Οι πορτοκαλιές
Φτάσαμε αισίως στην περίοδο των θερινών διακοπών. Στο σπίτι μας κυριαρχεί ευδιαθεσία, ίσως μέχρι και ενθουσιασμός… για αυτό το εκπληκτικό γεγονός, που δεν παύει βέβαια να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο. Δεν θέλω να ακουστώ ως αγνώμων, γνωρίζω καλά πως για πολλές οικογένειες, οι διακοπές μοιάζουν πλέον άπιαστο όνειρο. Είναι όμως λιγάκι δύσκολο να απολαύσεις το οποιοδήποτε ταξιδάκι αναψυχής, όταν όλο το προηγούμενο έτος ήσουνα άνεργος. Όταν η καθημερινότητά σου μαστίζεται από ρουτίνα και απραξία, μια απραξία διόλου χαλαρωτική, μα πλήρως διαβρωτική και ψυχοφθόρα που μετατρέπεται σε ακένωτη πηγή νευρικότητας και άγχους.
Το σόι μας θα συγκεντρωθεί σύσσωμο στο πατρικό μας εξοχικό στην Πιερία, κι εμείς οι νεότεροι θα αποτελέσουμε αναμφίβολα το κύριο θέμα συζήτησης των μεγαλυτέρων. Οι οποίοι θα αδράξουν κάθε ευκαιρία για να εκφράσουν με θελκτική ευφράδεια τις ανησυχίες τους για το μέλλον μας, αλλά πολύ φοβάμαι και την δυσανασχέτησή τους για την τωρινή μου κατάσταση. Κι εγώ… εκτεθειμένος σε αυτή την υπερβολική επίδειξη καλοπροαίρετης κριτικής και αλλεπάλληλων νουθεσιών, θα πρέπει να αποδείξω το βάσιμο των αντιξοοτήτων που αντιμετώπισα στα πρώτα μου βήματα στην αγορά εργασίας· δικαιολογώντας κάπως τον εαυτό μου. Βέβαια, δεν θα είναι αρκετό να αναδείξω απλώς τα αντικειμενικά αίτια της ανεπιτυχίας μου, θα πρέπει να επιδείξω ταυτόχρονα αδρότητα σκέψης και σφρίγος, γιατί διαφορετικά θα κατηγορηθώ αναπόφευκτα για διανοητική αμβλύνοια και ραθυμία.
Μην σας περάσει από το μυαλό πως είμαι αιθεροβάμων ή επιλεκτικός. Γνωρίζω καλά τις σημερινές δυσκολίες και συνεπώς, το προηγούμενο διάστημα, έριξα παντελώς τις προσδοκίες μου και αναζητούσα κάθε λογής εργασία. Ουδέν αποτέλεσμα όμως! Ο γείτονας μου ο Κυριάκος αντίθετα, εξασφάλισε πρόσφατα κάποια μεροκάματα ως διανομέας διαφημιστικών φυλλαδίων. Σκέφτηκα να τον ρωτήσω αν θα μπορούσε να βολέψει κι εμένα, αλλά οι γονείς μου ούτε να ακούσουν δεν ήθελαν για τέτοιου είδους απασχόληση, που δεν συνάδει με την καλή μου ανατροφή και μόρφωση. Δεν είχα να αναλογιστώ μονάχα την δική μου εικόνα λοιπόν, όταν ζύγιζα τις επιλογές μου, αναγκαστικά έπρεπε να προστατεύσω συνάμα και την υπόληψη ολόκληρης της οικογένειάς μου. Γεγονός που σαφέστατα με καταπίεσε και είχε αρνητική επίδραση στην αυτοεικόνα μου.
