Ποιών οι ιστορίες είναι ενδιαφέρουσες (λογοτεχνικές); Ή Γιατί αρέσει ο Edouard Louis και όχι η Annie Ernaux;
Η ανακοίνωση του φετινού Νόμπελ Λογοτεχνίας προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στην Ελλάδα. Ονόμασαν τη γραφή της Ερνό «λογοτεχνία της υπεκφυγής» και τα θέματά της «στην ασφαλή πλευρά της ζωής», εκεί όπου «τα πραγματικά προβλήματα και τα πραγματικά θέματα δεν απασχολούν». Ως μη πραγματικά προβλήματα εδώ αναφέρονται καθαρά τα ζητήματα ταυτότητας και, ειδικότερα, τα έμφυλα. Η γλώσσα της Ερνό ονομάστηκε «γλωσσική άσκηση», οι ιδέες της «προκάτ ιδεούλες και εξυπνάδες κατασκευασμένες σε εργαστήρια δήθεν δημιουργικής γραφής», αντίθετα με την αληθινή λογοτεχνία που είναι «αγώνας και αίμα» (1). Στα social media οι ενστάσεις είχαν να κάνουν -ξανά- με το autofiction και την αξία του ως λογοτεχνικού είδους και κριτικές του Νόμπελ ως θεσμού. Αφήνοντας έξω την κριτική του θεσμού καθώς με βρίσκει σύμφωνη, θα ήθελα να σταθώ στα υπόλοιπα, αφού κάνω μια παρατήρηση: τη μέρα που ανακοινώθηκε το Νόμπελ, μίλησε στην Αθήνα ο Εντουάρ Λουί για τελευταίο βιβλίο του Αλλαγή: Μέθοδος που μεταφράστηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αντίποδες (2) – δεν έχω δει το τελευταίο του και κατά πόσο βλέπονται κάτω από το φως εκείνου του βιβλίου τα βιβλία του που έχουν προηγηθεί, θα μιλήσω για αυτά, ωστόσο, μέχρι εκείνο. Ο Λουί, αντίθετα από την Ερνό, έχει πολύ καλή υποδοχή (και) στην Ελλάδα και δικαίως: όλα όσα φέρνει στη λογοτεχνία επείγουν, είναι μια φωνή απαραίτητη (3). Το ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι ότι ακολουθεί την Ερνό: μεθοδολογικά, ειδολογικά και θεματικά.
Γεννημένη το 1940 στο Λιλμπόν και μεγαλωμένη στο Υβτό από γονείς που διατηρούσαν καφενείο-παντοπωλείο στο κομμάτι της πόλης όπου ζούσε η εργατική τάξη εκείνη, γεννημένος το 1992 και μεγαλωμένος στην Αλλενκούρ εκείνος από εργατική οικογένεια που υποστηριζόταν από κρατικά επιδόματα, επιλέγουν να γράψουν μικρά στην πλειονότητά τους βιβλία για την κοινωνία στην οποία μεγάλωσαν και επανέρχονται σε αυτή ξανά και ξανά, ανατέμνοντάς την για να αναδείξουν τους τρόπους με τους οποίους φυσικοποιείται και αναπαράγεται η βία, έμφυλη και ταξική. Από την εργατική πατριαρχική κοινωνία μιας επαρχίας της Γαλλίας με τα ελάχιστα περιθώρια διαφυγής (Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (4) και Ιστορία της Βίας (5) εκείνου, Cleaned Out (6) εκείνης), μέσω της ανατομίας του πατέρα (Ποιος Σκότωσε τον Πατέρα μου; (7) και A Man’s Place (8) αντίστοιχα) και της μητέρας (Αγώνες και Μεταμορφώσεις μιας Γυναίκας (9) και A Woman’s Story (10) αντίστοιχα), η Ερνό και ο Λουί, που στο μεταξύ πέτυχαν την περίφημη «κοινωνική άνοδο» (σπουδάζοντας λογοτεχνία και βιοποριζόμενη ως δασκάλα εκείνη, σπουδάζοντας ιστορία εκείνος), ανασυνθέτουν τις έμφυλες και ταξικές ταυτότητες που κατασκευάζονται και αναπαράγονται και κάνουν το σύστημα να κινείται. Η θανατοπολιτική της εξουσίας είναι κεντρικά στο έργο τους: η άφεση της εργατικής τάξης να πεθάνει αν δεν είναι παραγωγική στον Λουί και ειδικότερα της γυναίκας που αποφασίζει να κάνει άμβλωση στην Ερνό, όπως στο Happening (11) στο οποίο κατά βάση στηρίχθηκαν οι αρνητικές κριτικής στην χώρα μας, όπως παρατηρεί και η μεταφράστριά της στην Ελλάδα Ρίτα Κολαϊτη (12) (δεν παραπέμπω στους ελληνικούς τίτλους καθώς έχω έρθει σε επαφή με το έργο της Ερνό μέσω της αγγλικής μετάφρασης).
