«Οι λέξεις πάντοτε θα χορεύουν…»

Κριτικά σχόλια στην ποιητική συλλογή του Αχιλλέα Κατσαρού «Ζαριά στο πιθάρι» εκδ. Θράκα 2022

Οι λέξεις χορεύουν. Οι λέξεις γεμάτες με άχυρο. Έχουν υπόσταση, νόημα, όγκο και σχήμα.

Οι λέξεις του ποιητή στην έκτη κατά σειρά ποιητική του συλλογή «Ζαριά στο πιθάρι» από τις εκδόσεις Θράκα 2022, συγκροτούν σώμα γεμάτο μνήμες, αντιφάσεις, έντονη τη διερεύνηση της απαρχής και της καταγωγής «… Οι λέξεις πάντοτε θα χορεύουν κι εσύ θα ψάχνεις/ εθνικότητες, τοπογραφίες και βυθούς/ στον μαυρισμένο Γολγοθά

Αυτό το λεκτικό σώμα, αποτελεί σύνθεση ποιητική χωρισμένη σε τέσσερα κεφάλαια: «Αμαρτίες», «Ιερουσαλήμ», «Ασκητική λύκων» και «Ταυρικά έθιμα». Η αφηγηματική ροή του ποιητικού υποκειμένου εντάσσεται σε μια προσπάθεια ομοδιηγητική που εναλλάσσει το πρώτο με το δεύτερο ρηματικό πρόσωπο όχι από επιλογή, κυρίως από ανάγκη. Η εναλλαγή αυτή προσφέρει πέρα από την αμεσότητα και το οικείο ύφος, μια διάθεση κουβέντας του ποιητή προς τον αναγνώστη. Επιπλέον, ο συνδυασμός των γλαφυρών εικόνων, μας αισθητοποιεί το ζοφερό και το εμφατικό των νοημάτων. «Είμαι ένα παιδί που δεν μεγαλώνει ποτέ…» διαβάζουμε στην αρχή της συλλογής. «Και τότε θα δεις την κόλαση να είναι ένα μεγάλο ψάρι…», «Να γεωμετρήσεις την ετερότητα το όνειρο», «πώς να κρυώσεις με τόσο άχυρο στις λέξεις

Στην πρώτη υποενότητα, η ηθικά χρωματισμένη λέξη «αμαρτίες» έρχεται να μας εισάγει σε έναν πρόλογο μακροσκελή του ποιητή με αρκετά πεζόμορφη διάθεση. Οι τρείς πρώτες σελίδες του βιβλίου, προσφέρουν την κυρίαρχη υπαρξιακή αγωνία του Κατσαρού η οποία μας παρουσιάζεται με περιγραφές αλλόκοσμες, κάποτε συμβολικές, σαν ένα είδος αστικών χρησμών με έντονο το στοιχείο της αναζήτησης της αιτίας των πάντων. Κυρίως, κατά την τρίτη ποιητική καταγραφή, διαβάζουμε με έκδηλη τη συνειρμική διάθεση πως «ο άνθρωπος υπήρξε κάποτε, αποτελούμενος από τις αμαρτίες δισεκατομμυρίων μικρότερων ψαριών», «Όταν ρωτήσει ο Όμηρος πού ο άνθρωπος; τότε θα δεις τις στρατιές των αγίων να κατεβαίνουν στην παραλία δίπλα στο μεγάλο ψάρι…» και τέλος «τότε θα αρχίσεις να μετράς τις γάτες στα μάτια μου και στα μάτια σου.» Αξίζει να σημειωθεί πως η αξιοποίηση της ελληνικής παράδοσης με την ανίχνευση της σύγχρονης επίδρασής της στις ζωές μας, μας τοποθετεί σε μία αναγνωστική αρχή πολλά υποσχόμενη και αρκούντως κρυπτική για το τι θα επακολουθήσει στις επόμενες σελίδες.

