Ποιήματα της Απεργίας.

Β’ Μέρος
Οι επιλογές της Βασιλείας Οικονόμου

Διαβάζοντας τα ποιήματα που στάλθηκαν στη Θράκα εν αναμονή της μεγάλης πανελλαδικής απεργίας της Τετάρτης 9 Νοεμβρίου, για κάποιο λόγο, ίσως πιο προσωπικό, ένιωσα πως πρέπει να σταθώ παραπάνω στα ποιήματα εκείνα που με τον τρόπο τους αποτύπωναν λίγο περισσότερο την πλευρά του υπαρξιακού τέλματος και της βουβής οδύνης που δημιουργεί η σύγχρονη εργασιακή καθημερινότητα στον εργαζόμενο.

Συναισθήματα κοινά στο σύγχρονο μέσο άνθρωπο που προσπαθεί να επιβιώσει μέσα σε ένα απάνθρωπο οικονομικό σύστημα το οποίο, όπως συμβαίνει συνήθως, έχει γίνει ακόμα πιο άγριο καθώς πνέει τα λοίσθια .

Στην Ελλάδα των τελευταίων ετών ήρθαμε αντιμέτωποι με την βίαιη καταστρατήγηση των δικαιωμάτων μας, την αστυνομική βία, το κουκούλωμα σκανδάλων, την ατιμωρησία και το ξέπλυμα εγκληματιών, την αποκτήνωση μπροστά στον θάνατο συνανθρώπων στον Έβρο και στα νερά του Αιγαίου, και στη δική μας περαιτέρω καθώς και ολοένα αυξανόμενη φτωχοποίηση.

Ο/η εργαζόμενος/η ποιητής/τρία, ως αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας αλλά και του κόσμου, δεν μπορεί παρά να αποτυπώνει αυτή την πραγματικότητα στο έργο του, ακόμα κι αν δεν υπάρχει φαινομενικά στα ποιήματα μια ξεκάθαρα πολιτική ή ταξική τοποθέτηση.

Ωστόσο, γίνεται φανερό το βίωμα που φέρει την αίσθηση του αδιεξόδου και του τέλματος. Η βαθιά ψυχική και σωματική κούραση, η ανασφάλεια, η αγανάκτηση, το άγχος και η θλίψη που δημιουργεί η σύγχρονη εργασιακή πραγματικότητα, απλώνονται σε κάθε έκφανση της ζωής του εργαζόμενου – στο σπίτι, στο δρόμο προς το γραφείο, στην οικογενειακή ζωή, στον έρωτα. Τα παραπάνω περιγράφονται σε πολλά από τα ποιήματα που λάβαμε, ωστόσο θα αναφερθώ ενδεικτικά σε μερικά που ξεχώρισα, ξεκινώντας με το ποίημα “Σύμβαση αορίστου” της Γωγώς Πονηράκου, όπου καταγράφεται η πραγματικότητα μιας νέας οικογένειας, ενός ζευγαριού με μωρό, όπου η θέση της γυναίκας μητέρας παραμένει απλήρωτη μιας και ποτέ η ενασχόληση με το σπίτι δεν θεωρήθηκε εργασία, η ιδιότητα της καλλιτέχνιδας επίσης απλήρωτη μιας και δεν παράγει έργο με τρόπο που το σύστημα να θεωρεί άξιο αμοιβής, οπότε ο πατέρας εγκλωβισμένος κι αυτός στον πατριαρχικό ρόλο του “κουβαλητή” μένει καταβεβλημένος από ένα σωματοποιημένο πια άγχος και χάνει σημαντικά κομμάτια της ζωής του παιδιού του.

Έπειτα, η κουραστική, “άγευστη” καθημερινότητα είναι κομμάτι και του ποιήματος “Καρτέλα ενσήμων” του Νίκου Σουβατζή όπου φαίνεται επίσης καθαρά, μέσα από τη σύνδεση της ζωής του ήρωα με εκείνη του πατέρα του, και η συντριβή της ιδέας της εργασιακής προόδου και του ονείρου ενός “καλύτερου μέλλοντος” με την οποία μεγάλωσε η γενιά της μεταπολίτευσης.

Η καθημερινότητα πολλών, είναι και η καθημερινότητα αυτού του νέου ζευγαριού στο ποίημα “Άλλη μια” της Φιλίας Κανελλοπούλου , όπου κάθε μέρα είναι μια μάχη με τον σωματικό πόνο, την ψυχική και φυσική εξόντωση και την θλίψη που προκαλούν οι ατελείωτες ώρες εργασίας, οι οποίες δεν καταφέρνουν καν να σηκώσουν το βάρος της ανασφάλειας και της ανησυχίας των ανθρώπων για το μέλλον.

