Φιλιώ Χρυσοστομίδου, Ναύτης στον ήλιο, Κουκκίδα, Αθήνα 2020.

Της Ευσταθίας Δήμου

Η πρώτη ποιητική συλλογή της Φιλιώς Χρυσοστομίδου εντάσσεται και αντιπροσωπεύει το είδος του λεγόμενου σπονδυλωτού ποιήματος, μια ποιητική σύνθεση δηλαδή η οποία αποτελείται από επιμέρους, μικρότερα ή μεγαλύτερα ποιήματα, τα οποία συνθέτουν ουσιαστικά μια ποιητική μικροϊστορία ή, αλλιώς, μια ποιητική εξεικόνισή της όπου τα επιμέρους συμπλέκονται και συνυφαίνονται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να παραπέμπουν και να συγκροτούν το όλον, ενιαίο και αδιαίρετο μαζί. Το βιβλίο είναι εξ ολοκλήρου γραμμένο και εμπνευσμένο από ένα πρόσωπο πραγματικό, τον αδερφό της ποιήτριας ο οποίος υπήρξε το μοντέλο του ζωγραφικού πίνακα που φιλοτέχνησε ο Γιάννης Τσαρούχης και ο οποίος έφερε τον ίδιο τίτλο με αυτόν που επιλέγει και η ποιήτρια για το δικό της έργο, ανοίγοντας ουσιαστικά έναν διάλογο ανάμεσα στην ποίηση και τη ζωγραφική με γέφυρα αυτή τη φορά μια ύπαρξη που ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και τέχνης. Πρόκειται για μια άκρως ενδιαφέρουσα συνύπαρξη ζωγραφικής και ποιητικής τέχνης που ανοίγει τον δρόμο για τη βαθύτερη γνωριμία και μελέτη των τρόπων τους οποίους μετέρχονται δύο καλλιτέχνες οι οποίοι εκκινούν από την ίδια πηγή, το ίδιο ερέθισμα, την ίδια αφετηρία και, με διαφορετικά υλικά ο καθένας, βαδίζουν μέσα στη δημιουργία καταλήγοντας τελικά σε ένα έργο τέχνης που υπερασπίζεται τη δική του αλήθεια, τη δική του ομορφιά, τη δική του καλλιτεχνική οπτική. Και στις δύο όμως περιπτώσεις η βάση και το θεμέλιο της δημιουργίας είναι κοινό, είναι η ανδρική φυσιογνωμία τη στιγμή της ακμής της, είναι η μορφή, νοούμενη ως χαρακτήρας, ψυχοσύνθεση και εμφάνιση μαζί, ενός νεαρού άνδρα που έρχεται για να αποτελέσει το πρότυπο, το μέτρο και το σημείο αναφοράς της καλλιτεχνικής σύνθεσης.

