Στο καπηλειό
Με τα πολλά και τα λίγα, έφτασα να χρωστάω εκατό δραχμές και βάλε. Το πόσα έχω αρπάξει απ’ τη φουκαριάρα τη μάνα μου δεν το λογαριάζω, δεν μπορώ να το λογαριάσω, δηλαδή, καθώς έχω πλέον χάσει το μέτρημα. Κι ό,τι λεφτά βάζει στα χέρια της η κακομοίρα η κυρά Δέσπω, τα ‘χει πληρωμένα με αίμα, ξενοπλένοντας, ξενοσφουγγαρίζοντας και ξενομαγειρεύοντας. Από τότε που μας άφησε χρόνους ο μακαρίτης ο πατέρας μου, στάθηκε άντρας σωστός και είναι ντροπής πράμα, να ‘ρχομαι τώρα εγώ και να την ξεζουμίζω για το πιοτί. Εκεί εκατάντησα όμως, ουδέν άλλο να πράττω καθημερινώς παρά να ντροπιάζομαι.
Δεν βαρίεσαι όμως, ποιος θα μπορούσε σήμερις να με ψέξει; Ποιο νοικοκυριό δεν είναι χρεωμένο μέχρι τα μπούνια στο μανάβη ή στο μπακάλη; Στις λαϊκές αγορές, που άρχισαν να στήνονται εφέτο για να παρακαμφθεί η κερδοσκοπία των μεσαζόντων, πιότερους να ζητιανεύουν έβλεπες, παρά να γυρνάνε με το καλάθι στο χέρι πρόθυμοι να ψωνίσουν. Χώρος μαζικής επαιτείας εγίνηκαν οι λαϊκές. Κι όταν επήγε ο Βενιζέλος στην αγορά της πλατείας Θησείου, για να κάμει τα ψώνια του και να στηρίξει έτσι το νέο θεσμό, κατέληξε να τα μοιράζει στους απόρους, που εμαζεύονταν γύρω του σαν αλαφιασμένο μελίσσι. Χαμός είχε γίνει στον Τύπο την επομένη, για τον ξεπεσμό του χύδην όχλου που έτεινε τας χείρας στον πρωθυπουργό διά βοήθειαν. Έτσι έχει η κατάστασις, δυστυχώς και δεν ξεχωρίζω εγώ απ’ τους άλλους, επειδής αντίς να χρεωθώ στους μπακάληδες χρεώθηκα στους οινοπώλες.
Όχι πως είμαι και κανένας σεσημασμένος χρεώστης· μην τα παραλέμε. Η κατρακύλα μου ξεκίνησε προσφάτως, μιαν αφορισμένη Δευτέρα προ δύο μηνών όπου με σχολάσαν απ’ τη δουλειά. Φορτοεκφορτωτής στον λιμένα του Περαία ήμανε, χαμάλης δηλαδής, μα έβγαζα τουλάχιστον τα προς το ζην. Απ’ όταν απολύθηκα και εισέτι, απέμεινα άφραγκος, να γυρίζω αργόσχολος σαν την άδικη κατάρα. Κι όταν δεν σε χωρά ο τόπος και δεν έχεις με κάτι να καταπιαστείς, τι άλλο σου μένει να κάμεις παρά να πας στο καπηλειό; Έτσι για να πιεις δυο γουλιές κρασί και ν’ απολησμονήσεις τα χάλια σου. Αυτό έκαμα κι εγώ, μα, σιγά-σιγά το λίγο έγινε πολύ, το πολύ γίνηκε περσότερο και κατέληξα να πίνω με την οκά, τα βράδια μου να κυλάνε στη μέθη και τα λεφτά να ξεγλιστρούν απ’ τα χέρια μου, προτού προκάμω να τα μετρήσω. Ούτε πόσο έπινα ήξερα πλέον, ούτε πόσα χρωστούσα και σε ποιους. Κι ούτε μ’ ένοιαζε. Μόνο την Δέσπω ντρέπομαι, άλλον κανέναν. Άμα ξεπέσω τόσο, που να της πάρω πάλε τα δουλεμένα της, να μου κοπούνε τα χέρια.
***
Οι εφημεριδοπώλες και οι ψαροπώλες του Κερατσινίου είχαν σιγήσει πια. Θα ‘χε μεσημεριάσει για τα καλά και η Δέσπω θα δούλευε, ενώ η αδερφή μου, η Λενιώ, θα έπλεκε στο δώμα της ή στο καθιστικό. Άμα τριγυρνάει στο σπίτι το Λενιώ, τ’ ακούς από δέκα οργιές μακριά, έτσι που σέρνει το πόδι της και βαδίζει κουτσοπατώντας. Τώρα, όμως, δεν ακούγεται τίποτα· στην κουζίνα δεν θα ‘ναι κανείς και ξέρω από καιρό σε πιο βάζο φυλάνε τα λεφτά για τα ψώνια οι γυναίκες. Λίγα θα πάρω μονάχα, ίσα για να βγω μια τσάρκα να ξεμουδιάσω. Έξω έχει λιακάδα, χαρά Θεού, κρίμα είναι να μένω σπίτι στα θεοσκότεινα. Στενεύει η ψυχή μου μέσα στους τέσσερις τοίχους. Παρόλο που νιώθω τα πόδια μου να μην με πολυβαστάνε απ’ τη χθεσινή κραιπάλη, πρέπει να πάρω τους δρόμους αλλιώς θα σαλέψω.
Κόντεψε δώδεκα μέχρι να τ’ αποφασίσω να σηκωθώ. Θα ξεπόρτιζα και θα πήγαινα επίσκεψη στον θείο μου τον Φίλιππα. Ήταν το καλύτερο που είχα να κάμω, μα χρειαζόταν να το κάμω με τρόπο. Απ’ την γειτονιά μου έπρεπε να φύγω σβέλτα, γιατί οποίον κι αν απαντούσα θα μου γύρευε τα χρωστούμενα και στον Φίλιππα όφειλα να μιλήσω σωστά, ειδάλλως θα μ’ έδιωχνε. Ο θείος μου, ήτανε απόστρατος αξιωματικός, η γυναίκα του είχε αποθάνει από αρρώστια αγιάτρευτη κι εκείνος δεν ήθελε να ενώσει την τύχη του με δεύτερη. Μόνος του ζούσε, άκληρος και μαγκούφης και συνεπώς είχε πάντα κομπόδεμα. Θα του ‘ξηγούσα την κατάσταση και θα ζητούσα υποστήριξη. Δύσκολα θα μου αρνηθεί, ένα ανίψι το ‘χει, κι άλλο τίποτα δεν του ‘χω ζητήσει.
Εβγήκα στο δρόμο και κίνησα κατά το σπίτι του θείου μου στον προφήτη Ηλία της Καστέλας. Ο τόπος γύρω μου ερήμωνε, οι πωλητές ξεστήναν τους πάγκους τους, κι ό,τι βλέμμα έπεφτε πάνω μου ήταν αδιάφορο κι αποκαμωμένο. Παρ’ όλ’ αυτά η έγνοια με κατέτρεχε, ούτε τη λιακάδα χαιρόμουνα, ούτε τη διαδρομή. Βάδιζα μέσα απ’ τα προαστιακά σοκάκια σαν κυνηγημένος και κάθε πέντε βήματα που ‘καμνα, χαμογελούσα μοναχός προσπαθώντας ν’ αλλάξω το παρουσιαστικό μου. Να μην με δει ο θείος μου άπελπι και μουντρούχο κι αποπαρθεί. Όπως και να το κάνουμε, το να ζητάς λεφτά δεν είναι εύκολο πράγμα. Ειδικά στις μέρες μας, που ο παράς έχει στερέψει. Τις προάλλες είχα γυρέψει δανεικά κι απ’ έναν καρδιακό μου φίλο, μα την κατάληξη δεν θέλω μήτε να την θυμάμαι. Με κακοφέρθηκε, με βλαστήμησε και μ’ έδιωξε κλοτσηδόν. Μισομεθυσμένος ήμουνα, βέβαια, κι έλεγα από μέσα μου ύστερις πως μπορεί να παράκουσα και να μου φάνηκε μες στη σούρα μου πως με ξεφτίλισε.
Κι έτσι, σκεπτόμενος τούτα, ψευτογελώντας και μουρμουρίζοντας, έφτασα στον προορισμό μου χωρίς να το καταλάβω. Ο θείος μου, έμενε σε μια φτωχογειτονιά γεμάτη χαμόσπιτα, δίπλα στα οποία η οικία του ξεχώριζε μακρόθεν και φάνταζε ανάκτορο σωστό. Η απόσταση που ‘χα διανύσει δεν ήταν μικρή, το δέρμα μου είχε ανάψει απ’ τον ήλιο και το περπάτημα κι είχα ιδρώσει ολόκορμα, μα σα πέρασα έξω απ’ το σπίτι και είδα τα παραθύρια σφαλιστά και την βεράντα έρημη, συνέχισα να περπατώ. Θα βολτάρω μέχρι το Τουρκολίμανο κι ύστερα θα γυρίσω πάλε πίσω, σκέφτηκα και ίσως να σταθώ τυχερός. Κι αυτό έκανα, περπάτησα, ξαναπέρασα μπροστά απ’ το σπίτι του θείου μου, μα τίποτες δεν είχε αλλάξει. Κοντοστάθηκα και δεν ήξερα τι να κάμω. Να σταθώ, να χτυπήσω την θύρα του και να πω πως ήρθα επίσκεψη μιας κι είχα να τον δω καιρό ή να φύγω; Έκανα μεταβολή και συνέχισα να περπατώ. Αποφάσισα να προσπαθήσω μια τελευταία φορά κι αν τον πετύχω έξω έχει καλώς, ειδάλλως θα τραβήξω τον δρόμο του γυρισμού.
Για καλή μου τύχη, την τρίτη φορά που επέρασα απ’ το σπίτι, τον είδα να διαβάζει την εφημερίδα του καθισμένος στην βεράντα, φορώντας ένα λινό παντελόνι, λευκό πουκάμισο και γραβάτα γαλάζια μεταξωτή. Στα ζερβά μου, πίσω απ’ τα τοιχαλάκια των αυλών, ήταν μικρά σπιτάκια με μισογκρεμισμένες στέγες και παραθυρόφυλλα που ήταν μπαλωμένα με σανίδες, ενώ μερικά αποσκελετωμένα σκυλιά γάβγιζαν το ένα τ’ άλλο. Μάζεψα τα κουράγια μου κι έκαμα να τον πλησιάσω. Μόλις με πήρε το μάτι του, δίπλωσε την εφημερίδα που διάβαζε και σηκώθηκε να με προϋπαντήσει. Αφού χαιρετηθήκαμε καταπώς πρέπει, μπήκαμε σπίτι να με κεράσει καφέ, κι εκεί, έχοντας ένα συνεχές αίσθημα ερεθισμού και νευρικότητας που δεν μπορούσα ν’ αποβάλω, του φανέρωσα το λόγο της επισκέψεώς μου.
«Θείε» του λέγω «βρίσκομαι σε ανάγκη μεγάλη»
«Όπως όλοι μας ετούτες τις μέρες» μου λέγει ξερά.
«Ναι» απάντησα «μα η δική μου ανάγκη ειν’ επείγουσα. Καλώς ή κακώς, κακώς δηλαδή, παρασύρθηκα τον τελευταίο καιρό, ήπια παραπάνω και φέσωσα καμπόσους» είπα αργόσυρτα, κρατώντας με κόπο το φλιτζάνι του καφέ στα χέρια μου που είχαν αρχίσει να τρέμουν.
«Η πρακτική του πίνω επί πιστώσει ήταν ευρέως διαδεδομένη και στην αρχαία Αθήνα» μ’ απάντησε. «Μην ντρέπεσαι διόλου, Κωνσταντή. Απλώς, πρέπει να συμμαζευτείς και ν’ αποπληρώσεις τις οφειλές σου. Η κατάχρηση του ποτού βέβαια» συνέχισε τον χαβά του «εθεωρείτο απειλή δια την κοινωνικοποίησην των πολιτών και η αθέτηση πιστώσεως προκαλούσε γενικήν κατακραυγήν»
«Το ξέρω θείε μου, γι’ αυτό ήρθα σ’ εσένα. Γιατί χρειάζομαι βοήθεια μέχρι να ξανάβρω δουλειά» ψιθύρισα χαμοκοιτώντας.
«Όποτε παρέστη ανάγκη σας συνέτρεξα Κωνσταντή, μα τώρα πρέπει να δείξεις αξιοπρέπεια και να παύσεις τούτη την εξευτιλιστικήν εκλιπάρυνση. Είναι συμφέρον σου και καθήκον επιτασσόμενον υπό της ανάγκης, να εργασθείς και ν’ ανακάμψεις».
«Δεν έχουμε παράπονο, Φίλιππα. Η μάνα μου έχει να το λέει το πόσο μας στάθηκες»
«Οι καιροί που περνάμε είναι φοβεροί Κωνσταντή, μεγάλες συμφορές μας περιζώνουν και η σκέψις μας εμαύρισε απ’ το χαμό της ευφορίας και της ελπίδος. Φρονώ πως πρέπει να δείξομεν όλοι σθένος τώρα, γιατί διέξοδος δεν υποφώσκει ακόμη και μπροστά μας χάσκει μονάχα γκρεμνός» είπε με υψωμένο το πιγούνι, ενώ εβάδιζε δεξά ζερβά με βήμα κοφτό, λες και απευθυνόταν σε στρατιωτικό ακροατήριο. Ύστερα με κοίταξε στρίβοντας το μουστάκι του, λες και περίμενε απ’ εμέ να λάβω στάση προσοχής ή να παρουσιαστώ. Κι αφού κατάλαβα πως φράγκο δεν θα ‘βλεπα, και πως με περίμενε κατήχηση μακροσκελής, πήρα ύφος σοβαρό για να πω κάτι αστείο και να τον τσιγκλήσω.
«Εμένα μπάρμπα, όσες φορές κάτι με σπρώχνει στο γκρεμό, το γέλιο είναι ‘κείνο που με γλιτώνει. Σήμερον, όμως, γέλιο δεν έρχεται δίχως κρασί!»
«Ανοησίες!» είπε εκνευρισμένος. Αμέσως άδραξε την εφημερίδα κι άρχισε να μου δείχνει τους τίτλους των άρθρων της καθώς μου μιλούσε. «Πρέπει οι νέοι μας να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων», είπε με στόμφο κι αφού έγλειψε τα χείλη του εξακολούθησε: «Τα προβλήματα είναι πολλά και με το πέρας του χρόνου θεριεύουν. Οι διεθνείς αγορές αρνούνται να μας δανείσουν. Τα χρεόγραφα του ελληνικού κράτους, αυτά που είχαν αποκτήσει οι Μικρασιάτες προ πολέμου και μέχρι που επήλθε η απροσδόκητος συμφορά, είτε απωλέσθησαν, είτε εκλάπησαν υπό των Τούρκων. Τώρα αμέτρητοι πρόσφυγες κατέφυγαν εις την αρμόδιαν υπηρεσίαν δημοσίου χρέους και ζητούν αναίσχυντα ν’ αποζημιωθούν, αντίς να τα δωρίσουν στο κράτος και να συμβάλουν στην ανοικοδόμηση. Παράλληλα οι διαδηλώσεις δίνουν και παίρνουν τελευταία. Όλοι διαμαρτύρονται για την φορολογία που γίνηκε δυσβάσταχτος κι απειλούν να μην καταβάλουν τα οφειλόμενά τους εις το δημόσιο. Και σε ρωτώ, δεν έχει δικαίωμα το κράτος να εισπράξει τους φόρους του;»
«Έχει θαρρώ» είπα μ’ επιφύλαξη. «Όπως έχουν και οι δικοί μου πιστωτές το δικαίωμα να μου χαλεύουν τα βερεσέδια. Δεν ζητώ δωρεά, όμως, θείε. Δανεισμό γυρεύω. Μόλις ανακάμψω θα σε ξοφλήσω.»
«Εσύ γυρεύεις ξελάσπωμα, αλλά δεν θα σου κάνω τη χάρη Κωνσταντή. Πρέπει να σου γίνει μάθημα το πάθημα. Αλλιώς δεν αλλάζεις μυαλά» και συνέχισε το κήρυγμα…
Κρατούσε στη φωνή του ένα ρυθμό βραδύ, που με υπνώτιζε, μα κάθε τόσο ανέβαζε κάπως τον τόνο του και κατόρθωνε να διατηρεί την προσοχή μου. Ανέφερε τον εξακολουθητικό αναβιβασμό του τιμαρίθμου, τα φορολογικά ποσοστά που ‘ναι υψηλά και κάμπτουν την ανάπτυξη των επιχειρήσεων που θα επρόσφεραν νέες θέσεις εργασίας, για να καταλήξει στους ταραξίας, αυτούς που υβρίζουν πολλαχού την πατρίδα και προκαλούν την αγανάκτησιν των εθνικοφρόνων πολιτών. Κι όταν σταμάτησε, όταν ενόμισα πως σταμάτησε δηλαδή, εκάθισε στην καρέκλα του και συμπλήρωσε: «Αυτά δεν τα λέω εγώ, τα λένε οι σπουδαγμένοι, οι κατά τεκμήριο σοφοί!»
«Δεν ξέρω τι λένε οι σπουδαγμένοι μπάρμπα», του αντίλεξα, «εγώ χαμεργάτης ήμαν και τώρα ούτε αυτό δεν καταφέρνω.»
«Ν’ ακούς και να μαθαίνεις, αφού δεν ξέρεις. Τι άλλο θες να σου πω; Η υποτίμηση της νομισματικής ημών μονάδος τα τελευταία χρόνια είναι γνωστή τοις πάσι. Ύστερα απ’ το χρέος που εδημιούργησαν αι πολεμικαί δαπάναι της Μικρασιαστικής εκστρατείας, ήρθε να προστεθεί και η άφρωνος δράσιν κράτους και ιδιωτών, που εν οικτρά αμίλλη, κατασπατάλησαν τους εθνικούς πόρους. Τώρα η χώρα είναι οικονομικώς βεβαρημένη με δυσβάστακτα χρέη και πασχίζει να ανακάμψει διά της υψηλής φορολογίας. Πως θα γίνει αυτό όμως, αν άλλοι αρνούνται να καταβάλλουν τους φόρους τους κι εσένα σε νοιάζει μονάχα να ‘χεις παρά για να πίνεις;»
«Μ’ αδικείς, Φίλιππα. Να ξεχρεώσω θέλω, για να ‘χω καθαρό το κούτελο και να μπορέσω να έβρω δουλεία» είπα αγανακτισμένος, μα ‘κείνος δεν άκουγε τίποτα.
«Πολύς θόρυβος ηγέρθη και πέρι των εις χρυσόν καταθέσεις, ύστερα απ’ το άμεσο μέτρο της επισχέσεως του χρυσού απ’ το κράτος» είπε περιπαθής, λες κι αυτό ήταν το ζήτημα που μας έκαιγε, και ύστερα από μιαν παύση μικράν, συμπλήρωσε: «Χρυσός που κείτεται θαμμένος εις τα θυσαυροφυλάκια των τραπεζών ως δύναμη τοκοφόρος, δεν μπορεί να αξιοποιηθεί δια την σωτηρίαν του έθνους όμως».
«Εμένα μου λες; Κι εγώ να βάλω χέρι στο χρυσό σου πασχίζω, αλλα τον φυλάσσεις θαμμένο στο σπίτι αντίς να τον αξιοποιείς».
«Άμα τον δώσω σ’ εσένα, δεν θα τον αξιοποιήσω, θα τον κάνω κρασί. Πρέπει να σοβαρευτείς, Κωνσταντή. Η στιγμή είναι κρίσιμη και επιτάσσει προσοχή. Η από πολλού επικρατούσα ύφεση στραγγίζει την οικονομία και η προ ετών μαστίζουσα την ελληνικήν ναυτιλία κρίσις εξακολουθεί αμείωτος. Πλέον επηρεάσθη ουσιωδώς και η κίνησις των ξένων εις την χώρα μας. Το εισρεύσαν χρήμα έχει μειωθεί αισθητά. Τώρα δα διάβαζα στην εφημερίδα, πως φέτος το κράτος θ’ αποβεί ανίκανο να καταβάλει το πρωτοχρονιάτικο δώρο των δημοσίων υπαλλήλων και θ’ αποδειχθεί έτσι υποδεέστερο και των μικροτέρων επιχειρήσεων που θα χορηγούσαν δώρα εις τους υπαλλήλους των».
«Σ’ εμένα τα λες μπάρμπα; Εσύ ζεις κλεισμένος σπίτι και τα διαβάζεις στις φυλλάδες, εγώ διαβαίνω στους δρόμους και τα βλέπω. Σ’ εμένα τα λες;»
«Την τύφλα σου δεν βλέπεις μεθυσμένος»
«Μια χαρά βλέπω. Οι λίγοι ζούνε πλούσια και φίνα, ενώ ο κοσμάκης αρρωσταίνει, υποφέρει και πεθαίνει. Τους μισθούς του κουτσούρεψαν για να κερδίζουν οι βιομήχανοι του σιδήρου και οι καραβοκύρηδες. Και τώρα, με τόσα χέρια που γυρεύουν δουλεία, δεν μπορούμε να βρούμε μεροκάματο. Πάνε ένα πρωί στον λιμένα να δεις πού τελειώνουν οι ουρές των απελπισμένων»
«Όποιος είναι άξιος δεν χάνεται ποτές. Αν κόψεις το πιοτί και δείξεις ζήλο, θα βρεις να εργαστείς. Το πειραϊκό ζήτημα είναι τω όντι φλέγον βέβαια. Οι πρόσφατες εξελίξεις στα λιμενεργατικά δημιουργούν νέα οξύτητα, δυναμένη να οδηγήσει και σε κήρυξη παναυτικής απεργίας, καταπώς ακούγεται. Πίσω απ’ τις απεργίες, όμως, υπάρχει ξένος δάχτυλος και ήταν ευχής έργον που μέχρι σήμερον αι εφοπλισταί αντιμετώπισαν επιτυχώς την οργανωμένη επίθεσιν του ναυτεργατικού κόσμου. Απεργίαι εκυρήχθησαν πολλαί βέβαια. Αρκετές εκατέληξαν και σε αιματηρές συμπλοκές ανάμεσα στα συνδικάτα και το στρατό, αλλά ως τώρα η τάξις έχει διατηρηθεί. Δεν πρέπει να ενδώσωμεν εις τις λαίμαργας απαιτήσεις των σωματείων, γιατί τους ναυτεργάτας ωθεί εις τας πράξεις των το μικρόβιο του Μπολσεβικισμού.»