Πλησιάζοντας την δεκαετία των τριάντα, αυτό που μένει ως επίγευση από την πρότερη νιότη είναι ένα εκκωφαντικό αίσθημα περατότητας. «Τέλος τ’ αστεία, έπρεπε να έχεις σοβαρευτεί προ πολλού Μενέλαε…», επαναλαμβάνει τακτικά ο πατέρας μου. Λες και για την κατάσταση μου ευθύνεται η απρονοησία και η φαιδρότητά μου. Το ξέρω καλά πως στα μάτια του φαντάζω ληθαργικός, αυτός θα με ήθελε άοκνο και πολυπράγμονα. Άλλωστε όλα στη ζωή μου τα βρήκα στρωμένα και του είναι αδιανόητο, το γεγονός πως αρκούμαι σε αυτά και δεν πασχίζω να δημιουργήσω κάτι με την προσωπική μου προσπάθεια. Το φανερώνει αυτό καθημερινά, κάθε φορά που εκδηλώνει τις απαιτήσεις που έχει από μένα: «Πήγαινε να βάψεις τα κάγκελα της αυλής τα έχει καταφάει ο ήλιος. Φρόντισε λιγάκι τον κήπο. Κλάδεψε τις πορτοκαλιές στο κτήμα, γιατί θα μας σχολιάζουν οι γείτονες. Κάνε κάτι επιτέλους…».
Το βρίσκω δύσκολο να καταπιαστώ με κάτι από αυτά όμως, τη στιγμή που δεν διαβλέπω στη ζωή μου προοπτική καμία και δεν βρίσκω νόημα σε τίποτα. Ίσως να ενσαρκώνω όλα τα χαρακτηριστικά του αχρείου, όπως λέει αυστηρά ο παππούς μου· από τον οποίο δεν κληρονόμησα τίποτα παρά μονάχα το όνομά μου, που κι αυτό μάλιστα, θα το διασύρω στο βούρκο της αθλιότητας όπως δείχνουν τα πράγματα. Πως να αποτολμήσω τέτοια μεγαλειώδη αυθάδεια όμως, και να μην ικανοποιήσω τις εύλογες επιθυμίες του πατέρα μου; Κάτι από όσα ζητά θα πρέπει να προσπαθήσω να πράξω, κι ας γνωρίζω εκ προοιμίου… πως όποιο καθήκον κι αν αναλάβω θα το διεκπεραιώσω ελλιπέστατα, φανερώνοντας περίτρανα την θλιβερή μου ανεπάρκεια. Εφόσον μια ολόκληρη οικογένεια όμως έχει επενδύσει εμμανώς στην λαμπρή μου σταδιοδρομία, πρέπει με κάποιο τρόπο κι εγώ να αποδείξω την αξία μου, διαφορετικά θα καταστήσω φρούδους τους πολυετείς κόπους του πατέρα μου. Θα μου πείτε: τόσο απαιτητικά είναι αυτά που ζητούν από σένα; Δεν είναι, για απλές καθημερινές εργασίες πρόκειται, που θα μπορούσε οποιοσδήποτε να τις φέρει εις πέρας. Όλως παραδόξως όμως… αισθάνομαι πως το πτυχίο, το μεταπτυχιακό, οι τρεις ξένες γλώσσες κι όλα μου τα εφόδια, μετατρέπονται σε βαρίδια κι εγώ υπό το βάρος τους διολισθαίνω στην απραξία.
Παραδομένος στην απραξία νιώθω ανολοκλήρωτος, σαν να μην έχω εκδηλωθεί ακόμη αλλά απλώς να σοβώ. Λες και προετοιμάζομαι μες το κουκούλι μου, σαν την κάμπια που αναπόδραστα θα μετουσιωθεί σε πεταλούδα. Το δικό μου μέλλον όμως δεν φαντάζει και τόσο ευοίωνο. Μέσα στην σήψη και τη συναισθηματική καταστολή, νιώθω περισσότερο σαν μια προς αφανισμό ύπαρξη, παρά σαν μια μελλοντική πεταλούδα. Το κουκούλι αρχίζει να ζαρώνει και να τυλίγεται γύρω μου σαν σάβανο. Κι εγώ αποσυντίθεμαι μέσα του, διατηρώντας μια διαρκώς αναβαλλόμενη να εκπληρωθεί προσδοκία αυτοβελτίωσης. Είμαι πλέον αναντίρρητα… ένα υποκείμενο οριστικά και αμετάκλητα καταδικαστέο! Ένας δυστυχής πλάνητας, που ακολούθησε απαρέγκλιτα το μονοπάτι που άλλοι χάραξαν για αυτόν, επειδή είχε πειστεί ότι έτσι το μέλλον του θα είναι στρωμένο με ροδοπέταλα. Κι όταν τελικά η υπόσχεση αυτή διαψεύστηκε, καταλόγισε στον εαυτό του την ευθύνη της αποτυχίας και έκτοτε επιδίδεται σε ανηλεή αυτοβασανισμό για να εξιλεωθεί.
Υπάρχει βέβαια, και η δοκιμασμένη επιλογή του να αδιαφορήσει κανείς απέναντι στους εσωτερικούς του κλυδωνισμούς. Αλλά τελευταία νιώθω το χρέος να συνευρίσκομαι όποτε μπορώ με τον εαυτό μου και όχι να τον αποδιώχνω, με τις αμέτρητες τεχνικές που μέχρι σήμερα έχω αναπτύξει. Προς αυτήν την κατεύθυνση, της ανακαλύψεως του εαυτού μου δηλαδή, κινούταν και η απόφαση που κόντεψα να πάρω πριν μερικούς μήνες: να φύγω στο εξωτερικό. Ούτε ο πρώτος θα ήμουν άλλωστε, ούτε ο τελευταίος. Ο τόπος αυτός είναι πλέον διαποτισμένος από ανεξίτηλη θλίψη και ίσως πρέπει να αποδημήσουμε όλοι μας για να λυτρωθούμε ή για να διαδώσουμε χαιρέκακα την ενδημική μας κατάθλιψη. Όταν ανακοίνωσα όμως στην οικογένειά μου, πως σκοπεύω να μεταναστεύσω για να αναζητήσω την τύχη μου, απάντησαν εν χορό με ένα κατηγορηματικό όχι και έσπευσαν σύσσωμοι να με αποτρέψουν. Συμμορφώθηκα με τις επιθυμίες τους φυσικά, αλλά ακόμη κι αυτό κατέληξαν να μου το καταλογίσουν ως ατολμία και διαρκώς να μου υπενθυμίζουν πόσο εξαιρετικά τα κατάφερε ο θειος Τρύφωνας που έφυγε στην Αυστραλία και μεγαλούργησε.
«Όποιος δείξει επινοητικότητα, ευρεσιτεχνία και τόλμη, μπορεί να τα καταφέρει και εδώ!» υποστηρίζει ο πατέρας μου. Ο οποίος διατείνεται, πως όποιος έχει όρεξη για δουλειά θα προκόψει αδιαμφισβήτητα. Βέβαια, αυτός είναι μεγαλοδικηγόρος που κατόρθωσε τις προηγούμενες δεκαετίες να συσσωρεύσει μια περιουσία διόλου ευκαταφρόνητη. Ας πάει όμως να ρωτήσει και τον γείτονά μας τον Τιμολέοντα, τον πατέρα του Κυριάκου, που δουλεύει στην οικοδομή σαράντα χρόνια και φέτος κινδύνευε να μην έχει ρεύμα στο σπίτι του. Μάλλον αυτός… δεν δούλεψε αρκετά στη ζωή του με βάση τα λεγόμενα του πατέρα μου. Όσο για μένα, δεν λέω πως μου ζητάει κανείς να δουλέψω ως οικοδόμος, αλλά θα μπορούσα τουλάχιστον να κλαδέψω αυτές τις ρημάδες τις πορτοκαλιές, για να μην δίνω δικαιώματα στους γείτονες να μας σχολιάζουν.
