Γνωριμία με τους ποιητές/τριες της μικρής λίστας για το Βραβείο Θράκα  2022

Οι υποψήφιοι ποιητές/τριες:

Αλίκη Βεζυρτζή

Γεννήθηκε το 1985 στην Αλεξανδρούπολη όπου ζει μέχρι και σήμερα.Είναι απόφοιτος του τμήματος μηχανικών υπολογιστών και επικοινωνιών του ΤΕΙ Σερρώνκαι του τμήματος τεχνικών τουριστικών μονάδων και επιχειρήσεων φιλοξενίας του ΔΙΕΚ Αλεξανδρούπολης. Η συλλογή με τίτλο επίδομα τυφλότητας είναι η πρώτη της.

 

ΛΕΥΚΑ   ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Σάββατο βράδυ

Δίπλα στο στολισμένο δέντρο

Συζήτηση παρέα με τσιγάρο

Κυριακή πρωί

Ανεύρυσμα

Που

Σκάει

***

ΤΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑ

Κοροϊδεύουν

Ξέρουν πως παρακολουθώ

Σκέφτομαι

Αν το κλάμα

Είναι η  λύση

Ή

Μια γερή κλοτσιά στ’ αρχίδια

***

 ΕΠΙΔΟΜΑ ΤΥΦΛΟΤΗΤΑΣ

697 ευρώ το μήνα

Τι ανακούφιση

-Εγγυημένα λεφτά-

Για να κάνεις τη ζωή σου

Να ταξιδέψεις

Να ψωνίσεις

Να χαρείς τα πάντα

Εκτός από ένα

 

Ανίκανη εργασίας

 

___________________________________________________________________

 

Ηλίας Δαλαμάγκας

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λάρισα. Έχει δίπλωμα κλασικής κιθάρας και ασχολείται με τη μουσική. Η ενασχόληση με την ποίηση αποτελεί διέξοδο στην καθημερινότητά του.

23.

Αυτός που τον τρόμαζε

το άγγιγμα των λουλουδιών

και κοιμήθηκε στη σκιά

της μαγείας του χρόνου

 

Αυτός που φοβήθηκε

Την αύρα των πουλιών

Και κατοίκησε εξόριστος

στους δρόμους του ύπνου

 

Αυτός που αρνήθηκε τη σκέψη του

Και βούτηξε στη θάλασσα

Ντυμένος στρατιώτης

 

Χορεύει απόψε

Δίπλα από τρεχούμενο νερό.

***

29.

Αφόρητες στιγμές ησυχίας

Ξηλώνουν το μυαλό μου σιγά σιγά

Ξεπλένω τα όνειρά μου

Με οδοντόπαστα

Χτυπώ το χέρι στο τραπέζι

Πρέπει λέω να υπάρχει μια δικαιολογία

Εδώ που κουτσός- στραβός έχω ξεπέσει.

Θέλω να δω τα φώτα της πόλης

Να τα φυλακίσω μέσα στα μάτια μου

Σεμνός νεκρός και ταπεινός

Θ’ αφήσω τους γύπες να τρων τη σάρκα μου

Με κάποιο τρόπο θα επιβιώσω και αύριο.

Μη λες τίποτα για αύριο

Έρημε μετεωρίτη

Του σύμπαντος αλήτη

Εσύ ξέρεις πως

δεν υπάρχει τέλος

***

13.

Βυζαίνουμε τη μαύρη πίσσα των δρόμων

Κλείνουμε την πόρτα στο φως

Κατακλυζόμαστε από φόβους

Τα δάκρυα θα επιτεθούν

Με το αόρατο ευγενικό χέρι

Πετάμε πέτρες

Στο πρόσωπο της Λήθης

Ανοίγουμε τα παράθυρα στη λάσπη

Ψάχνουμε με αγωνία

Στα συρτάρια του παρελθόντος και του μέλλοντος

Ανακατεύουμε την τράπουλα

Και προσπαθούμε να βρούμε διαφυγή

 

Λες και δε μας χωράει το παρόν

 

___________________________________________________________________

 

 

Τρία Έπσιλον

Γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, απόφοιτη του τμήματος φιλολογίας της, με μεταπτυχιακή ειδίκευση στη γενική συγκριτική γραμματολογία. Από τα δεκαοκτώ της ξεκίνησε να αναρτεί κείμενα στο ίντερνετ, όπου δραστηριοποιείται ενεργά τα τελευταία χρόνια, πειραματιζόμενη με τη γραφή και τη μετάφραση, παραμένοντας πάντα πρωτίστως αναγνώστρια. Τον τελευταίο χρόνο ζει και εργάζεται στη Μυτιλήνη, δραστηριοποιούμενη στο προσφυγικό.

