Κριτική

Ανάγλυφη, Έλενα Πολυγένη, Εκδ. Ρώμη, 2021, σελ. 56

 

 

Ανάγλυφος κόσμος, ανάγλυφη ζωή

Γράφει η Μίνα Π. Πετροπούλου

 

Η Ανάγλυφη της Έλενας Πολυγένη έρχεται να συνεχίσει την αλυσίδα της λυτρωτικής για την ίδια ενασχόλησης με τη γραφή. Έχοντας εκδώσει ήδη τέσσερις συλλογές (Γράμματα σε μαυροπίνακα- 2009, Η θλίψη μου είναι μια γυναίκα -2012, Η χώρα των παράδοξων πραγμάτων – 2014 Τα δευτερόλεπτα των ζωντανών στιγμών -2017) εξακολουθεί να ψάχνει το νόημα της ζωής, την επανοηματοδότηση του κόσμου, διαμορφώνοντας μέσω των τριών κεφαλαίων του βιβλίου της μια άλλη δυναμική για την προσέγγιση της Αλήθειας που επιτέλους θα φωτίσει ή θα αποκαθηλώσει τον κόσμο.

Από την πρώτη της συλλογή βασανίζεται από υπαρξιακά ζητήματα που οι λύσεις τους φαντάζουν είτε ανέφικτες, είτε δυσοίωνες. Παρ’ όλα αυτά η γραφή αποδεικνύεται για εκείνη όχι μόνο τρόπος να επικοινωνεί τις σκέψεις της αλλά και δυνατότητα να καθαίρονται οι αναγνώστες της  είτε ταυτιζόμενοι μαζί της, είτε συνειδητοποιώντας τα αδιέξοδα που ανησυχούν κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο.

Η Aνάγλυφη είναι μια προσπάθεια να αποδοθούν ποιητικά ο κόσμος και ο άνθρωπος με όλες τις πιθανές προεξοχές, εσοχές και παραδοξότητες τους. Μπορεί να «χαμηλώνει πάντα το βλέμμα εκεί, στα ανάγλυφα σχέδια, τέτοια σχήματα στο μυαλό της, τέτοιοι όμοιοι λαβύρινθοι από όμοια ανάγλυφα, κάπου μέσα στις εσοχές τους κρύβονται οι λέξεις κι ούτε τολμάνε να ξεμυτίσουν» (σ. 34), αλλά καταφέρνει και δημιουργεί τρισδιάστατες προσδοκίες. Και έτσι, ναι, θα «έχει μούτρα να αντικρίσει τον κόσμο» (σ. 34). Αλίμονο σε όποιον χάνει το ανάγλυφο του κόσμου και περιορίζεται σε μια δυσδιάστατη αβαθή εικόνα και επιδερμική αίσθηση του κόσμου και της ύπαρξης γενικότερα.

Τα ποιήματα της Έλενας Πολυγένη έχουν σουρεαλιστικό χαρακτήρα και ξεπερνούν την κοινότoπη χρήση των λέξεων, ως πρέπει σε μια ποίηση ουσίας. Αυτή η επιλογή βέβαια δεν διευκολύνει ούτε την ίδια, ούτε τον αναγνώστη αλλά συμπορεύεται με τη δυσκολία που έχει εκ φύσεως η ζωή, τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνεται και την αποδέχεται η ίδια η δημιουργός.

Βλέμματα, σιωπές πανταχού παρούσες, ορίζοντες που εξαφανίζονται, πρόσωπα που επιμένουν και, στην πιο τρομακτική τους εκδοχή, πέτρες που βγαίνουν απ΄τα στόματα ή που ρίχνονται με τα χέρια, ύψη που εναλλάσσονται στο μέγεθος, σπίτια γκρεμισμένα ή χαμένα – πάντως πάντοτε σημεία προορισμού, δάση που περικυκλώνουν και δέντρα που δυσκολεύουν, γραμμές ευθείες σαν κίνηση βαλλιστική ή σαν τη γραμμή του καρδιογραφήματος που σημαίνει το τέλος της ζωής. Όπλα θανάτου και όπλα λύτρωσης.

Τα τρία κεφάλαια της Ανάγλυφης, σηματοδοτούνται από τα τρία πρώτα ποιήματα που είναι χαρακτηριστικά της διάθεσης της ποιήτριας:

Ι.  Κόσμος,

ΙΙ.  Επιστροφή,

ΙΙΙ.  Ηλιοβασίλεμα.

