Μαγεμένος Απρίλης της Elizabeth von Arnim1 : λουλούδια, μοναξιά, και πρόσωπα
Loneliness is solitude with a problem.
‒ Maggie Nelson, Bluets
Η Elizabeth von Arnim μού ήταν εντελώς άγνωστη, οφείλω να παραδεχτώ. Μέχρι που ένα εξώφυλλο μού τράβηξε την προσοχή. Στην αρχή το προσπέρασα. Ωστόσο, κάτι από αυτήν την πρώτη εικόνα που είχε μείνει στην μνήμη μου, κάτι από το πράσινο και λουλουδάτο εξώφυλλο, με τα γράμματα του ονόματος της συγγραφέως γραμμένα σε απαλό ροζ, κάτι λοιπόν με έκανε να το θυμάμαι. Ίσως τα χρώματα να πέτυχαν αυτό που ήθελαν να κάνουν, να τα συγκρατήσει η μνήμη μου. Είναι αλήθεια ένας όμορφος συνδυασμός για να τον θυμάσαι. Μερικές φορές η πολύ οπτική πληροφορία μού μένει καλύτερα από την ελάχιστη. Ίσως πάλι η Susan Sontag να έχει δίκιο: οι φωτογραφίες (ή οι εικόνες γενικά) μάς στοιχειώνουν (78)2 . Δεν ξέρω τι συνέβη. Πάντως, αυτό το εξώφυλλο με έκανε να το θυμάμαι. Το παράδοξο είναι ότι δεν συγκράτησα ποτέ τον τίτλο του βιβλίου ή το όνομα της συγγραφέως
Fast forward κάποιες μέρες μετά. Περνάω από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες (ακολουθεί σύντομη εξομολόγηση: το μισό περίπου βιβλίο το διάβασα στο καφέ εκεί, κάτω από τα δεντράκια) και κοιτάω την βιτρίνα. Να το πάλι. Διαβάζω Μαγεμένος Απρίλης. Κάτι χτυπάει οικείο. Δεν επιμένω. Μετά από μια βδομάδα, όταν έψαχνα σε κάτι χειρόγραφες σημειώσεις, είδα τον τίτλο σημειωμένο, χωρίς να θυμάμαι όμως πού τον πέτυχα ή γιατί τον σημείωσα. Μπαίνω μέσα και αποφασίζω να ξεφυλλίσω επιτέλους αυτό το βιβλίο. Διαβάζω την περίληψη. Τέσσερεις γυναίκες αποφασίζουν να εγκαταλείψουν για έναν μήνα το Λονδίνο και την μουντή καθημερινότητά τους για να νοικιάσουν έναν πύργο στην Ιταλία. Όλα αυτά τον μήνα Απρίλιο. Για καλή μου τύχη, κάποια θεία πρόνοια μάλλον στέλνει τον Λευτέρη και μου λέει πέντε πράγματα για την ζωή της von Arnim. Μια σύντομη βιογραφική αναφορά. Την είχα για γερμανίδα, τελικά είναι αγγλίδα. Ο σύζυγός της ήταν εξαιρετικά βίαιος μαζί της, σωματικά και ψυχολογικά. Πίστευα ότι το βιβλίο είναι γραμμένο μετά το ’40 ή το ’50, τελικά είναι μόνο στις αρχές του ’20. Σκέφτομαι απλά από μέσα μου: Virginia Woolf, Virginia Woolf, Virginia Woolf. Life is a funny thing: και οι δύο τους απεβίωσαν το 1941. Η von Arnim τον Φεβρουάριο και η Woolf τον Μάρτιο. Επίσης, ‒κρίνοντας και από το εξώφυλλο, στο οποίο βλέπουμε τον πίνακα Πρωινό στον κήπο του Vaucresson του Edouard Vullard, το οποίο δεν μου λέει τίποτα, αλλά κρίνοντας και από τα βιβλία τους‒ μάλλον και στις δύο άρεσε να εμπλέκουν τα λουλούδια στις αφηγήσεις τους και να επαναδιεκδικούν και να επαναπροσδιορίζουν τι σημαίνει γυναικεία και λουλουδάτη γραφή.
1Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός, 2022 και σε μετάφραση της Παλμύρα Ισμυρίδου.
2Sontag, Susan. Regarding the Pain of Others. Penguin, 2003.
Δεν ξέρω βέβαια αν κάποια από τις δύο ‒είτε η von Arnim είτε η Woolf‒ βάζει τα λουλούδια στην αφήγησή της με μεταφορική διάθεση για να κάνει κάτι να είναι και να σημαίνει κάτι άλλο, σίγουρα κάτι πιο λουλουδάτο, δηλαδή να εκμεταλλευτεί την μεταφορά για να μας πει κάτι παραπάνω από όσα λένε απλώς οι λέξεις και οι έννοιες, αλλά αξιοποιώντας τις ίδιες λέξεις που στήνουν την μεταφορά, και συνάμα για να υπενθυμίσει ότι η χρήση της μεταφοράς στην λογοτεχνία δεν είναι απλώς ένα αντρικό συγγραφικό προνόμιο, τουλάχιστον με βάση την εποχή που γράφονται όλα αυτά τα μεγάλα λογοτεχνήματα στα οποία η μεταφορά κυριαρχεί σημαντικά. Ή αν πάλι κάποια από τις δύο επιθυμεί να δείξει ότι τα λουλούδια δεν είναι απλώς ένα λογοτεχνικό μέσο για να εξελιχθεί η αφήγηση ‒καθυστερώντας δηλαδή την αφήγηση μέσα από καλογραμμένες και ακριβείς περιγραφές κήπων και προκαλώντας την τυπική αγωνία για την εξέλιξη της ιστορίας‒, αλλά ένας από τους πολλούς λογοτεχνικούς τρόπους για να μιλήσει καμία για τον εσωτερικό κόσμο ή ακόμα και για το σώμα της θηλυκότητας που πρωταγωνιστεί στην αφήγηση. Σκεφτείτε πώς αρχίζει το Mrs Dalloway. Η Woolf μάς ενημερώνει ότι «η κυρία Dalloway θα αγόραζε η ίδια τα λουλούδια» (1) . Η αυτονομία έρχεται να συνδεθεί με τα λουλούδια και να εκφραστεί μέσα από αυτά. Τα λουλούδια δεν είναι ένα όμορφο στόλισμα, αλλά η ίδια η αφήγηση που θέλει να γίνει θηλυκή, γυναικεία, να δείξει ότι οι λουλουδάτες περιγραφές της αφήγησης είναι υφολογικά και αφηγηματικά μέρος της αφήγησης και όχι απλώς ένα παλιομοδίτικο στυλ που διαχωρίζεται από το περιεχόμενο και από την μορφή του μυθιστορήματος. Αν και παραδοσιακά τα λουλούδια δεν είναι παρά σημεία της λογοτεχνικής αφήγησης που θεωρούνται θηλυκά ‒δηλαδή απλώς διακοσμητικά και τα οποία ομορφαίνουν το κείμενο‒ τώρα γίνονται λογοτεχνικά μέσα με τα οποία οι γυναικείες φωνές της αφήγησης εκφράζονται, αρθρώνουν έναν λόγο, περιεργάζονται τον εσωτερικό τους κόσμο, αισθάνονται.
Αυτό που θαρρώ ότι κάνει η von Arnim ‒και κάτι που φαίνεται να γίνεται σε πολλά γυναικεία λογοτεχνικά κείμενα μετά το 1920, όπως παρατηρεί και η Elaine Showalter ‒ είναι ότι φέρνει στο προσκήνιο της αφήγησης το γυναικείο βίωμα και την θηλυκή εμπειρία. Δεν μιλάμε για το εσωτερικό βίωμα ενός προσώπου, αλλά ενός έμφυλου προσώπου. Και νομίζω αυτό η von Arnim, όπως και η Woolf, το κάνει μέσα από τα λουλούδια. Η εμφάνισή τους συνιστά ένα λογοτεχνικό μοτίβο το οποίο μιλάει όντως για την γυναικεία εμπειρία και το γυναικείο βίωμα και δεν είναι απλώς ένα μέρος της αφήγησης ή του περιεχομένου.