1.

όταν ξεκινάς να ανεβαίνεις τον όλυμπο από τη μεριά της θάλασσας, υπάρχει ένα σημείο που το μαγνητικό πεδίο τραβάει το αμάξι σου προς τα πίσω, ή έτσι λένε- προσωπικά δεν μπορώ να εγγυηθώ για το τι πραγματικά γίνεται, διότι όσες φορές κι αν το είδα να συμβαίνει, ποτέ δεν μπόρεσα να εμπιστευτώ τον οδηγό

[μαγνητικό σημείωμα]

αντιφλεγμωνώδη. μετά τη λήψη τους το ωμέγα ξεπρήζεται όμικρον. έτσι, αποκαθίσταται η ορθογραφία.

όταν διαλύεις τα γόνατα κανείς δεν σε προειδοποιεί εκεί ξανά να μην πέφτεις ειδικά όπως το λάμδα στο γάμα του λυγίσματος επανδρώνεται θεαματικά σε κάθε μου πόνο σε κοιτάζω κι αρθρώνω άλφα μακρόχρονο

η ώρα είναι περασμένη κι η μέρα είναι κυριακή, έχω εξαντλήσει όλες μου τις πιθανότητες για την κλήρωση των οκτώ κι όλο νιώθω πως πέφτω μέσα σε θάλαμο αντιβαρύτητας των όσων μας συμβαίνουν. για να απαλύνω την πτώση δοκιμάζω όλες μου τις πιθανές εκδοχές.

μετασχηματίζομαι και κοίτα με που ‘μαι μεγάλη- μικρή- μωβ- ροζ- γαλάζια θάλασσα-εικοσιοκτώ χρονών και πάλι όμως δεν βρίσκω τρόπο να περάσω την πόρτα για να φτάσω κοντά σου.

οι μορφές στους τοίχους

τ’ αδειανά μου μπουκάλια φωνάζουν:

δεν υπάρχει άλλος τρόπος πέρα απ’  τα γόνατα

***

2.

[ζέπελιν

υπάρχει ένα μηχανάκι στην καρδιά του νέου μου σπιτιού που μετράει τις φορές που τ’ επισκέπτονται

τις μοναδικές προβολές από τη μέρα της Δημιουργίας

βάσει των εγγραφών του υπολογίζω τις πιθανότητες του να έχεις μπει μέσα μου πάνω από μια φορά διαμέσου πολύπλοκων πολυπαραγοντικών εξισώσεων κι εξαντλώ όλους τους νόμους της ηθικής με άξονα το ενδεχόμενο να μπορείς να αντιστοιχίσεις τα λεγόμενα μου με τις πράξεις μου. Όμορφα που θα ταν να σε βλέπω να επανασυναρμολογείς τη μορφή μου σε πίξελ προσπαθώντας να συνθέσεις μια ενιαία εικόνα της ύπαρξης μου μακρυά απ’ τη δική σου

τα μικρά αγόρια κελαηδούν στο κλαδί της ΔΕΗ το ρεύμα

ιδιωτικοποιείται τάση την τάση φυγής μου καψαλισμένα κουφάρια κρέμονται με μανταλάκια απ’ το σύρμα

κανονικά έχω πάψει να χρησιμοποιώ τέτοιες εικόνες στα όσα γράφω αλλά για σένα απόψε θα κάνω μια εξαίρεση:

το στέρνο σου είναι κοχλίας που μέσα του βράζει η θάλασσα

τα μπράτσα σου απομαγνητίζουν αντικλεπτικά

αφαιρούν τα ρούχα με τρομερή επιδεξιότητα από τα σώματα

κι είναι τόσο κρίμα που δε μιλούν τ’ αγάλματα

***

3.

