Ελ Πόι της Χαράς Τρε*

Η συλλογή Ελ Πόι της Χαράς Τρε φέρει τον υπότιτλο «Ελληνική λεσβιακή ποίηση». Με αυτό τον τρόπο δηλώνει τους όρους με τους οποίους θέλει να διαβαστεί και όχι κάτω από την γενική κατηγορία «ποίηση». Με αυτή την επιλογή αποδέχεται το ρίσκο να της χρεωθεί από το ότι απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο, μικρό, κοινό (και να παραγκωνιστεί) μέχρι ότι εμπορευματοποιεί την ταυτότητά της – σαν να μην ήταν εμπορευματοποίηση η ίδια η έκδοση γενικότερα αλλά μόνο στην περίπτωση των μη cis, μη straight, κατά βάση, αντρών° στην περίπτωση εκείνων, αντιθέτως, είναι …«ταξίδι» ασχέτως αν είναι -πολύ συχνά- υπέρογκα τα ναύλα.
Πράγματι οι ταυτότητες, οι πολιτικές τους, η χρησιμότητα και τα προβλήματά τους είναι από τα κεντρικά θέματα της συλλογής η οποία αποτελείται από 4 ενότητες («Έρωτες», «Κατάθλα» (σλανγκ για την κατάθλιψη), «Λεσβιακότητα», «Χωρισμοί»). Η λεσβιακή σεξουαλικότητα, η transmasculine ταυτότητα (butch και boi), όσο και η κατάθλιψη ιδωμένες διαθεματικά συγκροτούν την υποκειμενικότητα που γράφει και που μιλά για αυτά χωρίς καμία αγωνία μήπως θεωρηθεί αυτοαναφορική.
Στο ποίημα “ευχαριστώ” η Χαρά Τρε αναγνωρίζει τη σημασία τόσο των κοινωνικών αγώνων όσο και των αναπαραστάσεων και της συντροφικότητας στην περήφανη υιοθέτηση μιας ταυτότητας που είναι κοινωνικά στιγματισμένη:

Ευχαριστώ όλες τις λεσβίες
που υπήρχαν πριν από μένα
όσες τόλμησαν
όσες φώναξαν
όσες αγάπησαν
όσες έγραψαν κείμενα και βιβλία
όσες γύρισαν ταινίες

όσες μου μίλησαν
όσες με αγκάλιασαν
με παρηγόρησαν

ευχαριστώ,
χάρη σε εσάς μπορούμε και υπάρχουμε.

Η λοατκια+ ορατότητα, που τριγκάρει όσους θέλουν τα λοατκια+ άτομα εξαφανισμένα από το δημόσιο χώρο και λόγο (εκτός αν περνάνε ως στρέητ ή αν σου ξεπουλάνε το τραύμα τους για να εξαγοράσουν την αποδοχή σου, χρήσιμη για να γυαλίσεις το «προοδευτικό» προφίλ σου) επανέρχεται στην ποίηση της Χαράς Τρε ως αίτημα αποκατάστασης της ιστορικής αδικίας. Η απουσία υπεύθυνων λεσβιακών αναπαραστάσεων (η απόκρυψη της λεσβιακής σεξουαλικότητας ως πιθανότητας και η στέρηση του πένθους αυτής της πιθανότητας) κατά την παιδική και εφηβική ηλικία αναπαράγει και φυσικοποιεί την ετεροκανονικότητα ως (ηθικά και αισθητικά) καθολική και υγιή εμπειρία, δαιμονοποιεί, στιγματίζει (ή απειλεί με στιγματισμό), τιμωρεί και συμμορφώνει όσες προεξέχουν, φέρνοντας αποκλεισμούς και στερώντας τους τα υποστηρικτικά τους δίκτυα. Η ύπαρξη λοατκια+ χαρακτήρων σε σειρές σήμερα, ακόμα και όταν δεν είναι γελοίες καρικατούρες που καθησυχάζουν τον μικροαστισμό, δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί χωρίς δυσπιστία από τα λοατκια+ άτομα ούτε να χαιρετιστεί ως απόδειξη ισότητας.
Η προσχηματική στήριξη μη ηγεμονικών ομάδων (tokenism) αποφέρει κεφάλαιο και αποκρύπτει δομικές ανισότητες που παραμένουν. Στο ποίημα «νετφλιξ» διαβάζουμε:

Γέμισε λες το νετφλιξ
Με λεσβιακές σειρές
Και κάθε στρέιτ σειρά έχει έναν κουήρ χαρακτήρα
Αλλά όμως εμένα δεν θα μου φτάσουν ποτέ
Πες μου πώς θες να ξεπλύνω το τραύμα μου
Και το τραύμα των άλλων πριν από μένα
Που μεγαλώσαμε ψάχνοντας στα λεξικά τι σημαίνει
Λεσβία
Που λεσβία είναι ακόμα προσβολή
Που οι μανάδες μας ακόμα δεν μπορούν να το πουν
Αν είσαι στρέιτ το νετφλιξ να το βάλεις στον κώλο
σου,
εμένα με νανουρίζει
αλλά δεν θα με γιατρέψει ποτέ

Η υιοθέτηση της λεσβιακής ταυτότητας τη στιγμή που οι πολιτικές ταυτότητας θεωρούνται ύποπτες (όπως για παράδειγμα από τους στρέητ κριτικούς λογοτεχνίας για εργαλειοποίηση), συρρικνωτικές (σαν να μην ήταν οι στρέητ αυτοί που συρρικνώνουν την ταυτότητα των μη στρέητ στην σεξουαλικότητά τους αλλά οι ίδιοι οι μη στρέητ με τη δήλωση της επιθυμίας τους), παρωχημένες και μίζερες κάτω από το μετα-φυλετικό αφήγημα που θέλει κάθε ονομασία του εαυτού απολογία (αφήγημα σε συγκεκριμένα πλαίσια όχι χωρίς ρατσισμό, ικανοτισμό και ταξικό προνόμιο) και κάτω από το (όχι σπάνια, ρομαντικοποιημένο) αφήγημα της ρευστότητας, της επιτελεστικότητας και της κοινωνικής κατασκευαστικότητας, διατηρεί τη ριζοσπαστικότητα που χάνουν οι τελευταίες ή το κουηρ όταν ιδρυματοποιείται ή όταν στο άλλο άκρο αγωνιά τόσο μη συμπέσει σε κάτι με τη νόρμα που καταλήγει να ορίζεται μόνο από αυτήν και να γίνεται εργαλείο κατασκευής κανονικοτήτων εντός ομάδων μη κανονικών και τελικά αποκλεισμού στο όνομα μιας κουηρ (και ηθικής) καθαρότητας, το γνωστό κουηρόμετρο.
Από την άλλη πλευρά, και οι πολιτικές ταυτότητας καταλήγουν, όχι να διασπούν και να πολώνουν με την υπερεστίαση των διαφορών, αφού οι διαφορές υπάρχουν και συγκροτούν εντελώς διαφορετικές αφετηρίες και πραγματικότητες (μία λεσβία της εργατικής τάξης ή της επαρχίας δεν έχει να αντιμετωπίσει τα ίδια με μια λεσβία της ακαδημίας), αλλά να αναπαράγουν ιεραρχίες και να αναδιανέμουν τη δύναμη και προνόμια μόνο επάνω. Το ταξικό είναι μια υλική πραγματικότητα που κάνει τη διαφορά μεταξύ ζωής και επιβίωσης, συχνά θανάτου. Ωστόσο, μέσα στην ίδια την τάξη, επίσης, βαραίνει δυσανάλογα, ανάλογα με άλλες κατηγορίες ταυτότητας, η καθημερινότητα και με αυτό υποστηρίζω ότι υπάρχει ιεραρχία καταπιέσεων και κάθετα και οριζόντια και ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικές ταυτότητας ασκούνται βαθαίνει κι άλλο το χάσμα. Ο νεοφιλελευθερισμός που έχει διεισδύσει στα κομμάτια της κοινωνίας που καταπιέζονται περισσότερο έχει να κάνει και με τον τρόπο με τον οποίο ασκούνται αυτές οι πολιτικές που έχουν μπροστά άτομα με κεφάλαιο κάποιας μορφής και λιγότερο άμεσο ρίσκο επιβίωσης, γεγονός που τους επιτρέπει μεν να θεωρητικοποιούν, τους καθιστά δε irrelevant – αν όχι επικίνδυνους- όταν καλούν σε απελευθερώσεις χωρίς τη γνώση των ατομικών συνθηκών και χωρίς να έχουν δομές υποστήριξης μετά.
Η απαίτηση της επίγνωσης των καταπιέσεών σου, η μετατροπή των must διαβασμάτων σε όπλα αποκλεισμού με την κατασκευή σημάτων γνησιότητας (πραγματική φεμινίστρια, πραγματική λεσβία) συμπυκνώνονται στο ποίημα “αρκετά”:

Είμαι αρκετά λεσβία
Αν δεν έχω διαβάσει
Audre Lorde
ή
Butler
ή θα είμαι ποτέ
αρκετά λεσβία
τελικά;

Η εξόντωση μέσα στον καπιταλισμό και την πατριαρχία επανέρχεται στη συλλογή. Στο “σούπερμαρκετ” μια από τις αφορμές να θυμηθεί την πρώην της δεν είναι το φεγγάρι που χρυσολάμπει στην ανία αλλά η προσφορά σε σερβιέτες στο μάρκετ. Το να διαλύεται η σχέση σου, μια σχέση που ήδη ξεκινά με πατριαρχικά τραύματα και όχι σπάνια φορτώνεται με εξιδανικευτικές προσδοκίες, από (ή και από) την κούραση της επιβίωσης έχει μια βαρβαρότητα διαφορετική από το τέλος του πάθους. Το να μην μπορείς να κάνεις ένα δώρο που θέλεις στην αγαπημένη σου επειδή δε σου φτάνουν τα λεφτά, το να κυνηγάς τις προσφορές, εξουθενώνει, ντροπιάζει (για την ακρίβεια, έτσι σου αναμένεται), επιδεινώνει την κατάθλιψη, συμπαρασύροντας τη σχέση.

Η κατάθλιψη εδώ αφενός δίνεται με την κλινική ονομασία της, αφετέρου βλέπεται πέρα από τα όρια του μοντέλου της ασθένειας και της ατομικής περίπτωσης και ευθύνης, στο κοινωνικό της πλαίσιο. Δοσμένη με λιγότερο αποστειρωμένες, βαρύγδουπες και τρομακτικές (μέσα στο στίγμα που φέρνει η ψυχική ασθένεια) λέξεις που παρωδούν mainstream κανονικότητες, όπως σλανγκ (κατάθλα), μεταγραφές αγγλικών λέξεων με ελληνικούς χαρακτήρες (σελφχέιτ) και λέξεις που θυμίζουν αναζήτηση στη google με ξεχασμένο το πληκτρολόγιο στα ελληνικά (σαδνες) η κατάθλιψη ξεφεύγει από τον ικανοτισμό της ψυχιατρικοποίησης χωρίς να χάνει την υλικότητα της και να γίνεται απλή κοινωνική κατασκευή ή αστική πολυτέλεια. Ο αναστοχασμός πάνω στον αντίκτυπο της κατάθλιψης τόσο σε ατομικό («Ό,τι γίνει», «Φοβάμαι το τέρας που έχω στο κεφάλι μου») όσο και σε επίπεδο σχέσεων («Άλλη μια νύχτα που δεν θα μας σώσει κανείς») ενώ αρχικά βιώνεται ως ατομική αποτυχία και αυτομαστίγωμα γίνεται προοδευτικά συνειδητοποίηση της κοινότητας των εμπειριών στη βάση του φύλου και ομαδικό κάλεσμα για αυτοσυγχώρεση («οι έντονες γυναίκες») :

