Το ημερολόγιο της γενιάς μας: η μνήμη ως ζώσα ιστορία.
Σκέψεις πάνω στο μυθιστόρημα του Πάνου Τσερόλα «Όσα επιστρέφουν από τη θάλασσα», εκδόσεις Κέδρος 2021.
Κι αν αδέξιοι μια μέρα σας φανούν
οι στίχοι μας,θυμηθείτε μονάχα πως
γραφτήκαν κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών
και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.
Γ. Ρίτσος
Στη μαρξιστική προσέγγιση για την ιστορία είναι η ταξική πάλη που κινεί την ιστορία, ή με τα λόγια των Μαρξ και Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, η ιστορία όλων των ως τα τώρα κοινωνιών, είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Το βιβλίο του Πάνου Τσερόλα, επιχειρεί να αναμετρηθεί με την πρόσφατη ιστορία του Ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, έναν ιστορικό χρόνο πυκνό από γεγονότα, ίσως τον πυκνότερο ιστορικό χρόνο μετά τη μεταπολίτευση και μάλιστα μέσα από τη ματιά της υποκειμενικότητας και του βιώματος του, μέσα από τα μάτια ενός νέου που μάχεται μέσα από τις γραμμές της ριζοσπαστικής αριστεράς και έχει βιώσει από πρώτο χέρι όλη αυτή την περίοδο. Εφορμώντας από την διαλεκτική ενότητα λόγου και βιώματος, ο Μπένγιαμιν, αίρει την αντίθεση μεταξύ του βιώματος και της συνειδητότητας-ιδέας της εμπειρίας. Έτσι το βιβλίο του Τσερόλα επιχειρεί να γράψει για όλα όσα συνέβησαν, έχοντας από τη μία, αποκωδικοποιήσει και αποτιμήσει πολιτικά την εμπειρία και από την άλλη, κάνοντας την μυθιστόρημα, δηλαδή, τέχνη.
Στην τέχνη, το ελεύθερο παιχνίδι της φαντασίας δεν αποτελεί ούτε κατάληξη και ιδιωτική διαφυγή από την πραγματικότητα, όπως στη νεύρωση, ούτε ενύπνια υπεκφυγή δια ιδιωτικών συμβόλων, όπως στο όνειρο, αλλά την αφετηρία για μια επιστροφή στην πραγματικότητα την οποία συγκροτούν τόσο οι άλλοι, το κοινό, όσο και το υλικό που πρέπει να δαμάσει κανείς για να δώσει δημόσια υπόσταση στο διάβημα του να προκαλέσει μια συγκίνηση που μπορεί να συμμεριστεί με τους άλλους (Τάκης 2008, σελ. 63). Στο πλαίσιο της κροτσιανής θεωρίας, η καλλιτεχνική έκφραση είναι μια εξιδανικευμένη μεταφορά της συγκίνησης και της προσωπικότητας του καλλιτέχνη που υπερβαίνει το συγκεκριμένο πρόσωπο και τη συγκεκριμένη συγκίνηση και μέσω της μορφής της τείνει σε μια καθολικότητα ή κοσμική ολότητα. Το βιβλίο αυτό κατάφερε να με συγκινήσει και να μου θυμίσει όλα όσα ζήσαμε, όχι μόνο γιατί με τον Πάνο είμαστε συνομήλικοι, έχουμε βιώσει τους ίδιους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες αρχής γενομένης από τους αγώνες ενάντια σε ΙΔΒΕ-ΔΟΑΤΑΠ το 2003, αν και σε διαφορετικές πόλεις και πολιτικούς χώρους και χωρίς να γνωριζόμαστε τότε, μέχρι το δημοψήφισμα και την διάψευση του ΣΥΡΙΖΑ. Γεγονότα που κι εγώ ό ίδιος είχα ζήσει, επανεμφανίστηκαν νικώντας την προσωπική και συλλογική λήθη.
