Δέκα «ανέμελες» γυναίκες, η αναρχία και τα Στενά του Μαγγελάνου

(Κριτική για το βιβλίο του Ντανιέλ ντε Ρουλέ, Δέκα μικρές αναρχικές, μτφ. Γιώργος Χαρλαμπίτας, Οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2021)

Έπεσε πρόσφατα στα χέρια μου μια ευχάριστη έκπληξη –να ’ναι καλά τα δώρα φίλων– το μυθιστόρημα του Ελβετού συγγραφέα Ντανιέλ ντε Ρουλέ, Δέκα μικρές αναρχικές. Εκδοθέν το 2017 στα γερμανικά, μεταφρασμένο το 2021 στα ελληνικά από τον Γιώργο Χαρλαμπίτα, αυτό το καλαίσθητο βιβλίο των Εκδόσεων των συναδέλφων παρουσιάζει την ιστορία δέκα νεαρών γυναικών από το ορεινό χωριό ωρολογοποιών Σεντ-Ιμιέ της Ελβετίας, κατά το δεύτερο μισό του 19ου και τις αρχές του 20ου αι.

Οι ιστορίες τους αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας, η μυθοπλασία τέμνεται με τα ιστορικά γεγονότα και τα ντοκουμέντα, ο συγγραφέας τα έχει μελετήσει και τα παραθέτει περιγραφικά και ονομαστικά στο τέλος του βιβλίου. Έχουμε λοιπόν τη μυθιστορηματική βιογραφία δέκα γυναικών, αφηγούμενη από μία εξ αυτών. Οι ηρωίδες είναι εργάτριες, είναι αναρχικές, ακολουθούν το μεταναστευτικό κύμα που έχει δημιουργήσει η μετατόπιση της παραγωγής ρολογιών στην Ελβετία από τα οικιακά εργαστήρια στις βιομηχανίες, σε ένα χρονικό πλαίσιο που η αποικιοκρατία διαφημίζεται ως καταφυγή στη γη της επαγγελίας και σε έναν εύκολο πλουτισμό. Οι ίδιες, ωστόσο, δεν παρακινούνται από το όνειρο του χρήματος, θέλουν να ξεφύγουν από την περιορισμένη εμπειρία που τους προσφέρει ο τόπος τους, αναζητούν ένα νέο, υποσχόμενο μέρος που θα τους δώσει τη δυνατότητα να πραγματώσουν τα συλλογικά τους όνειρα, φτιάχνοντας από την αρχή τους κανόνες της ζωής.

Στο ταξίδι τους αυτό μας παίρνουν μαζί τους η Ματίλντ, κόρη του Εβραίου γιατρού που εκδιώχθηκε κακήν κακώς από τις ελβετικές αρχές, η Ζερμέν που δεν μπόρεσε να παντρευτεί τον γιο του γαλατά λόγω της ταξικής της θέσης, η Εμιλί που τη βαρούσε ο εραστής της, η Κολέτ και η Ζιλιέτ που ήταν ζευγάρι και αναζητούσαν έναν τόπο ελευθερίας για τον έρωτά τους, η Ζαν με τα τρία αγόρια που έχασε τον άντρα της σε εργατικό ατύχημα στον σιδηρόδρομο, η Λιζόν με τα τέσσερα κορίτσια που έχασε άντρα και παιδί επίσης σε ατύχημα στον σιδηρόδρομο, η Αντέλ που ήθελε να δει τη θάλασσα, η Βαλεντίν που ήθελε να ξεφύγει από τον αυταρχικό πατέρα και η αδερφή της, Μπλαντίν, με την οποία η αφηγήτρια Βαλεντίν βρίσκεται διαρκώς σε ρήξη.

Οι νεαρές αναρχικές, που γίνονται φίλες μας στην πορεία της αφήγησης, διαβάζουν μανιωδώς Ζαν Ζακ Ρουσσώ, εμπνέονται από την Παρισινή Κομμούνα (1871), θυμούνται το πέρασμα του Μιχαήλ Μπακούνιν από την Ελβετία στο πλαίσιο τoυ συνεδρίου της Ομοσπονδίας των αναρχικών (1872), συνομιλούν με την εκτοπισμένη κομμουνάρια Λουίζ Μισέλ και αλληλογραφούν σε βάθος δεκαετιών με τον Ερρίκο Μαλατέστα, άλλοτε εμπνεόμενες και άλλοτε συγκρουόμενες μαζί του.

Κατ’ αντιστοιχία με την απομυθοποιητική στάση των ηρωίδων προς τη ζωή στις αποικίες, η μυθοπλασία δεν ωραιοποιεί τους εξωτικούς τόπους, παρότι καταφέρνει να μας ταξιδέψει σε μακρινά, άλλοτε δυστοπικά και άλλοτε παραμυθικά τοπία. Από το Βαλόν της Ελβετίας στην Παταγονία και την Πούντα Αρένας της Χιλής, από εκεί βορειότερα στο Ταλκαουάνο, έπειτα στο νησί του Ροβινσώνα Κρούσου και στη συνέχεια στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Σε αυτό το ταξίδι τεσσάρων σχεδόν δεκαετιών προς την πραγμάτωση της ουτοπίας, συναντούμε εν πλω τους εκτοπισμένους της Παρισινής Κομμούνας, γινόμαστε μάρτυρες των μαζικών θανάτων των επιβατών στα πολύμηνα υπερατλαντικά ταξίδια, διασχίζουμε τον Τροπικό του Αιγόκερω, αντικρίζουμε την εκμηδένιση της αξίας της ανθρώπινης ζωής στις αποικίες και, ιδίως, της ζωής των γυναικών και των ιθαγενών, περνάμε από την Ταϊτή και τον Πορθμό του Μαγγελάνου, από την πυρετώδη κίνηση των πληθυσμών στα λιμάνια της Χιλής και της Αργεντινής, από τη ραγδαία διόγκωση των παράλιων πόλεών τους, και καταλήγουμε στην αποκτήνωση των Ευρωπαίων αποίκων και, ιδίως, της εξουσίας, στη διόγκωση της φτώχειας και την εξάπλωση της χολέρας.