/εμείς/οι έντονες γυναίκες
οι γυναίκες οι δύσκολες
οι ψυχωσικές οι διπολικές
οι οριακές
που η κατάθλιψη είναι η κύρια αρρώστια μας πριν
απ’ τη γρίπη
εμείς που είμαστε σε ψυχοθεραπεία αγωγή κι ακόμα
μπαίνουμε στο σπίτι και κλαίμε
στο ασανσέρ κλαίμε
παρασκευή βράδυ Κυριακή πρωί κλαίμε
που τα σωθικά και το μυαλό μας χτυπάνε στο ρυθμό
του
τα έχεις κάνει σκατά
/εμείς/που ουρλιάζουμε από
παιδικό και κουήρ τραύμα
εμείς που πληγώνουμε φίλες
και κατακρεουργούμε τις σχέσεις μας
επειδή δεν ξέρουμε τι πάει να πει να ζεις ήρεμα
και τι σημαίνει έχεις δικαίωμα να έχεις ανάγκες
εμείς που μας ακολουθεί το δράμα
εμείς που νομίζουμε ότι είμαστε το πρόβλημα
και τελικά είμαστε όντως το πρόβλημα, με άλλο
τρόπο
/εμείς/ λίγο πριν τις αναλήψεις ευθυνών και τις
συγνώμες,
έχουμε υποχρέωση
να συγχωρήσουμε τις εαυτές μας.

Στο ποίημα “Στείλε μου” γράφει:

(…) θέλω να σ’ ακούσω
κι ας είπαμε ότι δεν κάνει,
ας είπαμε ότι τελείωσε.
Άστους κανόνες,
άσε το σελφ κέαρ,
άσε τους εαυτούς μας
και στείλε μου.
Δώσε μου λίγη εξάρτηση ακόμα
λίγο κάψε με,
δεν αντέχω τόσο πολύ
να με φροντίζω.

Η νοσταλγία εδώ έρχεται να διαταράξει τα όρια της υγείας και της τοξικότητας (μιας έννοιας που αναφέρεται φυσικά πάντα στον άλλο, ποτέ σε εμάς ή στη δυναμική των σχέσεων), καθώς η ποιήτρια αναρωτιέται για την τοξικότητα της πρώτης και την υγεία της δεύτερης. Σε μια πρώτη ματιά η ηδονή ως οδύνη θα μπορούσε εύκολα να ερμηνευτεί ως μαθημένο σενάριο της πατριαρχίας (με χριστιανικού τύπου κατάλοιπα) που πρέπει να ξεπεραστεί για χάρη ενός άλλου μοντέλου σχέσεων, είτε να διαβαστεί από την πλευρά της ψυχανάλυσης ή της νευροψυχολογιας (ως εθισμός) είτε συνδυαστικά. Από την άλλη πλευρά, η ηδονή ως οδύνη – και αυτό φαίνεται και από το σύνολο της συλλογής – έρχεται να θέσει το ζήτημα των προσδοκιών και των ορίων των σχέσεων σήμερα.