Οι ταξικοί αγώνες και η συνεπακόλουθη νέα κοινωνική χειραφετητική προοπτική εγγράφονται στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η τέχνη λοιπόν επικοινωνεί με την χειραφετητική προοπτική βασικά σε δύο επίπεδα, από τη μία, επαναφέροντας τη συλλογική μνήμη των ταξικών αγώνων. Ή όπως έλεγε ο Ρενάτο Κούρτσιο όλες οι μνήμες του ανταγωνισμού είναι πολύτιμες αποσκευές, αγώνες και υποκείμενα του χτες, μακρινού ή μακρινότερου, πλάθονται και αναπλάθονται διαρκώς, για να συντροφεύουν και να προσανατολίζουν στον μακρύ δρόμο του πολεμικού (κάθε φορά) παρόντος. Και από την άλλη, εισάγοντας διαρκώς τα σπέρματα μιας νέας κοινωνίας, της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Η μνήμη είναι ζώσα ιστορία στο παρόν και έτσι διαπερνά την ταξική πάλη στο σήμερα, την ίδια στιγμή που διαπερνάται εμπλουτιζόμενη και ανανεωνόμενη από αυτήν, σχηματίζοντας μια διαλεκτική ενότητα μνήμης και ταξικής πάλης. Στον ένα πόλο αυτής της διαλεκτικής, η μνήμη προσλαμβάνει οντολογικά χαρακτηριστικά, αντικειμενοποιείται τροφοδοτούμενη με την σύγχρονη ιστορία του Ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Η μνήμη μας αφορά σαν ριζοσπαστικά πολιτικά υποκείμενα. “Μας νοιάζει”, με μια μάλλον παράδοξη έγνοια, που δεν έχει καμία σχέση με τη νοσταλγία, αλλά μάλλον μ’ αυτό που καταλαβαίνουμε σα μαζική παραγωγή της λήθης μέσα στην (και μέσα από την) καπιταλιστική αναδιάρθρωση.
Στο βιβλίο του Τσερόλα παρελαύνουν όλα τα γεγονότα της τελευταίας δεκαπενταετίας, μέσα από τα πρόσωπα και τις πρακτικές νέων ανθρώπων, και κυρίως των πρωταγωνιστών, του Μάρκου και της Άννας. Έτσι, ξεκινόντας από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και φτάνοντας μέχρι το δημοψήφισμα, οι χαρακτήρες μετέχουν των κοινωνικών αγώνων, ενώ ταυτόχρονα, ερωτεύονται, σπουδάζουν, ματαιώνονται, απογοητεύονται, περνάνε καλά, ζουν συλλογικά, παλεύουν και λυπούνται. Ο Τσερόλας προσπαθεί να δείξει την ομορφιά της συλλογικής ζωής όπως εκείνος την έζησε σε μια περίοδο διάστικτη από ταξικούς και κοινωνικούς αγώνες και μέσα από τα ειδικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής κατηγορίας του φοιτητή/τριας. Θέλει να κάνει οικεία και θελκτική τη συλλογικότητα και τους κοινωνικούς αγώνες, σε μια περίοδο άμπωτης των κοινωνικών αγώνων, ιδιώτευσης, επίθεσης του κεφαλαίου και διάλυσης των κοινωνικών χώρων και ιδίως των φοιτητικών συλλόγων. Ο Τσερόλας μοιάζει με το βιβλίο να παίρνει θέση στον πόλεμο θέσεων, όπου οχυρώνεται και προστατεύει τις μορφές, τις έννοιες και τις πρακτικές του κινήματος και της αριστεράς. Γενικά, στις περιόδους άμπωτης του κινήματος και των ταξικών αγώνων η πάλη για την ηγεμονία μετατοπίζεται προς τον πόλεμο θέσεων. Ο Γκράμσι ισχυρίζεται πως «συμβαίνει στην πολιτική τέχνη αυτό που συμβαίνει στη στρατιωτική τέχνη: ο πόλεμος των κινήσεων γίνεται όλο και περισσότερο πόλεμος θέσεων και μπορούμε να πούμε ότι ένα κράτος κερδίζει έναν πόλεμο στο βαθμό που τον προετοιμάζει λεπτομερειακά και τεχνικά τον καιρό της ειρήνης… Η ογκώδης δομή των σύγχρονων δημοκρατιών, τόσο σαν κρατικές οργανώσεις όσο και σαν σύνολο ενώσεων στη ζωή των πολιτών αποτελεί για την πολιτική τέχνη ό,τι και τα “χαρακώματα” και οι μόνιμες οχυρώσεις του μετώπου στον πόλεμο θέσεων». (Γκράμσι, 2005: 157).