Η «Ιερουσαλήμ», δεύτερη κατά σειρά υποενότητα του βιβλίου μας αφηγείται ένα τοπίο τεταμένο, απ’ όπου εκτείνεται ένα συνειρμικό ταξίδι ανθρώπινου πόνου και αδικίας από τη Φαλούζα, το Γκουαντάναμο και τη Σρεμπρένιτσα έως το χιτλερικό «arbeit». Το συμβολικό χωροταξικό σημείο της Ιερουσαλήμ μας φέρνει αντιμέτωπους με τη θυσία, αυτή τη φορά κανενός θεανθρώπου, παρά τη δική μας καθώς «μπήξαμε τα καρφιά ακόμα πιο βαθιά» οικειοθελώς. Αυτή την ιστορική ήττα που δοκίμασε ο άνθρωπος από το παρελθόν έως τις μέρες μας, μια ήττα μισαλλοδοξίας και μισανθρωπίας, ο ποιητής μας την αισθητοποιεί με μια μεταφορική εικόνα «Στους αιώνες κρυφτήκαμε μες την μεγάλη πέτρα κι οι σκιές/ μας φαίνονται στο φως χαμένες ζαριές μες το πιθάρι.» Πέρα από την τρόπο τινά ερμήνευση του τίτλου της ποιητικής συλλογής, αυτό το δίστιχο μας βοηθάει να εννοήσουμε την βαθύτερη οντολογική πεποίθηση του Αχιλλέα Κατσαρού για τη ζωή μας και τα έργα μας, ως μάταιες και φευγαλέες «σκιές» παρομοιάζοντάς τες με ζαριές που χάθηκαν εσώκλειστες σε ένα πήλινο σκεύος. Η έννοια της θυσίας επομένως φαντάζει τώρα διπλή καθώς από τη μια θυσιάζεται ο άνθρωπος μπροστά στη συνειδητοποίηση του τυχαίου και του μάταιου των πράξεών του και από την άλλη ο θεός που ποτέ δεν έρχεται «πες μου ο θεός πότε θα ρθεί» έχει ήδη σκοτωθεί σαν μια ελπίδα που σταυρώνεται στον υπαρξιακό μας Γολγοθά, εγγύθεν μιας αιματοβαμμένης και παγκόσμιας Ιερουσαλήμ που δεν έχει τίποτα το νέο και το αισιόδοξο να προμηνύσει.

Στη συνέχεια η τρίτη κατά σειρά υποενότητα «Ασκητική λύκων» συνθέτει μια εβδομάδα όπου κατά τη διαδοχή των ημερών διατυπώνονται απορίες όπως «Τι είναι η ετερότητα;» στο ποίημα με τίτλο «Παρασκευή», η σύγχρονη εποχή αποκαλείται «εποχή του θάμβους» που «μυρίζει πτωμαϊνη» στο ποίημα με τίτλο «Κυριακή». Κατά την ημέρα «Τρίτη» ο ποιητής διατυπώνει την ρητορική ερώτηση «Με ποια γλώσσα θα μιλήσεις στο μέλλον;» και «Ποιες νέες τραγωδίες» θα είναι αυτές που θα συντηρήσουν το ποιητικό δημιουργικό πράττειν. Είναι ξεκάθαρη η αναλογία της εβδομάδας με τους καλλιτεχνικούς αναβαθμούς του ανθρώπινου αποτυπώματος, καθώς ο ποιητής στοχεύει να μας ξεκαθαρίσει ήδη από το ποίημα «Κυριακή» πως «είμαι ένας από τους λύκους που επέστρεψαν», προφανώς εξισώνοντας την εικόνα του ζώου με την εξελικτική παρουσία του ατόμου στην τέχνη και τη ζωή. Μια άλλη εκδοχή του λύκου, την οποία και προσωπικά συμμερίζομαι, αφορά τα καταπιεσμένα ένστικτα του ανθρώπου που η σημερινή προκρούστια ταξική καταβαράθρωση, μας επιβάλλει. Ο ποιητής τα φυγαδεύει ως ένας άλλος ασκητής, ένας αποτραβηγμένος κοινωνικός παρίας που επιστρέφει για την τελική έκβαση της ποιητικής του έκλαμψης.

