Ταξιδιώτες της νύχτας

Η νύχτα ήταν βουβή, νωπή από το φθινοπωρινό ψιλόβροχο. Κρύες σταγόνες γεννημένες στα σύννεφα γράφανε πάνω στα παράθυρα των λεωφορείων και τις τζαμαρίες των καταστημάτων. Κίτρινα φώτα που κρέμονταν πάνω από τους δρόμους σπάγανε το σκοτάδι. Αδέσποτες γάτες ψάχνανε στα σκουπίδια και σκυλιά γαβγίζανε δεμένα σε μπαλκόνια και αυλές. Νύχτα Σεπτεμβρίου, μελαγχολική εξίσου στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, μοναχική και ανυπόφορη.

Περίμενα στην αποβάθρα της Κηφισιάς, εκεί που απολήγει η γραμμή του Ηλεκτρικού αφότου διασχίσει τα Νότια Προάστια και τις περιοχές του κέντρου της Αθήνας. Μόνος κοντά στις ράγες και την ηλεκτροφόρα τροχιά. Τα μεταλλικά καθίσματα του σταθμού ήταν άδεια. Απόντες και οι φρουροί που συνήθως περπατούσαν αργά, με τα χέρια πίσω από την πλάτη, κατά μήκος της αποβάθρας. Σύμπτωση παράξενη.

Τα διαπεραστικά φώτα του συρμού δεν άργησαν να φανούν στο βάθος των σιδερένιων γραμμών, και, έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, οι αυτόματες πόρτες άνοιγαν μπροστά μου. Το πορτοκαλί, εξωτερικό χρώμα των βαγονιών ξεχώριζε μέσα στα νύχτα, παρότι καλυμμένο άξεστα από μπογιές και συνθήματα. Μόνος και στο βαγόνι, η πρασινογάλαζη απόχρωση των πλαστικών καθισμάτων προξενούσε ένα ανεξήγητο αίσθημα ψυχικής εκτόνωσης, ηρεμιστικό. Το τραίνο ξεκίνησε με κατεύθυνση προς τον νότο, μία ώρα μακριά από τον τερματικό σταθμό του λιμανιού.

Μαρούσι, Πευκάκια, Περισσός. Άδειες αποβάθρες. Καμία αποβίβαση ή επιβίβαση. Μονάχα η κίνηση των δεικτών του ρολογιού που έδειχναν πια περασμένα μεσάνυχτα. Φτάνοντας στον σταθμό των Άνω Πατησίων, διέκρινα μια αχνή φιγούρα να περιμένει την άφιξη με το κεφάλι σκυφτό. Ο άγνωστος άντρας εισήλθε στο βαγόνι χωρίς να με κοιτάξει και κάθισε δίπλα στο βανδαλισμένο παράθυρο, που έφερε χαρακιές στο γυάλινο σώμα του.

Κάποια στιγμή, γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. Στιγμιαία βρέθηκα στο πλευρό του. Συνέχιζε να με κοιτά χωρίς να μιλάει και στο βλέμμα του έβλεπα το κενό, το κενό που καμία λογική, καμία φιλοσοφία, ούτε ακόμα αυτή η ίδια η ποίηση δεν μπόρεσε ποτέ να καλύψει. Και τότε, έστρεψε τα μάτια του στο παράθυρο και κοιτώντας το αστικό τοπίο, τα φώτα και τις πολυκατοικίες, μου είπε: «Για πόσο ακόμα;». Το επόμενο δευτερόλεπτο, είχε χαθεί από μπροστά μου και το μόνο που θυμάμαι μετά είναι ένα ατέλειωτο μαύρο χάσμα να κατακλύζει τα πάντα.

Όταν ξύπνησα, στο κρεβάτι του μικρού διαμερίσματος, που έβλεπε τους τρούλους του Αγίου Παντελεήμονα, παρατήρησα τα δάκρυα της βροχής πάνω στο παράθυρο, και μια ακτίνα φωτός που τρυπούσε τα σύννεφα και έφτανε μέχρι την πλατεία. Άνοιξα με προσοχή το παράθυρο, που σχεδόν κρεμόταν από τα σκουριασμένα ελάσματα, και ένα παγωμένο ρεύμα αέρα διαπέρασε τα δάχτυλά μου. Είχαν περάσει ενενήντα χρόνια από την γέννηση του Αλέξη Ασλάνογλου, του ποιητή που ξέχασαν γιατί οι στίχοι του μιλούσαν χαμηλόφωνα, μονάχα σε αυτούς που μπορούσαν να τον ακούσουν, τις στιγμές που η θλίψη καταλύει κάθε σκέψη και η ιδέα ενός θανάτου, ακόμα και εθελούσιου, φαντάζει η ιδανικότερη οδός προς την λύτρωση.

Ήμουν μόνος, πιο μόνος από ποτέ.

[17-9-2021]