Εκτός από το ταξικό και οι δύο συγγραφείς μιλούν ανοιχτά για την σεξουαλικότητα αγγίζοντας θέματα ταμπού: εκείνη μιλά σε όλο της το έργο χωρίς ντροπή για το πάθος (όπως για παράδειγμα στο Simple Passion) (13), και μάλιστα μιας μεσήλικης γυναίκας για έναν μικρότερό της άντρα (που είναι, γράφει «μικρότερος από το γιο μου»), εκείνος μιλά για την παιδική ομόφυλη σεξουαλικότητα με έναν τρόπο που σοκάρει τον αστό που αρέσκεται σε αποσεξουαλικοποιημένες αφηγήσεις της παιδικότητας, προκαλώντας ακόμη και το ταμπού της συγγένειας (Να Τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ). Ωστόσο, σεξουαλικότητα και φύλο δεν συζητιούνται όταν γίνεται αναφορά στον Λουί, δίνοντας προτεραιότητα στο ταξικό, προσέγγιση που αλλοιώνει το έργο του, αφού σε αυτό η ταξική ταυτότητα είναι ήδη έμφυλη και σεξουαλική και αντίστροφα: ως παιδί, μπορεί να μην έχει την ομοφυλοφιλία ανάμεσα στις διαθέσιμες ταυτότητές του, ωστόσο, έλκεται από αγόρια, παρατηρεί το πέος τους και τον τρομάζει η βία του φαλλού. Όταν είναι μόνος του δοκιμάζει τα ρούχα της αδερφής του, του αρέσει αυτό που γίνεται μέσα σε αυτά, μέσα από αυτές τις επιτελέσεις και χωρίς την ομόφυλη σεξουαλικότητα εμπεδωμένη ως ενδεχόμενο αντιλαμβάνεται τη διαφορά του από αυτό που του αναμένεται να είναι. Είναι ο εργάτης πατέρας που χτίζει την ετερόφυλη αρρενωπότητά του πάνω στην (τίμια) εργατική ταυτότητα (στη βάση μιας ηθικής του μόχθου) την οποία αντιδιαστείλει με την (εκθηλυμένη και ύπουλη) ταυτότητα της μπουρζουαζίας. Όταν βλέπει το γιο του να μην επιτελεί την ταυτότητα του φύλου του (να μην παίζει ποδόσφαιρο για παράδειγμα, να μην είναι βίαιος), τον αντιμετωπίζει όχι μόνο ως προδότη του φύλου αλλά και ως προδότη της τάξης του και νιώθει ότι είναι υπόλογος για αυτή την προδοσία στην κοινότητα. Η μητέρα του, ομοίως, βλέπει τη μη ανταπόκριση του γιου της στις έμφυλες προσδοκίες με όρους ταξικούς, μόνο που εκείνη την ερμηνεύει αντί για προδοσία ως προοπτική διαφυγής : η μη βιαιότητα του γιου της (η «μη αρρενωπότητά» του) γίνεται ελπίδα κοινωνικής κινητικότητας στην οποία αρέσκεται να φαίνεται στις γειτόνισσές της ότι συμβάλλει και η ίδια (καμαρώνει όταν αυτές τον επαινούν για τους λεπτούς του τρόπους υπογραμμίζοντας την εξαίρεση που είναι) και μέσω της οποίας ανοίγεται η προοπτική για τη δική της έξοδο. Είναι χάρη σε αυτή τη «μη αρρενωπότητα» που χτίζεται η συμμαχία μεταξύ μητέρας και γιου έτσι που όταν τελικά δραπετεύει εκείνος, έχοντας απορρίψει μια έμφυλη και ταξική πραγματικότητα που έχει κανονικοποιηθεί, δραπετεύει και εκείνη αμφισβητώντας τον προορισμό της και σπάζοντας τον κύκλο της βίας (Αγώνες και Μεταμορφώσεις Μιας Γυναίκας). Ωστόσο, και όταν έχει πια δραπετεύσει, φέρει επάνω της τη θηλυκότητα της τάξης της και αυτό γίνεται φανερό στις στιγμές που συγκρίνεται με την αστική θηλυκότητα στην οποία δεν χωρά και η οποία συνεχώς την πετάει έξω.
