ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΧΟ ΤΗΣ ΚΑΥΤΡΑΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ-ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΕΤΡΕΛΛΗ
Ο ίδιος ο τίτλος είναι μια ένδειξη για τη μορφή και το περιεχόμενο της ίδιας της συλλογής. Δεν είναι απλά ένας γοητευτικός τίτλος. Ακούμε έναν ήχο από ένα μικρό αντικείμενο, από μια καύτρα στο σκοτάδι. Αυτό επιτυγχάνεται με τη τεχνική της μεγέθυνσης. Τεχνική που χρησιμοποιείται και στα ίδια τα ποιήματα της συλλογής και μεγεθύνει μικρές, καθημερινές λεπτομέρειες από ανθρώπινες χειρονομίες οι οποίες υποδηλώνουν κυρίως αισθήματα. Λεπτομέρειες που λόγω συνήθειας δε μας εκπλήσσουν ή δε μας αναστατώνουν ή προσποιούμαστε ότι δε μας αναστατώνουν. Η συνήθεια όμως είναι ένα από τα βασικά μέσα υποταγής στο κυρίαρχο, κοινωνικό σύστημα. Η τέχνη όμως μπορεί να μεγεθύνει τη λεπτομέρεια, με σκοπό ν’ αναστατώσει με την αλήθεια που κρύβει μέσα της, τις συνήθειες και τις πεποιθήσεις του αναγνώστη.
Από το πρώτο ποίημα της συλλογής ΙΩΝΑΣ ο ποιητής ταξιδεύει, άρα κινείται και υπόκεινται εθελούσια ή ακούσια σε αλλαγές. Ταξιδεύει όπως ο προφήτης Ιωνάς μέσα στα σπλάχνα ενός ψαριού. Ο ποιητής σαλτάρει στο στόμα της νύχτας, που την παρομοιάζει μ’ ένα τεράστιο ψάρι και παρατηρεί στο εσωτερικό της όλο το παρελθόν να κινείται μέσα από εικόνες. Πολιτισμοί, πόλεμοι και παιδικές ηλικίες. Καταλαβαίνουμε ότι ο ιστορικός χρόνος ανακατεύεται τόσο με τον προσωπικό, που δεν αποτυπώνεται αδρά κάποιο βίωμα του ποιητή ή κάποιο ιστορικό γεγονός. Αυτό το χρονικό ανακάτωμα του παρελθόντος αλλά και η σύνδεσή τους με το παρόν και το μέλλον, αποτυπώνεται στα επόμενα ποιήματα, γι’ αυτό μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αυτό το ποίημα κι ως εναρκτήριο του βιβλίου.
Ο ίδιος ο ποιητής ονοματίζεται ως Ιωνάς, και προσδιορίζεται με το επίθετο παράξενος άρα αλλιώτικος από τον προφήτη της Βίβλου. Γνωρίζει καλά το εσωτερικό του ψαριού: Και είμαι εγώ παράξενος Ιωνάς/ γιατί αυτό το ψάρι το ξέρω καλά/ Μέσα του έχω θαφτεί κι έχω θάψει τα μυστικά μου/ Σκέφτομαι/ Κάποιοι θέλουν να μάθουν/ όλα τα μυστικά σου.
Ας αναρωτηθούμε το εξής εδώ: τι μυστικά είναι τούτα; Και παρακάτω: Μα είναι δύσκολο/ να τα κρύψεις/ στην ωριμότητα μιας πράξης/ χωρίς να υποκύψεις/ στην προστυχιά αυτού του κόσμου/ Κάποτε όταν αυτό το ψάρι/ θα με ξεβράσει/ θα είμαι ένας άλλος.
