ΟΧΙ ΜΟΝΗ

Συχνά
τις νύχτες κρύβομαι στα πυκνά δέντρα ενός δάσους.
Συχνά
την αυγή
χάνω τον δρόμο της επιστροφής.
Απελπίζομαι.
Κλαίω.
Ψάχνω στο σκοτάδι να βρω κάποιον.
Ένα ον να το ακολουθήσω, να με συνοδεύει στην έξοδο.
Μερικές φορές κλείνω τα μάτια και μένει ακίνητη.
Ίσως υπάρχουν φωνές εκεί έξω να μου λένε πώς να επιστρέψω.
Μερικές φορές το βλέμμα πιάνει σκιές της φαντασίας και η ελπίδα αναγεννιέται.
Οι σκιές αχνοφαίνονται και σβήνουν.
Οι ελπίδες σχεδόν εξαφανίζονται.
Τότε ξαφνικά κάποιος εμφανίζεται μπροστά μου και οι ελπίδες αναπτερώνονται.
Είναι πολύ σκοτεινά ακόμα.
Μόνο μια φωνή ακούγεται:
«Μήπως ξέρεις τον δρόμο της επιστροφής;»
Συχνά χάνομαι.
Αλλά μερικές φορές δεν χάνομαι μόνη.

ΠΥΘΙΑ

“Στη φωτιά που άναψες
Στα φύλλα που έκαψες
Στ όνειρο που είδες το φίδι καπνού να πλησιάζει

Σου τ’ορκίζομαι!
Η Πυθία δεν είναι πια ανάμεσά μας ».

Προσοχή!
Ο χειμώνας έρχεται.
Η Πυθία που έφυγε και πιά δεν ξαναείδαμε
φεύγοντας ψιθύρισε μερικές λέξεις
Και συ ανάβεις φωτιά
Και συ καίς λίγα φύλλα
Και συ βλέπεις στ όνειρο λόγια καπνού στο σκοτάδι
Τα βλέπεις, αλλά δεν τα ακούς.
Προσοχή!
Ο χειμώνας έρχεται.
Η Πυθία εξαφανίστηκε
μαζί με την τελευταία σπίθα.
Δεν υπάρχει πλέον φωτιά,
μόνο ο καπνός τώρα
μοιάζει με φίδι που δαγκώνει τον εαυτό του.

Προς το τέλος του ονείρου μερικές λέξεις ακούγονται:
“Ξεκινά από την αρχή ό,τι τελειώνει …”

ΣΚΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΣΕΝΤΟΝΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Ι.
Οι κεραυνοί είναι αυτοί
που σε κάνουν να κλείσεις τα αυτιά σου,
γιατί τώρα ξέρεις τις βροντές που έρχονται.
Σκίζεται το μαύρο σεντόνι της νύχτας.
Πύρινο δέντρο.
Δεντροφωτιά.
Φρούτα που χάνουν
γεύση
χρώμα
μορφή.
Σπόροι φρούτων που γίνονται στάχτη.
Δεντροφωτιά που κοιμάται
και στον ύπνο συναντά ένα απλό δέντρο.
Πύρινος ύπνος
άγευστος
άχρωμος
άμορφος.
Σπόροι καρπών που γίνονται στάχτη.

ΙΙ.

Μια μέρα μου μίλησες για τα ακέφαλα αγάλματα.
Ξεχασμένα ανάμεσα στα κλαδεμένα δέντρα
που κάτω από τον ήλιο κάνουν άμορφες σκιές
ή
σε σχήμα που εσύ
χωρίς να δεις το δέντρο
δεν θα ήξερες τι σκιά θα ήταν.
Σου είπα ότι δεν φταις εσύ.
Αυτοί που σου έμαθαν πώς πρέπει να μοιάζει μια σκιά δέντρου,
έφυγαν από το πάρκο χωρίς φταίξιμο στην πλάτη.
Εγώ γελάω. Μετά κι εσύ.
Κλαδεύεται ένα δέντρο με λέξεις;

ΙΙΙ.

Σκίζεται το μαύρο σεντόνι της νύχτας.

Στην άρνηση απάνω να ακούσουν βροντές,
οι σπόροι των καρποφόρων δέντρων
έγιναν στάχτη.
Ξαφνικά
τα ακέφαλα αγάλματα βρήκαν όλες τις αισθήσεις κι εγώ
ακούγοντάς σε
περιπατώ ανάμεσα στα άμορφα δέντρα
που ως εκ θαύματος,
γλίτωσαν τον κεραυνό.
Αμέσως
κάπου πιο πέρα
περιμένει να σαπίσει στο σκοτάδι
ό,τι απέμεινε από τα αφάγωτα φρούτα
των κλαδεμένων δέντρων.
Δυστυχώς δεν έχουν σπόρους.

 

H Alma Braja (Αργυρόκαστρο 1974). Από το 1993 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε τουριστικά επαγγέλματα. Ποιήματα και πεζά της έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες, σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά στην Αλβανία και το Κοσσυφοπέδιο, καθώς και στην Ελλάδα στο Poiein.gr και στο Φρέαρ, όπου δημοσιεύτηκε και η ανθολογία της «15 + 1 Αλβανοί ποιητές». Η πρώτη της ποιητική συλλογή Άμμος στη χούφτα, εκδόθηκε πρόσφατα στα αλβανικά.