Ομοίως, στην Ερνό το φύλο και η σεξουαλικότητα φέρνουν τις αξίες και τις αναπαραστάσεις της εκάστοτε ταξικής ταυτότητας ακόμη και στις παραβάσεις τους ή ειδικά σε αυτές (14). Το ρίσκο της μητέρας της να αναλάβει ένα παντοπωλείο και να μεταπηδήσει από την εργατική τάξη στην μικροαστική δείχνει τα όρια που διαγράφονται ανάμεσα στην μία και την άλλη θηλυκότητα (αυτή που μέσα σε άλλα βλέπει ύποπτα την απόλαυση -και ειδικότερα τη σεξουαλική, αφού η «παρθενιά» θεωρείται προίκα- και αυτή που σνομπάρει την πρώτη για αυτό). Τόσο ο Λουί όσο και η Ερνό βρίσκουν τους εαυτούς τους πιασμένους στον ενδιάμεσο χώρο: ανάμεσα στην αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα αντίστοιχα της εργατικής τάξης και της μπουρζουαζίας και από τους εγκλωβισμούς της πρώτης στους εγκλωβισμούς της δεύτερης τους οποίους και αφηγούνται. Αν το φύλο και η σεξουαλικότητα, ωστόσο, αγνοήθηκαν στον Λουί ο οποίος επαινέθηκε για την ταξική του συνείδηση, στην Ερνό συνδυάστηκαν και έγιναν μομφή. Το Simple Passion, για παράδειγμα, επικρίθηκε τόσο για την ανοιχτή αναφορά στο γυναικείο σώμα και την σεξουαλικότητα όσο και για… ταξική ήττα και κακομοιριά. Στην Ελλάδα, η Κολαϊτη αποδίδει τις αρνητικές αντιδράσεις γύρω από το έργο της Ερνό, πέρα από το ταμπού της άμβλωσης, στο ταμπού της γυναικείας σεξουαλικότητας και το εντοπίζει κυρίως στις γυναίκες αναγνώστριες και συγγραφείς.
Αυτά τα διπλά κριτήρια ως προς το περιεχόμενο ενισχύονται από την επιλογή του autofiction το οποίο ως είδος αντιμετωπίστηκε διαφορετικά, κάτι που βάζει σε σκέψεις για αυτά που επιτρέπεται να πει και αυτά που καλείται να αφήσει έξω ένα έργο για να επικυρωθεί ως λογοτεχνία, ποιους ευνοεί αυτό και τι αποκλεισμούς αναπαράγει. Αυτό που για το Λουί ήταν λογοτεχνική ευφυία, για την Ερνό διαβάστηκε ως αποτυχία κάνοντας συνειδητή επιλογή το είδος για τον πρώτο και για τη δεύτερη αναγκαιότητα εν απουσία ταλέντου και εργαλειοποίηση του τραύματος. Και, ωστόσο, είναι για τους ίδιους λόγους που επιλέγουν το είδος μέσω του οποίου αφενός εισάγουν στο λόγο μια πραγματικότητα (της εργατικής τάξης) αόρατη ή διαμεσολαβημένη από άλλους και παραμορφωμένη και αφετέρου ασκούν κριτική στον ορισμό της λογοτεχνικότητας και της υψηλής κουλτούρας. Γράφει η Ερνό (A Man’s Place, σελ.15):
I realize now that a novel is out of the question. If I wish to tell the story of a life governed by necessity, I have no right to adopt an artistic approach, or attempt to produce something “moving” or “gripping”. I shall collate my father’s words, tastes and mannerisms as well as the main events of his life. In short, all the external evidence of his existence, an existence which I too shared. / No lyrical reminiscences, no triumphant displays of irony. This neutral way of writing comes to me naturally. It was the same style I used when I wrote home telling my parents the latest news.
