Το σώμα που κυοφορεί, το σώμα τ@ αγαπημέν@ και το σώμα της γραφής: Μία ανάγνωση των Αργοναυτών και του Είμαι το Τέρας που σας Μιλά.
Στο σημερινό κείμενο, θα δοκιμάσω να διαβάσω τους Αργοναύτες (1), ένα κείμενο της Μάγκι Νέλσον που μιλά, μέσα σε άλλα, για την εγκυμοσύνη της, τη μητρότητα και τη σχέση της με τον τρανς καλλιτέχνη Χάρυ Ντοτζ. Θα δοκιμάσω να δω ειδικότερα την προβληματική που αναπτύσσεται γύρω από το τι σημαίνει να είσαι κουήρ και να γεννάς δίπλα σε ένα αγαπημένο σώμα σε διαδικασία μετάβασης, βάζοντας δίπλα στους Αργοναύτες το Είμαι το Τέρας που σας Μιλά (2) τ@ Πρεθιάδο. Το δεύτερο, βασίζεται στο Αναφορά σε μια Ακαδημία του Κάφκα (3), όπου ο πίθηκος Κόκκινος Πέτερ, που πιάστηκε κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού, μεταφέρθηκε σε ένα ευρωπαϊκό τσίρκο όπου και έμαθε τη γλώσσα των ανθρώπων, εξηγεί στους επιστήμονες πώς βιώνει τον εξανθρωπισμό του. @ Πρεθιάδο, με τη σειρά τ@, στέκεται απέναντι σε μια ακαδημία ψυχαναλυτών, εξειδικεύοντας το κοινό του, και τους απευθύνεται ως το διεμφυλικ@ τέρας που θέλουν να γιατρέψουν από τη θέση μιας υποτιθέμενης οικουμενικότητας και στο όνομα αυτής. Κοινός άξονας των δύο βιβλίων είναι το πώς στέκεσαι απέναντι στο σύστημα της έμφυλης διαφοράς, αυτό που υποστηρίζει ότι υπάρχουν μόνο δύο φύλα, ο βιολογικός άντρας και η βιολογική γυναίκα, τα οποία, επιπλέον, είναι ετερόφυλα.
**
Πριν προχωρήσω στο κείμενο, θεωρώ απαραίτητο να διευκρινίσω ότι χρησιμοποιώ τον όρο «μετάβαση» αντί για «επαναπροσδιορισμό», ως πιο πιστό στην τρανς εμπειρία όπως βιώνεται στα δύο κείμενα. Επίσης, πως μιλώντας για «τρανς εμπειρία», στον ενικό, εννοώ την κοινότητα των εμπειριών μεταξύ των Ντοτζ και Πρεθιάδο και όχι πως όλα τα τρανς άτομα μοιράζονται αυτή την εμπειρία. Όπως θα δείξω παρακάτω, η «μετάβαση», στην περίπτωση των δύο παραπάνω μη δυαδικών σωμάτων, ανατρέπει τις cis ετεροκανονικές προσδοκίες, που θέλουν τη σχέση με το φύλο να λύνεται έτσι εύκολα, χαρούμενα και οριστικά μέσα από μία απόφαση, ειδικά από τη στιγμή που έχει ορατά αποτελέσματα και αναγνωρίζεσαι κοινωνικά ως το φύλο το οποίο προσδιορίζεσαι. Επίσης, ανατρέπει τις προσδοκίες τρανς ατόμων της κοινότητας που βιώνουν το φύλο τους ουσιοκρατικά. Ως «μετάβαση» εδώ εννοείται μία διαδικασία σε διαρκή ροή, που δεν ξεκινά από κάπου (στην προκειμένη περίπτωση το γυναικείο φύλο) και δεν καταλήγει κάπου (στο αντρικό), πολύ περισσότερο, δε, δεν διαγράφει αυτό το προηγούμενο κάπου (ο τωρινός άντρας δεν διαγράφει για πάντα το παρελθόν του ως γυναίκα), αλλά έξω από γραμμικότητες και εξελικτικά ορόσημα, παραμένει ανοιχτή. Αυτή η ρευστότητα δεν συνεπάγεται σύγχυση του τρανς ατόμου, όπως θέλει το cis αφήγημα. Είναι σημαντικό, επίσης, να διευκρινιστεί ότι ο όρος «μετάβαση» δεν χρησιμοποιείται, σε καμία περίπτωση, εναλλακτικά με τον όρο «φυλομετάβαση», ένας όρος, που όπως θα δούμε παρακάτω στ@ Πρεθιάδο, κουβαλάει ιστορία ψυχιατρικοποίησης, στιγματισμού και πλήθος κακοποιήσεων εις βάρος των τρανς σωμάτων. Ομοίως, η λήψη ορμονών και η πραγματοποίηση χειρουργείων, τα οποία εδώ είναι κοινή εμπειρία των Ντοτζ και Πρεθιάδο, παρότι στο κείμενό μου χρησιμοποιούνται εναλλακτικά με τον όρο «μετάβαση», δεν αποτελούν προϋπόθεση για να είναι κάποι@ τρανς.
**
Στους Αργοναύτες, η Νέλσον προκαλεί μια σειρά από δίπολα. Πρώτα από όλα, επιλέγοντας το είδος της αυτο-θεωρίας (4) (ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της οποίας είναι και το Testo Junkie τ@ Πρεθιάδο (5)), της προσωπικής αφήγησης -που προέρχεται από την βιωμένη, ενσώματη γνώση- με τη συνδρομή της θεωρίας, προκαλεί το διαχωρισμό αφενός ανάμεσα στην ακαδημαϊκή γνώση και την ιμπρεσιονιστική γνώμη (παίρνοντας θέση παράλληλα για την εγκυρότητα της γνώσης που προέρχεται από ποιοτικές μεθόδους έρευνας και βάζοντας στη θέση του υποκειμένου και του αντικειμένου της μελέτης τον εαυτό) και αφετέρου ανάμεσα στο δοκιμιακό λόγο και τη λογοτεχνία. Μέσα από την πρόκληση των συμβάσεων αυτών των ειδών και λόγων, της ακαδημαϊκής (και δοκιμιακής) γραφής, από τη μία, που προϋποθέτει έναν γραμμικά στημένο, χωρίς ατεκμηρίωτα άλματα, λόγο, με σαφές ερευνητικό ερώτημα και στόχο και την πειστική πλαισίωση της βιβλιογραφίας δοσμένη με το εκάστοτε συμφωνημένο σύστημα παραπομπών, και της λογοτεχνικής γραφής από την άλλη (με την ίδια την ένταξη της απομνημονευματογραφίας στην «πραγματική» λογοτεχνία ακόμα να παίζεται) που πρέπει, όπως μας λένε, να μην θεωρητικολογεί, και αν το κάνει, να κρύβει τα θεωρητικά της αναγνώσματα, να τα «μετουσιώνει», η Νέλσον, προκαλεί τη διάκριση ανάμεσα σε αντικειμενικό και υποκειμενικό, υψηλό και χαμηλό, άξιο και ανάξιο λόγου θέμα, δημόσιο και ιδιωτικό, λόγο και σώμα και, ακόμα, ανάμεσα σε αληθινή λογοτεχνία και εγκεφαλικό κατασκεύασμα, αισθητική και πολιτική, δύσκολο και εύκολο, ποιοτικό και ποσοτικό.
