Εωθινό
Το εωθινό είναι βίσονας
Ξεδιπλώνει τα κέρατά του σαν λωτός
και το νερό είναι πάχνη, σκορπισμένη με ελαφριά
στροφή του λαιμού. Αυτή η αχλή συγκεντρώνεται σ’ ένα λεπτό
πυκνό τρίχωμα που ακολουθεί τη ραχοκοκαλιά
σαν λευκό ελάφι που ακολουθεί την κίνηση στους δρόμους
όταν χιονίζει
Τα λευκά πέταλα του λωτού
ή
λευκά αιμοσφαίρια, σαν μαργαριταρένια περιδέραια
που κρέμονται απ’ τις στέγες όταν πέφτει παγωνιά
Η ανάσα του εωθινού ορμάει βολίδα με συνοπτική
σαν βέλος βιασύνη
σαν τη ζωή λευκού κούνελου
και άλλων λευκών ζώων
Εωθινό: είναι το μόνο σημείο της εικόνας που είναι καστανό
Όλα τα άλλα είναι παντού λευκά
όπου η μικρή καραμπίνα του ματιού
καλυμμένη με λεπτή μεμβράνη δρόσου
μπορεί να ακροβατήσει
Το καστανό είναι το μόνο δέντρο με τέσσερις ρίζες
και δυο κλαδιά
Δεν ξέρω γιατί, το εωθινό
μου θύμισε ζογκλέρ
που περιμένει στα φανάρια
το πράσινο για τους πεζούς. Μετά αρχίζει να εκσφενδονίζει
σκονισμένα μπαλάκια του τένις
ένα ένα
σαν μεγάλα, λεία καρύδια
ντουπ
Αν κάποιο έπεφτε στο βρεγμένο δρόμο
θα κυλούσε κάτω από αυτοκίνητο έτοιμο να ξεκινήσει
και θα κατέστρεφε τη μέρα
Αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο δεν γίνεται λάθος
Δε μένει λάσπη στα χέρια
Ο έρωτάς μου είναι
κυνηγός που σημαδεύει
το κενό ανάμεσα σε δυο κέρατα
Μπετόν
Οι φίλοι μου ζουν σε κενά ανάμεσα στη ντουλάπα και τον τοίχο
που είναι αδύνατον να τα φτάσω.
Καθώς απλώνω τα χέρια μου, ένας ιστός σιωπής
εισβάλλει στο στόμα μου· η σκιερή σιωπή του γύψου.
Της λέω: διάλεξε μια κορνίζα
και εμβόλισε το κούφιο της κορμί με το κρανίο σου,
σπρώξε τις εύπλαστες ρίζες των μαλλιών, ανέγγιχτες απ’ τον ήλιο
πασπαλισμένες με αλεύρι,
βγες αθόρυβα από την κουζίνα του ή πήδα απ’ το παράθυρο
από τον δέκατο όροφο, θα προσγειωθείς στα άτομα των πιθανοτήτων
σαν τα σταχτιά λουλούδια του πάρκου της γειτονιάς.
Τα μάτια σου: σύμβολα ξέχειλων υπέρβαρων μαστών
που κρέμονται από τα μάτια του πατέρα σου, από γάλα αλόγου κι από δώρα
που πέφτουν από το δέρμα σου αντί για τα σκληρά χείλη του άντρα σου.
Τα λόγια του μαζεύονται στον ομφαλό σου,
σέρνονται ως τον αυχένα σου σαν κυπαρίσσια στο κοιμητήριο
και ξαφνικά, αντί για σκόνη, είσαι εσύ που κρέμεσαι απ’ τον πολυέλαιο.
Οι φίλοι μου είναι δικοί μου γιατί δεν είναι κανενός,
ακούν μόνο τον εαυτό τους κι αγγίζουν μόνο τον εαυτό τους,
ο φίλος μου είναι το πόδι του τραπεζιού
με την ακίδα που τρυπάει τον αντίχειρά σου όταν μετακομίζεις.
Η φίλη μου: πλαστικό μπαλάκι
γεμάτο καφέ υγρό.
Η φίλη μου είναι κατσαρό μαλλί
στο φρεάτιο του λαιμού της.
Της λέει: μαζί θέσαμε όρια
για να καθαρίσουμε παρέα Marija τα έπιπλα.
Του λέει: είναι εύκολο να καταρρέεις, δύσκολο είναι
να τρυπήσεις μπιζέλι με το πιρούνι σου.
Οι φίλοι μου είναι οι πρώτες λύπες
που αγάπησα στ’ αλήθεια.