Ι. Κόσμος

Στο πρώτο κεφάλαιο υπάρχει εμφανής η προσπάθεια εγγραφής του ανθρώπου στο συμβολικό, αναγκαία προϋπόθεση υπαρξιακής και κοινωνικής ευεξίας. Η αρχή της ζωής του ανθρώπου σε όλες τις εκφάνσεις, εκφάνσεις σκληρές, επώδυνες έως καταστροφικές παρατάσσονται εδώ. Ο Χειμωνάς έχει πει ότι ο άνθρωπος δεν έρχεται σε έναν κόσμο πραγμάτων. Έρχεται σε έναν κόσμο λέξεων που σηματοδοτούν τα πράγματα και νοηματοδοτούν τη ζωή των ανθρώπων, κάτι που ουσιαστικά επισημαίνεται και προβάλλεται στο πρώτο ποίημα «Κόσμος». Φωνές, ανησυχία, προσπάθεια να ερμηνευτεί ο κόσμος: «Τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει…όλα έπαιρναν ξαφνικά μια ψεύτικη ζωή. Ήταν ένα παιχνίδι» (σ.9)

Αν η τέχνη του λόγου  φτιάχνει έναν άλλον κόσμο χρησιμοποιώντας μόνο τις λέξεις του εκάστοτε δημιουργού, η Ε.Π. το πετυχαίνει σε μέγιστο βαθμό. Το παράδοξο πάντρεμα των λέξεων (ξαφνιασμένο φόρεμα, τεθλασμένα παράθυρα) αποδεικνύει τη δυναμική της ποίησης της αλλά και μια φαντασία που είναι καταδικασμένη να (μας) εκπλήσσει.

Σκόνη, , συνθήματα, σαΐτες! Μια εξουσία που «τρέμει όπως τρέμει το όπλο πριν απ΄το φόνο…Η γλώσσα της μοιάζει με πουλί στο κλουβί, μόνο που δεν κελαηδάει» (σ. 16).  Η γλώσσα όμως της Ε.Π. και δεν φυλακίζεται σε κλουβί και κελαηδά. Με τρόπο όχι ευχάριστο, αλλά όμως αφυπνιστικό και ειλικρινή. Μιλά για σιωπές, αλλά δεν σιωπά, μιλά για πόνο αλλά δεν παραδίνεται. Όχι χωρίς κόστος. Όμως οι πληγές της γραφής και κάθε ποιήματος λειτουργούν ως ίαση για τις πληγές εντός της και βοηθούν την ψυχή να ξαναστηθεί στα πόδια της. Την προτρέπουν, την βοηθούν και άλλες φορές τη διατάζουν να προχωρήσει, να συνεχίσει. Αλλά που;

Αυτό είναι ένα εναγώνιο ερώτημα που βασανίζει κραυγάζοντας μέσα από τις «σιωπές», αγαπημένο μοτίβο της ποιήτριας σε όλα της τα βιβλία, και ζητώντας απαντήσεις.

Πολύτιμοι αρωγοί για αυτές τις απαντήσεις οι ιδιαίτεροι μονολεκτικοί τίτλοι των ποιημάτων. Περιέχουν μέσα στη λιτότητά τους μια ερμηνευτική δυναμική που αιφνιδιάζει. Θα μπορούσαν να έχουν δοθεί αλφαβητικά, αφού εν δυνάμει ερμηνεύουν μέσα από τη σκέψη και την ποιητική τέχνη της Ε.Π. το πώς προσδιορίζονται συγκεκριμένες καταστάσεις: κόσμος, εξουσία, μουσική, πόλεμος, ζήλεια, θαλπωρή, φιλοξενία…

Τα παράθυρα, ανοιγμένα, κλειστά, μεγάλα, μικρά, εν κινήσει ή ακούνητα έχουν για την Ε.Π. ξεχωριστή θέση ανάλογα με το μήνυμα της προς τον κόσμο. Τα χέρια όμως αποτελούν ταυτόχρονα τη δύναμη, το όπλο, τη θαλπωρή: «Έλα εδώ στη γνωστή γωνιά, στο φιλόξενο σχήμα του αγκώνα. Ένα σοφό πλαίσιο, μια κρύπτη για το λάφυρο της ζωή σου. Ζωντανή έλα. Κρύψου. Σε βάθος ορίζοντα παντού το ίδιο» 9σ. 24). Ίσως η ωραιότερη περιγραφή αγκαλιάς.