[συζήτηση με τον νεκρό παππού που ‘ταν δάσκαλος]

κοίτα

εμένα τα παιδιά μου μπορεί να μην έκαναν τον γύρο του κόσμου σε ογδόντα μέρες αλλά τους παίρνει δυο τρία χρόνια να διαβούν το σύνορο και μια θάλασσα

αν δεν ανθίσουν στον πάτο της

 

___________________________________________________________________

Βαγγέλης Καραμπίνης

 Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1985, έλαβε το πτυχίο του από την Νομική σχολή Αθηνών το 2009 και ακολούθησε μεταπτυχιακή ειδίκευση στο εργατικό δίκαιο, χωρίς ωστόσο να έχει ασχοληθεί επαγγελματικά με τον κλάδο της νομικής επιστήμης. Η ενασχόληση του με την ποίηση ξεκίνησε σε χρόνο απροσδιόριστο και η παρούσα συλλογή αποτελεί την πρώτη του απόπειρα να συγκεντρώσει μέρος των ποιημάτων του σε ένα ενιαίο έργο το οποίο να διαθέτει χρονική και νοηματική συνοχή. Την περίοδο 2016 – 2018 συμμετείχε στο εργαστήρι Ποίησης και Δημιουργικής Γραφής του Ιδρύματος Νεοελληνικής Ποίησης Τάκης Σινόπουλος.

 

«Η ΚΙΘΑΡΙΣΤΡΙΑ»

Μπλεθαμμένος από κύμα

Και νεκρός από κύημα

Πολύ αργότερα

Συναντηθήκαν, ναι.

Και μιλήσαν για την θάλασσα

Ή τα νερά της κοιλιάς σου

Η ομορφιά

Να ξέρεις

Και μες τα σκατά

Σου

Πάει

Κι ανεμίζει

Σημαίες καθαρίστριας.

***

«(ΈΝΟΧΙ) ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΓΙΑ ΓΑΤΑ»

Αυτή η δηλητηριασμένη

Γάτα της αυλής,

Το μανάρι μου,

Που ήταν, δεν ήταν

Σαν κανενός

Κι ήτανε λέει

Σουρτούκω

Κι όλο γυρνούσε

– Πού να γνωρίζει

Η  γη πώς είναι

Μοιρασμένη –

Και πείραζε

Τα σίδερα των άλλων

 

Και την βρήκα

Το πρωί ώρα

Που ο Ρα βγαίνει

Σαν ήλιος τώρα

 

Ήτανε λέει

Γάτα στην Αίγυπτο

Τότε θεά

Μία μέσα στις άλλες

Κι αμέσως είπεν

Ο Φαραώ

Μπροστά μου φέρτε τον

Ένοχο

 

Του εκκλίματος

 

Κακός καιρός

Κι εγώ πόσο ένοχη

Νιώθω

Γιατί δεν συμπαθώ

Καθόλου

Τους φαραώ

Σαν άρχοντες

Η ιστορία της λαιμητόμου

Τους έπρεπε

Και νωρίς ήταν

 

Αλλά

Αυτού του μαλάκα

Καλά του κάνανε.

***

 «ΤΙ ΚΕΡΔΙΣΑ ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΜΑΡΞ»

Οι γονείς μου γράφονται

Με κεφαλαίο γάμα τους

Συμπάθησε τους

Στα ψιλογράμματα

Έχουνε κάτι θνήσιμο για να σου πούνε.

Τι κέρδισα διαβάζοντας αν έφηβος Μάρξ;

Με σιγουριά πήρα την έλλειψη

Της μοχθηρίας στα βαθιά σκοτάδια

Ξέρω μετά τις δώδεκα πως βγαίνουν

Εργαζόμενοι με κόπο στα μπαρ

Άλλοι θάβονται κι απόψε άλλοι

Θα μείνουν στα σπίτια τους

Να δουν αμερικάνικα οράματα τρόμου

Κανένας όμως δεν πλανάται

Σαν αντι ύλης λιπάσματα,

Όπως φαντάσματα

Να μην φοβάσαι.

Τι κέρδισα διαβάζοντας

Ταυτόχρονα βίπερ

Της συνεκκίνησης;

Έχασε ο κομμουνισμός ακόμα

Πλανάται κι αυτός σαν φάντασμα

Πάνω από τις Ευρώπες

Ο έρωτας που δεν υπάρχει.

Να μην ελπίζεις.

Τι κέρδισα διαβάζοντας

Εν πλω του σκοταδιού τον Νίτσε;

Βρίσκω τον θάνατο στα φώτα

Τα κατασκευαστικά των ανθρώπων

Και λέω δεν μπορεί θα διορθώνεται

Αυτό που ίδε ο Ζαρατούστρα

Όταν μιλήσει ο άνθρωπος.