Γράφοντας με έναν τρόπο επεισοδιακό, σχεδόν θραυσματικό, που δεν οδηγεί με κάποια γραμμικότητα σε ένα ευτυχισμένο (διδακτικό ή λυτρωτικό με κάποιο τρόπο) τέλος ούτε μένει πιστό στον κανόνα του ενός θέματος, προκαλεί τις συμβάσεις της παραδοσιακής απομνημονευματογραφίας, ενώ χρησιμοποιώντας στα περιθώρια των σελίδων της τα ονόματα των στοχαστ@ με τ@ οποί@ συνομιλεί χωρίς να δίνει επιμέρους στοιχεία γι αυτ@ (δεν αναφέρει ούτε τον τίτλο των βιβλίων τους, δεν εξηγεί τις θεωρίες ούτε γιατί επέλεξε τις συγκεκριμένες, και κυρίως, δεν τις «αξιοποιεί» για να χτίσει ένα επιχείρημα και να φτάσει σε συμπέρασμα) προκαλεί τις συμβάσεις της παραδοσιακής ακαδημαϊκής γραφής, αρνούμενη να πολιτογραφηθεί στο ένα ή το άλλο είδος, μη χωρώντας ακριβώς πουθενά.
Η απουσία εξήγησης αυτών των θεωριών εμπλέκει ενεργά και ισότιμα τ@ αναγνώστ@ στο κείμενο αφού τ@ αφήνει τον χώρο να τις αναζητήσει μόν@ τ@, αντί να αναλάβει τη θέση αυτής που διαφωτίζει. Επιπλέον, στο βαθμό που η γνώση αυτών των θεωριών δεν προϋποτίθεται για την συμμετοχή τ@ στο κείμενο, το τελευταίο δεν αποκλείει τ@ αναγνώστ@, την ίδια στιγμή που τ@ αφήνει τα ίχνη του ορατά προς συζήτηση. Έτσι, από τη μία πλευρά η Νέλσον αναγνωρίζει τις πηγές της (δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι όταν χρησιμοποιεί ιδέες και λέξεις του Χάρυ από ιδιωτικές συζητήσεις τους παραπέμπει σε αυτ@, κάτι που αποτελεί σχόλιο πάνω στην οικειοποίηση των ιδεών, των βιωμάτων και των διατυπώσεων τ@ άλλ@ από τ@ συγγραφέα που σπάνια συζητείται ως ζήτημα, αντίθετα, θεωρείται φυσικό μέρος της συγγραφικής διαδικασίας), αφενός συστήνοντας μια παράδοση στοχαστ@ που δε θέλει να χαθεί (σχόλιο κι αυτό για την εξαφάνιση των μη ετεροκανονικών παραδόσεων προς όφελος του λευκού, δυτικού, cis, αντρικού κανόνα) και αφετέρου δείχνοντας τον τρόπο με τον οποίο θέλει να διαβαστεί, γνωρίζοντας ότι οι ερμηνείες γίνονται από κάποια θέση και μπορούν να τιθασεύουν και το πιο απειθάρχητο κείμενο. Από την άλλη, κάνοντας αυτές τις θεωρίες προαιρετικές, δεν τις αφήνει να μπουν ανάμεσα σε εκείνη και τ@ αναγνώστ@, παίρνοντας θέση στην προσπάθεια της γλώσσας να επικοινωνήσει και ελέγχοντας την εξουσία της. Δείχνει να λέει, με αυτό τον τρόπο, στ@ αναγνώστ@ ότι για να υπάρξεις δεν χρειάζεσαι να περιμένεις να σε δει και να τεκμηριώσει την ύπαρξή σου καμία θεωρία που στέκεται εκεί από πάντα ως ογκόλιθος, βγάζοντάς σε λίγ@ ή λάθος. Όλα είναι αυτοσχεδιασμός, το φύλο και η γραφή, μέσα σε άλλα. Η θεωρία είναι εκεί, γραμμένη από άτομα, που επίσης αυτοσχεδιάζουν, περισσότερο ή λιγότερο πειστικά, καλώντας σε να συνδιαλλαγείς μαζί τους. Κι εσύ, άλλοτε συμπίπτοντας μαζί τους, άλλοτε σκοντάφτοντας πάνω τους και σταματώντας για να επανατοποθετηθείς, βρίσκεις τα λόγια σου αποτυγχάνοντας λίγο πιο πετυχημένα την επόμενη φορά. Γράφει η Νέλσον:
Προτού γνωριστούμε, είχα αφιερώσει η ζωή μου στην άποψη του Βιττγκενστάιν ότι το άρρητο εμπεριέχεται -άρρητα!- στο ρητό. Η ιδέα αυτή είναι λιγότερο διάσημη από εκείνη που όλοι επαναλαμβάνουν ευλαβικά, Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει, αλλά είναι, νομίζω, πιο βαθυστόχαστη. Το παράδοξο που περιγράφει είναι, απολύτως κυριολεκτικά, ο λόγος για τον οποίο γράφω ή ο λόγος για τον οποίο νιώθω ικανή να συνεχίσω να γράφω. / Επειδή δεν τρέφει ούτε εξιδανικεύει την αγωνία που μπορεί να νιώσουμε μπροστά στην ανικανότητα να εκφράσουμε, με λέξεις, αυτό που διαφεύγει από τις λέξεις. Δεν τιμωρεί αυτό που μπορεί να ειπωθεί επειδή δεν είναι αυτό που, εξ’ ορισμού, δεν μπορεί να είναι. Ούτε υπερβάλλει παριστάνοντας ότι έχει έναν κόμπο στο λαιμό: Να τι θα ’λεγα αν οι λέξεις αρκούσαν. Οι λέξεις αρκούν./ Είναι μάταιο να επικρίνεις ένα δίχτυ επειδή έχει τρύπες, σημειώνει η εγκυκλοπαίδειά μου. (Α9-10)
Αυτό το απόσπασμα, μπαίνοντας στην αρχή του κειμένου, δίνει τον τόνο του: το κείμενο είναι ένας στοχασμός στα όρια της γνώσης, της γλώσσας, της πολιτικής και γράφεται με αυτή την επίγνωση, όπως βιώνονται οι ζωές ενώ κατασκευάζονται, σε ένα διαρκές γίγνεσθαι, με την επίγνωση (ή και όχι) του αυτοσχεδιασμού. Η Νέλσον ξέρει ότι πρόκειται για ένα κείμενο που θα φέρει ενστάσεις για τις τρύπες του και μία από αυτές είναι η μητρότητα που στο φεμινιστικό λόγο και στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα συχνά βλέπεται ως υποχώρηση στην ετεροκανονικότητα.