Άρα για να κρύψεις τα μυστικά σου πρέπει να υποκύψεις στην προστυχιά του κόσμου. Είναι αλήθεια ότι ο νέος άνθρωπος έρχεται σε σύγκρουση με την ωριμότητα άρα και με τον εαυτό του. Γι’ αυτό κι επιλέγει να κρατά κάποιες εμπειρίες μυστικές. Είναι μια σύγκρουση κατά βάση οδυνηρή και ηθική. Όμως η ηλικιακή ωριμότητα είναι αναπόφευκτη και είναι ακόμη πιο δύσκολο κι οδυνηρό, να μην υποκύψεις στην προστυχιά αυτού του κόσμου. Εν τέλει τα μυστικά που έχει ο καθένας και τα κουβαλά στη ζωή του, μέσω των πράξεων του, κατά της διάρκειας της ζωής του, θέλει δε θέλει, θ’ αποκαλυφθούν. Αυτές τις αποκαλύψεις ο Ιωνάς του ποιήματος προφητεύει κι ότι μέσω των πράξεων του θα γίνει κάποιος άλλος. Είναι η αποστολή του. «Εγώ είμαι κάποιος άλλος» διακήρυττε ο ποιητής Αρθούρος Ρεμπώ. Η φράση αυτή, πλέον καθόλου αινιγματική, μετά από 250 χρόνια, συμπυκνώνει τη διαλεκτική κίνηση του ανθρώπου να υπερβεί τα κοινωνικά στεγανά και τα όρια του εαυτού του, για να κατακτήσει την αυτοπραγμάτωση του. Για ποια αυτοπραγμάτωση όμως μιλάμε; Ίσως η απάντηση βρίσκεται στο τελευταίο ποίημα της συλλογής που έχει τον τίτλο «ΠΟΙΗΣΗ Ι» και διατυπώνει και τον σκοπό του ποιητή. Να συνεχίζει να εκπλήσσεται όταν τίποτα δε θα τον κινεί στο να εκπλήσσεται.
Κι αφού στο πρώτο ποίημα άναψαν οι οθόνες της μνήμης και του παρελθόντος, με το δεύτερο εισερχόμαστε κατευθείαν στο δύσκολο και πρόσφατο Πάσχα του ’20: Πάσχιζαν ν’ ακούσουν τη σιωπή/ Τους έντυσαν φαντάσματα/ Με χέρια κομμένα χωρίς αφή μαύρα/ Μύρισε η γειτονιά νεράντζι και οινόπνευμα.
Νεράντζι και οινόπνευμα, δυο μυρωδιές εντελώς αταίριαστες οι οποίες αντιπαλεύουν αναμεταξύ τους. Από τη μία πλευρά η εξωστρέφεια της άνοιξης που φανερώνεται και με την έντονη και γλυκιά μυρωδιά του νερατζιού κι από την άλλη η εσωστρέφεια του κλειστού χώρου με τη μυρωδιά της απολύμανσης. Πλέον η ανθρώπινη επικοινωνία γίνεται κατά το πλείστον μονάχα μέσα από οθόνες και ακουστικά. Αυξάνεται η χρήση των social media και η αποστολή φωτογραφικού υλικού. Μέσα στο ποίημα εμφανίζονται δύο πρόσωπα: Η Μαρία και ο Χρήστος. Η Μαρία στέλνει απανωτές φωτογραφίες με ψεύτικο χαμόγελο και μακάβριες πόζες. Πέραν όμως της Μαρίας οι φωτογραφίες εμπεριέχουν και τη ασπρόμαυρη φωτογραφία των γερόντων. Κληρονομιά μιας εποχής θλιβερής, την οποία δε θυμάται πως πέρασε από τα χέρια της. Σε αυτό το δίστιχο έρχονται σε ταύτιση και αντιδιαστολή δύο δύσκολες εποχές. Η εποχή που ζούμε με την εποχή των παππούδων μας Έρχονται όμως και σε αντιδιαστολή διότι η Μαρία δε θυμάται πως πέρασε η φωτό στα χέρια της, δεν έχει επαφή με την ιστορία και μάλλον έχει απολέσει εντελώς την ιστορική της μνήμης. Σε αντίθεση με την ανιστόρητη Μαρία εμφανίζεται ο Χρήστος ο οποίος και σχολιάζει το παρόν ως εξής: «Αν κλείσουμε τα μάτια σ’ αυτήν την Άνοιξη/ θα έρθει το μετά χωρίς Χειμώνα» Θα μας ανήκε η Ιστορία.
Μετά τα δύο πρόσωπα ο φακός του αφηγητή στρέφεται προς το γενικό πρόσωπο της κοινωνίας. Δείχνει αυτούς που: επέμεναν στην αναμονή/ και στο νερό που θα γίνει κρασί και σ’ αυτούς που πάσχιζαν να καλύψουν τα θαύματα του κόσμου/ με μια πελώρια σημαία/ Μπαίναν από κάτω και τα ροκάνιζαν/ Αδυνατούσες να ξεχωρίσεις το μέσα απ’ τ’ απέξω.
Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, τα κανάλια διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο στην πλύση του εγκέφαλου. Όλοι ανεξαρτήτως αντιρρήσεων και ταξικής θέσης θα πρέπει να στοιχηθούμε πίσω απ’ το κυρίαρχο αφήγημα: Όλο κάποιος πεταγόταν στις οθόνες/ Άλλοτε να φοβερίσει/ Άλλοτε να γλείψει/ Άλλοτε ντυμένος σεντόνι ματωμένο/ να μισήσει να βιάσει το αίμα/ φαντασμάτων/ λυπημένων
Στις ξένες γειτονιές/ Σπαταλούσαν το νερό/ Πίναν κρασί κλεμμένο
Στο παραπάνω τρίστιχο φανερώνεται η σπατάλη και η ληστεία του νερού και του κρασιού. Το νερό συμβολίζει τα υλικά μέσα παραγωγής και το κρασί τους καρπούς της εργασίας. Έτσι, καταρρίπτεται και το επιχείρημα περί αναμονής, για ν’ ανορθωθεί ξανά η οικονομία και να καλυτερέψει το βιοτικό επίπεδο, όπως διαβάσαμε στους προηγούμενους στίχους. Το νερό γίνεται κρασί, αλλά το πίνουν οι λίγοι και το αίμα των φαντασμάτων γίνεται μια θάλασσα ολόκληρη.
Ο αφηγητής συμμετέχει στη δύσκολη, πολιτική δραστηριότητα που εξελίχθηκε για να μη σιωπήσει ο λαός κι αποδεχτεί τον περιφραγμένο αέρα. Μέσα από αυτή τη δραστηριότητα η οποία ασκείται με τους συντρόφους, μπορείς να συναντήσεις κι άλλες δυνάμεις, που δεν έχεις φανταστεί: Κι εγώ όλο κάρφωνα/ το κόκκινο μελάνι/ στα μάτια μου/ Ή άνοιγα το στόμα/ και έβγαζα τότε ήχο τριξίματος ρωγμής/ Άνοιγα τρύπες στον περιφραγμένο αέρα/Έσκαβα λαγούμι διάφανο/ Συναντούσα δυνάμεις που δεν είχα φανταστεί/Τα χέρια/ μού έδειχναν τον δρόμο/ Πάσχιζαν να ενωθούν/ τσαλαβουτώντας/ σε θάλασσα αιμάτινη/ Πλατσούρισμα ευχάριστο.
Είναι αλήθεια μεγάλη έκπληξη για τον αναγνώστη, να διαβάζει ότι κάποιος πλατσουρίζει ευχάριστα σε θάλασσα αιμάτινη. Συνήθως όταν σχηματίζεται μια τέτοια εικόνα στο νου σου, δε σου προκαλεί ευχαρίστηση λόγω της βιαιότητας με την οποία χρωματίζεται η σκηνή. Τί το κάνει όμως το πλατσούρισμα ευχάριστο; Ότι το άτομο πασχίζει μέσω των χεριών του, να ενωθεί με τον κόσμο και τα στοιχεία που τον απαρτίζουν, κι ακόμη ότι η κίνηση προς τα εμπρός, αν κι εμπεριέχει και το στοιχείο της βίας, είναι κίνηση για το καλό της εργατικής τάξης κι ολάκερης της ανθρωπότητας.
Τα χέρια εμφανίζονται ως σύμβολο γνώσης και πράξης και στο ποίημα ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ στο οποίο φανερώνουν τις υλιστικές πεποιθήσεις του ποιητή μέσω της μεθόδου της αντιστροφής του μύθου της σταύρωσης του Χρίστου. Η λόγχη τρυπά/ το σώμα/ αριστερά/ και βγαίνει αίμα Όμως, εδώ, δεν έχουμε να κάνουμε με το νεκρό σώμα του Χριστού, το οποίο υπομένει το μαρτύριο, αλλά με το ζωντανό σώμα ενός εργάτη που αρνείται να υπομένει: δε θα κάτσω/ να περιμένω και να προσεύχομαι/ δουλεύω με τα χέρια/ ξέρω να βγάζω/ τα καρφιά
Στο διπλανό σταυρό βρίσκεται ο επιστήμονας, ο οποίος αυτός μπορεί ν’ αναστήσει το σώμα. Όμως για να πραγματωθεί αυτός ο σκοπός, θα πρέπει στο πεδίο της συνείδησης να διαδραματιστεί μια σύγκρουση με τα φιλοσοφικά σχήματα του ιδεαλισμού που επικρατούν στην ανθρώπινη συνείδηση: η ύλη/ θα δημιουργηθεί/ από την ύλη/ το/ πνεύμα/ θ’ ακολουθήσει.