Να μην αυτοσκοτώνεσαι.

Πάλι, με κόπο αλλά

Την ελπίδα μου την κέρδισα

Απ’ αυτούς που με γεννήσαν.

___________________________________________________________________

 

Βαλέρια Κουδουμογιαννάκη

 Γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα. Κατάγεται από τη Κρήτη και από τη Ρουμανία. Σπούδασε ψυχολογία στη Φιλοσοφική Αθηνών, στο τμήμα Ψυχολογίας και διαθέτει άδεια άσκησης ψυχολόγου από το 2011. Εργάζεται ως ψυχολόγος και εναλλακτική θεραπεύτρια στο προσωπικό της project, flourish.gr. Δέκα χρόνια τώρα ασχολείται με αυτογνωσία, και θεραπευτική βασισμένη στις δυνάμεις της φύσης. Η πνευματικότητα επηρεάζει όλη της τη ζωή. Συμμετέχει ενεργά στο οικοσύστημα της ΚΑΛΟ μέσα από σεμινάρια και δράσεις συν εργατικότητας. H τέχνη είναι ένας σημαντικός τρόπος να εκφράζεται και να ανθίζει ψυχικά. Γράφει από μικρή στίχους ενώ ανήκε σε ομάδα που κέρδισε υποτροφία στο Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος. Μέσα από την ποίηση μπορεί να βάζει σπόρους για προβληματισμό, φροντίδα και κάθαρση σε σχέση με θέματα κοινωνικά. Έχουν δημοσιευθεί μερικά ποιήματά της στο περιοδικό‘’Μανδραγόρας’’ . Έχει ασχοληθεί και με το θέατρο ερασιτεχνικά ως ηθοποιός σε διάφορες παραστάσεις . Επίσης ανέλαβε τη γραφή κειμένου για την performance Emptiness project πέρυσι το καλοκαίρι. Την απασχολούν ιδιαίτερα τα θέματα που αφορούν την κοινωνική αλλαγή μέσα από τη συνειδητότητα, την οπτική της θηλυκότητας ως Ιερή, τη διαφορετικότητα, ζητήματα της lqbtq κοινότητας και της αγάπης της για την Φύση.

***

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ

Γεύτηκα τις λέξεις

που δεν είπες στο φλιτζάνι σου,

μαζί με τον πρωινό καφέ

και το κραγιόν στους πόρους

της λευκής πορσελάνης.

 

Δυο γουλιές μνήμης

πριν το μνημόσυνο της θλίψης.

Υποκατάστατο ζάχαρης

ήταν η ματιά σου

Την ανακάτεψα καλά

μαζί με τις στιγμές

που έβραζαν στο μπρίκι.

 

Δυο στρώσεις αποτσίγαρα

άλειψα στην παλάμη μου

Φαγώσιμη κι αυτή

όπως όλα εκείνα

που με κρατούν γλύκα

μες την ύπαρξή τους.

***

QUEER MADONA

Αγαπημένη Μαντόνα των αλλόκοτων.

Προσεύχομαι σε σένα

Με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά

Να δεχτώ την αιώνια αγκαλιά σου.

 

Το μαύρο σου πέπλο

είναι για τον θρήνο

Για όλ@ εκείν@ που πέθαναν στο όνομα του φυσιολογικού.

Για όλες εκείνες που χάθηκαν χωρίς φωνή, χωρίς εσώρουχο,

χωρίς αίμα στις φλέβες.

 

Για το πένθος της πατριαρχίας που βρυχάται στον επιθανάτιο βρόχο της.

 

Με σκισμένα ρούχα ήρθαν και σε βρήκαν τα βιασμένα της Γης.

Τα αλλόκοτα παιδιά μιας αλλόκοτης Μήτρας.

 

Για αυτό κάτω από το μαύρο, φοράς το ροζ σου πέπλο.

Το σκοτάδι σου το προστατεύει.

Το ροζ των ζαχαρωτών και των πον πον.

Το ροζ του ανθρώπινου χαδιού

Γιατί ξέρεις πως,

δεν υπάρχει τίποτα πιο θεϊκό από το ανθρώπινο χάδι.

 

Και δεν είσαι Παρθένα.

Έχεις το Θείο Έρωτα στη ρωγμή του στήθους σου.

Δίνεσαι στη Δημιουργία

Δίνεσαι στη Θεουργία

μεταξύ Φωτός και Σκοταδιού.