Ιδιαιτέρως την τελευταία ενότητα με τίτλο «Ταυρικά έθιμα» που ακολουθεί ο ποιητής την αφιερώνει στους ποιητές της μετα- κανιβαλικής γενιάς.  Εδώ ο ποιητής «αγνοεί την ταυτότητα των προγόνων», «νιώθει μοναξιά», «η μνήμη του είναι τερατόμορφη», «δεν ανήκει σε καμία καθαρή ποίηση», «μας ακούει να μιλάμε αλλά δεν γνωρίζει τη γλώσσα μας» και «μας πετάει τους νεκρούς του». Η απόσταση που κρατάει από τη σημερινή εποχή είναι έκδηλη και σημειώνεται σε όλα τα επίπεδα. Ο ποιητής επιλέγει να γίνει ένα με τον αφηγητή και να ωσμώσει τα αυτοβιογραφικά του στοιχεία με εκείνα του ποιητικού υποκειμένου γεφυρώνοντας το χάσμα του πλασματικού λόγου της ποίησης με την πραγματικότητα. Εδώ, το ποιητικό υποκείμενο είναι ένας αυτόπτης μάρτυρας όπου εκφράζει απορίες «Άραγε έχετε υακίνθους στη χώρα σου;», προτροπές «πιάσε ένα κόκαλο» και τελικώς μελλοντικές καταφάσεις «Εσύ, Χόρχε, θα με καταλάβεις». Ιδιαίτερα, ο τελευταίος στίχος επαναλαμβάνεται συνολικά τρεις φορές στην ενότητα δίνοντας έμφαση στον αποδέκτη, τον Χόρχε καθώς αποτελεί μια διακειμενική αναφορά στον ποιητή Jorge de Sena. Το ποίημα του δεύτερου «Στην Κρήτη με τον Μινώταυρο» διαπλέκεται έντεχνα από τον Κατσαρό με εφάμιλλες νύξεις στο σύμβολο του Μινώταυρου και της πατρίδας. Συγκεκριμένα στο ποίημα αυτό ο De Sena αναφέρει πως «είμαι ο ίδιος η πατρίδα μου./ Η πατρίδα στην οποία αναφέρομαι είναι η γλώσσα στην οποία γεννήθηκα τυχαία στη διαδοχή των γενεών… Με τις πατρίδες, μας αγοράζουν και μας πουλάνε, ελλείψει πατρίδων που πωλούνται επαρκώς ακριβά ώστε να ντρέπεσαι που δεν τους ανήκεις.» Ο Κατσαρός από την άλλη μας λέει πως «είμαι ο Μινώταυρος» και πως «είμαι η πατρίδα που δεν θα έχετε» αξιώνοντας ένα γλωσσικό βάφτισμα του εαυτού στη μνήμη, στον τόπο και στη μοναδικότητα της προσωπικής συνείδησης, μακριά από τα σύγχρονα κοινωνικά κακέκτυπα.

Απρόσιτος, οξυδερκής, ψύχραιμος μα και γεμάτος αγωνία για τα εκφραστικά του μέσα, ο Αχιλλέας Κατσαρός με τη «ζαριά» του αυτή, μας προσκαλεί σε μια αναγνωστική πρόκληση που μπορεί να τη μελετήσει κανείς κατά το δοκούν. Η ελευθεριότητα της μορφής με το συγκεκριμένο των νοημάτων σίγουρα αξιώνει μια ποιητική φωνή σύγχρονη, γνώστρια του γλωσσικού εργαλείου της και έτοιμη να αντηχήσει στην πολλαπλότητα της κατανόησης και της ερμηνείας. Άλλωστε όπως διατείνεται και ο ίδιος ο ποιητής «δεν ελπίζω να γεράσω/ ελπίζω να έχετε την υπομονή να με ακούσετε».

 

Πηνελόπη Ζαρδούκα