*
Η Νέλσον ανακαλεί ένα επεισόδιο με μια φίλη που την επισκέφτηκε, η οποία παίρνοντας από το ντουλάπι μία κούπα που της είχε χαρίσει και διακοσμήσει η μητέρα της με τη φωτογραφία εκείνης στον έβδομο μήνα εγκυμοσύνης δίπλα στον Χάρυ και το γιο εκείνου, Χριστούγεννα με τα καλά τους μπροστά στο τζάκι, λέει: Πρώτη φορά βλέπω στη ζωή μου κάτι τόσο ετεροκανονικό. (Α22).
Με εκείνη να γεννά και τον Χάρυ να περνά ως άντρας, και η σχέση τους ως ετερόφυλη, οι πρώην ανώμαλες λεσβίες και ριζοσπαστικές συντρόφισσες φαίνονται να έχουν αφομοιωθεί στο σύστημα της έμφυλης διαφοράς και να αναπαράγουν τις θεσμικές καταπιέσεις του. Η Νέλσον δείχνει να επιστρέφει στην πατριαρχική αντίληψη της βιολογίας ως προορισμού και να προδίδει τους αγώνες για την απελευθέρωση της μήτρας (που ταυτίζεται και πάλι με τη γυναίκα τελικά) από τον ρόλο της ως αναπαραγωγικής μηχανής της εθνοκαπιταλιστικής πατριαρχίας, ενώ ο Χάρυ φαίνεται να προδίδει την γυναικεία ταυτότητα για την αντρική, επαληθεύοντας τη φροϋδική θεωρία που θέλει τη γυναίκα να φθονεί το πέος στους αιώνες των αιώνων (συγχέοντάς το, όπως θα συμπλήρωνε ο Λακάν, η αφελής με το φαλλό) και όλες οι νευρώσεις της να προέρχονται από εκεί. Θα συζητήσω το κομμάτι της έμφυλης διαφοράς σε σχέση με τα τρανς σώματα στην επόμενη και τελευταία ενότητα όπου θα δω τον Χάρυ υπό το πρίσμα του κειμένου τ@ Πρεθιάδο. Σε αυτή την ενότητα θα εστιάσω στη μητρότητα και το στρίμωγμά της ανάμεσα στην εθνοκαπιταλιστική πατριαρχία από τη μία πλευρά και την φεμινιστική και κουήρ αντίσταση από την άλλη, αυτή, που όπως γράφει η Νέλσον, θεωρεί τον εαυτό της ως «το τελευταίο απελπισμένο ανάχωμα ενάντια τόσο στην ομοκανονικότητα όσο και στην ετεροκανικότητα» (Α109).
Φέρνοντας ως παράδειγμα το κείμενο του Έντελμαν (6), στο οποίο το κουήρ βλέπεται ως μια ομάδα που αντιστρατεύεται τον αναπαραγωγικό φουτουρισμό, η Νέλσον, προβληματίζεται πάνω στις νέες ιεραρχίες και αποκλεισμούς που φέρνει ένα τέτοιο αφήγημα, το οποίο, παρά την αναμφισβήτητη στρατηγική του, αφήνει απ’ έξω τα σώματα που επιθυμούν να κάνουν παιδί, αντί να προκαλέσει τους μηχανισμούς που κάνουν την αναπαραγωγή όπλο για να αστυνομεύσουν μετανάστες, λοατκια+, ετερόφυλες γυναίκες, να διαλύσουν ό,τι απέμεινε από κοινωνικές παροχές, να νομιμοποιήσουν ιμπεριαλιστικές πρακτικές και αποικιοκρατικές θηριωδίες. Με τα λόγια της:
Ο αναπαραγωγικός φουτουρισμός δεν χρειάζεται άλλους οπαδούς. Ούτε όμως αρκεί να απολαμβάνουμε την πανκ γοητεία του συνθήματος «No Future» λες και το μόνο που έχει απομείνει να κάνουμε είναι να καθίσουμε αναπαυτικά και να παρακολουθούμε κάτι αδιανόητα πλούσιους και άπληστους τύπους να ξεσκίζουν την οικονομία μας, το κλίμα και τον πλανήτη μας, ενώ οδύρονται για το πόσο τυχερές είναι όλες αυτές οι φθονερές κατσαρίδες που μαζεύουν τα ψιχουλάκια που πέφτουν από το τσιμπούσι τους. Αυτοί να πάνε να γαμηθούνε, λέω εγώ. (Α110-111)
Πράγματι, η νεοφιλεύθερη έμφαση στην ατομικότητα και τις ιδιωτικοποιήσεις ενισχύουν την προσωπική ευθύνη της μάνας στο παιδί και τη δένουν πιο σφιχτά στην εργασία (7), την ίδια στιγμή που δεν της επιτρέπουν τίποτα λιγότερο από το να περνά ως χαρούμενη, δυναμική και ανεξάρτητη επαγγελματίας και μάνα-πρότυπο χωρίς να διαμαρτύρεται για τις «επιλογές» της. Το διακύβευμα είναι μεγάλο: κάθε της «αποτυχία», προδιαγεγραμμένη όσο λιγότερα προνόμια έχει, γίνεται η απόδειξη της ανεδαφικότητας των διεκδικήσεων της για να έχει θέση στον δημόσιο χώρο, το αφήγημα μιας υποτιθέμενης φυσικής ανεπάρκειας του γυναικείου φύλου για καριέρα που νομιμοποιεί και αναπαράγει έμφυλες ανισότητες στην εργασία. Στο φεμινισμό σήμερα, συχνά, ξεχνώντας ότι η ολοποιητική γλώσσα χρησιμοποιείται στρατηγικά και όχι για να φτιάχνει αποκλεισμούς μεταξύ μας, αντί να δείχνουμε τους τρόπους με τους οποίους η εθνοκαπιταλιστική πατριαρχία τιμωρεί την γυναίκα που επιθυμεί να κάνει παιδί και να αναστοχαστούμε τα προνόμιά μας, αμφισβητούμε την ίδια την επιθυμία της ως κακή πίστη και αμιγώς κοινωνική κατασκευή, και φέρνοντας μπροστά την καριέρα ως απελευθέρωση και ενδυνάμωση (αναφέρομαι εδώ στις νεοφιλελεύθερες), την αποκλείουμε ως θύμα στέλνοντας πίσω σπίτι της να τα βγάλει πέρα μόνη της (8). Ανακαλώντας ένα σεμινάριο το οποίο είχε παρακολουθήσει ξεκινώντας την ακαδημαϊκή της καριέρα, η Νέλσον, θυμάται τον τρόπο με τον οποίο η μία εισηγήτρια ντρόπιασε την άλλη παρουσιάζοντάς την ως αποβλακωμένη από τη μητρότητα, μέτρια και αφελή επιστημόνισσα, που τόλμησε στη θέση μιας (μεγάλης/ αντρικής) θεωρίας (του Μπαρτ για τη φωτογραφία) να βάλει μια συνηθισμένη προσωπική της εμπειρία (τον εαυτό της και τον λίγων μηνών μωρό της φωτογραφημένους γυμνούς στη μπανιέρα από το σύζυγό της) για την οποία είχε το θράσος να διεκδικεί επιστημολογική εγκυρότητα και μάλιστα αμφισβητώντας την πρώτη. Αναρωτιέμαι εδώ πόσες θεωρούνται ξοφλημένες σε ακαδημαϊκούς φεμινιστικούς χώρους και αποκλείονται όταν γεννούν και πόσο διαφέρει αυτό από τους αποκλεισμούς που στηλιτεύονται σε άλλους χώρους.