Δίνεσαι στη Ζωή και στο Θάνατο.

 

Η εκκλησία σου είναι σκοτεινή

πάντα με μια λίμνη μέσα

Να βυθίζονται στα κρύα σου νερά,

οι πίκρες του κόσμου.

 

Η εκκλησία σου μοιάζει με σπηλιά

των πρωτόγονων ενστίχτων φωλιά.

Κει που ο άνθρωπος έμαθε να ανάβει φωτιά.

 

Αγαπημένη Μαντόνα των αλλόκοτων.

Προσεύχομαι σε σένα

Με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά

Να δεχτώ την αιώνια αγκαλιά σου.

 

Δε ζητώ μετάνοια γιατί δεν γνωρίζεις τι είναι.

Ζητώ μονάχα αυτό που μπορείς να δώσεις.

Τη συμπόνια σου.

 

Την αιώνια μαύρη ρόζ αγκαλιά σου.

***

Η ΛΥΚΑΙΝΑ ΓΛΙΤΩΣΕ

 Βγήκε η λύκαινα

το βράδυ στην πόλη

και η πόλη αλύχτησε.

Η λύκαινα ζωγράφησε

το δέρμα της πόλης

με τα ζεστά της χνώτα

και η πόλη ρίγησε.

Βγήκαν στο δρόμο οι κυνηγοί

να τη σκοτώσουν.

Η λύκαινα έτρεξε

Η πόλη δάκρυσε

 

Γάλα έσταξε

από των γυναικών τα στήθη.

Νεαρές, γριές

Έτρεξαν με πινέλα

Να βάψουν την πόλη

Με το γάλα τους

 

Η λύκαινα γλίτωσε

___________________________________________________________________

 

Ελένη Λάκη

Γεννήθηκε το 1997 στη Λάρισα. Τα τελευταία οκτώ χρόνια έψαχνε

έναν τρόπο να τρυπώσει στις ψυχές των ανθρώπων. Γι’ αυτό δοκίμασε την ποίηση. Εμπνέεται από τα απλά και καθημερινά, τη θλίψη του αστικού τρόπου ζωής, τη δυσκολία διαχείρισης και έκφρασης των συναισθημάτων.

 

ΜΕΤΑΙΧΜΙΑ

 καθώς γλιστράς πάνω μου

με λιώνεις με την κοιλιά σου

και ‘γω απολαμβάνω τα δευτερόλεπτα

μέχρι να μου γλιστρήσεις πάλι απ’ τα χέρια

 

στο μεταξύ

αναρωτιέμαι

πού να λιώνεις τα καλοκαίρια

 

σαρδέλα που τρώγεται ολόκληρη

στο πιάτο σου μέσα μ’ έχεις

να με ξεψαχνίζεις

 

τα κουνούπια τσιμπάνε πιο άγρια το καλοκαίρι

όταν παίρνει και νυχτώνει

κάνουν τα μπούτια σου κόκκινα

και άσχημα

 

πάντα έμοιαζες με όλα τα μεταίχμια των εποχών

αλλοπρόσαλλα κι απότομα

να με βρίσκουν

συνήθως

υπερβολικά ντυμένη

τώρα περισσότερο

κλιματιστικό σε αίθουσα χορού μου κάνεις

 

ίσα που σ’ αισθάνομαι στην ωμοπλάτη μου

***

 ΑΝΑΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

πιάτο έχω μια πόλη

εμπρός μου

 

να τη ραγίσω άμα θέλω

μπορώ,

να της χαρίσω θρύμματα

 

κι ούτε πιάτο για να φάμε

 

τα δόντια σου τούβλα

τα γκρεμίζω με την πίεση της γλώσσας μου

 

πράσινο χακί σε καμουφλάρουν άψογα σε επαρχιακή πόλη

με όλα τα αιλουροειδή αγκιστρωμένα στην αρβύλα σου

 

καίω τα χακί, μυρμήγκιασμα σε πιάνει τώρα

 

πονάς

και σπας όλα τα μωσαϊκά της ιστορίας με τα δόντια

***

ΩΡΟΛΟΓΙΑΚΗ ΒΟΜΒΑ

 οι πόλεις με υποδέχονταν θερμά το καλοκαίρι εκείνο

 

ύστερα

κλείναν τα σύνορά τους

 

