ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΕΝΤΕ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Πολιτικοποιητικό
Σε βρίσκει η ποίηση, χαρές μου,
αλλά αφού πρώτα
σε χάσει.
Εκεί που λες
δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
την τρίτη φορά, τη φαρμακερή
το μαχαίρι της άρνησης
σε γυρνάει ανάποδα
τα μέσα σου έξω:
Οι καιροί μ’ έχουν γράψει
λες,
οι καιροί μ’ έχουν γράψει.
The King is a Thing
“The body is with the king, but the king is not with
the body. The king is a thing.”
William Shakespeare, Hamlet
Μονάχα πράγμα δηλώνεται απ’ το πράγμα.
Figura, τύπος, imago:
το πράγμα εγχάρακτο πάνω σε πράγματα, νομίσματα
μες σε πουγκιά και πορσελάνη Κίνας για το τσάι.
Της Μεγαλειοτάτης το φίλτατο χαρμάνι.
Ιδού, η σφραγίδα επάνω στη συσκευασία.
Λάβετε, πίετε, τούτο εστί του πράγματος το ρημαγμένο αίμα,
νεκρή εργασία, επίδομα, η μυρωδιά του λάχανου
και τα εργατικά, ποδόσφαιρο το Σάββατο,
γονάτισμα στα φρεάτια έξω απ’ την παμπ:
ιδού, μες στις συσπάσεις του στομάχου σου
το δέος για αυτόν που σε τυφλώνει με το Εξκάλιμπερ!
Προσκύνησε, χωριάτη!
Το πράγμα βασιλεύει.
Περί της λογικής της ιστορίας
Αχ, ο άνθρωπος είναι μικρός!
Χωράει σ’ ένα σκόπευτρο
χωράει σ’ ένα ξύλινο κουτί
χωράει σε δυο μέτρα χώμα.
Μικρός είναι κι ο θάνατος!
Χωράει σε λίγα εκατοστά μολύβι
χωράει στον ανήσυχο ύπνο της νάρκης
χωράει σε μια τρύπα τόση δα στο μέτωπο.
Η ιστορία, η ιστορία είναι μεγάλη!
Χωράει όλους τους μονολόγους των κρανίων
χωράει όλες τις ρήξεις των ιστών
και με κοιλιά θεόρατη βάφει τα νύχια κόκκινα.
Όλα έχουν νόημα—εμείς μονάχα μένουμε τυφλοί.
Βρες πώς να ζήσεις πριν χωνευτεί ό,τι έμεινε
από σένα θρεπτικό! Να καταλάβεις δεν υπάρχει χρόνος.
Η ιστορία είναι μια φρενοβλαβής που χέζει λογική.
Το κράτος του θανάτου
Ιδρύθηκε όπως όλα: τυλιγμένο σε σημαία
με το δικό του νόμισμα,
τον εθνικό του ύμνο.
Το έδαφός του τετραγωνισμένο
σε συντεταγμένες:
άσπρο-μαύρο
και πάλι
μαύρο-άσπρο.
Σε κάθε επαρχία
ήταν μια πόλη από στάχτη.
Ο θάνατος τις έσπρωχνε
από τετράγωνο σε τετράγωνο.
«Κερδίζει», σκέφτηκα.
Όταν μαύρισε ο ήλιος
Όταν μαύρισε ο ήλιος, καθόμασταν, θυμάμαι.
στις αυλές των φίλων μας.
Μας κοίμιζαν
γλυκές καμπανούλες τα ποτηράκια
που τσουγκρίζαμε
φίλοι, και πάλι φίλοι
ψωμί κι αλάτι
και περασμένα και ξεχασμένα
λέγαμε
και τα μαχαίρια ήταν όλα ζυγισμένα
και στη θέση τους
απάνω στο τραπεζομάντηλο
και στα ριζά του δέντρου η σκιά
αναίμακτη.
Κι όταν μαύρισε ο ήλιος,
κάποιος είπε δες!
Γιατί έρχονταν σύννεφα οι μύγες.
Ώσπου σκοτείνιασαν τα πιάτα,
σαν να βυθίστηκαν σ’ έναν βυθό απροσμέτρητο
κι η ζάχαρη, στη φέτα το καρπούζι
που ’χαμε μισοφάει, πίκρανε
από έναν βόμβο μελανό, καθολικό, όπως
αν λειτουργούσαμε σε κάποια εκκλησιά
αντεστραμμένη.
Τότε είδα τα χέρια όλα
πως σφίγγανε ιδρωμένα
τις λαβές των μαχαιριών.
Και τότε είδα τη σκιά,
πώς γύρισε, κι αντίς για μίμηση
της φυλλωσιάς στον ήλιο
πώς άλλαξε το πρόσωπο
κι αντάριασε, σαν να ξερνούσε
η γη τα σωθικά της τα κρυφά
κι ο χρόνος σαν να δήλωνε
τ’ αδήλωτα μονάχα.