Νομίζω λοιπόν, δεν είναι τυχαίο ότι τουλάχιστον οι τρεις από τις τέσσερεις γυναίκες πρωταγωνίστριες τους μυθιστορήματος της von Arnim ανακαλύπτουν κάτι σημαντικό για τις εαυτές τους στον κήπο, κοντά στα λουλούδια. Ή ακόμα, από την αρχή της αφήγησης, βλέπουμε τα λουλούδια να πρωταγωνιστούν: «Για τους λάτρεις της γλυσίνας και της λιακάδας. Μικρός ιταλικός μεσαιωνικός πύργος … ενοικιάζεται … για τον μήνα Απρίλιο» (9). Έτσι διαβάζει καμία, κανένα και κανείς στην πρώτη σελίδα του βιβλίου. Και έτσι ξεκινάει και η ίδια η αφήγηση του μυθιστορήματος. Σίγουρα η λιακάδα είναι ένα στοιχείο που παίζει τον ρόλο του για να νοικιάσουν οι τέσσερεις γυναίκες εν τέλει αυτόν τον μεσαιωνικό πύργο στην Ιταλία. Η μία μάλιστα από αυτές, όπως μάς ενημερώνει η αφηγήτριά μας, «[τ]ο μόνο που ζητούσε ήταν να της επιτρέψουν να κάθεται ήσυχα στη λιακάδα συντροφιά με τις αναμνήσεις της» (56). Ορίστε πάλι η λιακάδα. Αλλά θα συγκρατηθώ και δεν θα αρχίσω τις συγκρίσεις της λιακάδας με της αναμνήσεις, ούτε σε φιλοσοφικό, ούτε σε λογοτεχνικό, ούτε σε κινηματογραφικό επίπεδο. Συνεχίζω. Και το άλλο στοιχείο που παροτρύνει την μίσθωση του πύργου, νομίζω ήταν η γλυσίνα. Ξέρετε, αυτό το μωβ αναρριχώμενο φυτό με τα κρεμαστά άνθη. Νομίζω τέτοια έχω δει έξω από την φιλοσοφική. Τουλάχιστον πριν μπουν τα ματ.
4Showalter, Elaine. “Towards a Feminist Poetics”, 1979.
Ή δεν είναι ακόμα τυχαίο ότι το όνομα μίας των τεσσάρων είναι Ρόουζ, δηλαδή Rose, που σημαίνει τριαντάφυλλο. Κλασσικό παράδειγμα λουλουδιού και αρχέτυπο έρωτα και αγάπης. Κλασσικό παράδειγμα ονόματος, επίσης. Και τί κάνει η von Arnim εδώ; Η Ρόουζ δεν φαινόταν ποτέ να ανταποκρίνεται στα έντονα και ζωντανά χρώματα του τριαντάφυλλου. Ούτε να συνδέεται ο γάμος της και η ζωή της με κάτι το παθιασμένο και ερωτικό. Όμως, όταν εμφανίζεται ένας άντρας που την συγκινεί, τότε αυτή χάνει το μέχρι τότε άχρωμο χρώμα της και πλέον χάρη αυτού του γεγονότος, «[η] χλομάδα της είχε περάσει και τώρα η όψη της δικαιολογούσε απολύτως το όνομά της» (309). Αν και χρειάζεται ένας άντρας για να προκαλέσει αυτήν την αλλαγή, η χαρά της Ρόουζ μοιάζει δικιά της. Και ταυτόχρονα η αφήγηση εδώ, όπως και το εσωτερικό βίωμα της γυναίκας, αρθρώνεται μέσα από ένα λουλούδι. Bloom, bloom, bloom, σκέφτομαι.