Στο ποίημα το ΑΔΕΙΟ ΔΩΜΑΤΙΟ η σύγκρουση μέσα στο ψυχισμό του ανθρώπου μεταξύ του παλιού με του νέου οξύνεται σε μεγάλο βαθμό. Το δωμάτιο λαμβάνει ανθρώπινες διαστάσεις και ο άνθρωπος αποκτηνώνεται: Το δωμάτιο/ με ρίχνει στο πάτωμα/ με αποκτηνώνει.
Στα τέσσερα περπατώ/ σαν ζώο αλλόκοτο/ μέσα στο χιόνι της τηλεόρασης
Ο φόβος είναι το κύριο εμπόδιο για το άλμα ή έστω για το βήμα προς το νέο, όπως και το βασανισμένο πιτσιρίκι, το οποίο αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι του ψυχισμού του αφηγητή. Ένα πιτσιρίκι το οποίο έχει υποστεί είτε άμεση είτε έμμεση βία και έχει μείνει το αποτύπωμα του στον ψυχισμό του ενήλικα, με αποτέλεσμα ο ενήλικας να μη ξέρει πως να προχωρήσει: Ακίνητος στέκωˑ μέσα στο φόβο/ ενώ όλα γύρω μου/ με προσπερνούν Παρόλα αυτά το βήμα προς τα εμπρός με σκοπό την ανθρώπινη επαφή δεν ακυρώνεται: Αυτό είναι το άδειο μου δωμάτιο/ Εκεί που η σκέψη μου βαράει τους τοίχους/ ακατάπαυστα/
Εσύ/ κρατάς το κλειδί/ για την πόρτα/ που δεν υπάρχει
Ο βασανιστικός βηματισμός προς το νέο και μάλιστα στο συνειδητά νέο αποτυπώνεται στο ποίημα ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΒΑΡΔΙΑ. Σε αυτό το ποίημα το οποίο είναι κατά τη γνώμη μου, ένα από τα καλύτερα της συλλογής, αλλά και μία από τις τρεις κορυφαίες στιγμές της, δείχνει έναν εργαζόμενο να καπνίζει κατά τη διάρκεια του διαλείμματος. Το διάλειμμα είναι ολιγόλεπτο και ο εργαζόμενος-ποιητής μονάχος του με το τσιγάρο του, πασχίζει να ησυχάσει την ανάσα του, για να μπορέσει να μιλήσει: η καύτρα του τσιγάρου ανάβει κόκκινη την παγωνιά/ και φωτίζει τους τοίχους με σκιές/ Διάλειμμα τις πρώτες πρωινές ώρες.
Σε τόνο κουβεντιαστό ο εργαζόμενος-ποιητής εξοπλισμένος πλέον με τη μαρξιστική γνώση και την πρωτοπόρα δράση, αποκτά συνειδητή στάση κι αποκαλύπτει με πρωτότυπους κι αξιόλογους στίχους, αφενός την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αφετέρου τον εκμεταλλευτή που αποκρύπτει το σχέδιο της παραγωγής στον εκμεταλλευόμενο: Πολύ φθηνό το ενοικιοστάσιο/ Της μέρας και της νύχτας μας/ Χιονίζει πάλι ανάποδα/ Κι εμείς ταξιδεύουμε μέσα στο αίμα σου/ Χωρίς να λες για πού.
Η καρδιά του εκμεταλλευτικού μηχανισμού, ο οποίος και λειτουργεί αντιφατικά και η αναρχία της παραγωγής χρησιμοποιούν μια γλώσσα άχρηστη για τις ανθρώπινες ανάγκες: Σε κάθε χτύπο της καρδιάς σου/ Μας ξαποστέλνεις/ Σε αντιφατική τροχιά/ Κανείς μας δεν γυρνά ο ίδιος/ Χαρτιά στα χέρια μας πετάς/ Σε άχρηστη για τις ανάγκες γλώσσα.
