Πανταρεί
Ελένη Αναστασοπούλου
Θα προσπαθήσω να σας πω μια ιστορία, όχι γιατί είναι σημαντική ή ξέρω ΄γω τι, αλλά γιατί θέλω, να την τοποθετήσω απέναντί μου, να την κοιτάξω και να με κοιτάξει σαν να την βλέπω πρώτη φορά. Δοκίμασα κι άλλη φορά να τη βάλω στο χαρτί, όμως οι λέξεις έγιναν νερό που πανταρεί, χωρίς σταματημό, μόνο χαμό από προσώπου γης, μέσα σε μια τρύπα-στόμα, αλλά συνεχίζει να πανταρεί κάτω απ’ τη γη και μόνο η βοή των νερών ακούγεται, στροβιλίζεται, ψάχνει μια ρωγμή για να ξεπηδήσει.
Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, όταν οι ήχοι των ανθρώπων αποκοιμιούνται κάτω από δέντρα, πάνω σε πεζούλες και σε όχθες, νανουρισμένοι από τον βόμβο των εντόμων, η φύση στήνει το δικό της κουβεντολόι στο Κάτω Πηγάδι. Είναι το μαγικό μέρος των παιδικών μου χρόνων το οποίο μόνο με τη χρήση συνθήματος άνοιγε τις πύλες της δικής μου λαγότρυπας, και, μεταξύ μας, ακόμη το χρησιμοποιώ. Κάθε φορά που πλησιάζω στο πηγάδι, πέφτει μια σιωπή γεμάτη επιφύλαξη, στο μέχρι τότε φλυαρία πουλιών, εντόμων και βατράχων. Ακόμη μπορώ και πλαταγίζω, τη γλώσσα μου στον ουρανίσκο, όπως μου είχε μάθει ο παππούς κάτι σαν κουαξ κουαξ … σιωπή… βρε κε κεξ, έρχεται το παρασύνθημα και εισχωρώ στο φυσικό σύμπαν περιχαρής, εδώ είμαστε. Εκεί ήμασταν, οι μπριάνες, τα τσιρόνια, τα πουλιά, οι μέλισσες κι εγώ ξαπλωμένη στη ρίζα της καρυδιάς με τα πόδια μέσα στη μικρή βάτρα, τις νεογέννητες μπριάνες και τα τσιρόνια να μπερδεύονται στα δάχτυλα των ποδιών μου, τα βατράχια να πλατσουρίζουν, τις μέλισσες να έρχονται κατά σμήνη να ξεδιψάσουν και τα φύλλα των δέντρων να σιγομιλούν με το αεράκι ή να μαλώνουν τα πουλιά, που είχαν τον ασύχαστο. Τότε, που ήμουν παιδί, ορκιζόμουν ότι έβλεπα άσπρα κουνέλια με ροζ μάτια, τώρα, που δεν είμαι παιδί, τα ψάχνω.
΄Εκείνο το μεσημέρι ήταν αλλιώτικο, μια ανησυχία ανομολόγητη, μέσα κι έξω, το νερό, μουγγό, έπεφτε στη μικρή βάτρα χωρίς καθόλου να ταράζει την επιφάνειά της, τα βατράχια είχαν βγει απ’ το νερό και κούρνιαζαν, κεφάλι με κεφάλι, οι μέλισσες έκαναν κύκλους παράξενους, τα φύλλα της καρυδιάς άπνοα, τα πουλιά ακίνητα κι ο ήλιος σιωπηλός, σκεφτόμουν. Καθώς τον αναζητούσα ήλιε ήλιε είσαι εδώ; δυο ακτίνες έβαλαν σημάδι τις κόρες των ματιών μου και πέτυχαν διάνα, πέρασα από το φως στο σκοτάδι σε δευτερόλεπτα, ένα παράξενο σκοτάδι με δυο κύκλους από φωτιά ακριβώς στο κέντρο των ματιών μου, κέρματα περατάρικα σε άδειο βλέμμα, έμεινα με τα μάτια κλειστά, ζεματισμένα να αιωρούμαι στον ήχο του κενού και του σκοταδιού, δεν ξέρω πόση ώρα αλλά όταν τ’ άνοιξα μια ανησυχητική σιωπή είχε πέσει, είναι βαρύς ο ίσκιος της καρυδιάς πφφφ σιγά δοξασίες ίσκιος και βαρύς δεν γίνεται αλλά πάλι κάτι θα ξέρουν οι παλιοί αφού κανείς δεν έχει καρυδιά στην αυλή και τα φύλλα της τα πατούν με τα γόνατα το Σάββατο των ψυχών και να τώρα τι έπαθα για να μη τους πιστεύω.