Ομοίως διαβάζουμε στον Λουί (Αγώνες και Μεταμορφώσεις Μιας Γυναίκας):
Μου έχουν πει πως η λογοτεχνία δεν πρέπει ποτέ να προσπαθεί να εξηγήσει, μόνο να απεικονίζει την πραγματικότητα κι εγώ γράφω για να εξηγήσω και να κατανοήσω την ζωή της [ενν. της μητέρας του]. Μου έχουν πει πως η λογοτεχνία δεν πρέπει να επαναλαμβάνεται κι εγώ δεν θέλω να γράφω παρά μόνο την ίδια ιστορία ξανά και ξανά να επιστέφω σε αυτή μέχρι να την κάνω να αποκαλύψει θραύσματα της αλήθειας της (…) Μου έχουν πει πως η λογοτεχνία δεν πρέπει ποτέ να μοιάζει με επίδειξη συναισθημάτων κι εγώ δεν γράφω παρά μόνο για να κάνω να αναβλύσουν από μέσα μου συναισθήματα που το σώμα δεν ξέρει πώς να τα εκφράσει. Μου έχουν πει πως η λογοτεχνία δεν πρέπει ποτέ να μοιάζει με πολιτικό μανιφέστο κι εγώ ήδη ακονίζω κάθε μου φράση όπως θα ακονίζαμε τη λάμα ενός μαχαιριού. Γιατί τώρα το ξέρω, έχτισαν αυτό που ονομάζουμε λογοτεχνία ενάντια σε ζωές και σε σώματα σαν το δικό σου. Γιατί ξέρω πια πώς το να γράψω για εκείνη και να γράψω για τη ζωή της σημαίνει να γράψω ενάντια στην λογοτεχνία.
Πολλοί κοινοί τόποι της «καλής» λογοτεχνίας που θεωρούνται «καθολικοί», εδώ παραβιάζονται μέσα από την επιλογή του autofiction και δείχνεται η ταξική και έμφυλή τους προέλευση (15, 16). Ένα από αυτά είναι η δραματουργική ανακατασκευή της πραγματικότητας μέσω του «show, don’t tell». Η δημιουργία υποβλητικής ατμόσφαιρας για να γίνει πιο ελκυστική η αφήγηση όσο και η ανοιχτότητα του νοήματος, αντί της διαχείρισής του από τ@ συγγραφέα, στο όνομα της αναγνωστικής ελευθερίας/ εμπιστοσύνης/ εμπλοκής/ επικοινωνίας που υπάρχουν κάτω από τη φιλοσοφία του αμφισβητούνται. Αναλαμβάνοντας την ερμηνεία όσων έζησαν, κάτι που το autofiction επιτρέπει, δείχνουν να υποστηρίζουν ότι δεν πιστεύουν πως @ αναγνώστ@ τους καταλαβαίνει και, επιπλέον, ότι δεν θα ρισκάρουν την (παρ)ερμηνεία τους. Βάζοντας τους ανθρώπους τους στο κέντρο, και μάλιστα -αυτό είναι κεντρικό- με τη δική τους γλώσσα, τους δείχνουν ως πρόσωπα που η ιστορία και ο λόγος τους μετράει και που υπάρχουν όχι για να αναδείξουν τ@ κεντρικ@ ήρωες ούτε για μαγέψουν ως διάκοσμος ή ως εξωτικά πτηνά τ@ αναγνώστ@, αλλά ως άτομα που αξίζουν να ιδωθούν και να κατανοηθούν, και τελικά να αποκατασταθούν ως πρόσωπα. Το autofiction, λοιπόν, είναι ένα όπλο απέναντι στους μηχανισμούς που μέσω της αορατότητας ή της υπερ-ορατότητας που αναπαράγει μια εικόνα του άλλου ως επικίνδυνου (της εργατικής τάξης ως οκνηρής και παραβατικής που προσπαθεί να ξεγελάσει το σύστημα και να επωφεληθεί εις βάρος των άλλων για παράδειγμα διεκδικώντας κρατικά επιδόματα) δικαιολογούν τις πολιτικές που τον εξοντώνουν. Είναι μία διεκδίκηση του χώρου και του λόγου από αυτούς οι οποίοι δεν ήταν προορισμένοι να ιδωθούν και να μιλήσουν και η προτεραιοποίησή τους ως αποδεκτών. Είναι, επιπλέον, η Μπάτλερ ίσως το ονόμαζε μια δημόσια επίδειξη της βλάβης, που δεν χρειάζεται μυθοπλαστικό άλλοθι.