«Τους ωθούν και οι τραγικές ανάγκες των καιρών μπάρμπα. Γιατί πλέον η ζωή κατέστη αφόρητος διά τον λαό»
«Καλά, καλά» είπε και βαριαναστέναξε. Αφού σίγησε λιγάκι, συμπλήρωσε: «Ποιος νους θα ήτο δυνατόν να φανταστεί πως η Ελλάς, η οποία κατέπληξεν τον κόσμον κατά την αρχαιότητα, θα διατελούσε σήμερον σε τόσο δυσχερή θέσιν.»
«Για το μεγαλείο της Ελλάς πονάς πιότερο απ’ όσο πονάς για το αίμα σου μπάρμπα. Αυτό κατάλαβα εγώ…» είπα κι έστριψα ευθύς να φύγω. Κι αφού δεν άκουσα φωνή να με κρατήσει, γόργεψα το βήμα, βγήκα απ’ το σπίτι και βρόντηξα την πόρτα ξοπίσω μου.
Σα βγήκα στον ήλιο ζαλίστηκα, ήμουν ξαναμμένος κι απ’ την συζήτηση φαίνεται. Στάθηκα για λίγο στην αυλόπορτα να συνέλθω, κι ύστερα επήγα στη σκιά ενός αντικριστού σπιτιού όπου εκοιμόταν ένα σκυλί θερίο. Μόλις το ‘δα, φοβήθηκα μην το ξυπνήσω και με πάρει στο κυνήγι, οπότε άρχισα σιγά-σιγά ν’ απομακρύνομαι. Καθώς εβάδιζα, ποδοπατούσα προκηρύξεις του ΣΕΚΕ, του προσφάτως μετονομαζόμενου σε ΚΚΕ. «Απεστάλη ενίσχυση ένα τάγμα χωροφυλάκων στο Λαύριο και η αστυνομία σκότωσε απεργό», έλεγαν. «Η απεργία στα μεταλλεία συνεχίζεται και επεκτείνεται», συνέχιζε. «Καθήκον όλων των εργατών να εκφράσουν εμπράκτως την αλληλεγγύη των», κατέληγε. Να ‘τος ο ξένος δάχτυλος που ‘λεγε ο μπάρμπας μου, σκέφτηκα. Να ‘τη η μεγίστη εθνική συμφορά, η οργάνωσις των εργατών.
Η είδηση του φονικού με τάραξε κι άρχισα να περπατώ χολωμένος. Στην Τρούμπα στάθηκα λίγο στην βιτρίνα ενός παλαιοπωλείου να ξεχαστώ, μα είδα τα μούτρα μου καθρεφτισμένα στο τζάμι κι αγριεύτηκα. Ούτε θυμάμαι από πότε είχα να ξυριστώ. Έστρεψα τα νώτα στο είδωλό μου, πέρασα στην αντικρινή πλευρά του δρόμου και συνέχισα να περπατώ. Λίγο αργότερα, διάβηκα μέσα από μια λαϊκή αγορά με κόσμο πολύ και ευθύμησα κάπως. Όλος ο ντουνιάς μαζεμένος ήταν εδώ, παιδιά και μανάδες, λεύτερα κοριτσόπουλα που σουλατσάριζαν μοσχομυριστά και καλοντυμένα, παλικαράκια με το πρώτο ίχνος του γενιού στο πρόσωπο, γερόντοι με πρόσωπα σκαμμένα απ’ τον ήλιο. Αναμεταξύ τους κι εγώ, να βαδίζω άσκοπα κατά το πουθενά. Ξεχάστηκα, η ώρα επέρασε και είχα οδοιπορήσει τόσο, που τα πόδια μου είχαν φουσκώσει. Το ηλιοβασίλεμα έλουζε τώρα με πορφυρένιο χρώμα τον τόπο, που λίγο αργότερα θ’ άρχιζε να εβυθίζεται στο σκοτάδι. Κι έκανε κάτι νύχτες τελευταία να τις φοβάσαι, απέραγες, αφέγγαρες και πηχτές.
Επελθόντος του σκότους, σηκώθηκε ένα αναθεματισμένο βοριανέμι που έσερνε κονιορτό απ’ τους δρόμους και βροντούσε τ’ αστήριχτα παραθυρόφυλλα. Τα ρούχα μου είχανε γίνει άχρηστα απ’ τον ίδρο και τη σκόνη, ενώ το στόμα μου είχε ξεραθεί κ’ ήθελα με κατιτίς να το βρέξω. Τα φανάρια του απόκεντρου δρόμου που εβάδιζα ήσαν σβηστά και σκόνταφτα επάνω σε λιθιές ή έμπηγα τα πόδια μου άθελα σε γούβες μ’ απόνερα. Που να πάω σε τέτοια κατάσταση; Να πάω σπίτι για να με ψάλει αδερφή μου κι η μάνα μου; Ας πάω καλύτερα στο καπηλειό του Κοσμά, να πιω λίγο κρασάκι να ηρεμήσω. Στέγνωσε το στόμα μου απ’ το περπάτημα και τη σκόνη.
Αν θα ‘βρισκα κάναν φίλο στο καπηλειό δεν το γνώριζα. Η επιλεκτικότητά μου, όμως, είχε εξανεμιστεί τελευταία. Πλέον συμποσιάζομαι με οποιονδήποτε, ειδικά εάν φαίνεται πρόθυμος να κεράσει. Όλο και κάποιον θα πετύχαινα. Κυλούσε το έμπα του Μάρτη πια και το καπηλειό του Κοσμά εσυχνάζετο πολύ. Είναι καταφύγι, όπως και να το κάνουμε, για κάθε φύσεως τυραγνισμένο. Γιομίζει από ανθρώπους του λιμένος, ναυτεργάτες, καρβουνιάρηδες, βαρκάρηδες και κάθε λογής κρασοκανάτες. Συχνά πυκνά, όποτε το κρασί φέρει ζάλη, γίνονται σαματάδες και όλο και κάποιοι θα πιαστούνε στα χέρια, ειδικά αν έχουν αναμειχθεί νηφάλιοι με πιωμένους και τότε είναι η καλύτερη στιγμής για να φύγεις χωρίς να πλερώσεις. Τώρα θα ‘ναι ήσυχα. Οι περσσότεροι εργάτες θα ‘χουν γυρίσει στα σπίτια τους και μονάχα οι μπεκρήδες θα ‘χουν στις ταβέρνες φωλιάσει· καθήμενοι γλαρωμένοι σε κάποιο τραπέζι σαν τα κάρα και τ’ αμάξια που ‘χουν απ’ ώρας σταθμεύσει, ενώ οι φωνές έχουν καταλαγιάσει και τα πάντα γύρω τους έχουν αφεθεί στο ξεκούρασμα της απραξίας και της σιγής.