Λέμε συχνά (με τις νεοφιλελεύθερες φεμινίστριες ανάμεσά τους πρώτες) για τη μαμαδοποίηση των γυναικών και τη θηλυκοποίηση της εργασίας, τους τρόπους της πατριαρχίας και του καπιταλισμού να κερδίζουν από σώματα που βλέπονται ως γυναικεία, κάτι το οποίο είναι αναμφισβήτητο. Λίγο όμως συζητιούνται οι τρόποι με τους οποίους μαμαδοποιούνται αυτές που θεωρούνται λιγότερο γυναίκες και θηλυκοποιείται η εργασία τους μέσα στον ίδιο το νεοφιλελεύθερο φεμινισμό. Σκέφτομαι εδώ τι σημαίνει αυτό το αφήγημα για τις δικές μας μάνες, για τις νοικοκυρές, για τις οικιακές βοηθούς και -στο βαθμό που αυτές είναι συχνά μη ελληνικά φτηνά εργατικά χέρια τα οποία αντιμετωπίζονται ως «οικογένεια» με έναν τρόπο που πλησιάζει επικίνδυνα τις «οικογενειακές επιχειρήσεις» του καπιταλισμού- οι «ξένες», και ομάδες μη παραγωγικές γενικότερα, όπως γυναίκες με κάποια αναπηρία ή που λόγω ηλικίας δεν αυτο-εξυπηρετούνται (πόσο ασύμβατη έχει γίνει η ανεξαρτησία και η ενδυνάμωσή μας με την αλληλεγγύη και πόσο τελικά @ ίδι@ έχουμε καταπιεί αποικιοκρατικές, νεοφιλελεύθερες και ικανοτικές ιδέες στην πορεία). Και, ακόμα, για το πώς στεκόμαστε μέσα στο σύστημα της έμφυλης διαφοράς.
Ξεκινώντας από τον ριζοσπαστικό φεμινισμό, το κουήρ και τη μητρότητα (ως φυσικοποιημένα αντίθετα) και προχωρώντας στην κουήρ μητρότητα, η Νέλσον ξεριζώνεται συνεχώς από τις κατασκευές της παρακολουθώντας τη γενεαλογία τους και επανατοποθετείται δίπλα στο αγαπημένο σώμα που αλλάζει, επιθυμώντας από την αρχή, καταλαβαίνοντας την χρησιμότητα των πολιτικών ταυτότητας αφενός, αφετέρου πως ήρθε η ώρα για αλλαγή παραδείγματος. Ακολουθώντας τη διαδρομή της Ριτς (9) η οποία, βλέποντας τη μητρότητα αφενός ως καταπιεστικό πατριαρχικό θεσμό (motherhood) και αφετέρου ως πιθανή σχέση μητέρας παιδιού (mothering), καλεί να δούμε την αδυναμία αλλά και τη δύναμη που φέρει αυτή, και τη Λορντ (10) η οποία βλέπει το ερωτικό ως ενδυνάμωση των γυναικών μέσω των σχέσεων, η Νέλσον μιλάει για μια σχεσιακή δυναμική και φέρνει μπροστά την σοδομητική μητέρα, προκαλώντας τα πατριαρχικά πολιτισμικά ταμπού γύρω από την αιμομιξία και την παιδοφιλία αφενός και το αφήγημα που χωρίζει τις γυναίκες που απολαμβάνουν το σεξ από τις μάνες που αποσεξουαλικοποιήθηκαν αφετέρου. Γράφει για τον μητρικό ερωτισμό (τη σωματική (και όχι μόνο) σχέση ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί και την απόλαυση που προκύπτει από αυτή, σχέση που δεν περιορίζεται στο βιολογικό παιδί, αφού αντίστοιχη σκηνή σωματικού παιχνιδιού και απόλαυσης βλέπουμε ανάμεσα σε εκείνη και το γιο του Χάρυ) και τη γυναικεία απόλαυση (μιλά για την απόλαυση του πρωκτικού σεξ μέσα σε άλλα) αδιαφορώντας για τα εγχειρίδια περί σωστής μητρότητας από τη μία πλευρά και χαλώντας την εικόνα της αγιοποιημένης συζύγου που δεν αγγίζει και δεν αγγίζεται από την άλλη γιατί έγινε πια μια αστή ή εξαντλημένη υπηρέτρια του κυρίου της, των παιδιών της και της δουλειάς.