ωρολογιακή βόμβα κυλιόμουν ακατάπαυστα στο σαλόνι

ετοιμαζόμουν να σκάσω απ’ ώρα σ’ ώρα

 

τελικά

έσκασα μέσα μου

 

κι έφερα το χειμώνα

 

___________________________________________________________________

 

Αργύρης Λάκκας

 Γεννήθηκε το 2003 και μέχρι και τα 17 του χρονιά έζησε στον πύργο Ηλείας. Πέρυσι περνώντας με πανελλαδικές μπήκε στη σχολή ψυχολογίας του ΑΠΘ οπότε και μετακόμισε Θεσσαλονίκη για να ακολουθήσει ένα από τα όνειρα του. Ένα άλλο όνειρο του είναι η ανάδειξη του ως συγγραφέας. Το 2021 συμμετείχε και διακρίθηκε στον διαγωνισμό ΣΠΕΚ «για τον Γιάννη Ρίτσο», με τοποίημα του «ελεύθερος είναι ο θεός». Φιλοδοξεί μαζί με τα άλλα να αξιοποιήσει και τη κλίση του στη ζωγραφική. Και το θέατρο του αρέσει. Και ο στίβος τον ενθουσιάζει. Ο στόχος φυσικά είναι να εκφραστεί όσο καλυτέρα γίνεται, και συνεκδοχικά να ευτυχεί.

 

ΣΗΨΗ

Εσείς κ. Βάσω τη νιώσατε τη σήψη ;

Μου φαίνεται γελοίο και μόνο που ρωτάω

Είναι ολοφάνερο ﮲

Το πρόσωπο σας είναι γεμάτο ρυτίδες

Τις βλέπω όλες τις αμαρτίες σας

χαρτί , και τζόγος

Τίποτα πιο βρώμικο από την αυλή του βασιλιά

Και κανείς ασχημότερος από την μεγαλειότητα Του

***

ΤΙ ΘΑ ΝΑΡΚΩΣΕΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΠΟΥ ΞΥΠΝΗΣΕ

 Τι θα ναρκώσει το τέρας που ξύπνησε ,Τι

Βιαστείτε όσο αξίζει να σωθεί κάτι,

δε θα μ ‘αφήσει

Πια να χαρώ χαρά για χαρά

Φερτέ μου ωραία σώματα ,απαλά και ζεστά

Να λιώνουν στα χεριά μου

***

ΓΝΩΡΙΣΑ ΕΝΑΝ ΤΥΠΟ

 γνώρισα έναν τύπο

ήταν όμορφος με μαύρα κατσαρά μαλλιά

τον έφερα σπίτι

«δεν το κάνω συχνά αυτό», θέλησε να το ξέρω

Αλλά ήθελε και κάτι άλλο από μένα

χαζολογήσαμε όμως γιατί δεν μου έδινε σημάδια

κάποια στιγμή το πήρα απόφαση και τον μύησα

τον έγδυσα ,και αφού κάναμε ότι κάναμε

και νύσταξε και η νύχτα

τον φρόντισα,

τον χάιδεψα

και τον άφησα να κοιμηθεί διπλά μου

και νομίζω ξύπνησε

σαν να  μην ήθελε τίποτα αυτά

σαν να  μην ήθελε τίποτα από τη ζωή

σαν να εύχονταν έναν ήσυχο θάνατο

μ ’όλο που οι φίλοι του και οι εραστές του

τον βεβαίωναν ποσό πολλά ωραία είναι η ζωή

μάταιο, δεν εννοούσε να νιώσει

 

___________________________________________________________________

 

Θεοδοσία Μπίτζου

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ζει και εργάζεται στο Ηράκλειο της Κρήτης. Με τη συγγραφή ασχολείται από το 2010. Διηγήματά της έχουν διακριθεί: Α’ Βραβείο Παραμυθιού – Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (2013), Έπαινος Νουβέλας – Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (2012), Α’ Βραβείο Θεατρικού Μονόπρακτου και Β’ βραβείο Παραμυθιού – Αγ. Νικόλαος (2012), Γ’ βραβείο Διηγήματος – Larry Niven (2012), B’ βραβείο Διηγήματος – Αγ.Νικόλαος (2011 και 2014). Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια συγγραφής, επιμέλειας κειμένου, και εικονογράφησης.Η ποιητική συλλογή «Αν είναι να με πετάξεις (Ημερολόγιο)» είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή και περιλαμβάνει ποιήματα που γράφτηκαν στην περίοδο 2020-Απρίλιος 2022.