Όταν έφτασα έξω απ’ το καπηλειό, έριξα μια ματιά απ’ το παράθυρο να δω αν με σηκώνει το περιβάλλον. Αφού δεν αναγνώρισα κάποιον πιστωτή μου και εντόπισα έναν άνδρα περίπου τριάκοντα ετών να κάθεται μόνος, άνοιξα την πόρτα και μπήκα. Κάπου τον είχε ματαπάρει το μάτι μου, αλλά δεν πρέπει να τα έχομε πιει παρέα ποτές, σκέφτηκα. Είχε βλέμμα ξύπνιο και ζωηρό και γενειάδα πυκνή που δεν εσταμάταγε να την χαϊδεύει. Ήτανε λίγο αγριωπός βέβαια και στραβοσάγωνος, εξού και δίστασα κάπως να τον πλησιάσω. Καθώς περνά η νιότη χάνεται η αψηφισιά, απ’ όλους μας όμως. Ζυγίζεις τις πράξεις και τα λόγια σου περσότερο και ευρίσκεις διαρκώς προσκόμματα στο διάβα σου. Μαζεύεσαι και ζαρώνεις, σα να λέμε, κόβεις τα ονειροπολήματα και πανταχόθεν συναντάς πράγματα που σε καταβάλουν. Δεν σ’ απομένει στο τέλος, παρά μονάχα η αναπόληση της ανεμελιάς και για τούτο πίνουμε. Για να θυμηθούμε πως ήταν να κάνεις ξέγνοιαστα, όλα ‘κείνα που πλέον κάνεις από συνήθειο και με λειψή καρδιά.
Παρά τη συστολή μου τον πλησίασα, στάθηκα πάνω απ’ το τραπέζι του κι εκείνος μου ‘κανε νεύμα να καθίσω. Ήτανε ταχτικός στο καπηλειό τελικά, πιο ταχτικός από μένα, απλώς δεν έτυχε ποτέ να συγκαθιστούμε. Είχε μια γιομάτη μποτίλια κρασί, μα δεν πολυέπινε κι εγώ άρχισα να την εποφθαλμιώ. «Δεν παραμιλάς συνάδελφε» μου είπε με ύφος αδιάφορο κάποια στιγμή. «Στέγνωσε η κατακλείδα μου» αποκρίθηκα ‘γω με υπαινιγμό, κι εκείνος φώναξε του Κοσμά να μου φέρει ένα κρασοπότηρο και ύστερα λύθηκε η γλώσσα του κι άρχισε να λέγει τα δικά του. Τόσο εμίλαγε, που ενώ το ποτήρι μου δεν είχε έρθει ακόμη, είχα αρχίσει να ζαλίζομαι. Όταν έφτασε ο Κοσμάς κι απίθωσε το κρασοπότηρο στο τραπέζι μας, τ’ άρπαξα αμέσως, κι εκείνος, Ηλία τον λέγανε, άδραξε την μποτίλια και μου ‘βαλε να πιω. Πριν προλάβω να βρέξω το στόμα μου όμως, μου ‘πιασε το χέρι, με κοίταξε κατάματα κι είπε: «Δεν παραμιλάς. Πώς θα παρεήσουμε άμα δεν μιλάς;»
«Δεν παραμιλάω ξενέρωτος. Αμα κάνω κεφάλι όμως… μιλάω και παραμιλάω συνάδελφε» είπα αστειευόμενος, κι εκείνος έμπηξε τα γέλια, τσούγκρισε το ποτήρι μου και ύστερα κατάφερα να κατεβάσω την πρώτη γουλιά. Ένα ξινισμένο παλιόκρασο ήτανε, που ο Κοσμάς το φύλαγε για τους απένταρους και τους μέθυσους, μα τη δουλειά του την έκανε.
«Που εργάζεσαι συνάδελφε;», με ρώτηξε μετά από λίγο.
«Λιμενεργάτης ήμανε, αλλά με σχολάσανε προ διμήνου».
«Είναι δύσκολα τα πράματα για όλους. Μας είχαν πει πως θα καλυτερέψουν εφέτος, αλλά χειροτέρεψαν. Πομφολυγώδεις υποσχέσεις απεδείχθησαν τα μεγάλα λόγια.»
«Ας όψεται ο μέγας πόλεμος!» είπα χωρίς να πολυσκεφτώ, επαναλαμβάνοντας μια φράση που λέγεται πανταχόθεν με στόμφο κι ύστερα εγέμισα πάλες το ποτήρι μου.
«Ο πόλεμος ήταν οικονομικός κυκλώνας αδιαμφισβητήτως, μας δεν ήταν η αιτία της συμφοράς μας. Τα αίτια της κρίσης προϋπήρχαν, απλώς οξύνθηκαν τώρα και ωθούν την αστική τάξη σε ακραία πολιτειακά συστήματα για να κουμαντάρει τις μάζες. Στον φασισμό δηλαδής, σε κρυφές και εξώφθαλμες διχτατορίες που κυριαρχούν σ’ όλη την Ευρώπη. Γι’ αυτό καλλιεργούν τον πατριωτισμό κι εξοπλίζουν το χέρι του χωροφύλακα με μεγαλύτερο βούρδουλα»
Σα ν’ άκουγα τον μπάρμπα μου απ’ την ανάποδη ήτανε. Άλλη όρεξη δεν είχα τώρα, απ’ το να ακούσω πολιτικά διαγγέλματα. Όσο μιλούσε όμως, τόσο εγώ έπινα. Κι έτσι έκαμα πως τον άκουγα μ’ όρεξη και προσοχή, κι εκείνος συνέχισε: «Η φτώχεια στο λαό είναι τεράστια, πρόσθεσε, ενώ τον πλούτο νέμεται μια ολιγάριθμη τάξη, παρασιτική και ετεροκίνητη, δεμένη στα νήματα των χρηματιστηρίων και των τραπεζών της Νέας Υόρκης. Κι απ’ την άλλη, εμείς οι φουκαριάρηδες. Ένα απέραντο πλήθος από ρακένδυτους αποχειροβίωτους, εξαθλιωμένους μισθοβίωτους και ειλωτοκατάντητους αγροτοπενέστες. Να ζούμε μέσα στην κακομοιριά, την ανέχεια και το θανατικό. Σ’ έναν τόπο που είναι χρεωμένος και υποθηκευμένος στους ξένους. Αυτό δα, το παραδέχεται μέχρι και η αστική αντιπολίτευση.»
«Ναι, σε τόπο χρεωμένο ζούμε και μας έζωσε φτώχεια μεγάλη. Ούτε μια κούπα κρασί δεν μπορούμε να πιούμε σήμερις» είπα τάχατες αγανακτησμένος, αλλά κυρίως για να του επιστήσω την προσοχή στην μποτίλια μας που είχε κενώσει.