Η ταυτόχρονη κριτική στη βάση αλλά και στο εποικοδόμημα του εκμεταλλευτικού συστήματος με σκοπό την ταξική αφύπνιση του εργαζόμενου γίνεται με τρόπο αβίαστο και αποκλείει κάθε άλλη λύση προς όφελος του εργαζόμενου εκτός από αυτής της σύγκρουσης με την αστική τάξη: Κάθε τόσο γίνεται μια πτώση από ψηλά/ Κάποτε γίνεται τόσο σκληρό το χώμα/ Που είναι αδιανόητο να βουλιάξεις/ Παρά να συγκρουστείς/ Μα εμείς που χτίζουμε τους δρόμους/Αλλάζουμε το όριο ταχύτητας/ Η σύγκρουση να ‘χει φωτιά
Ο ποιητής αποσαφηνίζει ότι όλα αυτά τα λέει με τη φωνή ενός μικρού παιδιού που βρήκε τη ζεστασιά του στη γειτονιά, σ’ έναν χώρο συνεύρεσης, ανοιχτό, όπου τα παιδιά ερχόντουσαν σ’ επαφή μέσω του παιχνιδιού. Μαζί κι ο φόβος που ως ένστικτό χρησιμοποιείται ως μέσο υποταγής του παιδιού:
Στα λέω αυτά με την οικειότητα/ Που μου ‘δωσε η παιδική μου ζεστασιά/ Η γειτονιά/ Ξέρεις ποιος έστησε μνημείο του φόβου/ Στα οικόπεδα που παίζαμε παιδιά;
Και στην επόμενη στροφή έχουμε μια προβολή του παρόντος προς το μέλλον: Έτσι όπως κάθομαι πελώριος/ Ανάμεσα στα χτίσματα/ Σαν το παιδί με τα παιχνίδια του/ Βάζω τα δάχτυλα μου/ Στις ανοιχτές πληγές σου/ και σου χαϊδεύω τα μαλλιά/ Το επίθετο πελώριος φανερώνει το μεγάλωμα του εργάτη. Πως μεγαλώνει μέσω της εργασίας του και ταυτόχρονα πως θα μπορούσε η εργασία να ’ναι ένα άφοβο παιχνίδι για τον εργάτη. Η εργασία μια γεννήτρα παραγωγής ευτυχίας, όπως ήταν η ευτυχία του παιχνιδιού στη γειτονιά!
Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής τείνουν ή και μπορείς να τα χαρακτηρίσεις ρεαλιστικά. Σε κάποια η μορφική τους επεξεργασία αντλείται κυρίως από τη δεξαμενή του μοντερνισμού και κυρίως απ’ το σημαντικό ρεύμα του εξπρεσιονισμού. Αν θεωρήσουμε ότι η πραγματικότητα είναι σε μια διαρκή μεταβολή, τότε κι ο ρεαλιστής συγγραφέας μπορεί ν’ αντλεί μορφικά στοιχεία κι από τη δεξαμενή του μοντερνισμού. Σε διαρκή μεταβολή και ταρακούνημα όμως είναι κι ο ψυχισμός του ανθρώπου, όπου ο εξπρεσιονισμός μέσων του παραμορφωτικού φακού του μπόρεσε να εκφράσει αυτό το ταρακούνημα. Στο ΠΑΣΧΑ ’20 αποτυπώνεται αυτό το εξπρεσιονιστικό ταρακούνημα στον αναγνώστη, όπως και στο ποίημα «ΚΡΑΥΓΗ», όπου τα ντεσιμπέλ του ταρακουνήματος φτάνουν τη συλλογή στο πιο ακραίο σημείο της. Η ΚΡΑΥΓΗ που ’ναι και το προτελευταίο ποίημα της συλλογής, λόγω του τίτλου της, συνομιλεί με τη διάσημη Κραυγή του ζωγράφου Μουνχ, όπως και το μότο της, με τον πιο δυνατό έλληνα εκπρόσωπο του εξπρεσιονισμού, τον σημαντικό ποιητή Μίλτο Σαχτούρη: Σπασμένα/ ώρες/ μέρες/ χρόνια/ στιγμές που σταλάζουν, κοφτερές μες στο σώμα/ Δάκρυα διαμαντένια/ θανατερά. Είναι ο χρόνος που σωρεύεται/ στων αδελφών μου το μαυρισμένο δέρμα/ Ο φόβος/ που ατακτοποίητος περνά/ μπερδεύοντας την ανεργία με τη φθορά.