Φωτεινές εξαιρέσεις οι συλλογικές αντιστάσεις, οι μαζικές συνελεύσεις, οι απεργίες και οι εποικοδομητικές (κάποτε και έντονα πολεμικές) συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, στις οποίες οι «ανέμελες», όπως τις αποκαλεί με μια δόση υποτίμησης ο μυθοπλαστικός Μαλατέτσα, άλλοτε πρωτοστατούν και άλλοτε απλώς συμμετέχουν. Οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις που φτιάχνουν στις πόλεις, η αυτόνομη, πολυεθνική, πειραματική αποικία τους στο νησί του Ροβινσώνα Κρούσου, μακριά από την υποχρεωτική εργασία, το χρήμα και την ιεραρχία, οι συγκρούσεις τους με τους διεφθαρμένους και αυταρχικούς φορείς της εξουσίας, κυρίως κυβερνήτες και αστυνομικούς διοικητές, συνιστούν το δικό τους παράδειγμα προς την πραγμάτωση του ονείρου.

Παράλληλα, σε όλη την πολυετή πορεία τους, βλέπουμε την έμφυλη καταπίεση να είναι διαρκώς παρούσα. Στην Ελβετία υπέφεραν από την πατριαρχία τόσο στον εργασιακό όσο και στον προσωπικό τους βίο. Μικρότερα μεροκάματα σε σχέση με τους άντρες, λιγότερες εργασιακές επιλογές. «Κερδίζαμε είκοσι πέντε λεπτά λιγότερα από τους άντρες. Καμία από μας, για την περίπτωση που αυτό θα την ενδιέφερε, δεν θα γινόταν ποτέ εργοδηγός» (σ. 25), εξηγεί η αφηγήτρια. Στον τόπο που θα εγκατασταθούν ονειρεύονται να μην τις χουφτώνουν και να μη δέχονται πρόστυχα αστεία στον δρόμο. Άντρες δεν παίρνουν μαζί τους από την Ελβετία, πλην των παιδιών τους, γιατί «δεν παραιτούνται εύκολα από τα προνόμιά τους» (σ. 41). Το δικό τους μοντέλο ζωής είναι κοινοβιακό, η ανατροφή των παιδιών γίνεται περίπου από όλες, η σεξουαλικότητα απελευθερώνεται.

Ένα ακόμη στοιχείο που βρίσκουμε να έχει σημαντικό ενδιαφέρον είναι οι σποραδικές νύξεις ως προς την ιδέα της πατρίδας. Δηλώνει η αφηγήτρια: «Δεν ήταν πως ήμασταν δεμένες με τις ρίζες μας, δεν θα απαρνιόμασταν όμως τα παιδικά μας χρόνια που ήταν θαμμένα κάτω από το χιόνι, επειδή γίναμε κοσμοπολίτισσες» (σσ. 45-46). Πατρίδα λοιπόν γίνονται τα βιώματα, οι άνθρωποι, οι μνήμες. Στις διεθνιστικές κοινότητες, που δημιουργούν ή εντάσσονται, προκρίνουν την οργάνωση σε περιφέρειες και όχι σε πατρίδες, μια πρακτική δηλαδή λειτουργία του τόπου, μακριά από εξιδανικεύσεις και εθνικά ιδεώδη.

Στα αρνητικά του βιβλίου εντάσσουμε τους μακροσκελείς περιγραφικούς τίτλους, που περιορίζουν την αναγνωστική φαντασία ως προς το κεφάλαιο που ακολουθεί, καθώς και το γεγονός ότι κάποιες φορές η ιστορικο-πολιτική ανάλυση εντός της αφήγησης απηχεί περισσότερο έναν δοκιμιακό λόγο εκ μέρους του συγγραφέα, παρά ένα κλειδί στη μυθοπλασία. Παρόλα αυτά, κατά τη γνώμη μας, ο ντε Ρουλέ επιτυγχάνει να γίνει η ανάλυση βοηθητική προς το αναγνωστικό κοινό, παρά ενοχλητική, παράταιρη ή διδακτική.

Νομίζουμε πως, για όλα τα παραπάνω, οι Δέκα μικρές αναρχικές είναι ένα πολύ όμορφο και, παρά τις πολύ σκοτεινές στιγμές, ελπιδοφόρο βιβλίο, που μας κάνει κοινωνούς αυτής της νέας, άνευ προηγουμένου, ζωής που επιχειρούν να οικοδομήσουν οι ηρωίδες του από την αρχή. Μέσα από τις αμφιβολίες, τους προβληματισμούς και τις αντιπαραθέσεις τους γύρω από τα πολιτικά οράματα και τις μεθόδους της διαπάλης, οι μικρές αναρχικές δεν παύουν να προσπαθούν να ορίσουν οι ίδιες την πορεία τους, με περίσσιο θάρρος. Οι αμφιβολίες και οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, γνώριμες, ίσως απαράλλαχτες μέχρι και σήμερα, μετατρέπουν τη χρονική και χωρική απόσταση σε πεδίο οικειότητας, προβληματισμού και αναζήτησης απαντήσεων από το αναγνωστικό κοινό. Ας μείνουμε και εμείς σε αυτό, δίνοντας χώρο στην αναγνωστική πρόσληψη.