***

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ

Περί γαϊδάρων μην μου λες,

ήξερα πολύ καλά κάποιον

που τον φωνάζαν «άλογο Παντελή», παρόλο που

καμία σχέση δεν είχε

με οποιαδήποτε μορφή του λόγου.

Στεκόταν ώρες στον ήλιο

στο ξυρισμένο χωράφι και

γύριζε σαν ρολόι το κεφάλι του,

χωρίς να μπορεί να αποφασίσει

προς τα πού να πάει.

 

Α! ρε Παντέλη

πέθανες κύριος,

δεν πήρες ποτέ καμία θέση.

***

 ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ. 1970

 Μόνο ο μπαμπάς ξέρει να την επισκευάζει

Σοβαρός

Σκεφτικός

Με το τσιγάρο στο χέρι

Την χτυπά πολλές φορές στο πλάι

Ο ήρωας φεύγει

Όχι

Ναι

Σταματά στη μέση

Ακόμα ένα χτύπημα

Η εικόνα έρχεται στη θέση της.

 

Μετά πήραμε έγχρωμη με κουμπιά.

Μετά έφυγε και ο μπαμπάς.

Δεν τον χρειαζόμαστε πια.

***

 ΦΛΑΝΕΡ

 Συχνά περπατώ χωρίς σκοπό σε άγνωστες γειτονιές

και κοιτώ ποια σπίτια νοικιάζονται, ποια πωλούνται

σημειώνω τα τηλέφωνα αγνώστων,

κλείνω ραντεβού,

(ξέρετε ενδιαφέρομαι για το ακίνητό σας)

μαθαίνω ποιοι έζησαν εκεί,

και για κάποιο απροσδιόριστο λόγο στο τέλος ρωτάω:

«υπήρξαν ευτυχισμένοι;»

 

___________________________________________________________________

 

Σπύρος Χαιρέτης

 Γεννήθηκε μοναχοπαίδι, κι ενώ ποθούσε τόσο να έχει μια αδερφή, οι γονείς του δεν του κάναν το χατίρι. Κάπως έτσι, αποφάσισε να γίνει ο ίδιος μία. Στοιχεία αυτής γράφει και ψάχνει ακόμα μέσα σε ποιήματα, άρθρα ακαδημαϊκά και σε βιβλία. Κάποια στιγμή ελπίζει να σταματήσει την ομφαλοσκόπηση.

 

Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΛΕΣΒΙΑ

Η γιαγιά μας η καλή

που εχήρεψε μικρή

είχε άντρα τον παππού μας

ταγματάρχη από σχολή.

Κάθε τόσο της κολλούσα

και της έλεγα:

γιαγιάκα,

χήρα είσαι, βρες βρε κάποιον

με πολλά πολλά λεφτάκια.

 

«Κρεμασμένες να τις έχω

τις ψωλές σ’ έναν κορμό

μήτε να τις βλέπω θέλω

μήτε να τις ακουμπώ».

 

Τότε εγώ ανακουφίσθην

είχαν όλα πια λυθεί.

Η πουστρίλα στη φαμίλια

ήταν κληρονομική.

***

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ Ψ – ΣΥΝΕΔΡΙΑ Ι

Παρότι η ντουλάπα μου ήταν μικρή

ορκίζομαι ότι συχνά έπιανε όλο το δωμάτιο.

 

Χωροταξικά, βρισκόταν δίπλα απ’ το γραφείο.

Υπήρχαν νύχτες όμως, όπου έπεφτε από πάνω μου να σκάσω:

δαίμονας των υπνωτικών μου παραλύσεων.

 

Αυτή η ντουλάπα όλο το σπίτι

γινόταν

γιγάντισσα και μου επιτίθετο,

ενώ έκανε παρέα κολλητή με τους δικούς μου.

Κάπνιζαν πούρα στην κουζίνα

παίζαν μαζί κουμ-καν

και ψιθυρίζαν μυστικά αυστηρώς ακατάλληλα για παιδάκια.

Όποτε έβρισκα ένα ρούχο που με εξέφραζε, εκείνη έκλεινε τα φύλλα της με βία να γραπώσει.

χέρια ή μόνο δάχτυλα.

Δείτε εδώ! Ακόμα έχω σημάδια!

Στη σκέψη πως θα την ξεφορτωνόμουν, τρελαινόταν.