Η μνήμη αρνείται να εγκαταλείψει τη ζωή στη λήθη. Ανθίσταται, συστηματικά παλεύει όσο και αν «τα τετράγωνα πύκνωναν μες το κεφάλι της και σταματούσαν τη σκέψη» (σ.11). Η ποιήτρια επιμένει και αγωνίζεται «να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος» (σ.12). Παλεύει στη ζούγκλα του κόσμου, στα δέντρα που ψηλώνουν γιατί οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται και την / μας τρομάζουν. Τα «πρότυπα» περιττά. Την αλήθεια του καθενός μας την ξέρει μόνο το είναι μας. Η φωνή μας μόνο, μπορεί και πρέπει να αρθρώσει λόγο ακόμα και αν το επώδυνο μιας τέτοιας επιλογής μας κάνει να σπαράζουμε: «Άνοιξε το στόμα να ζητήσει βοήθεια κι από μέσα ξεχύθηκαν πέτρες και φύλλα»(σ.12). Σταθερός άλλωστε στόχος της να μην μας αφήσει να εφησυχάσουμε, γιατί τότε θα πεθάνουμε. Είναι η εγκατάλειψη που θα μας οδηγήσει στο θάνατο, όχι ο πόλεμος.

Ο πόλεμος μας δίνεται με μια άλλη εκδοχή του, καθώς η Ε.Π. μας παρακινεί να δούμε πίσω από τη εικόνα, να νιώσουμε τον εχθρό που πλησιάζει, τις πέτρες-οβίδες που είναι έτοιμες να εκραγούν σε κάθε πτώση αστεριού, είτε πρόκειται για αστερισμό του σύμπαντος, είτε για έναν άνθρωπο που τον αναγκάζουν να πεθάνει σε κάθε εμπόλεμη ζώνη του κόσμου μας, που όχι, τελικά δεν είναι αγγελικά πλασμένος.

Έτσι η ποιήτρια αποφασίζει και αρνείται κάθε φυλακή. Ακόμα και αν «βρίσκεται μέσα στο χέρι του» (σ.15). Αρνείται να μείνει στάσιμη. Μπορεί να ματαιώνεται η ύπαρξη «πέφτει απαλά, σαν χρυσαφένια βροχή, στα παπούτσια του» αλλά εκείνη όχι μάταια συνεχίζει να πορεύεται με βοηθό, προστάτη και συνοδοιπόρο της τις λέξεις.

Κάπως έτσι φτάνουμε στην επιστροφή.

ΙΙ.  Επιστροφή

ΙΙ. Η δομή του βιβλίου ξαφνιάζει. Το δεύτερο κεφάλαιο έχει μόνο ένα πεζο-ποίημα, την Επιστροφή. Επιστροφή όμως πού; Στις ρίζες, στη γενέθλια γη, στο είναι, στην τρυφερότητα, στην τραγικότητα; Ή μήπως στην αρχή και την ουσία του κόσμου, τη συνειδητοποιημένη και επώδυνα αποκτημένη ωριμότητα;

Είναι ο Άλλος που τελικά θα μας σώσει; Ο έρωτας προσωποποιημένος με τη μορφή του αγαπημένου; Ή μήπως ο ίδιος μας ο εαυτός ; «Προχωρούσε ξανά στα αστικά τοπία, περιπλανιόταν για να ανακαλύψει αυτόν που αγαπούσε. Αυτός που δεν είχε ούτε σχήμα. Ούτε πρόσωπο…αυτός κρατούσε στα χέρια του το νήμα του δρόμου» (σ.27). Πολύ συχνά οι  μικρές φόρμες γραφής της Ε. Π. έχουν τη δυναμική μιας χιτσκοκικής σκηνοθεσίας. Το απρόσμενο σε παγώνει. Καθηλώνεσαι. Και ο θάνατος εξηγείται, αφότου έχει επέλθει εκεί και από όπου δεν τον περίμενες : «Εκεί μέσα ήταν κι εκείνη, ήταν υποτίθεται εκείνη αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα μπερδεμένο κουβάρι, που δεν σκεφτόταν τίποτα, που δεν μπορούσε καν να αναλογιστεί πώς κατέληξε εκεί, σ΄ αυτήν την πανάρχαια φυλακή, σ΄ αυτό το πηχτό σκοτάδι»(σ.27)

Και κάπως έτσι φτάνουμε στο τρίτο μέρος και το ηλιοβασίλεμα

ΙΙΙ Ηλιοβασίλεμα.

ΙΙΙ. Καθόλου τυχαία η επιλογή του ποιήματος του Νίκου Εγγονόπουλου στην αρχή του τρίτου κεφαλαίου. Η Πουλχερία του, η ηρωίδα του επιλεγμένου ποιήματος, αφότου κάνει τα δέοντα και τα πρέποντα, πεθαίνει. Ως «στραδιώτης» ο καθένας μας έχει μοιραία και προκαθορισμένη πορεία. «Ηλιοβασίλεμα» το ποίημα που ανοίγει αυτό το κεφάλαιο, όμορφο αλλά και σηματοδοτούν τη νύχτα που αργά αλλά σταθερά πλησιάζει .

Στο τρίτο όμως κεφάλαιο υπάρχει – παρόλη την επιμελώς κρυμμένη αναφορά του αναπόφευκτου τέλους-  μια αισιοδοξία γιατί λείπουν τα πολεμικά στοιχεία του πρώτου κεφαλαίου.

