
αγγίξτε τις κρύες συναρμογές
τα πριτσίνια τα εξαρτήματα
τους δίποδους εξωλκείς.

*Από την ποιητική συλλογή «Ο ήρωας του φθινοπώρου», εκδόσεις Οδός Πανός, 2022

***

Σταύρος Καμπάδαης

Δεν έχουν καμία πίστη
Κανένα όραμα
τζογάρουν
μόνο στο βόλεμα του τώρα
ενώ αυτός που πιστεύει
ξέρει ότι η πορεία
είναι αργή και βασανιστική
Εκείνοι από άποψη
διαλύουν την αιώνια ζωή
Το πέραν είναι σπάνιο για αυτούς
ή καλύτερα ανύπαρκτο
Δεν θέλουν το αιώνιο
επικεντρώνονται
σε κομμάτια
όσο πιο μικρά γίνεται
Όπως τα κεράκια
στα χρόνια πολλά
Από αιώνες
σε χρόνια
μετά
σε μήνες
σε εβδομάδες
σε μέρες
+
τέλος
σε ώρες
Μετρήσιμες ώρες
για την αποδοτική εργασία
Τις ώρες τις έκαναν
εργατοώρες
Πόσο αντιστοιχεί
σε χρήμα
ο χρόνος

Ρε γαμώτο
κάθε φορά
που μιλάω έτσι
μιλάω
σαν κομμουνιστής

***

Παναγιώτης Μηλιώτης

Η απόφαση ενός οπαδού να κατέβει στην αγωνιστικό χώρο της απεργίας

Γιατί παραμένω οπαδός
μιας πραγματικότητας που σε τίποτε την τάξη μου δεν ωφελεί;
Στις κερκίδες μ’ αρέσει να φωνάζω
υπέρ της μίας ομάδας και κατά της άλλης
κι όταν κερδίζει η δικιά μου ικανοποιούμαι.
Είναι ωραίο το ποδόσφαιρο,
αλλά πόσο έχουμε πραγματική πρόσβαση στον αθλητισμό;
Όλοι μας φοράμε φανέλες και κρατάμε σημαίες
κι ενώ υμνούμε την αγαπημένη μας ομάδα
με κατακλύζουν σκέψεις κι ερωτήματα – που μου χαλάνε το ρυθμό του ύμνου.
Όπως, ότι από Δευτέρα, – θα πάω άκεφος, φτηνός και μαγκωμένος στη δουλειά,
για να καταλήξω το απόγευμα στο super-market
και να αισθανθώ τα μαχαίρια της ακρίβειας.
Ποιος έχει κουράγιο και τι λόγους να βρει
μετά από τέτοια άνιση μάχη
τους άλλους οπαδούς να τους μισεί;
– Όχι, δεν είναι αυτοί οι πραγματικοί μας εχθροί-
Και ποιο το νόημα να παραμένουμε
οπαδοί της αδράνειας άρα και της επιβολής
μιας ιδεολογίας και μιας πολιτικής
που σε τίποτε την τάξη μας δεν ωφελεί;
Πρέπει να κατέβουμε και στον αγωνιστικό χώρο της απεργίας
όπως μας τα λέει και η Χρύσα στο γραφείο,
αλλά και της αγαπημένης μου ομάδας η ιστορία.
Ναι, να κατέβουμε χιλιάδες κι αληθινά ενωμένοι
κάτω από την κόκκινη σημαία, που υψώνεται πεισματάρα
κι απ’ τους πραγματικούς μας τους εχθρούς – κατασυκοφαντημένη.

***