Και μπορεί τα μεγάλα ντεσιμπέλ ν’ αδυνατίζουν την ένταση του νοήματος του ποιήματος, όμως μέσω αυτής της έντασης-ελπίδας ραγίζει το γυαλί:
Στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο/ ελευθερώνουν την κραυγή έξω από τον καθρέφτη/ κάνοντας την αγωνία μας σώμα/ Για να ραγίσει μια κι έξω το γυαλί/ Από ενωμένες ώρες/ μέρες/ χρόνια/ δικές μας στιγμές
Άλλα ποιήματα της συλλογής όπου έχουν επηρεαστεί από το ρεύμα του εξπρεσιονισμού, αλλά είναι πιο χαμηλόφωνα από την ΚΡΑΥΓΗ, είναι τα ποιήματα ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΚΥΜΑ, ΤΥΦΛΟΣ, ΞΕΒΡΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΡΩΣΤΟΣ. Ποιήματα με έντονη εσωτερικότητα και ενδοσκόπηση που αποτυπώνουν μια στιγμή μέσα στον ψυχισμό του ποιητή. Με στόχο, ίσως, να δημιουργηθεί ένα κοινό τοπίο με αφορμή κάποιο βίωμα, αίσθηση ή μνήμη το οποίο δεν ξεκαθαρίζεται με τρόπο απόλυτο στο κείμενο. Έρχονται σε σύνδεση με τα ολιγόστιχα ποιήματα ΑΓΑΠΗ, ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ, ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ και ΕΞΟΔΟΣ που αποτυπώνουν αφαιρετικά και αδρά την αίσθηση της μοναξιάς μέσα στην πόλη. Είναι ποιήματα όπου μέσω μια μικρο-σκηνής μεγεθύνεται η μοναξιά, κυρίως γιατί τα εξωτερικά ερεθίσματα του αστικού περιβάλλοντος δεν ανακόπτουν το αίσθημα της μοναξιάς. Είναι φωτογραφίες μιας αποξενωμένης και σχεδόν ακίνητης καθημερινότητας σαν πίνακες του ζωγράφου Έντουαρντ Χόπερ οι οποίοι συνθέτουν μια μικρή ιστορία μέσα στο ανθρώπινο τοπίο : Ήμασταν εκεί ένα / μισάωρο/ νωρίτερα/ και βολτάραμε/ έσκυβα και την κοιτούσα/ εκείνη κοιτούσαμε αλλού/ δεν μιλούσαμε/ είπε/ θα πάρω μπύρα/ κάτσαμε στο πεζούλι να την πιει/ μετά ήρθε ο Μπαγκλαντέζος με τα λουλούδια/ αυτός της έτεινε το τριαντάφυλλο/ αυτή κοιτούσε κάτω τη μπύρα της/ κι εγώ αυτόν/ παγωμένοι.
Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι τα ποιήματα της συλλογής χωρίζονται σε δύο κατηγορίες Η πρώτη κατηγορία εμπεριέχει τα ποιήματα στα οποία αποτυπώνεται η εσωτερική διάθεση του ποιητή που είναι άλλοτε πικρή, αγχωτική κι ανήσυχη από τη γκρίζα καθημερινότητα τις προσωπικές και συλλογικές ήττες κι άλλοτε που τείνει προς το ερωτικό στοιχείο κι άλλοτε προς το ειρωνικό, και η δεύτερη κατηγορία τα ποιήματα που αποτυπώνουν μέσα σε μια σιωπηλή κι αντεπαναστατική εποχή την κριτική του ματιά στη θρησκεία, στο φόβο, στον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος και στο φασισμό. Ένα τέτοιο ποίημα το οποίο ανήκει στη δεύτερη κατηγορία είναι οι ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ. Είναι ένα ποίημα γραμμένο με αφορμή τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη στο οποίο μετά απ ’το αποτρόπαιο έγκλημα, ο ένας φονιάς μιλάει και δίνει οδηγίες στο πως θα πρέπει να κινηθούν κι ο άλλος ακούει σιωπηλός ή κάνει πως κλαίει, όπως αναφέρει ο πρώτος. Ο πρώτος που η οικογένειά του φαίνεται να έχει την οικονομική άνεση και όποια εξουσία απορρέει από αυτή, απευθύνεται στον συνένοχό του σε δεύτερο πρόσωπο σαν να μιλάει στον αναγνώστη. Για τον ποιητή είναι πιο αποτελεσματικό ν’ αφήσει τον ίδιο το φονιά να μιλήσει όπως και για τον αναγνώστη να διαβάζει τι δείχνει ο φονιάς με το σκληρό του λόγο. Μέσα από το συμπυκνωμένο λόγο του φονιά, αποκαλύπτονται οι οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις του :Τον αγαπάω τον πατέρα μου/ έχει φράγκα/ αυτός κάνει ό,τι γουστάρει και κανείς/ δεν τον ακουμπάει/ η μάνα μου εντάξει/ είναι γυναίκα/ μα εμένα με φρόντισε αλλιώς/ με τάισε τρόμο και ανασφάλεια/ άνθισα κάτω από το άγχος/ του άγρυπνου ματιού του/ η εξουσία του κατακάθισε/ πάνω σε κάθε τι όμορφο είχα/ στη μνήμη μου/ υπέκυψα στο μίσος και την ηδονή/ της επιβολής στους αδύναμους.