Ένας αέρας φουσκωμένος ακίνητος έτοιμος να εκραγεί με πλάκωσε και σηκώθηκα να φύγω μα τότε άκουσα τη βουή να κατεβαίνει από την πλαγιά του Αη-Λιά να διασχίζει το διάσελο να στριφογυρίζει στη Βάλια να στρίβει στο ρουμάνι να κάνει τους κορμούς να τρίζουν να στριμώχνεται στο μυχό να ορμάει στο ρέμα ν’ ανταριάζει το νερό να ξεσηκώνει τα βατράχια να σκορπίζει τις μέλισσες στους πέντε άνεμους κι εμένα να με σπρώχνει στο ρέμα ως κάτω στον βυρό αυτόν που όταν τον ανέφεραν οι παλιοί χτυπιόταν το ρο ανάμεσα στα δόντια κι έχασκαν τα στόματα άβυσσο εκεί στην άκρη του βυρού η βουή έγινε στρόβιλος που ανέβαινε προς τον ουρανό κόβοντας τα σύννεφα σε κομμάτια κι όταν χάθηκε κι έμειναν τα σύννεφα βουρλισμένα άφησε πίσω ένα κορίτσι ν’ ανεμίζει με τα χέρια ανοιχτά σαν να προσπαθούσε να προσγειωθεί αλλά εμένα μου φάνηκε ότι θα έπεφτε στον βυρό κι έβγαλα μια φωνή πρόσεχεεε έχει ρουφήχτρες κι έτρεξα να την πιάσω και τότε γύρισε και με κοίταξε κι από τα μάτια της έτρεχαν νερά τα μαλλιά της τσακίζονταν με αφρούς πάνω στο σώμα της και μαγεύτηκα και τρόμαξα πολύ όμως είχα ήδη απλώσει τα χέρια μου την άγγιξα αλλά μου ξέφυγε πως να κρατήσεις το νερό στα χέρια και βρέθηκα μέσα στον βυρό να κολυμπώ ρουφήχτρες ρουφήχτρες θα με καταπιούν με όλη μου τη δύναμη κι ως δια μαγείας ο αέρας κατέβηκε κι έγειρε την ιτιά ως το νερό και πιάστηκα από τα κλαδιά της και βουουου με πέταξε μπρούμυτα στην όχθη, κουδούνια… ο κυρ Χρήστος έβγαλε τις κατσίκες για βοσκή… τώρα θ’ ακουστεί και το τσεκούρι του…, να το, ε καλά που είναι κι αυτός κι ανοίγει τα μονοπάτια κάθε χρόνο… να κι ο Μπέλος θα μυρίστηκε καμιά αλεπού μπορεί να είναι αυτή που τριγυρνάει στις αυλές μας φρρρουπ ένα αεράκι πέρασε μέσα από τα δάχτυλά μου και ανέμισε μια τούφα ξανθά, σχεδόν άσπρα, μαλλιά πώς βρέθηκαν αυτά στα χέρια μου; και τότε θυμήθηκα ότι κολυμπούσα στο βυρό με τις ρουφήχτρες ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται… όμως τα μαλλιά μου είναι καστανά και τα ρούχα μου δεν είναι βρεγμένα..
«Σήκω, σε πήρε ο ύπνος, δεν κάνει να κοιμάσαι κάτω απ’ την καρυδιά», με σκούντησε ο κυρ- Χρήστος.
Η φωνή του είχε έγνοια μα και μάλωμα, τον κοίταζα αλλά δεν τον έβλεπα, κοίταζα γύρω… κατάλαβε…
«Τι γυρεύεις; Την είδες;», είπε.
«Ποια, ποια να δω, κυρ- Χρήστο;»
«Την ΄Αλμπα… είν’ η μέρα της σήμερα, κανένας δεν έρχεται εδώ τέτοια μέρα…κοίτα, ακόμα κι οι κατσίκες στέκονται μακριά κι ο Μπέλλος γαυγίζει απ’ την ώρα που ζύγωσα εδώ…σήκω, πάμε να φύγουμε», είπε και μου έδωσε το χέρι. Είδε την τούφα των μαλλιών στο χέρι κι έχασε το χρώμα του.