Απέναντι στη νεοφιλελεύθερη νοοτροπία της ατομικής ευθύνης, της αυτοπειθαρχίας και της αυτοφροντίδας η Χαρά Τρε προτάσσει το μαζί, ένα μαζί που συχνά είναι κακό και βλάπτει. Θέλει να πετάξει από πάνω της τις μαγικές φόρμουλες που της πλασάρει η όλο και πιο κερδοφόρα βιομηχανία της αυτοβελτίωσης και η θετική ψυχολογία που συχνά μη έχοντας καμία επίγνωση των υλικών συνθηκών οδηγεί στην τοξική θετικότητα (βλ. αμφίβολοι γκουρού, inspirational quotes, νόμος της έλξης, εγχειρίδια, σεμινάρια, κρυστάλλοι, μανικιούρ /τσάγια/μασσάζ αυτοφροντίδας κτλ). Ξέροντας πώς σε κρατάνε σε μια μόνιμη δυσαρέσκεια τόσο για τον εαυτό (βάζοντάς σε σε μια συνεχή και εξοντωτική αυτοεποπτεία, όπου ελέγχεις την χρήση του χρόνου σου, τις επιλογές, τις διαθέσεις ακόμα και τις σκέψεις σου με γνώμονα την παραγωγικότητα, ρίχνοντάς σε στο κυνήγι της απόκτησης όλων και περισσότερο μετρήσιμων δεξιοτήτων που σε κάνουν ανταγωνιστικ@ κοινωνικά/εργασιακά/ερωτικά) όσο και για τους άλλους (φτιάχνοντας μη ρεαλιστικές προσδοκίες για τις σχέσεις), η Χαρά Τρε επιλέγει το κακό ως επαναδιεκδίκηση του δικαιώματος στο λάθος (στην προκειμένη περίπτωση μιας σχέσης που βλάπτει το άτομο) δίνοντας μια άλλη ελευθερία στο εγώ και βάζει τις σχέσεις σε άλλη βάση.

Αρνούμενη να μπει σε μια οικονομίστικη λογική της αξίας/οφέλους του εγώ και των σχέσεων, σύμφωνα με την οποία, όπως και στην αγορά εργασίας έτσι και στον έρωτα, είσαι εναλλαξιμ@ και σου υπενθυμίζεται αν μείνεις πίσω και τελικά αντικαθίστασαι αν δεν εξυπηρετείς πια τ@ αλλ@ (και εδώ αναφέρομαι και στο νεοφιλελεύθερο λόγο που διεισδύει και στο μεσοαστικό φεμινισμό όπου συχνά η ενδυνάμωση του ατόμου οδηγεί προς σε έναν ατομικισμό και δικαιωματισμό του τραύματος), η Χαρά Τρε ζητά το μαζί, ένα μαζί μεταξύ γυναικών που δεν μπορεί να είναι εύκολο όπως και να το δεις (από τη σκοπιά του φύλου, της σεξουαλικότητας, της τάξης).
Η ηδονή ως οδύνη τελικά γίνεται αμφισβήτηση της κατασκευασμένης ευτυχίας που εξυπηρετεί την πατριαρχία και τον καπιταλισμό, γίνεται αποδοχή της μη τελειότητας της εαυτής και της άλλης, των τραυμάτων και των δυο που δεν μπορούν να διαμερισματοποιηθουν στο όνομα μιας εύκολης αρμονίας/λειτουργικότητας/βιωσιμότητας και συνιστά μια πρόκληση για τις συντρόφισσες και τους συντρόφους της ορθοπολιτικής όσο και για τους παρόχους ψυχικής υγείας πέρα από παρωδία της γκλιττερατης κουλτούρας των απολιτικ ινφλουενσερς.

Αλλά ζητήματα που θέτει η συλλογή είναι: αυτό της συναίνεσης (“Σεξτινγκ”, “Consent”) η οποία βλέπεται στα πλαίσια της αυτοδιάθεσης του σώματος, της δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης μεταξύ των ερωμένων και ως προϋπόθεση και αναπόσπαστο κομμάτι της απόλαυσης (η συλλογή φέρνει στο νου σε αυτό το σημείο το debate και για τις BDSM πρακτικές που ακόμα και σήμερα διχάζουν αγνοώντας ή διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα της κοινότητας) ° της έκφρασης και της ταυτότητας φύλου, των έμφυλων ρόλων, της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας όπως κινδυνεύουν ή διαπραγματεύονται και αποδομούνται (αν και όταν αποδομούνται) μέσα στο σεξ και τις φαντασιώσεις καθώς οι έννοιες της εξουσίας και της υποταγής προκαλούνται. Στο ποίημα “Pink Boi” γράφει:

I’m curious,
how do you see me
when we fuck,
do you see me as a woman
when you finger me,
do you see my cunt
just like any other,
is it any different to you
that I’m not a woman,
I’m a boi (…)

Am I enough of a boi for you
when I’m a puppy
on my knees (…)

Η γλώσσα της ποίησης για την Χαρά Τρε είναι η γλώσσα της ζωντανής καθημερινότητας. Επιπλέον, η γραφή κάποιων ποιημάτων στα αγγλικά, η χρήση της σλανγκ, οι φωνολογικές μεταγραφές (σκέφτομαι εδώ τον ηθικό πανικό των greeklish που δεν αφήνει να συζητηθεί ως φαινόμενο με δυνατότητες), το κεντράρισμα της boi ταυτότητας με την ιστορικότητά της με έκαναν να σκεφτώ την AAVE, ή τέλος πάντων τη σημασία μιας γλώσσας που υπομονεύει την γλωσσική καθαρότητα σε όλα τα επίπεδα και θίγει τον ικανοτισμο, τον ταξισμο, το ρατσισμό της ακαδημίας. Πέρα από αυτά, οι λέξεις που χρησιμοποιεί όταν μιλά για το σεξ, όταν ονομάζει το σώμα και την επιθυμία, που θεωρούνται ακόμα ταμπού σήμερα (ειδικά στο δημόσιο λόγο και στον… καλλιεργημένο χώρο της λογοτεχνίας ειδικότερα), ειδικά αν είσαι ή βλέπεσαι ως γυναίκα (όπως: χύσια, μαλακίες, κάβλα, μουνί, και στα αγγλικά ποιήματα : suck, fuck, cunt, fingering, penetrate, moaning) προτείνουν, σε απόλυτη συμφωνία με το περιεχόμενο, ένα τρόπο του υπάρχειν και του σχετίζεσθαι λιγότερο καταπιεστικό και καθωσπρέπει.

Κλείνω με το ποίημα “λεσβία” και το σχόλιο ότι απόλαυσα τη συλλογή :

Περιμένω να δω τη λέξη
λεσβία
γραμμένη τόσες φορές
ώστε να συνηθίσουμε όλες
ότι είναι εντάξει
να τη χρησιμοποιούμε.

———————————————————————————

Βιβλιογραφικές παραπομπές και σημειώσεις :

(1) Η συζήτηση για τις πολιτικές ταυτότητας είναι ανεξάντλητη. Για μια κατατοπιστική σύνοψη/εισαγωγή, ωστόσο, βλ. ενδεικτικά: Mary Bernstein, “Identity Politics”, Annual Review of Sociology, 31,47-74.

(2) Για τη βιομηχανία της αυτοβοήθειας και της αυτοφροντιδας βλ. ενδεικτικά: Lindsay Myers, “The Self-help Industry Helps Itself to Billions of Dollars”, 23.05.2014, https://brainblogger.com; Ric Hendriks, “China’s self-help industry: American(ized) life advice in China στο Handbook of Cultural and Creative Industries in China (σ. σ. 311-328), Edgar Elgar; Matthew Jones, “11 Billion Reasons The Self Help Industry Doesn’t Want You To Know The Truth About Happiness”, 19.10.2017, https://www.inc.com; Alexandra Scwartz, “Improving Ourselves to Death”, The New Yorker, 15.01.2018; Shayla Love, “The Dark Truths Behind Our Obsession With Self-care”, 11.12.2018, Vice; Ray Ajemian, “The toxic side of self-care culture”, The Michigan Daily, 10.05.2020; Chris Aaron, “The 19 Biggest Lies from the Self-help Industry”, 30.08.2021, https://knowyourbest.com ; Lucy Kross Wallace, “Self-care culture is Making Us Fragile”, The Stanford Review (χωρίς ημερομηνία) ;Austin Harvey, “This is How the Self-help Industry Manipulates You”, 13.01.2022, https://betterhumans.pub ; Richard Seymour, “The cruelties of self-help culture”, 01.02.2022, https://www.newstatesman.com ; Jane McCredie, “Self-help industry more about narcissism than improvement”, 21.02.2022, https:// insight plus.mja.com.au ; Iulia-Christina Uta, “The Self-improvement Industry Is Estimated to Grow to 13.2 billion by 2022”, 27.06.2019 (στατιστικά στοιχεία για τα κέρδη και της βιομηχανίας, δημογραφικά των καταναλωτών)