Μπορεί τα «βράχια» να θυμίζουν την Κραυγή του Μουνκ : « Εκείνη είναι ένα φοβισμένο σύμβολο πάνω σε μια σελίδα. Έχει σχεδιαστεί από χέρι που τρέμει…Η σιλουέτα της σχηματίζεται πάνω στην άσφαλτο με αδύναμο χρώμα…οι ανάσες σφυρίζουν…Δύο όπλα μετρούν απόσταση σημαδεύοντας την. Το χαρτί γίνεται κύλινδρος, μελάνι στάζει αργά απ΄τις άκρες του στο στόμα μιας κρήνης ανεστραμμένης» (σ.35)

Μπορεί « χρώματα της φύσης να έχουν φτιαχτεί από αίμα υπάρξεων» (σ. 36), όμως υπάρχουν. Και αυτή είναι η ουσία. Ο κόσμος μπορεί να είναι εφιαλτικός «Οι περαστικοί έπεφταν μισολιπόθυμοι στα πεζοδρόμια. Όλων των ειδών οι πληρωμές σταματούσαν. Τα τροχοφόρα αποσύρονταν και η άσφαλτος γέμιζε ψιλή. πηχτή άμμο. Χωρίς καμιά εξήγηση έσβηναν τα φανάρια» (σ.38) …αλλά  η εύθραυστη ύπαρξη, η λυπημένη γυναίκα που «ο θώρακας της σαν μίσχος πάλευε να συγκρατήσει το τοπίο, που έκθαμβο έρεε κάτω απ΄τα μάτια της κι εξατμιζόταν» (σ.39) υπάρχει. Μπορεί να την πνίγουν τα δάκρυα αλλά δεν θυσιάζει τη φωνή της. Ούτε τη γραφή της.

Μπορεί μέσα από  μια επιστημονική φαντασία ντυμένη με λυρικότητα λόγου να μας δείχνει τα περάσματα που ανατρέπονται  «…τις γέφυρες, τις έβλεπε εκεί μπροστά στα μάτια της να θρυμματίζονται και παρηγοριά δεν είχε..» (σ.40). Μπορεί ο πόνος ψυχής και μυαλού για τη συχνή και επώδυνη ματαίωση  επιθυμιών και προσδοκιών να «μας φορτώνουν τύψεις» (σ.40) …α λ λ ά η ηρωίδα μάχεται, η πρωταγωνίστρια μόνιμα εν κινήσει αρνείται να παραδοθεί, να πεθάνει. Οι φωνές που την ακολουθούν «διηγούνταν όνειρα και ιστορίες» (σ. 42)

Τα Χρήματα, που απομένουν ελάχιστα, ο αέρας που φυσά, τα πατζούρια που σπάνε δεν μπορούν να ανατρέψουν τη δύναμη από «τα τρία μονάχα κέρματα», με τη μαγική ίσως συμβολή του δημοτικού τραγουδιού για τη μυστηριακή δύναμη του συγκεκριμένου αριθμού! «Ανοιξε τότε τη φούχτα της και είδε τρία μικροσκοπικά φαναράκια. Σκορπούσαν τριγύρω ένα απαλό, χρυσοκίτρινο φως. Τι καλά, σκέφτηκε χαρούμενη, άναψαν ακριβώς την ώρα που κόπηκε το ρεύμα» (σ.43)

Μπορεί η μόνιμη αγωνία για έναν κόσμο ανίερο, ανήθικο να φοβίζει συνεχώς το ποιητικό υποκείμενο, να το κάνουν να βιαιοπραγεί στον εαυτό του «…άρχισε να πλέκει από το δέρμα της ρόδες…» (σ.46)…α λ λ ά με όπλο του το λόγο επιμένει αναζητώντας «την καμπύλη του χαμόγελου» (σ. 48).

Η «Τρέλα» κλείνει αυτό το βιβλίο. Συγκλονιστικά. Η τρέλα ως το όριο της ανθρώπινης ελευθερίας. Ό,τι δυνητικά μπορεί να συμβεί στον καθένα από μας: τότε που η αύρα του ζοφερά ανοίκειου ερχόμενη από τον άλλον τόπο μας αγγίζει. Η τρέλα είναι που κάνει το φόρεμα ξαφνιασμένο, τα μαλλιά δίχτυα ή μυαλά που ίσως χάσουμε. Μαζί με αυτά υπάρχουν και οι ενοχές, το κύκνειο άσμα του ύπνου, για να δικαιωθεί ποιητικά ο Ντοστογιέφσκι με υπόκρουση την φουκοϊκή ιστορία της τρέλας.