Από τη μία πλευρά, αναγνωρίζει ότι τα εγχειρίδια που γράφονται για να βοηθήσουν τη νέα μάνα είναι γραμμένα από άντρες (ή αυτά εμπιστευόμαστε), και πατάνε πάνω στο οιδιπόδειο και στην εικόνα μιας μάνας που απειλεί την ανεξαρτησία του παιδιού και το φύλο του, ενθαρρύνοντας την έγκαιρη εκπαίδευση του βρέφους ώστε να αυτονομηθεί νωρίς από αυτή (και έχει τη σημασία του ότι τόσο το μωρό της Νέλσον, όσο και το παιδί του Χάρυ, είναι αγόρι) και πετώντας τα στην άκρη θηλάζει ή νανουρίζει το μωρό στην αγκαλιά της ως να το πάρει ο ύπνος χωρίς να κρύβει παράλληλα ότι παίρνει και η ίδια απόλαυση από αυτό. Από την άλλη, γράφει:
(…) Τότε όπως και τώρα μου ανοίγεις διάπλατα τα πόδια με τα πόδια σου και χώνεις μέσα μου το καυλί σου, γεμίζεις το στόμα μου με τα δάχτυλά σου. Παριστάνεις ότι με χρησιμοποιείς, υποκρίνεσαι ότι σε νοιάζει μόνο η δική σου απόλαυση, ενώ φροντίζεις για τη δική μου. Στην πραγματικότητα όμως είναι κάτι παραπάνω από ένα τέλειο ταίριασμα, καθώς κάτι τέτοιο υποδηλώνει ένα είδος στατικότητας. Ενώ εμείς βρισκόμαστε πάντα σε κίνηση, αλλάζουμε σχήματα. Ό,τι κι αν κάνουμε μοιάζει πάντα βρώμικο χωρίς να δίνει την αίσθηση ότι είναι μίζερο. Καμιά φορά τα λόγια είναι μέρος του παιχνιδιού. Θυμάμαι, στις αρχές, να στέκομαι δίπλα σου ένα βράδυ στο σπηλαιώδες ατελιέ μιας φίλης στο τέταρτο όροφο στο Γουίλλιαμσμπεργκ (εκείνη έλειπε), εγώ ολόγυμνη, απέξω πάλι εργάτες, αυτή τη φορά να χτίζουν απέναντι (…) κι εσύ να μου ζητάς να πω φωναχτά τι ήθελα να μου κάνεις. Ολόκληρο το σώμα μου πάσχιζε να βρει κάποια φράση που να μπορεί να ειπωθεί. Ήξερα πως ήσουν ένα καλό ζώο, αλλά εγώ ένιωθα να στέκομαι μπροστά σ’ ένα πελώριο βουνό, μια ολόκληρη ζωή απροθυμίας να διεκδικήσω αυτό που ήθελα, να το ζητήσω. (…) τώρα ξέρω: τίποτα δεν υποκαθιστά το να τα λες με το ίδιο σου το στόμα.(Α101-102)
Μιλώντας για το σώμα -και σωματικά- αρνείται αφενός τη φαλλογοκεντρική παράδοση και αφετέρου την εξαΰλωση της σχέσης, τόσο με το βρέφος όσο με τον Χάρυ, και, ξεφεύγοντας από το λυρισμό που εξιδανικεύει αλλά και την ερμηνεία που τακτοποιεί, ζητά μια βρώμικη και πιο ανοιχτή εκδοχή της σχέσης της και με τους δύο. Η έξοδος του μωρού από τον κόλπο βιώνεται σαν το μεγαλύτερο χέσιμο, η κλειτορίδα κυριεύει σαν σαλάχι και αδυνατείς να καταλάβεις πού αρχίζουν και πού τελειώνουν τα νεύρα της, το γαμήσι από τον κώλο είναι γαμήσι από τον κώλο, το χειρουργημένο στήθος έχει ξεραμένο αίμα, αίμα και πύο που κυλά, και επιδέσμους και αυτά δεν είναι μεταφορές. Συνομιλώντας με την Irigaray (11), η οποία, στη θέση της θεωρίας του Serres (12) που βλέπει αντιπαλότητα στη σχέση μάνας βρέφους στην πάλη για επιβίωση, μιλά για έναν πλακούντα που σπάει το δίπολο ξενιστής vs παράσιτο, μητέρα vs βρέφος, και ακόμα μητρότητα vs γυναικεία όνειρα, ντόπιος vs λαθροεισβολέας για χάρη μιας σχέσης μη ιεραρχικής (13), και, από την άλλη, ξαπλωμένη δίπλα στο Χάρυ, με το δικό της σώμα στον τέταρτο μήνα εγκυμοσύνης και το δικό του στον έκτο τεστοστερόνης, καλωσορίζει τη νέα σχεσιακή δυναμική που δημιουργείται μέσα από τη συνεχή μεταβατικότητα των σωμάτων τους καθώς μεγαλώνουν:
Εξωτερικά, μπορεί να έμοιαζε λες και το σώμα σου γινόταν όλο και περισσότερο «αρσενικό», το δικό μου όλο και περισσότερο «θηλυκό». Αλλά μέσα μας δεν νιώθαμε έτσι. Εσωτερικά, ήμασταν δύο ανθρώπινα ζώα που υφίσταντο μεταμορφώσεις ο ένας δίπλα στον άλλον, που γινόμασταν ελεύθερα μάρτυρες αυτής της αλλαγής του άλλου. Με άλλα λόγια, μεγαλώναμε. (Α120)
Ή με τα λόγια του Χάρυ:
Να παραμείνεις φρικιό και να τους ανατινάξεις προτού έρθουν να σε πιάσουν, επειδή ό,τι κι αν λένε, η αλήθεια είναι πως σε θέλουν νεκρό και γελιέσαι αν πιστεύεις το αντίθετο. (Α118)
Ριζοσπαστικό κουήρ, ετεροκανικότητα και ομοκανονικότητα, εγκλωβισμός και αποβλάκωση στην ιδιωτική σφαίρα και θριαμβευτική υποκειμενοποίηση στη δημόσια σφαίρα χάνουν την τραχύτητα των ορίων τους. Διαδικασία καθόλου ρόδινη:
Τα σώματά μας άρχισαν να γίνονται πιο ξένα, για μας τους ίδιους, του ενός για τον άλλον. Έβγαλες άγριες τρίχες σε καινούργια σημεία. Νέοι μύες απλώθηκαν πάνω στα κόκκαλα των γοφών σου. Το στήθος μου ήταν ερεθισμένο για πάνω από ένα χρόνο, και παρόλο που πλέον δεν πονάει, και πάλι αισθάνομαι σαν να ανήκει σε κάποιον άλλο (και ισχύει κατά μία έννοια μιας και ακόμα θηλάζω). Για χρόνια ήσουν μαγκωμένος. Τώρα βγάζεις την μπλούζα σου όποτε σου γουστάρει, εμφανίζεσαι μυώδης, γυμνός από τη μέση και πάνω σε δημόσιους χώρους πηγαίνεις για τρέξιμο – ακόμα και για κολύμπι. (Α124)
*
Γράφει η Νέλσον για το πώς βίωνε, την έναρξη τεστοστερόνης του Χάρυ:
Δε με ανησυχούσε τόσο η επέμβαση όσο η Τ – υπάρχει κάτι πολύ σαφές στην αφαίρεση στήθους που δεν διαθέτει η ορμονική αναδιάταξη- όμως ένα κομμάτι μέσα μου εξακολουθούσε να θέλει να διατηρήσεις το στήθος σου όπως ήταν. Το ήθελα για χάρη μου, όχι για σένα (δηλαδή ήταν μια επιθυμία που έπρεπε να ξεφορτωθώ και μάλιστα γρήγορα). Ανακάλυψα επίσης ότι έτρεφα ασυνείδητα εναντίον σου μια butch επιθετικότητα του στυλ, Έχεις μούσι εδώ και χρόνια και ήδη περνάς για άντρας εννιά στις δέκα φορές χωρίς να παίρνεις Τ, τα πας πολύ καλύτερα απ’ ό, τι οι περισσότεροι άνθρωποι που θέλουν το ίδιο με σένα. Δεν είναι αρκετό; (Α75)
Λίγο πριν εκείνος της είχε ήδη απαντήσει:
Ακόμα να το καταλάβεις; Μου φώναξες. Ποτέ δεν θα νιώσω τόσο ελεύθερος όσο εσύ, ποτέ δεν θα νιώσω τόσο άνετα στον κόσμο, ποτέ δεν θα νιώσω τόσο άνετα μέσα στο ίδιο μου το σώμα. Έτσι είναι, και έτσι θα είναι πάντα. (Α48)
Σε αυτή τη δυσκολία να νιώσεις άνετα στο ίδιο σου το σώμα η ιατρική, η ψυχανάλυση και η ψυχιατρική παίζουν το κομμάτι τους κατασκευάζοντας, νομιμοποιώντας και αναπαράγοντας το καθεστώς της έμφυλης διαφοράς και μέσω αυτού, των σωμάτων που αποκλίνουν από αυτήν ως ανώμαλων. Βασισμέν@ στην ιστορία της επιστήμης, @ Πρεθιάδο, δείχνει πώς έγινε το πέρασμα σε αυτό το καθεστώς, αποφυσικοποιώντας το. Βάζει στο κέντρο τ@ τον 19ο αιώνα, πριν από τον οποίο κυριαρχούσε η επιστημολογία του ενός φύλου, του αντρικού που θεωρούνταν το τέλειο, με το γυναικείο σώμα να αναπαρίσταται ως μια ιεραρχικά κατώτερη παραλλαγή του (Τ65-66) και δείχνει πώς τότε οι νέες ιατρικές, με τη συνδρομή της φροϋδικής ψυχανάλυσης ως θεωρίας και κλινικής πρακτικής, οδήγησαν από αυτό το μοντέλο της μίας ανατομίας, στη δημιουργία της αισθητικής της έμφυλης διαφοράς, με τον κόλπο να αντιτάσσεται σταδιακά στο πέος, τις ωοθήκες στους όρχεις, κτλ (Τ67), κάτι το οποίο με τη σειρά του έκανε τη γυναίκα από ανύπαρκτη ως υποκείμενο ανατομικά και πολιτικά, αναπαραγωγική μηχανή δίπλα στον άντρα της παραγωγικής εργασίας. Το μοντέλο της έμφυλης διαφοράς, που αναδυόταν ανά διαστήματα ως τότε χωρίς να καταφέρνει να επικρατήσει, εξηγεί, ακολουθώντας την Kινγκ (14), ήρθε να ενισχύσει την πατριαρχία, νομιμοποιώντας έμφυλες διακρίσεις στη βάση της υποτιθέμενης γυναικείας κατωτερότητας (Τ69).
Βάζοντας στο κέντρο, και φυσικοποιώντας τη λίμπιντο, την οποία οργανώνει στη βάση της ετεροφυλοφιλίας, η ψυχο-σεξουαλική θεωρία, την κατασκευάζει ως την υπέρτατη αλήθεια του υποκειμένου την οποία πρέπει να ανακαλύψει μέσω της ψυχανάλυσης κατασκευάζοντας και τ@ ίδι@ ως ασθενή, αφού οτιδήποτε αποκλίνει από την ετερόφυλη σεξουαλικότητα, όπως την οραματίστηκε σε τακτοποιημένα εξελικτικά στάδια ο Φρόυντ, βαφτίζεται άρρωστο και χρήζει θεραπείας, μιας θεραπείας που όπως σημειώνει, @ Πρεθιάδο, «είναι αναγκαία ώστε το πατριαρχοαποικιακό υποκείμενο να συνεχίσει να λειτουργεί παρά το τεράστιο ψυχικό κόστος και την απερίγραπτη βία αυτού του συστήματος» (Τ76).
Πολλές θεωρίες και πρακτικές έκτοτε πάτησαν πάνω σε αυτήν, κολλώντας διαγνώσεις στο μη ετεροκανονικό υποκείμενο και προσπαθώντας να το θεραπεύσουν. Από τον θηλυπρεπή παθητικό ομοφυλόφιλο και τις αφύσικα ενεργητικές αντρογυναίκες του Βέστφαλ στον παρανοϊκό ψυχοσεξουαλικό ερμαφρόδιτο του φον Κραφτ-Έμπινγκ και από τον άρρωστο διεμφυλικό του Κόλντγουελ στη «δυσφορία φύλου» του Φισκ και από εκεί στην εισαγωγή της διεμφυλικότητας στο DSM στις διαταραχές φύλου και τις νέες ταξινομίες που, μπλέκοντας επιτέλεση και ταυτότητα φύλου με τον σεξουαλικό προσανατολισμό, ποσοτικοποιούν την παθολογία που κατασκευάζουν μέχρι το ψυχωτικό τέρας της Μιγιό, το νάρκισσο διεμφυλικό σε ντελίριο της Σιλάν και τον εμμονικό της Σασεγκέ-Σμιρζέλ που παλινδρομεί προς ένα προγεννήσιο στάδιο (Τ87-95), @ Πρεθιάδο δείχνει πώς η ψυχανάλυση και η ψυχιατρική, φυσικοποιώντας την πατριαρχοαποικιακή επιστημολογία της έμφυλης διαφοράς, κατασκεύασαν το τρανς σώμα ως άρρωστο και το αφήγημα του βιολογικού σώματος ως φυλακής στο οποίο βασίζεται η ψυχιατρική σήμερα απαιτώντας από το τρανς άτομο να επαληθεύσει, επιτελώντας πειστικά την δυσφορία του σε μια αγέλη υπηρετών της, ώστε να επικυρωθεί ως αληθινά τρανς και να έχει πρόσβαση (αν υποθέσουμε ότι έχει την πολυτέλειά της εξαρχής) στις ορμόνες και τα χειρουργεία που κατασκευάζονται ως απελευθέρωση και θεραπεία.