Οι πορτοκαλιές όμως, φαίνεται να έχουν αποκτήσει στο μυαλό μου μια σχεδόν απόκοσμη υπόσταση και κάτι πάνω τους με αποτρέπει από το να τις πλησιάσω. Ίσως να βλέπω στη περιποίησή τους κάτι το κοινό με τη πρόνοια και τη φροντίδα που απαιτεί η ζωή για να καρποφορήσει στο μέλλον. Ίσως μου δίνουν την εντύπωση πως συγκροτούν μια απροσδιόριστη συλλογική οντότητα, από την οποία εγώ νιώθω ολοκληρωτικά ξεκομμένος και σε αυτή την αίσθηση της απομόνωσης, νομίζω έγκειται και η ειδοποιός διάφορα που έχω σε συνειδησιακό επίπεδο με τον Κυριάκο. Αυτός δε φαίνεται να καταλογίζει στον εαυτό του ευθύνες για τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει, με αποτέλεσμα να αναζητά στο συνδικαλισμό και την πολιτική τη διέξοδο από τα προβλήματά του. Αυτό τον καθιστά ικανό να συνδεθεί με αμέτρητους άλλους και να βρει χιλιάδες φωνές για να κραυγάσει το δίκιο του. Εγώ αντίθετα, γυρεύω χιμαιρικά κάποιου είδους εσωτερική λύτρωση, μετατρέπομαι σε ύπαρξη μοναστική και σταδιακά αφανίζομαι. Αυτός δεν έχει παρά να στραφεί ενάντια στην κοινωνία, στοχεύοντας την πιο θεμελιώδη αποτυχία της, αλλά εγώ στοχοποιώ τις αδυναμίες μου και στρέφομαι ενάντια στον εαυτό μου, βεβαρημένος από το αίσθημα μιας εσωτερικής ανεπάρκειας.
Αμφιταλαντεύομαι, κινούμαι στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ωμή αναγνώριση της θλιβερής μου κατάστασης και στην απόλυτη άρνηση. Αυτή η διφορούμενη στάση, δημιουργεί μια αίσθηση διανοητικού διχασμού και συνειδησιακής ακροβασίας. Ίσως να με συμπαρασύρει κι έμενα, η περιρρέουσα αίσθηση απογοήτευσης που έχει καταπλακώσει τους πάντες. Μια απογοήτευση που ανδρώνεται μέσα στις σημερινές αντιξοότητες, αλλά αντλεί αγόγγυστα πυρομαχικά και από τα απωθημένα της παιδικής μας ηλικίας, εκείνα που αναβιώνουν διαρκώς στις καθημερινές μας αποτυχίες. Προσμένω λοιπόν… μην έχοντας κάτι άλλο να κάνω, προσδοκώ να ανακάμψει η οικονομία. Μέχρι να έρθει η ώρα εκείνη, σταθερά θα αναχαιτίζω την πηγαία μου ανάγκη για καλύτερη ζωή. Θα αναμένω να εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις, ώστε να δικαιωθούν οι θυσίες των δικών μου, κι εγώ να αναδειχθώ σε αυτόν που έμελε να γίνω. Μέχρι τότε όμως, αυτό το αναθεματισμένο αίσθημα της ανεπάρκειας με αναγκάζει διαρκώς να επανεφευρίσκω τον εαυτό μου και μάλιστα να το διατρανώνω αυτό στους πάντες.
Βέβαια, δεν διατρανώνω τίποτα άλλο παρά την αυτοαπέχθειά μου. Γιατί σε όποια πτυχή του εαυτού μου κι αν εστιάζω, η αλήθεια είναι πως διαπιστώνω ότι δεν τρέφω και ιδιαίτερη εκτίμηση προς το άτομο μου. Και δυστυχώς, μόλις κάποιος σχηματίσει μια συγκεκριμένη εικόνα για τον εαυτό του, είναι ευκολότερο να μετακινήσει βουνά παρά να κλονίσει τα θεμέλια αυτής της εικόνας. Δεν βαυκαλίζομαι, το γνωρίζω καλά πως αυτά τα συναισθήματα δεν συνάδουν με την ηλικία μου. Ίσως μάλιστα, εκεί να βρίσκεται και η ουσία του προβλήματος, στην συνειδησιακή ανωριμότητα δηλαδή. Όσο κι αν προσπαθώ να εντοπίσω τις εσωτερικές αιτίες της ανωριμότητάς μου όμως, καταλήγω να αισθάνομαι πως ολάκερος ο κόσμος είναι φτιαγμένος με τέτοιο τρόπο που να μην μου επιτρέπει να ολοκληρωθώ.