«Πέτα τα… πέτα τα στο νερό, γρήγορα» είπε και βιάστηκε ν’ απομακρυνθεί. Τα έβαλα στην τσέπη μου και τον ακολούθησα. Μαύλισε τις κατσίκες του και δεν σταμάτησε παρά όταν φτάσαμε στην πλαγιά, απέναντι από το χωριό.
Έβαλε την γκλίτσα στη μασχάλη του και στηρίχθηκε πάνω της. Κάθισα καταγής.
«Που ‘ναι τα παπούτσια σου;», ρώτησε. Κοίταξα τα πόδια μου.
«Τ’ άφησα στο πηγάδι…κατέβηκα το ρέμα μέχρι τον βυρό…»
«Μμμ…», κούνησε το κεφάλι, «έχει ρουφήχτρες εκεί… εκεί χάθηκε…»
«Ποιος χάθηκε; Θα μου πεις;»
«Τι τα θες και τα σκαλίζεις τώρα, μέρα που είναι; Είδες κανένα παλιό να έρχεται κατά δω; κανένας! μόνο η νεολαία… είσαστε άσκεφτοι…δεν ξέρετε… γι αυτό »
«Αν δεν μου πεις, πώς να μάθω, κυρ-Χρήστο; Θα μου πεις;»
Κρουσταλένια. Δεν μιλούσε, κελάρυζε. Δεν περπατούσε, χόρευε. Απόδετη ολοένα κι άμα τη ρωτούσαν, Γιατί δεν ποδένεσαι τεντώνονταν κάτω, άνοιγε τα χέρια, αγκάλιαζε τη γης σαν να της μιλούσε στ’ αυτί και μετά σηκώνονταν και χόρευε. Απ’ την κοιλιά της δολιαμάνας της, χόρευε. Έβλεπαν οι χωριανοί την κοιλιά της ν’ ανταριάζεται, κι απόμνεισκαν θαμπωμένοι. Πέρα δώθε πήγαινε το φουστάνι της. Ο παπάς μια φορά πήγε τάχα να την ευλογήσει. Την ακούμπησε και σαν να κουλάθηκε από τότε. Μια γυναίκα, κόντευε σαράντα, στέρφα την έλεγε η πεθερά της, την ακούμπησε και γκαστρώθηκε. Όποιος ακουμπούσε την κοιλιά της τον εύρισκε μα το καλό, μα το κακό. Όντα ήταν να πάρει όρκο κανένας, τον έστελναν να βάλει το χέρι στην κοιλιά, όπως στο Ευαγγέλιο και να ιδείς άμα έλεγε ψέματα, έπαιρνε το αγέννητο και κλωθογύριζε και χτυπούσε την κοιλιά να πεταχτεί έξω.
Χαράματα ξεγέννησε. Ντάλα καλοκαίρι. Τα πηγάδια μια κλωστή νερό είχαν κι αυτό ζεστό. Πήγε στην Κρυόβρυση για νερό. Έβαλε τα ποδάρια της στο νερό να δροσιστεί κι ευθύς πετάχτηκε από μέσα της σαν νερομάνα. Άσπρη, κάτασπρη. Τσίνορα, φρύδια μαλλιά όλα άσπρα και κάτι μάτια από νερό, διάφανα. Άλμπα, φώναξε η γυναίκα, που πάει να πει άσπρη. Εκείνη την ώρα έσκασε ο ήλιος απ’ τη Βαρέγκα. Έπεσε πάνω στο γεννητσιάρικο και κόντεψε να φύγει απ’ τα χέρια της λεχώνας. Άχνισε σαν το νερό στο τσουκάλι. Εξατμίζονταν ένα πράμα. Το τύλιξε στην ποδιά της και κατέβηκε τρέχοντα στο χωριό. Μια κλωστή αίμα ξετυλίγονταν στο διάβα της. Την κουβάριασαν τα πουλιά και την κρέμασαν στην κουτσουπιά.