Επόμενο και τελευταίο λουλουδάτο παράδειγμα ‒και ένα από τα προσωπικώς αγαπημένα μου σημεία μέσα στο βιβλίο‒ όταν η μικρότερη από της τέσσερεις γυναίκες, μία νύχτα «… είχε βγει στον επάνω κήπο και είχα καθίσει στο πεζούλι, στο σημείο όπου στριμώχνονταν οι διάφανοι, σχεδόν φασματικοί, κρίνοι» (139) για να σκεφτεί. Το ρήμα σκέφτομαι είναι σχεδόν συνώνυμο με την καθαρότητα, την διαφάνεια. Ίσως γι’ αυτό και οι κρίνοι να χαρακτηρίζονται «διάφανοι». Αλλά εδώ δεν με ενδιαφέρει η καθαρότητα της σκέψης, που έτσι και αλλιώς είναι μια σύλληψη ενός δυτικού και αρσενικού υποκειμένου. Με ενδιαφέρουν οι κρίνοι ως κρίνοι. Δίχως τις πιθανές μεταφορικές συνδηλώσεις τους. Τα λουλούδια ήταν τριγύρω όταν η μία από τις τέσσερεις γυναίκες σκέφτεται την ζωή της, και για την ζωή της. Και έχει σημασία που αυτό γίνεται γύρω από τους κρίνους. Το να σκέφτεται μια γυναίκα δεν ήταν, και πολλές φορές ακόμα δεν είναι, κάτι που επιτρέπεται να κάνει μια γυναίκα. Το να βάζεις μια γυναίκα να σκέφτεται, και μάλιστα δίπλα στα λουλούδια, γίνεται αμέσως όχι μόνο άμεσα πολιτικά και κοινωνικά πιο αντιδραστικό για έναν συντηρητικό και ανδροκρατούμενο (λογοτεχνικό) κόσμο, αλλά και έμμεσα. Λογοτεχνικά τα λουλούδια εδώ παύουν να είναι απλώς μέρος του αφηγηματικού διακόσμου και γίνονται ο τόπος όπου η επεξεργασία των βιωμάτων θα συμβεί. Αν πριν η διαφάνεια και η καθαρότητα ήταν συνώνυμα της σκέψης, τώρα πρέπει να πούμε ότι τα λουλούδια ‒και η πολυχρωμία τους όπου αυτή συναντάται‒ γίνονται η ίδια η σκέψη.
Και τί είναι αυτό που συνειδητοποίει μία από τις τέσσερεις πρωταγωνίστριές μας σκεφτόμενη και αναλογιζόμενη μέσα στον κήπο, περιτριγυρισμένη από λουλούδια; Την μοναξιά στην ζωή της. Νομίζω η μοναξιά είναι ένα από τα κεντρικά σημεία που προσπαθεί να επεξεργαστεί το μυθιστόρημα και η αφήγηση, και το κοινό σημείο αυτών των τεσσάρων φαινομενικά αταίριαστων γυναικών. Και οι τέσσερεις είναι μόνες, ασχέτως έγγαμου ή άγαμου βίου. Ασχέτως αν είχαν σύζυγο και αυτός απεβίωσε. Εξάλλου, όπως θα φανεί από την αφήγηση, ήταν ακριβώς αυτή η συζυγική ζωή που της έκανε να θέλουν να δραπετεύσουν. Και αυτή η μοναξιά φέρνει και την δυστυχία. Ήδη από την αρχή του μυθιστορήματος, όταν οι δύο από τις τέσσερεις γυναίκες βρίσκονται εντελώς τυχαία, αυτό που κάνει την μία να μιλήσει στην άλλη είναι ακριβώς ότι «[φ]αινόταν δυστυχισμένη» (15). Έτσι, αναρωτιέται η αφηγήτριά μας, «[γ]ιατί να μην μπορούν δυο δυστυχισμένοι άνθρωποι να εμψυχώσουν ο ένας τον άλλο στους περισπασμούς της ζωής, κουβεντιάζοντας ειλικρινά και αυθόρμητα για τα αισθήματά τους, για όσα θα επιθυμούσαν να κάνουν, για όσα εξακολουθούσαν ακόμα να ελπίζουν;» (16). Και αυτό πρόκειται να γίνει. Αν και θα προτιμούσα η μετάφραση να έγραφε, «η μία την άλλη».
Θα μπορούσαμε να δούμε όλο το μυθιστόρημα ως μια απόπειρα να πραγματωθούν τα παραπάνω, όχι όμως μόνο ανάμεσα σε δύο δυστυχισμένα άτομα, αλλά τουλάχιστον σε τέσσερα. Δεν ξέρω αν το τέλος του βιβλίου με ικανοποίησε, και θέλω να πω δεν ξέρω αν θα ήθελα ένα τέτοιο τέλος από ένα βιβλίο που ξεκινάει σαφώς πιο δυναμικά ως προς την αυτονομία και την αυτοδιάθεση του γυναικείου βιώματος. Αν και κάπως βιαστικά θαρρώ, η δυστυχία στο τέλος θα αντικατασταθεί με την ευτυχία. Και σαφέστατα, τα λουλούδια και ο κήπος δεν θα μπορούσαν να λείπουν από ένα τέτοιο λογοτεχνικό φινάλε. Αλλά προτρέχω. Βέβαια, κρατάω κατά νου εκείνη την φράση ‒που σκόρπια θα παραθέσω εδώ‒ περί ευτυχίας, και που νομίζω ότι έχει κάτι να πει ως προς το ευτυχισμένο τέλος: «[ε]ίναι δυνατός άραγε η ευτυχία να θωρακίζει τον άνθρωπο; Είναι δυνατόν να τον ατσαλώνει και να τον συνετίζει;» (178). Είναι λοιπόν;
Ωστόσο, δεν νομίζω ότι υπάρχει μόνο η μοναξιά ως κάτι το αρνητικά επιφορτισμένο στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Νομίζω υπάρχουν και στιγμές όπου η μοναξιά είναι μοναχικότητα, δηλαδή ‒για να κάνω τώρα την προμετωπίδα του κειμένου μου άμεσο μέρος αυτού του κειμένου‒ μοναχικότητα, και δίχως κάποιο πρόβλημα. Σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος, περίπου στην μέση, διαβάζω το εξής, ίσως ελαφρώς λυτρωτικό για εμένα: «[κ]άτι που μεταξύ των άλλων, ξένιζε τους υπηρέτες ήταν η καταφανής επιθυμία των κυριών να περνούν πολλές ώρες η καθεμιά μόνη της. Το αποτέλεσμα ήταν να επικρατεί στο σπίτι μια νεκρική γαλήνη την οποία διέκοπταν μόνο τα γεύματα» (210). Από την μία, ναι, αυτές οι τέσσερεις γυναίκες δεν μοιράζονται την μοναξιά τους όταν δεν βρίσκονται μαζί σε κάποιο χώρο του πύργου ή στον κήπο. Από την άλλη, δεν φαίνεται να χρειάζεται να είναι πάντα μαζί και πάντα να έχουν κάποια παρέα. Η δυνατότητα να μην συνευρίσκονται γίνεται δυνατότητα να σκεφτούν και να επεξεργαστούν την ζωή τους. Ή όπως το λέει και κάποια στιγμή η αφηγήτρια, «[ή]θελε να μείνει μόνη, όχι να νιώσει μοναξιά. Επρόκειτο για δύο διαφορετικά πράγματα» (140). Αυτή η μοναχικότητα, το αίτημα να μπορεί καθεμιά από τις τέσσερεις πρωταγωνίστριες να μείνει μόνη της (και καθεμιά και καθένα από εμάς συνάμα), παρέχει χώρο για να μάθουμε πράγματα για τον εσωτερικό τους κόσμο, για το βίωμά τους. Ακόμα και αυτή η τεμπελιά των διακοπών γίνεται μέρος της αφήγησης που δίνει χώρο στην γυναικεία εμπειρία. Και φυσικά σύντομα στην αφήγησή μας έρχονται τα λουλούδια για να συμπληρώσουν το παραπάνω.
Και αν και μέχρι στιγμής έχω μιλήσει για τα λουλούδια (ίσως πολύ), για την μοναξιά (ίσως όχι τόσο πολύ), δεν έχω ακόμα εισαγάγει ένα άλλο στοιχείο που αξιοποιεί πολύ όμορφα η von Arnim. Πρόκειται για το πρόσωπο. Και δεν μιλάω για το λογοτεχνικό πρόσωπο ως χαρακτήρας, αλλά για το πρόσωπο ως μέρος του σώματος. Μέσα στις αφηγήσεις της, μερικές φορές, ένιωθα ότι έβλεπα ψήγματα από τα οποία μπορεί να προκύψει μια ολόκληρη φαινομενολογία του προσώπου. Αλλά επειδή δεν μου αρέσουν τέτοια μεγαλεπήβολα θεωρητικά και φιλοσοφικά σχέδια, θα μείνω σε μερικά σκόρπια αποσπάσματα.