Στις σημερινές συνθήκες, ακόμη κι αν καταφέρω να βρω εργασία, ο μισθός δεν θα επαρκεί για να ανεξαρτητοποιηθώ πλήρως. Θα παραμένω λοιπόν δέσμιος, και θα συντηρούμαι παρασιτικά από το οικογενειακό εισόδημα, επιφορτισμένος ακόμη με το καθήκον να φροντίζω τις αναθεματισμένες πορτοκαλιές. Θα μου πείτε… τόσο αφόρητα δυσμενής θα είναι η θέση μου αυτή ή μήπως θα είμαι ο μόνος νέος που θα αδυνατεί να στηριχθεί στα πόδια του; Όχι, σε καμία περίπτωση δεν θα αποτελώ κάποια αξιολύπητη εξαίρεση, αλλά νομίζω πως δεν προέρχεται από εκεί η δυσανασχέτησή μου. Αισθάνομαι πως αυτό που υπονομεύει την αυτοπεποίθηση μου, είναι μια διαφορετικού είδους εξάρτηση. Ίσως να προέρχεται από την μαλθακότητά μου, κι από την ευκολία με την οποία επιτρέπω στις συνθήκες να με σμιλεύουν. Ακόμη και στην πιο φευγαλέα σκέψη αντίστασης απέναντι στα πράγματα όμως, διαπιστώνω απευθείας μια ήπια καταβολή των δυνάμεων μου και μια κάμψη της ενεργητικότητάς μου. Διαρκώς επανέρχομαι με ανακούφιση στη θέση μου λοιπόν, και ξεχνώ αμέσως την παρ’ ολίγον αποδρομή μου.
Αν τύχει βέβαια και πραγματοποιήσω κάποια εκτενή πολιτική συζήτηση με τον πατέρα μου, η αλήθεια είναι πως θα σπεύσει να μου αναγνωρίσει αρκετά ελαφρυντικά. Θα εξαπολύσει μύδρους εναντίον των διεφθαρμένων πολιτικών και του υπερδιογκωμένου δημοσίου. Θα στηλιτεύσει την τεμπελιά και τη φαυλότητα των Νεοελλήνων και θα διαμαρτυρηθεί για τις ανεξέλεγκτες εισροές των μεταναστών στη χώρα μας. Για όλα αυτά τα ζητήματα δεν ευθύνομαι εγώ σε καμία περίπτωση, μοιάζουν να αποτελούν όμως παράγοντες ελάσσονος σημασίας. Πάντα από την ανάλυσή του θα ξεγλιστρούν οι βαθύτεροι λόγοι, πάντοτε θα του διαφεύγει η αποχρώσα αιτία. Τα συμπτώματα της φτωχοποίησης του λαού μας πρόδηλα και αντιληπτά αλλά οι αιτίες ασύλληπτες. Σπανιότατα, και μάλιστα με την εντύπωση ότι μπήγει το μαχαίρι μέχρι το κόκαλο, ο πατέρας μου θα υποστηρίξει πως η δήμευση του λαϊκού εισοδήματος μέσω της επαχθούς φορολογίας και στη συνέχεια η ολική εκποίηση της δημοσίας περιουσίας σε ιδιώτες, ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στη χρεοκοπία μας. Δηλαδή θα επισημάνει την εις διπλούν καταλήστευση της λαϊκής περιουσίας από τις τράπεζες και τους κεφαλαιοκράτες, με την αγαστή πάντα συνεργασία του κράτους. Ακόμη κι αυτό όμως, δεν ηχεί στα αυτιά μου παρά ως σύμπτωμα, και δυστυχώς… η άγνοια των πραγματικών αιτιών είναι που κυρίως μας καθιστά θύματα της ακατανόμαστης δυστυχίας και της αδάμαστης θλίψης που μας κατακλύζει.