Το οικογενειακό περιβάλλον δεν σκιαγραφείται μόνο ως πατριαρχικό περιβάλλον. Ο λόγος του φονιά με αβίαστο τρόπο πηγαίνει και παραπέρα, στην ταξική ρίζα της ανισοτιμίας μεταξύ του άντρα και της γυναίκας κι ακόμη παραπέρα, προχωρά στο αναποδογύρισμα του φόβου.
όλο το αίμα θα ξεπλυθεί μέσα στην υποκρισία/ έχουμε κι εμείς/ τις ανάλογες πλάτες/ δε μασάμε ρε/ ο κόσμος είναι ζώα/ πρέπει να δεις/ ο πατέρας μου/ πώς τους φέρεται/ στη δουλειά/ ψίχουλα ρε τους δίνει/ με γαμωσταυριδια τους μιλάει/ έτσι ρε/ καμιά φορά σκέφτομαι/ θα πρέπει να τους τρέμει/ για να αντιδρά πάντα έτσι/ αλλά/ τέλος πάντων/ εδώ τώρα/ παντελονάτα/ εσύ τα ‘κανες όλα/ έτσι;
Κάποια ποιήματα εμπεριέχονται και στις δύο κατηγορίες ή για να το διατυπώσουμε καλύτερα συνδυάζουν την ενδοσκοπική θέαση με την κοινωνική. Ένα τέτοιο ποίημα είναι η ΑΝΑΠΑΥΛΑ. Από τις πρώτες στροφές διακρίνουμε ένα ζευγάρι νέων εργατών να κατεβαίνει στη θάλασσα της Λούτσας στην Αττική για να κολυμπήσει: Κατεβήκαμε στη θάλασσα/ απ’ την αμμουδιά την πυρωμένη/ αναθυμιάζοντας γκάζι/ Χέρι χέρι/ Βγαλμένοι από μέρες και μέρες/ κούρασης και κάτεργου/ Ώρες με το ζόρι κονομημένες Η θάλασσα ως σύμβολο εξαγνισμού και κάθαρσης με την αρχαιοελληνική σημασία βοηθάει στο ν’ αδειάσει το σώμα από τη σκουριά του και ν’ ανακτήσει τις δυνάμεις του μέσα σ’ ένα διαλυμένο κι άκρως αντιφατικό κόσμο: «Άναρχα μέσα σου κολυμπάμε, Θάλασσα/ Οργανωμένοι κάτω απ’ τη δικιά μας ανάγκη/ Θάλασσα βιωμάτων/ μνήμης και συνείδησης/ μέσα σου κολυμπάμε»
H μνήμη και η συνείδηση παίζουν καθοριστικό ρόλο και στο ολιγόστοιχο ποίημα ΣΧΕΔΙΕΣ που κατά τη γνώμη μου είναι και από τα δυνατότερα ποιήματα της συλλογής. Σε αυτό το ποίημα το παρελθόν και το παρόν ενώνεται με το μέλλον, μέσω της αδιάλειπτης επαναστατικής δράσης η οποία έχει ως καύσιμο το αίμα. Τα δέντρα είναι τα δέντρα του σεφερικού Μυθιστορήματος.