«Σα να το πεθυμάς πολύ το πιοτί συνάδελφε» είπε προβληματισμένος κι αφού έκανε νόημα να μας φέρουν κρασί, πρόσθεσε με ύφος διδακτικό: «Για να ευθυμήσουμε πίνουμε, όχι για να ναρκωθούμε. Το καθεστώς σε θέλει μέθυσο για να ζεις απομονωμένος στην πλάνη και την παραζάλη.»
«Σ’ αυτό συμφωνάς με τον μπάρμπα μου, Ηλία. Το κρασί κατηγοράτε και οι δυό σας, αν και για διαφορετικούς λόγους έκαστος».
«Δεν ξέρω τι σου λέγει ο μπάρμπας σου, αλλά ξέρω πως ο νους πρέπει να μένει αφυπνισμένος αν αξιώνει αυτοσυνειδησία. Ειδάλλως γίνεσαι έρμαιο των καταστάσεων».
«Έρμαιο, έρμαιο…». Επανέλαβα κι εγώ συμφωνώντας μαζί του κι ύστερα γιόμισα την κούπα μου με κρασί, απ’ την γιομάτη μποτίλια που μόλις μας είχε φέρει ο Κοσμάς.
«Με το καθεστώς πως τα πας συνάδελφε; Με την πολιτική ασχολείσαι;» Με ρώτησε και σκέπασε το ποτήρι μου με την απαλάμη του, για να μην μπορώ να το γιομίσω κρασί.
«Είχα κι εγώ το μερτικό μου από μπελάδες», είπα αινιγματικά. Mα σαν ψυχανεμίστηκα πως ανέμενε πιότερη εκμυστήρευση από ‘μένα, συνέχισα: «Πριν μερικά χρόνια, επί της Παγκαλικής διχτατορίας δηλαδή, με κάλεσαν στα γραφεία της χωροφυλακής να δώσω εξηγήσεις περί των συναναστροφών μου. Κάποιος θα μ’ είχε καταγγείλει πως παρέηζα με αντιπατριώτες φαίνεται»
«Άρα συναναστρεφόσουν με αντικαθεστωτικά και λοιπά κακοποιά στοιχεία» είπε και γέλασε κι ύστερα με ρώτησε γιομάτος περιέργεια: «Και τι απέγινε; Πήγες ν’ απολογηθείς;»
«Πήγα! Μπόρεγα να μην πάω; Κείνο τον καιρό οι εξορίες και οι φυλακίσεις έδιναν κι έπαιρναν. Μου ‘χε περάσει απ’ το νου και να το σκάσω βέβαια, αλλά δεν είχα μέρος να κρυφτώ, κι αργά ή γρήγορα θα με βρίσκαν οι Παγκαλαίοι.»
«Κι αφού επήγες, τι έγινε;»
«Με περίμενε ένας χωροφύλαξ, που μόλις του συστήθηκα έβγαλε έναν φάκελο με τ’ όνομά μου, ανέγνωσε μερικά χαρτιά και μου ‘πε: Εθεάθης να συγχρωτίζεσαι με υποκείμενα που εξυβρίζουν τη σημαία και ζημιώνουν την εθνική μας υπόστασιν. Τι έχεις να πεις περί της κατηγορίας τοιαύτης; Κι αφού συλλογίστηκα λίγο τι σόι απάντηση να δώσω, του είπα: Όσους συναναστρέφομαι εγώ κυρ Χωροφύλακα, είναι πρώτης τάξεως νέοι! Δεν υβρίζουν κανέναν, πέραν της μητρός που στον κόσμο τους έφερε. Και τότε μ’ έδιωξε κακήν κακώς, με τη σύσταση ν’ αποφεύγω τους εβραιομπολσεβίκους» είπα δίχως πρόθεση να χωρατέψω, μα ο Ηλίας ξεκαρδίστηκε. Κι αφού ήρθε σε κέφι, άρχισε να λέει τα δικά του και πάλι. Κι όσο εκείνος μιλούσε, τόσο εγώ έπινα. Μια γουλιά εκείνος, τέσσερις η αφεντιά μου. Κι άμα στέρευε το κρασί, έβαζε φωνή να μας φέρουνε κι άλλο. Δόξα τον λαό, τσιγκούνης δεν ήτανε. Χίλια καλά να τον έβρουν!
«Ε βέβαια! Οι μπολσεβίκοι είναι η μεγάλη απειλή για το πολίτευμα. Η περίφημη δημοκρατία μας όμως, άλλο δεν είναι παρά μοναρχία. Μια απολυταρχία αλά Μουσολίνι. Τι δημοκρατία μπορεί να υπάρξει χωρίς ελευθερία στοχασμού και δικαίωμα ανταλλαγής γνωμών; Έμαθες για τον νέο νόμο που θα φέρει ο Βενιζέλος προς ψήφιση;» Με ρώτηξε χτυπώντας το τραπέζι με την γροθιά του, μα πριν προλάβω ν’ αποκριθώ εξακολούθησε: «Θα χαρακτηριστεί η διάδοση των κομουνιστικών ιδεών αδίκημα ιδιώνυμο, που θα επισύρει έξι μήνες φυλάκιση. Η ψήφιση τέτοιου νόμου, θα σημάνει την έναρξη ενός αστικού μεσαίωνα μ’ εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες στα χρόνια που έπονται. Σε ρωτάω όμως, για ποιο λόγο να προβεί σε τόσο βίαιη καταστολή η αστική πολιτεία, εάν δεν εφοβείτο πως είναι άμεσος ο κίνδυνος της ανατροπής της;»
«Δεν ξέρω τι να σου πω. Τόση αδικία όμως, χέρι χέρι με τόση φοβέρα και καταστολή, δεν ματαζήσαμε συνάδελφε» είπα αφού τον είδα να σταματά, κι ύστερα γιόμισα τα ποτήρια μας με κρασί.
«Τούτο είναι πέρα για πέρα αληθές. Τόσο αληθές που καταλήγει περιττό να λεχθεί. Ζούμε υπό σχολαστικόν έλεγχο, ενώ το ψωμί ακριβαίνει, οι μισθοί έπεσαν στις 40 δραχμές, η ανεργία θερίζει και το κράτος αυξάνει διαρκώς την φορολογία και περικόπτει ασπλάχνως κάθε δαπάνη μέριμνας των αδυνάτων»
«Και δεν έχει δικαίωμα ένα δημοκρατικό κράτος να εισπράττει τους φόρους του;» τον ρώτησα ενθυμούμενος την ίδια κουβέντα που ‘χα το πρωί με τον θείο μου.
«Όχι! Όχι όταν τα εισπραττόμενα αποστερούν των στοιχειωδών ανέσεων τους πολίτας. Και τι είναι το δημοκρατικό μας κράτος τελικά σε ρωτώ, αν όχι μια διχτατόρια της αστικής τάξης;» είπε με θυμό, και η φράση του αυτή έμεινε περισσότερον πάσης άλλης εν την διανοία μου. Ύστερα, ίσως επειδή με είδε προβληματισμένο, συμπλήρωσε: «Το μόνο που μπορεί να πράξει σήμερα ένας λεύτερος άνθρωπος, είναι ν’ αντιταχθεί σε κάθε νόμο που επιβάλλει την δίωξή του.»