Για τον Μπένγιαμιν η Ιδέα είναι η εικόνα του τώρα, η οποία σαφώς σχετίζεται με το χθες αλλά και με το αύριο σε ένα πλαίσιο ιστορικής συνέχειας και τομής. Χωρίς το παρελθόν, το τώρα, δεν θα μπορούσε να υπάρξει, αλλά τη στιγμή που υπάρχει, συντελείται μια ά-συνέχεια. Πρόκειται για μια διαλεκτική «εν στάσει» που αποζητά αποκρυπτογραφήσεις των ιστορικών προσδιορισμών μιας ολόκληρης εποχής στον ακαριαίο χρόνο της «πλήρους στιγμής», της στιγμής κατά την οποία τούτη η εποχή καθίσταται αναγνώσιμη (Καρύδας και Σταυρίδης 2004, σελ. 164). Στο περιεχόμενο μιας «αθέλητης ανάμνησης» βρίσκονται εικόνες του παρελθόντος οι οποίες δεν ανασυγκροτούν αυτό που υπήρξε, αλλά αναδεικνύουν την πραγματικότητα τη στιγμή που αυτή ήρθε στο φως. Το παρελθόν γίνεται πεδίο ανεκπλήρωτων δυνατοτήτων. Οι εικόνες του παρελθόντος δείχνουν ένα μέλλον που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, ένα μέλλον υποσχέσεων και ξαστοχημένων ονείρων (Καρύδης και Σταυρίδης 2004, σελ. 161). Έτσι, ο Τσερόλας δίνει τρία διαφορετικά υποθετικά μέλλοντα για την εξέλιξη της ιστορίας με βάση όλα όσα έχουν γίνει στο μακρινότερο ή πλησιέστερο παρελθόν της αφήγησης. Τούτο δεν μπορεί να είναι άσχετο με τα βιώματα και την κοινωνικοοικονομική συνθήκη της τελευταίας δεκαπενταετίας του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Από τη μια, η νεότητα με τη βουλησιαρχία και το βολονταρισμό της, η πίστη ότι τα πράγματα θα πάνε όπως θέλει εκείνη, η ευκολία του έρωτα και της συνάντησης – η γνωριμία του Μάρκου με την Άννα σε μια στάση λεωφορείου της Πάτρας εν μέσω βροχόπτωσης. Από την άλλη, τα χρόνια της ενηλικίωσης, των Ολυμπιακών Αγώνων, όπου όλα έμοιαζαν δυνατά τα διαδέχθηκαν τα χρόνια της κρίσης, της ματαίωσης και της διάψευσης. Την απειρία των δυνατοτήτων και των απειράριθμων τροχιών των υποκειμένων την ακολούθησε η δυστοπία των μετρημένων δυνατοτήτων. Η ύπαρξη τριών υποθετικών μελλόντων συνιστά μια άρνηση της δυστοπίας, δείχνοντας πως ακόμα τα πράγματα μπορούν να γίνονται διαφορετικά, τουλάχιστον σε ότι αφορά τον έρωτα.
Ο Τσερόλας κινείται σε δίπολα. Από τη μία ο Μάρκος, μοναχικός, αδύναμος στο κοινωνικό, αναζητά τον πατέρα, μια αναζήτηση υπαρξιακή, σαν να μην μπορεί να υπάρχει ο ίδιος έξω από τη φιγούρα του πατέρα. Από την άλλη, η Άννα κοινωνικά ισχυρή, ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος, ζει και αναπνέει μέσα στη συλλογικότητα, έξω από την οποία δυσκολεύεται να υπάρξει, παρότι φοβάται τη μοναξιά, έχει πόνους στον ύπνο και βλέπει γαλάζιους τοίχους φοβούμενη χρυσαυγίτες. Ο μεν βρίσκει το υπαρξιακό νόημα στην τέχνη, η δε στην καθημερινή πολιτική πρακτική, ο μεν αποζητά την καταξίωση, η δε τις συλλογικές νίκες. Ο μεν με το τραύμα της απώλειας που θεραπεύεται, η δε με το τραύμα από τη σωματική βία της αστυνομίας που παραμένει. Κι όμως, με κοινό παρονομαστή τις αντιφάσεις, τα μεταπτυχιακά, τη φύση της εκπαίδευσης, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για την Άννα, τα πίσω μπρος σε σχέση με την τέχνη και το σινεμά για το Μάρκο. Και όλα αυτά σε ένα ατμοσφαιρικό, διάστικτο από μουσικές και λεπτομερείς περιγραφές περιβάλλον που σκιαγραφείται διαρκώς από τον Τσερόλα.
Τελειώνοντας το βιβλίο μου έμεινε το ερώτημα αν ήμασταν από τη «σωστή» πλευρά της ιστορίας, τι κάναμε, τι πετύχαμε, κι αν άξιζαν τον κόπο όλες εκείνες οι μάχες που δώσαμε και χάσαμε. Και έπειτα μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια του Σάμουελ Μπέκετ «Πάντα προσπάθεια. Πάντα αποτυχία. Δεν πειράζει. Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα» ή με τα λόγια του Λένιν «να αρχίζει κανείς πάλι από την αρχή» τότε δεν θα υπάρχει πια χώρος στην απόγνωση.