Η Χρυσοστομίδου, και με δεδομένη την οικειότητα και τους βαθείς, εσωτερικούς δεσμούς της με το πρόσωπο που αποτελεί το κέντρισμα της δημιουργικής της πράξης, τεχνουργεί ουσιαστικά έναν ύμνο, μια υμνητική αναφορά στον αδερφό της η οποία όμως δεν εκτρέπεται ποτέ προς την κατεύθυνση της υπερβολής ή της μεγεθυμένης έκφρασης του θαυμασμού και της αγάπης. Αντίθετα, μένει πάντα σε ένα επίπεδο ουσίας, σε ένα πεδίο όπου αυτό που προκρίνεται και προεξάρχει είναι η προβολή και η αποτύπωση των παραμέτρων του σθένους και της ομορφιάς που συνυπάρχουν στο πρόσωπο του ναύτη, αλλά και του τρόπου με τον οποίο η ζωή του αντικατόπτρισε το ανήσυχο πνεύμα του, την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία, την ένταση της σκέψης και του ψυχισμού του. Όλα αυτά εμφιλοχωρούν μέσα σε καθεμιά από τις επιμέρους συνθέσεις οι οποίες παρουσιάζουν τον χαρακτήρα και τη μορφή ενός οδοιπορικού όχι μόνο στα γεγονότα και στις στιγμές του βίου του, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αυτές οι στιγμές έγιναν αντιληπτές και ερμηνεύθηκαν από την ποιήτρια. Το γεγονός αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Γιατί η Χρυσοστομίδου κατορθώνει, χωρίς να αφήνει από τα μάτια της το μοντέλο του ποιήματός της, να βάλει τη δική της σφραγίδα στην ποιητική σύνθεση, να την κάνει φορέα της δικής της ψυχοσυναισθηματικής φόρτισης και έντασης. Αυτό αντανακλάται περίφημα και στην ίδια τη μορφοποίηση των ποιημάτων που ακολουθεί τους κώδικες της παραδοσιακής ποίησης υιοθετώντας τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και την ομοιοκαταληξία και καταφάσκοντας σε έναν ρυθμικό ποιητικό λόγο που επιδιώκει να διαβαστεί ως τέτοιος και να συμπαρασύρει τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι απόλυτα σαγηνευτικό που διαμορφώνει μια αναλογία με την ίδια τη θάλασσα και τα ταξίδια που πραγματοποιεί κανείς – εν προκειμένω και ο αδελφός – εντός της.

Το όλο εγχείρημα αποκτά ιδιαίτερη αξία και σημασία μέσα στη σύγχρονη ποιητική εποχή και συγκυρία που επιδεικνύει ξεκάθαρα μια προτίμηση προς την ελευθερόστιχη δημιουργία, προς μια στιχουργία που ακόμα κι αν προκρίνει τον ρυθμό δεν τον αφήνει να εξέλθει στην επιφάνεια όπως στην περίπτωση της Χρυσοστομίδου. Θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει εδώ τη διάθεση της ποιήτριας να πλάσει ένα έργο, πέρα από υμνητικό, ξεκάθαρα παρηγορητικό, ένα έργο που θα μπορέσει να λειτουργήσει λυτρωτικά και αποσυμφορητικά της ψυχικής έντασης και του φόρτου με τον οποίο σφραγίζει τη ζωή της ποιήτριας η απώλεια του αδερφού και όλων όσων η μορφή του συμβόλιζε και αντανακλούσε, τη χάρη, τη δύναμη, τα νιάτα, την ομορφιά, την όρεξη και την αγάπη για τη ζωή και για την τέχνη. Γι’ αυτό και η ποιήτρια προσδίδει στο έργο της τη μορφή ενός τραγουδιού και μιας εξισορρόπησης του λόγου και της μελωδίας, έτσι που το τελικό αποτέλεσμα να τέρπει και, ταυτόχρονα, να αφυπνίζει τον αναγνώστη, να τον κάνει να αναμετρά και να συνειδητοποιεί τη δύναμη και τη δυναμική της τέχνης να εντοπίζει ακριβώς όλα εκείνα τα στοιχεία της πραγματικότητας και της ζωής που μπορούν να μετουσιωθούν σε καλλιτέχνημα το οποίο θα καταυγάζει την αλήθεια και την ομορφιά του. Έτσι και εδώ, το πρόσωπο από το οποίο εκκινεί η Χρυσοστομίδου απεκδύεται την πραγματική, ρεαλιστική του διάσταση και μεταφέρεται σε μια στάθμη υψηλότερη, εκεί όπου το πραγματικό έχει απολέσει το περίγραμμά του για να διατηρήσει την ουσία του που οποία απλώνεται πια στο διηνεκές, στο αιώνιο, το παντοτινό. Αν μάλιστα συνδυάσει κανείς την ανάγνωση του ποιήματος με τη θέαση του πίνακα του Τσαρούχη θα μπορέσει ακόμα πληρέστερα να βιώσει το νόημα της τέχνης και τη βαθιά και καίρια λειτουργικότητά της, τη δυνατότητά της να λειτουργεί αντιπροσωπευτικά ανάγοντας τον άνθρωπο στην ιδέα, στο ιδεατό, το ιδανικό.