Σουίτα για τρεις
Αναπληρωτής φιλόλογος στην δημόσια εκπαίδευση.
Γράφει τα βράδια μετά τη δουλειά – το κάνει τακτικά. Δεν έχει αξιώσεις – πράγματι, το λέει πιστεύοντάς το. Με αληθοφανείς εικόνες μπορεί και διαβλέπει την ανυπαρξία του – το επέκεινα… Το κάνει από μικρός. Θα σας έγραφε εύκολα για την ματαιότητα, το εφήμερο της ύπαρξης – κι άλλα τέτοια δακρύβρεχτα… Επιμένει, δεν είναι στωικός ούτε 26 πια. Άλλωστε, ξέρει: δεν είναι αυτό το θέμα γι’ απόψε.
«Λέει πως γράφει». Η φράση στέκει μετέωρη στο χαρτί. Σκέφτεται τι θέλει να πει. Ακούστε∙ αν ενώναμε – δέναμε μ’ ένα συρραπτικό – τούτη ‘δω τη σελίδα μ’ άλλες πέντε, θα μπορούσαμε να φτιάξουμε έναν μικρό χάρτινο ιμάντα. Κι αν, πριν κλείσουμε το αυτοσχέδιο «λουρί» μας -ενώναμε την πρώτη με την τελευταία σελίδα-, το προσαρμόζαμε γύρω απ’ έναν κύλινδρο – σαν τηλετυπικής μηχανής ή τον πλάστη ενός φούρναρη! Η διάμετρος του κυλίνδρου θα έφτανε για να τεντωθεί ο ιμάντας – προσεκτικά, χωρίς να σκισθεί. Και αν τοποθετούσαμε μια μηχανή λήψης ακριβώς μπροστά από τον κύλινδρο—–
Τότε, θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε.
Κι αν η φράση [«Λέει πως γράφει»], στην πρώτη σελίδα, έμπαινε σε πλαίσιο.
Και πατάγαμε το κουμπί! Ηλεκτροδοτείτο η κίνηση του κυλίνδρου!
[Νουνουυυνουυυνουυυνουυ, φρόνιμο το μοτεράκι – δεν ξεφεύγει καμιά στριγκλιά∙ στοπ!]
Κι αν κοτσάραμε στο τετραγωνάκι δυο φτερά!
[και συνεχίζει το μοτεράκι μουνουνουνουνουνου – στοπ!]
Τώρα! Αν ζωγραφίζαμε σε καθεμιά από τις έξι σελίδες -που μας κάνουν τούτη την «κορδέλα»- αυτό το φτερωτό τετραγωνάκι∙ σε διαφορετικά ύψη ανά σελίδα, κι απ’ την ίδια πλευρά – την εξωτερική.
[Και πάμε πάλι το μοτέρ – το μουρμούρισμά του…]
ΣΤΟΠ! Τι έχουμε εδώ; Η λήψη παρακολουθεί την περιστροφή. Σχεδιοκίνηση! Είναι σχεδόν παιδικό. Κατάσταση κινουμένη – εικόνα με ενέργεια εγκολπωμένη! Οι λέξεις πετούν∙ από πάνω μετά κάτω μετά πιο πάνω από το πρώτο πάνω και ύστερα πιο κάτω από το πρώτο κάτω και μετά πιο κάτω από το πρώτο πάνω και πιο κάτω από το δεύτερο πάνω ——∙ το βλέπετε;
«Λέει πως γράφει»
«Λέει πως γράφει»
«Λέει πως γράφει»
«Λέει πως γράφει»
«Λέει πως γράφει»
«Λέει πως γράφει»
Τέλος πειράματος.
00:15.
Τι ζητά. Τώρα, εδώ, στο χαρτί – η διάθεσή του έπεσε.
Να παίξει μ’ αναμνήσεις, «να γυμνάσει τη φωνή» – καθώς λέει. Να πιστέψει -έστω λίγο- πως «στέκεται στον χρόνο». Ηδονικό, κοινότοπο το ψέμα – δεν ταίριαξε το «πλάνη». Φθηνή η διατύπωση. Μένει αηδιασμένος.