Μέχρι τα δώδεκα τη θωριά της δεν την είδε ήλιος. Μόνο την φωνή της άκουγαν στο χωριό. Όποιον περνούσε κάτω απ’ τα παραθύρια της τον τύλιγε η φωνή. Τον κρατούσε δεμένο. Φωνή μοναχά. Χωρίς λόγια. Αχός. Σαν βιολί σε μοιρολόι. Σα νύχτωνε, έβγαζε η δολιαμάνα της τις μπλε κόλλες απ’ τα παράθυρα, κι έβλεπαν οι χωριανοί τον ίσκιο της να χορεύει με τον δικό της αχό.
Τη μέρα που έκλεισε τα δεκατρία, κατακαλόκαιρο, ζέστα, φωτιά, κλούβιαζε το μυαλό, είχε πέσει η νύχτα κι ακόμα έβραζαν οι πέτρες, τα σοκάκια άδεια, όλο το χωριό, τρανοί, μικροί ήταν μαζεμένοι στην πλατεία, κάτω απ’ την μοσχοϊτιά, αλλά κι εκεί τίποτα, ούτε φύλλο δεν σάλευε. ΄Αξαφνα, ένα μπουγάζι, αφύσκο, όλο δροσιά κατέβηκε απ’ το μονοπάτι. Άνοιγαν τα στόματα να πάρουν ανάσα κι απόμκαν ανοιχτά. Νεράιδα σωστή. Στχειό. Απόδετη. Πιο άσπρη κι απ’ το άσπρο φουστάνι της. Τα μαλλιά της, μέχρι τη μέση, άσπρα κι αυτά. Χύθηκε στην πλατεία σαν το νερό της Κρέμασης. Δροσίστηκε ο τόπος. Θαμαίνονταν όλοι, ακόμα κι οι γονιοί της, απ’ το χορό και το τραγούδι της. Μετά ήρθε μια βροχή σιγανή. Ξεδίψασε ο τόπος και τα ζωντανά Από τότε, όντα κρύβονταν ο ήλιος, έβγαινε η Άλμπα. Φώτιζε πλιότερα κι απ’ αυτόν. Μα για καλό μα για κακό την έβαζαν μπροστά. Είχε ξέρα, έκαναν λιτανεία όλη νύχτα, όχι με ψαλμωδίες μα με τη φωνή της Άλμπας. Οι χωριανοί ακολουθούσαν, κι ο παπάς μαζί. Σταυροκοποιούνταν και μουρμούριζαν ήμαρτον. Για τα φυσικά κι ανθρωπινά, η Άλμπα. Αν μπορούσαν θα την έκαναν κομμάτια να έχει ο πάσα ένας για φυλαχτό. Το ‘μαθαν στα γύρω μέρη κι έρχονταν στο χωριό να πάρουν κι αυτοί λίγο απ’ την Άλμπα. Ποτάμι να ήταν θα στέρευε.
Νύχτα τη νύχτα μεγάλωνε η ΄Αλμπα και γιόμιζε τα σκοτάδια φως. Μετά έφυγε όπως ήρθε. ΄Έγινε ατμός. Ξέρεις τι είναι ο έρωτας; Φωτιά. Αυτό την έλιωσε. Ένας ξενομερίτης. Όμορφος σαν ήλιος το μεσονύχτι. Δεν είχε σέβας όμως. Στην αρχή την έβαζε να χορεύει και να τραγουδά μόνο γι αυτόν. Όλη νύχτα τραγουδούσε στα ρουμάνια και στις ρεματιές. Ο αχός της έφτανε μέχρι το χωριό. Κελαρυστός. Χαρούμενος. Όποιος είχε λύπη στην καρδιά, τ’ άκουγε και γελούσε το μέσα του. Μετά, αυτός, ήθελε να κάνει τον καμπόσο στην παρέα του. Την περίπαιζαν. Ο αχός άλλαξε.
Ένα βράδυ έμεινε άυπνο το χωριό. Το τραγούδι της ήταν τσακισμένο. Σαν το νερό στα βράχια. Στέρεψε η χαρά. Το πρωί, τους βρήκαν πνιγμένους στον βυρό. Είχαν στα χέρια τους τούφες από άσπρα μαλλιά. Η Άλμπα κι ο ξενομερίτης άφαντοι. Κανένας δεν ξέρει τι απόγιναν. Μόνο η βοή των νερών.