(3) Βoi: Εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 από τους μαύρους ως μεσαίο δάχτυλο στους λευκούς που τους αποκαλούσαν υποτιμητικά boys (και με σκόπιμα πειραγμένη ορθογραφία, σύμφωνα με τις φωνολογικές ιδιότητες της AAVE [African American Vernacular English] ως τρόπου έκφρασης έξω από τα όρια του μέηνστρημ/έγκυρου λογου), υιοθετήθηκε από τους scateboarders (για τη δήλωση μιας μη μέηνστρημ αρρενωποτητας) και τους emo και κάπου στα 00s από κουηρ άτομα ως όρο ομπρέλα για εναλλακτικές ταυτότητες φύλου: στη λεσβιακή κοινότητα για τις masculine of center και στη γκει κοινότητα για το αντίθετο,ενω μπορεί να έχει ή να μην έχει ηλιακό πρόσημο. Μπορούν να χρησιμοποιούνται επίσης από άτομα με μη δυαδικές ή ρευστές ταυτότητες, τρανς ή ίντερσεξ, αλλά και άτομα της BDSM κοινότητας. Υπάρχει διαφωνία για την αφετηρία της (άλλοι υποστηρίζουν πως εμφανίστηκε στα 90s ήδη στους κουηρ, βλ. gender wiki), ενώ η υιοθέτηση της ταυτότητας σήμερα και από στρεητ άντρες σηκώνει αντιδράσεις για ιδιοποίηση της μαύρης και κουηρ κουλτούρας. Στο LGGBTQI Terminology του University of California ως boi οριζεται: 1.A female bodied person who expresses or presents themselves in a culturally/stereotypically masculine, particularly boyish way. 2. One who enjoys being perceived as a young male and intentionally identifies with being a boy “rather than a man”, 3. In the gay male community, a young gay man, 4. In BDSM a butch who is a submissive or sexual bottom, 5. In butch-femme community a chronologically or behaviourally young men. Για το Boi ως έκφραση ή ταυτότητα φύλου και τη σχέση της με τη σεξουαλικοτητα, τις αφετηρίες, την εξέλιξη και την προβληματική της σημερα βλ. ενδεικτικά : boi, slang dictionary, 25.10.2018; Evan Urquhart, “Mad About the Boi”, 21.10.2020, https://slate.com/human-interest/2020/10/boi-meaning-queer-term-straight-meme.html; Queer and Trans 101: Who We Are-Reclaim, https://www.reclaim.care .Για μια εισαγωγή στην AAVE βλ. ενδεικτικά Brandon Zang, “Is African American Vernacular English a Language?”, https://britannica. com/story/is-african-american-vernacular-english-a-language και https://www.dictionary.com/e/united-states-diversity-african-american-vernacular-english-aave/.

*H συλλογή Ελ Πόι είναι εκτός εμπορίου. Μπορείτε να τη βρείτε στέλνοντας στη Χαρά Τρε (τώρα πια : Το καρτ) στο Facebook (Colomba Dipasqua).
Ός@ θέλετε να διαβαστεί η συλλογή σας και έχετε αποφασίσει να παραμείνετε για όποιο λόγο εκτός εμπορίου μπορείτε να μου τη στείλετε inbox μαζί με ένα 🦩 . Η στήλη θα φιλοξενεί και αυτές τις συλλογές.