Να φτάσει σε μιαν έκφραση, που να μοιάσει αυθεντική – ας είναι και προς στιγμήν. Δεν τον κουράζει η ειλικρίνεια∙ κάποτε, όταν την επέλεγε σαν στάση -ας πούμε ηθική-, φάνταζε συναρπαστική. Μα, πέρασε αρκετός καιρός. Τώρα, μπορεί εύκολα να την χειραγωγεί.
Κάποιος ίσως μάντευε – αδιόρατα, κάποιο παιχνίδι ρητορικής.
Μα ο υποθετικός αναγνώστης δεν θα υπάρξει.
Τουλάχιστον, γι’ αυτόν∙ γι’ απόψε.
Συνάντηση μ’ έναν ποιητή.
Τώρα στεκόταν μόνος. Τον φαντάστηκα να ακροβολίζεται στο δωμάτιο∙ απρόσιτο, με τους δικούς του συλλογισμούς. Οι κόρες των ματιών του ανακινούνταν – αδύνατον να εστιάσουν, να σταθούν… Και σαν φύσημα, ολότελα άχρωμη, ήρθε η μελωδία στα αυτιά μας – δεν την πρόσεξε διόλου. Ήχοι – που απ’ τα κάτοπτρα της μνήμης τώρα προκύπταν γκροτέσκοι. Επέμεναν, ξεχείλωναν σε ατονικούς παροξυσμούς —- Όχι, Όχι… Δεν ήμασταν εμείς, δεν ήμασταν εκεί ——– Συγκέντρωση στην παύση – τα σιγομιλήματα των θαμώνων δυνάμωναν απειλητικά. Το κουδούνισμα των φλιτζανιών – αδέξια κουταλάκια!!! Σςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςς… ΣΤΟΠ.
Τώρα στεκόταν μόνος∙ σε φόντο με χρωματισμούς βανγκογκικούς… Σ’ αυτό το βαθυγάλαζο της νύχτας. Σε μπερδεμένους λυρικούς τόνους – που ‘χασαν όμως τον παλμό. Το μουντό καφέ που ανόρεχτα επιλέξαμε για την συνάντησή μας… Η ματαίωση έφερε τ’ ανασήκωμα των φρυδιών. Με κοίταξε σαν μόλις να θυμήθηκε πως ήμουν εκεί. Μ’ ένα νεύμα έμεινα σίγουρος∙ η αναπόλησή του δεν μ’ αφορούσε.
Απόγευμα (197…).
Απ’ τη μικρή λόχμη αριστερά έβγαινε ακολουθώντας παράλληλα τον χωματόδρομο. Και, εδώ που τα λέμε, με το ζόρι που φαινόταν – ανάμεσα στα ψηλά χόρτα και το γρασίδι που φύτρωνε ολόγυρα. Ένας από-συναρμολογημένος σιδηρόδρομος – τίποτε παραπάνω. Στην πραγματικότητα, ένα σπάραγμά του – δυο μακριές ατσάλινες στήλες. Ίσαμε 100 μέτρα η μια. Χωμένες μέσα σ’ ένα κατάφυτο, δυσδιάκριτο μονοπάτι∙ πεταμένες, παρωχημένες, άχρηστές.
Όταν ρώτησαν τον κοινοτάρχη για την ιστορία του οικισμού, ενοχλημένος τούς απάντησε πως είναι φρέσκο-αποσπασμένος εδώ∙ ουδεμία σχέση με τον τόπο – υπαινίχθηκε, μάλιστα, προς υπεράσπισή του, «τερτίπια» στις αποσπάσεις απ’ τα τοπικά συμβούλια. Εκτός θέματος. Την επομένη, όμως, όταν τον ρώτησαν συγκεκριμένα για τη σιδεροτροχιά – σκόνταψε ο ένας πάνω της καθώς κάναν το πρωινό τους τρέξιμο – φάνηκε να παγιδεύεται. Μας τις φέραν απ’ τα περίχωρα του Ράντομ – εκεί θα ξέρουν καλύτερα να σας πουν. Κατάλαβαν.
Κοίταξαν ξανά τον κοινοτάρχη.
-Τρεμπλίνκα;
-Τρεμπλίνκα.