Ενώ στην αρχή του μυθιστορήματος το πρόσωπο είναι μια συχνή αναφορά της von Arnim και ένας τρόπος για να μιλήσει για τις γυναίκες που πρωταγωνιστούν στην αφήγηση, αργότερα δεν θυμάμαι να σημειώνω περαιτέρω αναφορές σε αυτό. Η πρώτη φορά που εμφανίζεται το πρόσωπο και παρατήρησα μια ξαφνική έμφαση σαν ζουμ της αφήγησης σε αυτό είναι ήδη στις πρώτες σελίδες, όταν η πρώτη γυναίκα από τις τέσσερεις, όπως μας ενημερώνει και η αφηγήτρια, περνούσε απαρατήρητη στους κύκλους της οικογένειας του συζύγου της και στις συγκεντρώσεις της. «[Τ]ο πρόσωπό της δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον» (13). Αν και ακριβώς πιο πάνω η von Arnim μάς έχει μιλήσει για τα ρούχα αυτής της γυναίκας ‒ένα ακόμα βασικό χαρακτηριστικό για να δώσει κάποια ή κάποιος σημασία σε μια γυναίκα, αφού τα ακριβότερα ρούχα σήμαιναν και έναν σύζυγο με περισσότερο κύρος και δύναμη‒ η λογοτεχνική προσοχή στρέφεται στο ίδιο το πρόσωπό της. Όσο το πρόσωπό της παρέμενε ασήμαντο, δεν ήταν μέρος αυτών των συγκεντρώσεων. Δεν είχε κάτι να κάνει, μας λέει η αφηγήτρια αμέσως παρακάτω. Αλλά όχι μόνο αυτό. Όσο το πρόσωπό της παρέμενε ασήμαντο, δεν υπήρχε ούτε σαν γυναίκα σε αυτές τις συγκεντρώσεις. Το ίδιο της το σώμα καταργείται είτε από τα ασήμαντα ρούχα της είτε από το ίδιο το πρόσωπό της. Αυτή καταργείται.
Και λίγο παρακάτω, όταν σχολιάζεται η δεύτερη γυναίκα πρωταγωνίστρια που εμφανίζεται στην αφήγηση, ακούμε την αφηγήτρια να λέει ότι «[ε]ίχε θλιμμένο πρόσωπο, ωστόσο ήταν ολοφάνερα μια άξια γυναίκα» (15). Μου φαίνεται παράδοξο πώς ενώ το πρόσωπό της είναι θλιμμένο, η ίδια είναι ‒και μάλιστα «ολοφάνερα»‒ άξια. Νομίζω εδώ έχουμε ένα δείγμα από τον σατιρικά πνευματώδη τόνο της von Arnim, ένα τυπικό χαρακτηριστικό της γραφής της. Αυτή η δεύτερη γυναίκα, μοιάζει άξια λόγω των πράξεών της, οι οποίες σχετίζονται με την ενορία και την φροντίδα των φτωχών. Ωστόσο, το πρόσωπό της λέει μια άλλη ιστορία, την δικιά της ιστορία. Και αυτό ακριβώς προσπαθεί να μας δείξει η αφηγήτρια, ότι το πρόσωπο δεν είναι μια σταθερά, ένα σίγουρο και σταθερό σημείο, αλλά αλλάζει νόημα ανάλογα με το βλέμμα που δέχεται. Για τον περισσότερο κόσμο, αυτό το πρόσωπο δεν είχε τίποτα άλλο να πει πέρα από το πόσο αξιοσέβαστο φαίνεται σε μια κοινωνία. Όμως, μερικά άλλα πρόσωπα το έβλεπαν θλιμμένο. Για να το πω αλλιώς, η σημασία του προσώπου αλλάζει ανάλογα του σημειωτικού και πολιτικού συστήματος σημείων που συμμετέχει το άλλο πρόσωπο, αυτό που το κοιτάει.