Κρεμάστρες-φονικές

πετούσε και με στόχευε.

Την φοβόμουν,

αλλά αν έφευγε, πώς θα μπορούσα να γεμίσω το κενό, εκεί, πλησίον του γραφείου;

Δεν την ήθελα,

αλλά δεν ήξερα αν θα την έπαιρνε κανείς– υπάρχει νοικοκυριό χωρίς έστω μια τοσοδούλα

ντουλαπίτσα;

*Πέρα από έπιπλο, ο όρος ντουλάπα είναι αγγλισμός (come out of the closet = βγαίνω από τη ντουλάπα) και συνιστά έναν χώρο

κρυφό, από τον οποίο λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφυλα και τρανς σώματα μεταφορικά «βγαίνουν», δηλαδή δέχονται και

υποστηρίζουν ανοιχτά τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου τους.

***

ΆΛΛΟΣ

Χτυπάς και απρόθυμα, κοφτά σου λέει ο άλλος «Άλλος». Πρέπει να είναι ελληνική πρωτοτυπία

ετούτη η μετεμψυχωτική εμπειρία. Να δεις που έχει να κάνει με το χώρο και το σκοπό που επιτελεί:

απαλλαγή από ανάγκες φυσικές, λύτρωση και αλλοτρίωση.

Λέω να το υιοθετήσω. Όταν θα `ρθει ξανά η ώρα αυτή (γιατί θα `ρθει) που θα χτυπάς για να

καλύψεις τις ανάγκες σου, εγώ δεν θα ανοίξω. Την πόρτα θα κρατήσω και θα φωνάξω «ΆΛΛΟΣ».

Άλλος θα πω κι έτσι θα νιώθω.

 

___________________________________________________________________

 

 

Δημήτρης Χατζηχαραλάμπους

Γεννήθηκε το 1987. Μένει στην Αθήνα. Απόφοιτος Νομικής, μεταπτυχιακές σπουδές με αντικείμενο τη Σημειωτική. Εργάζεται ως επιμελητής εκδόσεων. Έχει συμμετάσχει στην εκδήλωση «35 ποιητές κάτω των 35» που οργανώθηκε το 2018 στο Νομισματικό Μουσείο, καθώς και στην ανθολογία Ξύπνησα σε μια χώρα (επιμ. Μάνια Μεζίτη) που εξέδωσε το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ το 2019. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό The Books’ Journal (Σεπτ. 2019).

 

ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΚΟΜΗ ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ

Παράξενο

μετά από τόσα χρόνια

μετά από πλήθος τραύματα που πέρασαν

και εξακριβώθηκαν

να απομένει μια μικρή ουλή

σαν αστραπή

στο αριστερό μου γόνατο

και η χαζή της ιστορία που αλλάζει

ανάλογα με τη διάθεσή μου

***

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ας μην είναι θεέ μου

φωτάκι νυκτός

πορτοκαλί ή πράσινο

στον τοίχο μάτι

καρφωμένο

 

Ούτε και στίλβη

πορσελάνινων δοντιών

από τον πάτο

ποτηριού

 

Κι όταν σκεπάζομαι

ας είναι θεέ μου

το σεντόνι που σκεπάζει

πιο μακρύ

από το μπόι μου

***

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ

Υποθέτω πως γράφοντας

ανασύρει κανείς μια χώρα

απ’ την οποία εξορίστηκε

Η χώρα αυτή δεν είναι τόσο

όμορφη όσο φαντάζει, όχι

(οι φίλοι σου θα έλεγαν

μα καλά, γι’ αυτό κάνεις έτσι;)

ούτε αναπολείς με νοσταλγία

τις μέρες άπνοιας που κράταγαν

τα πράγματα στη θέση τους

Υπάρχουν λεπτομέρειες

που δεν θυμάσαι καν

ή δεν χωρούν στη γλώσσα

που διάλεξες έκτοτε να μιλάς

(πώς να μιλήσεις για όσα ντρέπεσαι;)

 

Θυμάσαι όμως καθαρά

το βράδυ που σε φόρτωσαν σε μια καρότσα

και μέτρησες όλα τα φώτα του δρόμου

ως τα σύνορα

Ό,τι κατάφερες να δεις

απ’ όπου αρπάχτηκαν οι αισθήσεις σου

σ’ αυτή την άταχτη φυγή —

υποθέτω πως γι’ αυτά

γράφεις ακόμα