Στα ποιήματα δε, “Υπνοβασία” και “Ταπετσαρίες” των Τζένη Παυλίδου και Κωνσταντίνα Παναγιωτοπούλου, διαφαίνεται ακόμα περισσότερο η μάχη με την κατάθλιψη που προκαλείται από την ανασφάλεια και την τελμάτωση που επιφέρει στον ψυχισμό του ανθρώπου η σύγχρονη εργασιακή ζωή. Ο άνθρωπος μάλιστα που πάσχει από κάποια ψυχική ή φυσική νόσο μένει ευάλωτος και βρίσκεται ακόμα περισσότερο στο στόχαστρο του συστήματος. Μέσα στον νέο εργασιακό μεσαίωνα του 21ου αιώνα χάνει τη δουλειά του και χάνει το μυαλό του, οδηγούμενος στην απελπισία, ενώ κάποιες φορές ακόμη και στον θάνατο. Η απώλεια της δουλειάς του σημαίνει χάσιμο του εαυτού του, αλλά και κάθε ψήγματος χαράς.

Τέλος, θα πρέπει να πούμε πως είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό οτι η πραγματικότητα αυτή, η αγωνία αυτή, είναι κοινή και αφορά τον εργάτη αλλά και τον υπάλληλο του καφέ, τον δάσκαλο, τον προγραμματιστή, τον οδοκαθαριστή, τον τεχνικό στην τηλεφωνική εξυπηρέτηση πελατών αλλά και τον ακαδημαϊκό ερευνητή, τον νέο πτυχιούχο πολύγλωσσο, συχνά κατ’ ανάγκην μετανάστη που έρχεται αντιμέτωπος με το burn out, όπως φαίνεται και στο ποίημα της Μαρίσας Λιούις “Green desking σε κάποια πρώην αγγλική αποικία”, σε κάτι που πλασάρεται ως σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον, σε θέσεις που ο 21ος αιώνας παρουσιάζει σαν την απόλυτη επαγγελματική επιτυχία και που όμως τίποτα στην πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει πίσω από το προσωπείο της δήθεν ευαισθητοποίησης.

Βασιλεία Οικονόμου, Ποιήτρια

 

Γωγώ Πονηράκου
Σύμβαση αορίστου

Κάνει μια δουλειά με απολαβές
καλές, έχουμε ασφάλιση και φαγητό
ένα κεραμίδι πάνω απ’το κεφάλι μας
εγώ είμαι καλλιτέχνιδα, άρα φτωχή
κι έτσι επωμίζεται τα περισσότερα
βέβαια προσέχω και μεγαλώνω
το παιδί μας (αλλά δεν είναι δουλειά η γονεϊκότητα ή το συγύρισμα)
μα κάνει** κάθε μέρα δωδεκάωρο σχεδόν
μιλάει στ’ αγγλικά σε βαθμό που ξεχνάει
το ελληνικό συντακτικό και κάτι φορές
έχει το βλέμμα στο κενό
και ψάχνει τη χαρά του
το άγχος μεταφράζεται με σπυριά στο κεφάλι
αϋπνία και τετραπλό εσπρέσο
αλλά είναι διευθυντής
τον σέβονται και αυτό του φτάνει
άλλωστε δίνει το εκατό τοις εκατό
κι ας χάνει ώρες από το πλάσμα
που τον λέει μπαμπά ή από μένα
που γκρινιάζω στερεοτυπικά
η ποιότητα ζωής είναι μια ιδέα
παρωχημένη όσο κι ο χρόνος
που δεν είναι ελεύθερος

***

Νίκος Σουβατζής
Καρτέλα ενσήμων

Είναι εκείνη η εποχή
με τις ατέλειωτες βάρδιες,
τα ανήσυχα όνειρα
και τα πένθιμα κυριακάτικα απογεύματα
που σου φαίνονται όλα γνώριμα:
τα βαριά βήματα,
τα σφραγισμένα χείλη,
τα ανόρεκτα γεύματα,
ο ύπνος απ’ τις εννιά
Και τότε το κουρασμένο βλέμμα σου
διακρίνει τη φιγούρα του πατέρα
με τα ρούχα της δουλειάς
κι εκείνο το αιώνιο
παράπονο στα μάτια.