Ελεύθερ@ και θεραπευμέν@ αναμένεται από το τρανς άτομο να νιώσει, όσο πλησιάζει σε αυτό που θεωρούν στόχο του (να γίνει άντρας ή γυναίκα), με τις ορμόνες και τις χειρουργικές επεμβάσεις να γίνονται τα χαρούμενα αντικείμενα στα οποία (του αναμένεται να) επενδύει, αφού κατασκευάζονται ως τα κλειδιά της εξόδου όχι μόνο από την έμφυλη φυλακή, αλλά στο βαθμό που το φύλο είναι τόσο κεντρικό στην οργάνωση της ζωής και του συναισθήματος, από όλα του τα προβλήματα. Το άτομο, λοιπόν, που έχει κάνει τη μετάβαση σκανάρεται διαρκώς και πρέπει αφενός να δείχνει ευτυχισμένο και βέβαιο, αφετέρου να επιτελεί τους έμφυλους ρόλους και μανιερισμούς του φύλου με το οποίο πια έχει καταχωρηθεί σε όλα τα έντυπα και αναγνωρίζεται (αν αναγνωρίζεται). Αν δεν το κάνει, του φορτώνουν ότι μετάνιωσε, και μετατρέποντάς το σε εκπρόσωπο των τρανς σωμάτων, μέσω αυτού αναπαράγουν το αφήγημα του μπερδεμένου τρελού που ήρθε επιτέλους στα καλά του, εδραιώνοντας την έμφυλη διαφορά. Ούτε οι πλειστηριασμοί των πρώτων κατοικιών δεν θα ξεσήκωναν ποτέ τόση οργή όσο ένας τρανς άνδρας μετά την επιπεδοποίηση στήθους που μια μέρα ανεβάζει φωτογραφία του στα σόσιαλ με προσθετικό σουτιέν.
Εγκλεισμοί σε ψυχιατρεία, λοβοτομές, ηλεκτροθεραπείες, διορθωτικοί βιασμοί, θεραπείες μεταστροφής (Τ86), ακρωτηριασμοί και φαρμακοθεραπείες ίντερσεξ παιδιών (Τ99-100), εξαναγκασμός στα αντίστοιχα των ενήλικων τρανς σωμάτων προκειμένου να δηλωθούν στα ληξιαρχεία βασίζονται σε αυτό το αφήγημα των δύο φύλων. Και είναι αυτή η ιστορία που μαθαίνει το τρανς άτομο όταν ψάχνει να βρει την ιστορία σωμάτων σαν το δικό του (όχι ιδιαίτερα κοινή με την «ανθρώπινη» ιστορία που προσπαθούν να μας πείσουν ότι όλοι βιώνουμε) με τους ειδήμονες να του αφαιρούν το δικαίωμα να κατασκευάζει γνώση για τον εαυτό του.
Σαν τον Κόκκινο Πέτερ που δεν βλέπει τον εξανθρωπισμό του ως μία ιστορία επιτυχίας, ένα χρονικό χειραφέτησης και απελευθέρωσης από το ζωώδες, αλλά ως εγκλεισμό στο κλουβί της ανθρώπινης υποκειμενικότητας (Τ16), έτσι και @ Πρεθιάδο, έχοντας κάνει πια τις διαδικασίες που τ@ κάνουν να περνά ως άντρας, αρνείται να μπει στο κλουβί της έμφυλης φυλακής, και κυρίως της αρρενωπότητας, και μπαίνει σε ένα άλλο κλουβί, που έχει την επίγνωσή του αυτή τη φορά, του «μη δυαδικού σώματος», διεκδικώντας ξανά το τερατώδες από τη θέση του οποίου αρθρώνει λόγο. Γράφει:
Τέρας είναι το άτομο που ζει σε μετάβαση. Εκείνο που το πρόσωπο, το σώμα, και οι πράξεις του δεν μπορούν ακόμα να θεωρηθούν αληθινές μέσα σε ένα καθεστώς προκαθορισμένης γνώσης και εξουσίας (Τ44).
Επιστρέφοντας στο «φρικιό» Χάρυ, η ελευθερία που του αναμένεται να νιώθει μέσα στο σώμα του θα περιορίζεται από τα μάτια της έμφυλης διαφοράς που δεν μπορούν να διαβάσουν την εμπειρία του σε όλο του τον πλούτο, αλλά επιμένουν να βλέπουν γαλάζιο ή ροζ, όπλα ή μπάρμπι, δύναμη ή ομορφιά, ευφυΐα ή φροντίδα και αυτά καρφωμένα πάνω στο πέος ή το αιδοίο, το επίπεδο στήθος ή το στήθος που εξέχει έτσι ώστε να είναι αδύνατο να συλλάβει κανείς ότι το να νιώθεις καλά μες στα δευτέρα σημαίνει ότι θα νιώθεις καλά και μέσα στα αντίστοιχα πρώτα ή ότι ο τρόπος που βιώνεις τα δευτέρα δεν είναι σταθερός και ότι αυτό που φαίνεται επιλογή σου είναι πιο κοντά στο καλά από ο, τι δεν είναι.
@ MxMorphling (16), youtuber που καταγράφει στο κανάλι του την ζωή του ως μη δυαδικό σώμα, @ οποί@ έκανε επέμβαση επιπεδοποίησης στήθους και τεστοστερόνη την οποία στη συνέχεια διέκοψε με ακόλουθους τ@ να τ@ βομβαρδίζουν με μηνύματα ότι μετάνιωσε (χρησιμοποιώντας το γεγονός ότι σε ένα βίντεό τ@ φορούσε προσθετικό σουτιέν και όλα αυτά που αναγνωρίζονται ως γυναικεία), απαντάει, χαλώντας το δράμα, ότι έχοντας ένα επίπεδο στήθος, μπορεί κάποι@ να προσθέσει, κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει αντίστροφα. Τα μέλη του σώματος που βιώνονται ως αποσπώμενα, όπως ένα στραπ ον, είναι ένα παράδειγμα του κατά πόσο η λακανική θεωρία πιστεύοντας ότι τα άτομα μπερδεύουν το πράγμα με το σύμβολο, το πέος με το φαλλό, είναι περιορισμένη: το ότι επιλέγει την επέμβαση από το binder δείχνει κάτι για τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται το σώμα και όχι για αυτό που συμβολίζει. @ Olie Sminkey, ποιήτ@, σε ένα ποίημα τ@ για τα στήθη (17) γράφει ότι νιώθει το δικό τ@ πάνω τ@ όπως κάποι@ θα ένιωθε ένα πέος να κρέμεται από τον αγκώνα τ@: ως κάτι που διασπά την συνέχεια του σώματος και δεν αναγνωρίζεται ως δικό του.