Ένας ακόμη κοινός τόπος της «καλής» λογοτεχνίας που αμφισβητείται, μέσω του autofiction, είναι η συναισθηματική και ιδεολογική απόσταση από το βίωμα, αίτημα το οποίο μπορεί να ιδωθεί, σε μια άλλη ανάγνωση, και ως αλλοτρίωση τ@ συγγραφέα, με τον τρόπο που ο καπιταλισμός αλλοτριώνει το άτομο μέσω της θέσης του στην παραγωγή. Απέναντι στο αφήγημα που αντιμετωπίζει τ@ συγγραφέα ως παραγωγική μηχανή (που πρέπει συνεχώς να παράγει νέα θέματα, κάτι που προϋποθέτει να ξεμπερδεύει με τις εμμονές του, λύνοντας μια και καλή μόν@ τ@ και ιδιωτικά τα τραύματά τ@ ή να τα κάνει κάτι άλλο και αυτό ονομάζεται συγγραφική εξέλιξη) και την πραγματικότητά ως τ@ αδιάφορη εκτός αν αφορά τ@ αναγνώστ@ (με το να τ@ περιγράφει/επαληθεύει ή να τ@ ταξιδεύει), ο Λουί και η Ερνό προτείνουν μία αντι-λογοτεχνία που κάνει όλα τα λάθος πράγματα: απο-μαγεύει, ερμηνεύει (διεκδικώντας το δικαίωμα του να παράγεις γνώση για τον εαυτό), επαναλαμβάνεται (επιστρέφοντας μέσα από τη μνήμη προς τα πίσω, συχνά εμμονικά και αντιπαραγωγικά), τοποθετείται.
Ειδικότερα, για τη γυναίκα συγγραφέα -και εδώ δεν εννοώ την κοινωνική κατασκευή της- η επαναδιεκδίκηση και επαναοικειοποίηση ενός είδους που ως τώρα θεωρούνταν -και ακόμα θεωρείται- κατώτερο καθότι ιδιωτικό και γυναικείο μέσω του δεύτερου (παρότι θεωρητικά έχει αμφισβητηθεί η διάκριση ιδιωτικού και δημόσιου με το δεύτερο φεμινιστικό κύμα) έχει τη σημασία του. Η Cominetti κάνει μία ωραία παρατήρηση όταν φέρνει το παράδειγμα της Πορτογαλίας και υπενθυμίζει ότι παρά την παράδοσή του, το autofiction άρχισε να αναγνωρίζεται στη χώρα ως λογοτεχνία μόλις στο 1980 και αποδίδει την αργοπορία στον καθολικισμό -ειδικότερα, το αυταρχικό και πουριτανικό πρόταγμα να μην τραβάς την προσοχή επάνω σου- και στη δικτατορία του Salazar (17).
Η αφήγηση του εαυτού ως counter-discource, δεν είναι κάτι νέο, ωστόσο, επιμένουμε να την αγνοούμε. Ειδικά σήμερα οι αφηγήσεις αυτές πληθαίνουν: αυτοβιογραφικά βιβλία, σε όποια μορφή (αυτοθεωρία, απομνημόνευμα, ημερολογιακή και επιστολική γραφή, ποιήματα «εξομολογητικά») γράφουν μια άλλη αφήγηση που προκαλεί την ετεροκανονικότητα, τον ικανοτισμό (αφηγήσεις ασθένειας, αφηγήσεις νευροδιαφορετικών συγγραφέων που απαντούν στην εξελικτική, κλινική και κοινωνική ψυχολογία αλλά και σε συγγραφείς που τους έχουν χρησιμοποιήσει ως τους προβληματικούς του χωριού στο έργο τους), αφηγήσεις από τη φυλακή, προκαλούν την υπόθεση ότι συνδεόμαστε όλοι στη βάση της ανθρωπινότητας και παίρνουν χώρο. Κατά πόσο ο τρόμος απέναντι στο μοίρασμα της ευαλωτότητας, η καχυποψία απέναντι στην αφήγηση μιας καταπίεσης, η ψευδαίσθηση ότι στο fiction δεν ξεπουλάς τον εαυτό σου/κεφαλαιοποιείς το βίωμά σου όπως στην αυτοβιογραφική γραφή, η ενόχληση από την αμφισβήτηση της λογοτεχνικότητας ως άχρονης κατηγορίας που αναγνωρίζεται και εκτιμάται από όλους, ευθύνονται για τον χλευασμό της αυτοβιογραφικής λογοτεχνίας είναι κάτι που μπορούν να αναλογιστούμε. Στο βαθμό που οι αφηγήσεις αυτές δεν συγκροτούν ιστορίες επιτυχίας γραμμένες πάνω στις πλάτες αυτών που σνομπάρουν ως μη αφυπνισμένων, και στο βαθμό που δεν διαφέρουν από τη μυθοπλασία ως προς το πρόβλημα της αφήγησης που θέτουν, ζητήματα επιστημολογικά, αισθητικά, ηθικά που έχουν να κάνουν με την κατασκευή του υποκειμένου και της πραγματικότητας, δεν βλέπω γιατί η αυτοβιογραφική γραφή δεν έχει τη θέση της στη λογοτεχνία. Γράφει η Σάρα Άχμεντ ότι οι θεσμοί καθιερώνονται ως τέτοιοι από την επανάληψη των χρήσεών τους καθιερώνοντας και ως έγκυρους αυτούς που τους υπηρετούν κάνοντας την κατάλληλη χρήση. Το να απευθύνεις σε κάποιον αυτό στο οποίο δεν ήταν προορισμένος να έχει πρόσβαση ή να αλλάζεις τη χρήση των θεσμών είναι μια κουήρ πολιτική: το να γράψεις για γυναίκες, στην περίπτωση της Ερνό, ή να γράψεις «αντιλογοτεχνικά» είναι ένας τρόπος να κάνεις κάτι στα πράγματα. Και αυτό δεν αρέσει σε όποιους κερδίζουν από τη φύλαξη των ορίων.