***

Φιλία Κανελλοπούλου
Άλλη μία

Άλλη μια μέρα που εκείνη ξύπνησε με πρησμένο πρόσωπο και πόδια
Άλλη μια μέρα που εκείνος ξύπνησε χωρίς να νιώθει τα χέρια και τη μέση του
Εκείνη θα περπατήσει μισή ώρα πήγαινε, μισή ώρα έλα, μέρα ή νύχτα
Εκείνος θα πάρει το ποδήλατο δεκαπέντε λεπτά κατηφόρα, σαράντα ανηφόρα,

ξημέρωμα με σούρουπο

Εκείνη θα δουλέψει εννιά ώρες για εικοσιπέντε ευρώ
Εκείνος θα ζητήσει ρεπό αλλά θα κάτσει υπερωρία απλήρωτος
Εκείνη σήμερα δεν θα πάρει ένσημο, παίρνει τέσσερα το μήνα
Εκείνος δεν ξεχωρίζει ούτε σήμερα, αν είναι Κυριακή ή Δευτέρα
Κάθε φορά στον καναπέ με μάτια κόκκινα εκείνη κλαίει
Κάθε φορά στο διπλό κρεβάτι εκείνος μου λέει να μην ανησυχώ
Άλλη μια μέρα που τους έχασα και τους δυο
Άλλη μια μέρα που αυτός ο κόσμος με μισεί

και που τον μισώ κι εγώ

***

Κωνσταντίνα Παναγιωτοπούλου
Ταπετσαρίες

Δεμένα τα άκρα γιατί χτυπούσες τις νοσηλεύτριες
«Δεν είναι αυτό, με παρακολουθούν»
Χρόνια ταπετσιέρης στο Κολωνάκι
«Είμαι γνωστός και με φθονούν»
Μετά από λίγες μέρες
Δέκα σταγόνες aloperidin το βράδυ
Το αποκάλυψες
Μόλις βγεις από εδώ θα πεθάνεις
Ήξερες καλύτερα από μένα τη συνέχεια
Το μαγαζί έκλεισε νωρίς
Το επίδομα για γέλια
Αδύνατο να προσλάβεις αποκλειστική
Θα έφευγες απλά όπως ήρθες
Ο τρελός του θαλάμου
Της γειτονιάς
Προσπάθησα να πιαστώ απ΄ό,τι έβρισκα
«Οι αδερφές σας το σπίτι η βεράντα»
Δεν ήθελες να κρυώνεις το χειμώνα
Ούτε να παρακαλάς
Τριγυρνάς ακόμα στην πλατεία
Έξω από το παλιό σου μαγαζί;
Κοιτάζεις τους περαστικούς αφ υψηλού
Ή πράγματι δεν άντεξες
Το περιθώριο το κρύο στην κουζίνα
Κι έκανες πρώτος το βήμα στο κενό;

***

Τζένη Παυλίδου
Υπνοβασία

Φυσικὰ καὶ ὀνειρεύομαι.
Ζεῖ κανεὶς μόνο μ’ ἕνα ξερὸ μισθό;
Κική Δημουλά.

Τα επεισόδια εκδηλώνονται κυρίως τις νύχτες
δεν επιδέχονται καταστολή―
Ένας στόλος υπό τη σημαία της πλήξης
βουλιάζουν οι μέρες μου.
Ασφαλές περιβάλλον ο βυθός,
η φωλιά, το γραφείο, η τράπεζα
χαρτόκουτα στην καταιγίδα·
Όλοι με το βλέμμα στα αιχμηρά αντικείμενα
στις σφαλισμένες πόρτες―
Η στάθμη του νερού ανεβαίνει
τα μέλη λύνονται, θέλουν να κολυμπήσουν
βατράχια, πεταλούδες στο στήθος
ούτε στόχος ούτε αγγαρεία
δελφίνι στη στεριά
***

Μαρίσα Λιούις
Green desking σε κάποια πρώην αγγλική αποικία

Το συνδικάτο μας οργανώνει ως ακαδημαϊκούς υποτρόφους
που για μένα σημαίνει:
ότι κάποιες φορές μιλώ ψιθυριστά για την λογοτεχνία και την ποίηση στις μαζώξεις του προξενείου
γιατί η γλώσσα μου πονά το μυαλό
στενεύει το δωμάτιο σε δύο άυλες λαβές
και δεν υπάρχει πάντα νερό να πλύνω τα μάτια μου
(Εξάλλου θα πρέπει και να μάθω στον ίδιο business φοιτητή
να γράφει email την επόμενη μέρα)
Αλλά αυτή η εργασία σημαίνει και:
σχήμα Ponzi και αποξένωση, προνόμια και brain drain.
Αν η πνευματική εργασία ήταν μια λέξη μόνο
αυτή θα έπρεπε να ήταν
«αταξία»
όμως το «πράσινο γραφείο» που χρησιμοποιώ σε αυτή την high-end γειτονιά με τα vegan καφέ και τα studio yoga
είναι πλαστικό
και εγώ πρέπει να φανταστώ το άρωμα του ρετσινιού στη σελίδα
για να συνεχίσω.