«Δεν βλέπω και πολλούς να αντιτάσσονται, Ηλία. Οι περισσότεροι τρέμουν τον βούρδουλα, και οι υπόλοιποι γίνονται κολαούζοι των αφεντικών για ν’ αρπάξουν κάνα ξεροκόμματο»
«Ο τόπος βράζει, Κωνσταντή. Δεν είδες τι γίνεται στο Λαύριο; Όσοι τελούν εν εθνική μέθη μένουν ατάραγοι, βέβαια, αλλά είν’ πολλοί κι αυτοί π’ αγωνίζονται. Να ‘ρθεις στην διαδήλωση αύριο, να δεις κι από μόνος σου.»
«Αν έχει πιοτί να ‘ρθω» είπα χαριτολογώντας κι άπλωσα το χέρι ν’ αδράξω μια διπλωμένη ανακοίνωση που μου πέρασε με τρόπο.
«Άμα πάει καλά η απεργία, θα ‘ρθούμε απ’ εδώ ύστερα και θα σε ποτίσω όσο θες.»
Έβαλα την ανακοίνωση με τα χίλια ζόρια στην τσέπη μου, σηκώθηκα, τον εκαληνύχτισα κι έφυγα. Έξω είχε σκοτάδι πίσσα, νύχτα ατέλειωτη. Κι εγώ περπατούσα τρεκλίζοντας και σέρνοντας τα ποδάρια μου. Έκαμνε κρύο θαρρώ, μα δεν ένιωθα και πολλά. Το κορμί μου δεν το αισθανόμουν. Ήξερα πως υπήρχε, μα δεν μπορούσα να λογαριάσω πού αρχινά και πού τελειώνει. Βαδίζοντας στα τυφλά, απόστασα γρήγορα κι ακούμπησα την ράχη μου σ’ ένα πλίθινο τοίχο. Ύστερα, φοβούμενος μη με βρει το χάραμα εκεί μαργωμένο, σκούντηξα τον τοίχο με τα χέρια μου, τινάχτηκα καταμεσής του δρόμου και συνέχισα να περπατώ. Όταν έφτασα σπίτι, εμπήκα στο δώμα μου κι άρχισα να γδύνομαι. Πάνω σ’ ένα τραπεζάκι, πλάι στο στρώμα μου, μια λάμπα έριχνε αχνό φως και μπορούσα να κουτσοβλέπω. Θα την είχε ανάψει η φουκαριάρα η μάνα μου για να μην σκοντάψω σα γυρίσω να κοιμηθώ, σκέφτηκα, κι ύστερα ξεράθηκα ήσυχος. Είναι μεγάλο πράμα να ‘χεις εξασφαλίσει τον επιούσιο της επόμενης μέρας. Να ‘ναι καλά ο Ηλίας και η διαδήλωσή του. Μου ‘ταξε κέρασμα ύστερα, δεν το ξεχνώ.
***
Προτού προλάβω ν’ ανοίξω τα μάτια μου το πρωί, ταράχτηκα από φωνές. Οι γυναίκες στριφογύριζαν στο σπίτι και γύρευαν το εικοσάδραχμο που τους είχ’ αρπάξει προχθές. Μέχρι και στο δώμα μου μπήκανε, να ψάξουν το παντελόνι μου όσο εγώ παρίστανα τον κοιμισμένο. «Μα που να το ‘βαλα το αναθεματισμένο;» άκουσα την κυρά Δέσπω ν’ αναφωνεί κάποια στιγμή και ύστερα να εξακολουθεί ψιθυριστά: «Λες να το σκόρπισε κι αυτό ο Κωνσταντής;» «Αυτό θα ΄γινε μάνα» απάντησε η αδερφή μου με μια πραότητα που φάνταζε απόκοσμη, λες κι είχε αποσπασθεί πλέον απ’ όλα τα εγκόσμια βάσανα. Σαν τις άκουσα ντράπηκα, πετάχτηκα ορθός, ντύθηκα βιαστικά και βγήκα στο δρόμο. «Για καφέ να πας, Κωνσταντή. Μην αρχίσεις το μεθοκόπι από τώρα» έκραξε η μάνα μου καθώς έφευγα, κι εγώ βρόντηξα την πόρτα να μην την ακούω. Που να βρω λεφτά για καφέ; Απλησίαστος έγινε τελευταία, μετά τις σοβαρότατες ζημιές που υπέστη η Βραζιλιανή σοδειά. Το κρασάκι είναι του λαού όμως, όλο και κάπως θα τα καταφέρω να πιω.
Εμπρός απ’ την αυλούλα μας εγινόταν μια φασαρία ανυπόφορη. Παιδιά να φωνασκούν, σκυλιά ν’ αλυχτάνε, γυναίκες να τινάζουν χαλιά και να ‘ρχεται στ’ αφτιά μου ένας γδούπος λες και βαρούσαν κοντάρια από δρυ. Γόργεψα το βήμα και κίνησα κατά την πλατεία για να μην ζουρλαθώ. Καθώς εβάδιζα, ψαχούλεψα τις τσέπες μου από συνήθειο και βρήκα την ανακοίνωση που μου ΄δωκε εχθές ο Ηλίας. Νύχτα ζόφου σκεπάζει την χώραν. Η θηλειά του χωροφύλακος περισφίγγει το λαό, έγραφε στην αρχή. Το ιδιώνυμο, ο νόμος του Βενιζέλου «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτως και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», θα απαγορεύσει το συνδικαλισμό και θα διαλύσει τα εργατικά σωματεία, έλεγε παρακάτω. Στο τέλος καλούσε σε απεργία η «Ένωσις Τεχνιτών-Εργατών Τσιμέντου Ελευσίνος», σήμερα Τρίτη, 5 Μαρτίου του 1929. Δεν μπόρεσα να διαβάσω περσσότερο, ζαλίστηκα, έβαλα το χαρτί πάλε στην τσέπη και κίνησα κατά τα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά.
Στην άκρη της παραλιακής ζώνης της Ελευσίνας, συνάντησα ένα μεγάλο μπούγιο εργατών και ενώθηκα μαζί τους. Τον Ηλία δεν τον έβλεπα πουθενά, αλλά σκέφτηκα πως κάπου εδώ γύρω θα ήταν κι αυτός. Οι εργάτες έλεγαν πως η απεργία ήταν επιτυχής. Χιλιάδες ήταν οι εργαζόμενοι που συμμετείχαν και δεκατρία εργοστάσια ήσαν ήδη κλειστά. Τώρα κατευθύνονταν προς το εργοστάσιο του Κρόνου, έχοντας πληροφορίες πως εκεί υπήρχαν απεργοσπάστες που εργάζονταν ακόμη. Επήγα μαζί τους. Φτάνοντας στο εργοστάσιο, βρήκαμε δυνάμεις της χωροφυλακής παραταγμένες για να μας ‘μποδίσουν. Σκέφτηκα να φύγω, μα δεν είδα άλλον κανέναν να αποχωρεί και δείλιασα. Πως τα κατάφερα και με ‘φέραν τα πόδια μου ως εδώ, για να μπλέξω στην ιστορία τούτη, ούτε που το ‘ξέρα.