Βασικότατο αποτέλεσμα αυτής της άγνοιας, είναι μια ανυπόφορη αίσθηση πολιτικής αδυναμίας. Μια απώλεια δυνάμεων, που στερεί από τους πάντες την ικανότητα να αξιολογήσουν κριτικά τα γεγονότα και επιτείνει τον πανικό μας. Έναν πανικό που στη διασπορά του μοιάζουν να συνεπικουρούν τα πάντα, από τα δελτία ειδήσεων μέχρι και τα καιρικά φαινόμενα. Ελάχιστοι παραμένουν απρόσβλητοι από το διαδιδόμενο αυτό πανικό και δεν γνωρίζω εάν επαρκούν για να ταρακουνήσουν εμάς, που παραμένουμε ανήμποροι να καρτερούμε την επικείμενη καταστροφή. Ενώ τρέφουμε συνάμα μέσα μας μια αμυδρή αθέμιτη ελπίδα, πως ίσως και η καταιγίδα μας προσπεράσει, πως ίσως και η μοίρα μας λυπηθεί. Με φρούδες ελπίδες όμως και στείρα αφοριστική κριτική, δεν δύνανται μέσα στη σημερινή ατμόσφαιρα της αποπνικτικής καταχνιάς να ανθοφορήσουν ποτέ οι πορτοκαλιές.
Θα περιμένω να καλυτερέψουν τα πράγματα λοιπόν, αυτό επιτάσσει η σωφροσύνη άλλωστε. Θα το κάνω επειδή έχω την ευχέρεια και την πολυτέλεια να περιμένω, ευελπιστώντας σε ένα καλύτερο μέλλον ακόμη κι όταν αυτό δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Ο Κυριάκος, ο γιος του Τιμολέοντα, είναι αντίθετα αναγκασμένος να κάνει δυο και τρεις χαμαλοδουλειές, αλλά και να βοηθά τον πατέρα του στην οικοδομή όταν αυτός βρίσκει μεροκάματο. Ανάγκα και οι θεοί πείθονται, υποθέτω. Ο Κυριάκος μοιάζει να είναι ταξικά καταδικασμένος να προβεί σε αυτές τις ενέργειες, ενώ εγώ βρίσκομαι αδιαμφισβήτητα σε πλεονεκτικότερη θέση. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, όταν τον αντικρίζω με κατακλύζουν συναισθήματα αναξιότητας και μειονεξίας. Μερικές φορές μάλιστα, ομολογώ πως τον ζηλεύω κιόλας. Ιδιαίτερα όταν τον βλέπω ικανό να συναναστρέφεται φιλικά με τον πατέρα του. Εγώ το μόνο που μπορώ να κατορθώσω, είναι περιοδικά να εξευμενίζω τον δικό μου, επιτελώντας ενίοτε κάποια από τα άχαρα καθήκοντά μου. Φοβάμαι όμως, πως η φροντίδα των πορτοκαλιών με τους ρυτιδιασμένους κορμούς και τα χρυσοπράσινα φύλλα, δεν είναι μια αποστολή που μπορώ να φέρω εις πέρας. Αυτά τα δέντρα, μολονότι αναφύονται μέσα απ’ το χώμα, ύστερα ρηγματώνονται από αυτό και στέκουν αυθύπαρκτα. Παρά τους τίτλους ιδιοκτησίας που με συνδέουν με αυτά, δεν δύνανται να ευδοκιμήσουν κάτω από τη δική μου φροντίδα.
~ Τέλος ~
Σημείωση: Το παρόν διήγημα κέρδισε το Γ βραβείο στον λογοτεχνικό διαγωνισμό που είχε προκηρύξει το ΚΚΕ για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του.