Δημήτρης Βιτζηλαίος

[ωδή και κατευόδιο]

Ι
συχνά ένα πέλαγο
μουρμούριζε στην πλώρη καθισμένος
εφτά συλλαβές όλες κι όλες
κατρακυλούσαν απ’ τα χείλη του και πέφτανε στα κύματα
ανηχοϊκές και ωστόσο θορυβώδεις
πίσω στην πρύμνη πυρετός
τι σόι ψαριά απόψε
έλα να θαυμάσεις ή έλα να ταραχτείς
του πρότεινε ο πατέρας
αμετάκλητος αυτός
κάτι άλλο εξακρίβωνε πάντοτε εκεί στην άκρη
ύστερα που έφυγε κατάλαβα τι
δεν τον αφορούσαν τα συλλέγματα
αυτός είχε στήσει συνωμοσία με τη θάλασσα
και φαίνεται πως
όταν εκείνη τον ρωτούσε
να είσαι πέλαγο ξέρω πώς είναι,
μα να είσαι άνθρωπος;
αυτός της αντιγύριζε
εκείνες τις εφτά πανούργες συλλαβές

ΙΙ
γένναγε πάντα κάτι ερωτήσεις μισοτελειωμένες
σαν να μη γνώριζε τι ήθελε ακριβώς να μάθει
ή σαν να ήξερε κιόλας την απάντηση
κι απλώς με εκείνα τα απονενοημένα ερωτηματικά
που κρέμονταν γυμνά στο τέλος των προτάσεων
εκείνος έπαιζε με το κουράγιο του άλλου
μια πονηρή γηθοσύνη
είναι σαν να σου έλεγε
το φως δυναμώνει όσο βαθαίνουμε
ή …;
λες κι είχε θητεύσει πλάνης στην άβυσσο
κι ήρθε να σε διδάξει
τάχα πως
δυναμώνουμε όσο το φως ασθενεί