Μπροστά στις δυνάμεις της χωροφυλακής επικράτησε αναμπουμπούλα. Κάποιοι προσπαθούσαν να σταθμίσουν την κατάσταση και ήσαν δισταχτικοί, μα σύντομα τα χείλη των εργατών ενώθησαν και με μια πνοήν εβγήκε απ’ τα στήθη των κατακραυγή ενάντια στα ροπαλοφόρα όργανα της τάξεως. Αφού εκάναμε να προχωρήσουμε και να μπούμε στο εργοστάσιο, οι χωροφυλάκοι ελύσσαξαν κι άρχισαν να μας χτυπούν ανοικτιρμόνως. Οι διπλανοί μου μ’ αρπάξανε χεράγκαλα τότες και γίναμε μια μάζα αδιαχώρητος, που εβάδιζε με τα στήθη προτεταγμένα κατά του εχθρού της ατιμίας. Με την καρδιά πάλλουσα και το βήμα τρεμάμενο, προχωρούσα μαζί με τους άλλους, συνεπαρμένος απ’ ένα αίσθημα αδερφοσύνης, υπερηφάνειας και αδαμάστου οργής. Κάποιοι απ’ τους πρωτοπόρους, καθημαγμένοι και φέροντες τα τραύματα που τους παρεχώρησαν μ’ ανοιχτοχεριά οι χωροφυλάκοι, οπισθοχωρούσαν προς τα μετόπισθεν. Χωρίς να το καταλάβω, εβρέθηκα στις πρώτες γραμμές και στύλωσα τα πόδια στο χώμα για να μην με σπρώξουν εμπρός. Τα αίματα όμως είχαν ανάψει και πλέον δεν έμπαινε στην οργή χαλινάρι. Ο κόσμος χίμηξε να διασπάσει τη ζώνη της χωροφυλακής, και τότε ήχησαν κρότοι. Οι χωροφύλακες, άνανδροι και ουτιδανοί, στέκονταν εμπρός μας ρίπτοντες πλήθος σφαιρών εις τον όχλον, και δυο κορμιά σωριαστήκαν ευθύς πλάι στα πόδια μου.
Το κορμί μου αναρίγησε, το τι γινόταν εντός μου δεν το κατανοούσα διόλου. Πως γίνηκε, κι ενώ ξύπνησα πονοκεφαλιασμένος απ’ την χθεσινή κραιπάλη, να βρεθώ εδώ και να γίνω μάρτυρας φονικού και οδύνης, μου ‘τανε μέγα μυστήριο. Όλη η ντροπή που εφώλευε μέσα μου γίνηκε χολή και το κεφάλι μου άναψε σαν πυρωμένο τσουκάλι. Πέρασε απ’ το νου μου ο μακαρίτης ο πατέρας μου που θαλασσοδερνόταν για να μην πεινάσουμε, η ξενοδουλεύτρα η μάνα μου που της έκλεβα το μεροκάματο, η Λενιώ, η αδερφή μου η κουτσή που της είχα ορκιστεί να την παντρέψω, μα την είχα παρατημένη στο χάλι της. Όλοι περάσαν εμπρός απ’ τα μάτια μου, μα δεν ζητούσαν απολογία απ’ εμέ, ζητούσαν απ’ εκείνους που βαλθήκαν να μας ατιμάσουν τη ζήση.
Ένας άνδρας ξαπλώθηκε εμπρός στα ποδάρια μου την ώρα εκείνη, κι έσκυψα ατάραχος και τον εσήκωσα, σπρώχνοντάς τον στην πλάτη για να πάρει το δρόμο του φευγιού. Αφού εκοίταξα χάμω, είδα τον δρόμο να ‘χει βαφτεί κόκκινος κι ένα ξαφνικό πέρασμα συμπαγούς τρόμου διέτρεξε τις φλέβες μου για να μου παγώσει το αίμα. Σφάλισα τα μάτια κι έμεινα ακίνητος σαν πετρωμένος, ενώ ένα θανάσιμο ρίγος διαπερνούσε όλο μου το κορμί κι ένας κόμπος μου ‘σφιγγε το λαιμό κοντεύοντας να με πνίξει. Λίγο αργότερα υποχωρήσαμε άτακτα. Η συγκέντρωσις διαλύθηκε κακήν κακώς κι εγώ έστριψα σ’ ένα σοκάκι που ανοίχτηκε στα ζερβά μου και χάθηκα. Δεν γνώριζα κατά πούθε επήγαινα, αλλά να κατευθυνθώ αλλού πέρα απ’ το καπηλειό δεν έβρισκα. Όχι για να πιω. Τέτοια ταραχή που ‘χα, ούτε το κρασί δεν θα την πράαινε. Τέτοια έκσταση δεν θα μπορούσε να σβήσει με μέθη. Πρώτη φορά εβάδιζα προς το καπηλειό δίχως ντροπή και με τα πόδια μου να με κινούνε με σθένος, λες κι είχα στο μυαλό μου κάποιο σκοπό σοβαρό. Κι είχε περάσει καιρός πολύς, από τότε που ‘νιωσα τελευταία πως είχα κάποιο σκοπό στη ζωή μου.
Ο τόπος γύρω μου είχε κατακλυστεί από ενισχύσεις της χωροφυλακής που ‘ρχονταν απ’ τον Ασπρόπυργο και τα Μέγαρα. Τα καταστήματα στην Ελευσίνα ήσαν όλα κλειστά, ως ένδειξη διαμαρτυρίας, ενώ οι νοικοκυραίοι έβγαιναν στα μπαλκόνια και καθύβριζαν τα όργανα της τάξεως. Λες και βρισκόμουν σε εμπόλεμη ζώνη ένιωθα. Έπρεπε να πάω στο καπηλειό, να βρω τον Ηλία να μου ξηγήσει τι έγινε. Κοντά στην κεντρική πλατεία άκουσα κραυγές πολλές και αλλαλητά. Η περιέργεια μ’ έσπρωξε και πέρασα από ‘κει να δω τι συνέβαινε. Βρήκα συγκεντρωμένους εργάτες να φοβερίζουν πως θα επιτεθούν στο σταθμό της χωροφυλακής, που πλέον είχε μετατραπεί σε φρούριο κανονικό. Δεν στάθηκα, φοβήθηκα. Απέστρεψα το βλέμμα, τάχυνα το βήμα και συνέχισα να περπατώ μέχρι που σουρούπωσε.
Όταν έφτασα στο καπηλειό του Κοσμά, βρήκα κόσμο μαζεμένο πάνω απ’ το ραδιόφωνο, ν’ ακούνε το διάγγελμα του πρωθυπουργού. «Οι εργάτες της Ελευσίνας παρασύρθηκαν από ταραχοποιά στοιχεία που επιζητούσαν την πρόκληση προστριβών ανάμεσα στους εργάτες και το κράτος» είπε. «Οι απεργοί στράφηκαν χωρίς δικαιολογία ενάντια στα όργανα της τάξεως» συνέχισε. «Το σωματείο της Ενώσεως Τεχνιτών-Εργατών Τσιμέντου Ελευσίνος έχει γίνει παίγνιον εις τας χείρας κομμουνιστικών τινών στοιχείων» συμπλήρωσε έπειτα. «Για να αποφευχθεί η πρόκλησις ταραχών, δίδεται εντολή στα οινοπωλεία να μην χορηγούν οινοπνευματώδη ποτά μέχρι νεοτέρας» κατέληξε. Αυτό ήτανε, σκέφτηκα, τώρα ολοκληρώθηκε η συμφορά! Είχαν δεν είχαν όλοι τους, τα κατάφεραν ν’ απαγορευτεί το κρασάκι.
~ Τέλος ~