Τέλος, θα βασιστώ σε μια παραδοχή του Levinas, ο οποίος υποστηρίζει ότι το πρόσωπο είναι τόπος εκδήλωσης φιλοξενίας (27) , και αλληλεγγύης και φροντίδας θέλω να συμπληρώσω εγώ εδώ. Όταν η μία από τις τέσσερεις γυναίκες αποφασίζει να προτείνει στην δεύτερη να νοικιάσουν μαζί αυτόν τον μεσαιωνικό πύργο στην Ιταλία, τα πρόσωπα πρωταγωνιστούν. Η μία κοιτούσε την άλλη και τα πρόσωπά τους ήταν «… πλημμυρισμέν[α] από έξαψη για την εικόνα που αντίκριζ[αν], έλαμπ[αν] και αναριγούσ[αν] …» (22). Σε αυτό το σημείο πιστεύω η μία βρήκε στο πρόσωπο της άλλης μία φίλη. Μία φίλη που η μία θα φροντίζει και θα προσέχει την άλλη. Εμένα με φροντίζουν οι φίλες μου λένε μερικοί τοίχοι. Το πρόσωπο γίνεται ο τόπος όπου εκδηλώνεται η ίδια η αφήγηση και ταυτόχρονα ο τόπος όπου βλέπουμε να αναδύεται μια φιλική και φιλόξενη διάθεση της μίας ως προς την άλλη. Δεν γνωρίζονται, αλλά θα γνωριστούν στις διακοπές τους στον πύργο. Ωστόσο, τα πρόσωπά τους έχουν ήδη επικοινωνήσει και έχουν βρει την αλληλεγγύη και την φροντίδα που χρειάζονται, και που δεν είχαν βρει κάπου αλλού μέχρι στιγμής.
5Levinas, Emmanuel. Totality and Infinity: An Essay on Exteriority. Duquesne UP, 1969.
Τώρα, αν με ρωτούσαν τι σου άρεσε σε αυτό το βιβλίο και γιατί κάθεσαι και γράφεις για αυτό το βιβλίο, θα απαντούσα σχεδόν απότομα: το απόλαυσα. Θέλω να πω ότι αυτός είναι ένας αρκετός λόγος για να διαβάσεις κάτι ή για να γράφεις (για) κάτι. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι διαβάζουμε ή γράφουμε για κάποιον σκοπό ή για να βρούμε την ουσία σε αυτό που διαβάζουμε ή να παρουσιάσουμε κάποια ουσία πίσω από αυτά που γράφουμε. Θαρρώ πλέον αυτό δεν είναι απαραίτητο και ότι μια μετατόπιση θα βοηθούσε σημαντικά. Αν και το τυπικό ερώτημα θα ήταν, «ποιά η ουσία αυτού του μυθιστορήματος;», νομίζω πρέπει να την αφήσουμε πίσω ‒μαζί με άλλες ουσιοκρατικές απαιτήσεις και αντιλήψεις‒ και να ρωτήσουμε απλά, «σου άρεσε, το απόλαυσες;». Το ερώτημα περί απόλαυσης του κειμένου ‒όπως και το ερώτημα περί γενικότερης απόλαυσης‒ μου φαίνεται ότι μπορεί να προσφέρει περισσότερο και περισσότερα, χωρίς απαραιτήτως να φέρει μία και μοναδική, και με κύρος ουσία πίσω του. Και ίσως θα ήταν καλύτερο αν δεν τίθεται καν σαν ερώτημα για ένα κείμενο, αλλά σαν βίωμα ενός σώματος που διαβάζει και απολαμβάνει ένα κείμενο και ένα βιβλίο, ένα βιβλίο που μπορεί να κουβαλούσε μαζί του για καιρό και σε διάφορα μέρη, να το είχε κάνει σχεδόν μέρος του ίδιου του σώματός του. Ή με άλλα λόγια ‒τα τελευταία για εδώ λόγια‒, φαντάσου λέει οι λέξεις να ήταν σωματικές.