- (1) Ηλίας Κανέλλης, «Το Νόμπελ της Λογοτεχνίας στην Αννί Ερνό: αποφεύγοντας την πραγματικότητα», The Books’ Journal, 6 Οκτωβρίου, 2022
- (2) Εντουάρ Λουί, Αλλαγή: Μέθοδος, μτφ. Σ. Ζουμπουλάκη, Αντίποδες, 2022
- (3) Κώστας Σπαθακάρης, «Γιατί αρέσει τόσο στην Ελλάδα ο Εντουάρ Λουί», συζήτηση με το Νίκο Μπακουνάκη, podcast της lifο, 25/10/2022, https://www.lifo.gr/podcasts/vivlia-kai-suggrafeis/giati-mas-aresei-o-entoyar-loyi
- (4) Εντουάρ Λουί, Να Τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, μτφ. Μ. Αρβανίτης, Αντίποδες, 2018
- (5) Εντουάρ Λουί, Ιστορία της Βίας, μτφ. Σ. Ζουμπουλάκη, Αντίποδες, 2019
- (6) Annie Ernaux, Cleaned Out, μτφ. C. Sanders, Dalkey Archive Press, 1991
- (7) Εντουάρ Λουί, Ποιος Σκότωσε τον Πατέρα μου, μτφ. Σ. Ζουμπουλάκη, Αντίποδες, 2020
- (8) Annie Ernaux, A Man’s Place, μτφ. T. Leslie, Ballantine Books, 1993
- (9) Εντουάρ Λουί, Αγώνες και Μεταμορφώσεις μιας Γυναίκας, μτφ. Σ.Ζουμπουλάκη, Αντίποδες, 2021
- (10) Annie Ernaux, A Woman’s Story, μτφ. T. Leslie, Seven Stories Press, 2003
- (11) Annie Ernaux, Happening, μτφ. T. Leslie, Seven Stories Press, 2011
- (12) Ρίτα Κολαϊτη, «Ανί Ερνό: Το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας και οι αρνητικές αντιδράσεις», συζήτηση με το Νίκο Μπακουνάκη, podcast της Lifo, 18/10/2022, https://www.lifo.gr/podcasts/vivlia-kai-suggrafeis/ani-erno-fetino-nompel-logotehnias-kai-oi-arnitikes-antidraseis
- (13) Annie Ernaux, Simple Passion, μτφ. T. Leslie, Seven Stories Press, 2010
- (14) Bentany Ladimer, “Cracking the codes: social class and gender in Annie Ernaux”, Chimeres, , 53-69.
- (15) Laurie Hanquinet, “But Is It Good? Why Aesthetic Values Matter in Sociological Accounts of Tastes”, Journal of Cultural Analysis and Social Change, 2018, 3 (2),09
- (16) Michael Halewood, «Class is Always a Matter of Morals: Bourdieu and Dewey on Social Class, Morality and Habit (us)”, Cultural Sociology, 18/08/ 2022
- (17) Enrica Aurora Cominetti, In-between Wor(l)ds: Female Autofiction and Postcolonial Identity in Marie Cardinal’s Au pays de mes racines, Marrguerite Duras’s L’amant and Isabela Figueiredo’s Caderno de Memorias Coloniais, μεταπτυχιακή εργασία, University of Guelph and Universidade Nova de Lisboa, 2018.