Τα δέντρα όμως του μεγάλου ποιητή Γιώργου Σεφέρη, στο ποίημα αυτό, έχουν χρησιμότητα περισσότερη αισθητική. Ναι μεν, είναι δέντρα που τα μελετάς για να μάθεις ιστορία, αλλά εδώ μελετάμε την ιστορία από την πλευρά της εργατικής τάξης. Δέντρα παλιά/ Δυνατά/ Τα παίρνουμε και φτιάχνουμε σχεδίες/ Του μέλλοντος/ Με αίμα λαμπερό στις φλέβες μας/ Τα δικά μας τα καράβια/ δεν σταματούν ποτέ/ Χωρίς χέρια κωπηλατούμε/ Χωρίς μάτια βλέπουμε/ Τη γη με τα νύχια/ σκάβουμε/ Με σταθερό χέρι/ Ξεθάβουμε/ Τον τεράστιο κορμό σου/ Μεγάλε Μαγιακόφσκι/ Κατάρτι και βελόνα/ Στο μάτι του αστού.
Ένα από αυτά τα δέντρα είναι κι ο Μαγιακόφσκι, ίσως ο μεγαλύτερος ποιητής της Σοβιετικής Εποχής. Έρχεται κι αυτός, αφού τον ξεθάβουμε, για να βοηθήσει εμάς με την μεγάλη του ποιητική κληρονομιά.
Είναι αλήθεια, πως η επαναστατική δράση δε σταματά ποτέ και φυσικά εμείς παίρνουμε τη σκυτάλη από τους παλιούς κι ακούμε τις νύχτες τις ιστορίες τους σα να είναι παραμύθια: Τη νύχτα τα δέντρα/ σου λένε ιστορίες/ σαν πάνω τους κοιμάσαι/ Προφυλαγμένος από κυκλώνα/ στόμφου/ θεωρίας/ απραξίας και μιζέριας/ λόγια ποιητάδων/απόψε/ απαρνούμαι/ τα τερτίπια σας.
Και ίσως αυτά τα παραμύθια να έχουν μεγαλύτερη αξία από τα έργα των ποιητών που δε τα λαμβάνουν υπόψη.
Ένα άλλο ακόμη ποίημα το οποίο διαπνέεται κι από ένα χιουμοριστικό τίτλο και δείχνει την προσπάθεια του ποιητή να ξεπεράσει την ασυνεννοησία αλλά και την απραξία είναι το ποίημα ΟΥΦ. Έχουμε μια επιστροφή στην αγκαλιά του πιο πρωτοπόρου κομματιού της εργατικής τάξης, η οποία γνωρίζοντας την ιστορική της αποστολή για το μέλλον, αποπνέει απλότητα και σιγουριά.
Εν κατακλείδι η συλλογή Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΚΑΥΤΡΑΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, περικλείεται από μια έντονη ανησυχία κυρίως λόγω της ρευστής, απειλητικής και μονότονης ατμόσφαιρας. Οι στίχοι είναι κυρίως χαμηλόφωνοι κι ολιγόστιχοι με κοφτούς διασκελισμούς κι έντονη εικονοποιία. Αποτελούνται κυρίως από λέξεις απλές της καθομιλουμένης. Τα κοντά κοψίματα στους στίχους εκφράζουν έναν κόσμο σηπόμενο και διαλυμένο μακριά από τα όνειρα και τις ανάγκες του νέου ανθρώπου. Ένα κόσμο βιομηχανοποιημένο που δουλεύει στο ρελαντί και συνθλίβει όνειρα και ανθρώπους. Ταυτόχρονα όμως αυτοί οι κοφτοί στίχοι αποτελούνται από ένα κράμα γεμάτο όνειρα κι ανάγκες, που ματαιώθηκαν από τον ίδιο το νέο άνθρωπο, αφενός για να ζήσει ως μισθωτός κι αφετέρου για να επιτευχθούν με βίαιο εξαναγκασμό η κερδοφορία του κοινωνικού μηχανισμού. Ενός μηχανισμού που στα μάτια ενός νέου χωρίς πείρα και γνώσεις, φαντάζει μπερδεμένος και μυστηριακός. Ο Πετρέλλης καταφέρνει και δημιουργεί μία συλλογή η οποία τείνει προς τη σύνθεση κυρίως λόγω των σταθερών θεματικών που κυριαρχούν στα ποιήματα. Ένας λόγος που η συλλογή αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολύ σημαντική στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, πέραν της δουλεμένης της γραφής είναι ότι φωτίζει συγκεκριμένα μυστήρια. Είναι αυτά που οι καταπιεστές θέλουν πάση θυσία να παραμείνουν μυστήρια και πιστέψτε με, το προσπαθούν μεθοδικά, ύπουλα κι αδιάλειπτα!