Η παραστασιακή επιτελεστικότητα της Μπάτλερ είχε προκαλέσει αντιδράσεις όταν διαβάστηκε ως κάτι που συνεπάγεται ελευθερία του ατόμου να αλλάζει και να ξαναλλάζει φύλο – κάνοντας τη μία επέμβαση μετά την άλλη, αλλάζοντας τη μία ορμόνη μετά την άλλη, παίζοντας με την γραφειοκρατία• κάποιες θεωρίες συνωμοσίας πίσω από αυτό έβλεπαν και τρόπους εγκληματιών να αποφεύγουν το σύστημα. Ακόμα, της καταλογίστηκε ότι πίστευε με αφέλεια στην επιλογή που έχει το άτομο πάνω στο φύλο του. Το τελευταίο ήρθε και ταίριαξε καλά στα αφηγήματα που θέλουν τη μη ετερόφυλη σεξουαλικότητα πολιτική ατζέντα ή αναγκαστική επιλογή λόγω αποτυχίας στην ετεροκανονικότητα.
@ Πρεθιαδο όταν αναφέρεται στα προνόμια τα οποία απέκτησε ως ο άντρας που βλέπεται τώρα (από αυτά επισημαίνει ότι για πρώτη φορά αισθάνεται “οικουμενικός”) ή όταν ανακαλεί το παρελθόν τ@ ως κοριτσιού στην ισπανική επαρχία, και ήξερε ότι εκτός των άλλων δεν ήταν ωραία ούτε θύμα, κεντρίζει αυτά τα σημεία για να συνεχίσει μιλώντας για τη διακοπή της μετάβασης (de-transitioning) από το ενδεχόμενο της οποίας δεν στερεί τ@ εαυτ@ τ@.
Όταν η Νέλσον αρχικά δεν θέλει την επιπεδοποίηση του στήθους του Χάρυ προβάλλοντας ως επιχείρημα το ότι ως butch λεσβία περνάει ήδη ως άντρας, μιλά για τον αυτοπροσδιορισμό ο οποίος (θα έπρεπε) είναι έγκυρος (και) χωρίς καμία επεμβατική διαδικασία (ένα σώμα με στήθος που εξέχει και αιδοίο είναι αντρικό εφόσον έτσι προσδιορίζεται). Αυτό ωστόσο είναι προβληματικό όσο υποθέτει ότι λύνοντας το πρόβλημα της γραμματικής κατηγορίας του φύλου – και ιδανικά στα έντυπα ταυτοποίησης- λύνεται αφενός η θεσμική και κοινωνική θέση του τρανς ατόμου, αφετέρου η σχέση του με το βιωμένο σώμα, το οποία μόνο δεδομένα δεν είναι. Επιπλέον, πόσο μπερδεμένη είναι η ταυτότητα και η έκφραση φύλου με την σεξουαλικότητα και κυρίως πόσο φυσικοποιημένη είναι η έμφυλη διαφορά.
Αυτό που κάνουν τα δύο έργα, το ένα βάζοντας ξανά στο τραπέζι το πρόβλημα της μητρότητας, το άλλο αποφυσικοποιώντας την έμφυλη διαφορά δεν είναι να προτείνουν μια αποπολιτικοποιημένη ανθρωπινότητα, αλλά αναγνωρίζοντας τη συμβολή των φεμινιστικών και λοατκια+ κινημάτων, τα προκαλούν να δουν δικά τους σύνορα και περιπολίες.
Βιβλιογραφικές αναφορές και σημειώσεις:
(1) Νέλσον, Μ. (2021). Οι Αργοναύτες (μτφ. Μ. Φακίνου, 2η έκδοση). Αντίποδες.
(2)Πρεθιάδο, Π. Μπ. (2022). Είμαι Το Τέρας Που Σας Μιλά: Αναφορά σε Μια Ακαδημία Ψυχαναλυτών (μτφ. Α.Μ. Ελευθερίου). Αντίποδες.
(3) Κάφκα Φ., (2012). Η Μεταμόρφωση και Αναφορά σε μια Ακαδημία (μτφ. Δ. Σπηλιώτη, Σ. Στρούμπος). Νεφέλη.
(4) McNamara, R. (2021). A Deep Feminist Dive Into Autotheory. Hyperalergic, https://hyperallergic.com/647014/autotheory-as-feminist-practice-lauren-fournier-mit/. Βλ. επίσης Fournier, L. (2021). Autotheory as Feminist Practice in Art, Writing and Criticism. MIT Press.
(5)Preciado, B.P. (2013). Testo Junkie. Sex, Drugs and Biopolitics in the Pharmacopornographic Era (μτφ. B. Benderson). The Feminist Press.
(6) Edelman, L. (2004). No Future. Queer Theory and the Death Drive. Duke University Press.
(7) Kervick, M.A. (2019). Embracing Maternal Eroticism: Queer Experiences of Pleasure in Maggie Nelson’s The Argonauts. Feminist Encounters: A Journal of Critical Studies in Culture and Politics, 3 (1-2), 08, ISSN: 2542-4920.
(8) O’ Reilly, A. (2016). Matricentric Feminism: Theory, Activism, and Practice. Demeter Press.
(9) Rich, A. (1995). Of Woman Born. Motherhood as Experience and Institution. W.W. Norton.
(10) Lord, A. (1984). The Uses of the Erotic: The Erotic as Power. Στο A. Lorde, Sister Outsider: Essays and Speeches (σ.σ. 53-59). Berkeley, CA: The Crossing Press.
(11) Irigaray, L. (1990). Je, tu, nous. Kindle ed., Éditions Grasset, 1990.
(12) Serres, M., Schehr, L. (1982). The Parasite. John Hopkins University Press.
(13) Husain, M. (2020). Staying with the Trouble of Motherhood: A Comparative Analysis of The Argonauts by Maggie Nelson and Motherhood by Sheila Heti, University of Amsterdam, Master thesis
(14) King, H. (2012). The One-Sex Body on Trial: The Classical and Early Modern Evidence. The History of Evidence in Context, Farnham Burlington. Ashgate, 2012.
(15) Βλ. Erikson, E. H. (l968). Identity: Youth and crisis. New York: Norton. Erikson, E. H. (1975). Life history and the historical moment. New York: Norton. Erikson, E. H. (1982). The life cycle repeated: A review. New York: Norton.
(16) MxMorphling, https://www.youtube.com/c/MxMorphling
(17) Schminkey, O., “Boobs” https://www.youtube.com/watch?v=Pi7Vss4GYks
(18) Δείγμα της δουλειάς του Alexei Sovertkov μπορείτε να βρείτε στο προφίλ του στο Facebook facebook.com/sovertkovphotography. Επίσης, εδώ: https://www.behance.net/sovertkov , http://internationalphotomag.com/alexei-sovertkov-art-of-re-selfing/ https://www.lightstalking.com/alexei-sovertkov/.