Είναι οι πρώτοι που αποφασίζουν
και οι μόνοι που τηρούν τις αποφάσεις τους.
Οι φίλοι μου είναι κτίρια ψηλά
που κρατούν τα θεμέλια με τα χέρια.
Οι φίλοι μου είναι αεροπλάνο
με πόδια από μπετόν.
Χαράζοντας ευθείες γραμμές
Η κίτρινη αδράνεια της άφιξης
φρούτων, μήλων κι αχλαδιών
που βλασταίνουν από πέτρα μπηγμένη βαθιά σαν τακούνι,
βγήκε κολυμπώντας απ’ το νερό.
Όλα τα φρούτα είναι κίτρινα
κι εμφανίζονται μόνο σαν νύξεις,
η πυκνότητα του μεσημεριού μας πλησιάζει σαν τιθασευμένο τρένο
συστηματικά, με λεπτές αποκλίσεις,
και μας συμβουλεύει να είμαστε προσεκτικοί
με ελαφρά χαμόγελα,
καθαρές επιφάνειες και θερμαινόμενες ατσάλινες καρδιές,
έτοιμοι να λιώσουμε φίδια με φτυάρια
και να τα ξετρυπώσουμε κάτω από κάθε πέτρα.
Εκείνη έχει χέρια πυρίμαχα και
τα κρύβει στο φούρνο όπως το φίδι κρύβει τα πόδια του,
τεντώνει το λαιμό της, κρανίο και πιγούνι μια ευθεία
και εξετάζει τον ουρανό για ουλές
από τις ράχες των αεροπλάνων.
Δεν μπορεί να χαράξει πάνω μου τα πύρινα σημάδια της,
δεν μπορεί να μάθει το όνομά μου.
Οι ίριδες μας ορίζονται από βλεφαρίδες
που βαθμονομούν σαν μπουμπούκια,
μπουμπούκια του Μαΐου
όταν συνοδεύουν κορόνα και γράμματα.
Είμαι τόσο ευτυχισμένη που σ’ έχω
έκλεψες ένα κομμάτι από το αυτοκίνητο
κι έτσι κανείς δεν μπορεί να το οδηγήσει
και τώρα κάνεις οτοστόπ κι αναρωτιέσαι
αν άξιζε τον κόπο.
Η γρασιδένια γλώσσα σου κρύβει ψέμματα
γλυκές καλοκαιρινές προσβολές που σε βοηθούν να μ’ αγαπήσεις.
Όταν λιώνεις το όνομά μου στο στόμα σου,
θα ’παιρνα όρκο πως δεν είναι το όνομά μου.
Όταν το στόμα σου φιλάει το μάγουλό μου,
θα ’παιρνα όρκο πως δεν είναι το μάγουλό μου.
(Μετ. Memi Katsoni)
Marija Dejanović / Μάρια Ντεγιάνοβιτς
Η Marija Dejanović (1992) είναι ποιήτρια και θεατρική συγγραφέας. Σπούδασε Συγκριτική Φιλολογία και Παιδαγωγική στο Πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ. Ζει μεταξύ Ζάγκρεμπ, Κροατίαs και Λάρισας και έχει εκδώσει τρία βιβλία ποίησης: 2018 – Etika kruha i konja (Βραβείο Goran για νέους ποιητές, βραβείο Kvirin για νέους ποιητές), 2019 – Središnji god (Βραβείο Zdravko Pucak για νέους ποιητές), 2021 – Dobrota razdvaja dan i noć (επιλεγμένη λίστα για το μεγαλύτερο Κροατικό βραβείο ποίησης, Tin Ujević) και μία θεατρική παράσταση Ne moramo više govoriti, svi su otišli (Βραβείο Marin Držić για το έτος 2020 από το Υπουργείο Πολιτισμού της Κροατίας). Μεμονωμένα ποιήματά της βραβεύτηκαν με το Βραβείο Milo Bošković (2021), το Βραβείο DiBiase Poetry Contest (2021) και το Βραβείο Castello di Duino (2022). Στην Ελλάδα εκδόθηκε μία τρίγλωσση επιλογή της τελευταίας της ποίησης Όρατο Όστο (2020, Κύκλος Ποιητών), ενώ μεταφρασμένα ποιήματά της δημοσιεύτηκαν σε περίπου 15 γλώσσες του κόσμου. Είναι μέλος της Κροατικής Εταιρείας Συγγραφέων, του Κέντρου PEN της Κροατίας και της πλατφόρμας διεθνών ποιητών και φεστιβάλ Versopolis. Είναι μία από τις συντάκτριες του περιοδικού Tema και αναπληρώτρια διευθύντρια του Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης.