ΑΚΟΥΩ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΧΤΗ – ΒΙΛΙΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΥΠΝΙΟ

Την Βίλια Χατζοπούλου τη γνώρισα όταν ξεκίνησα το μάθημα ‘Μονόλογοι’ στο Θέατρο των Αλλαγών στο εαρινό τρίμηνο του 2022. Εντυπωσιάστηκα από τη θετική ενέργεια και τη φωτεινή αύρα που την ακολουθούσε παντού, τη ζωντάνια, την εμπιστοσύνη και αγάπη που έδειχνε σ’ όλους τους μαθητές της, χωρίς να κάνει διακρίσεις, χωρίς προτιμήσεις ή προκαταλήψεις, χωρίς ποτέ να γίνεται επικριτική ή αποθαρρυντική. Μια αεικίνητη δασκάλα, οργανωτική, πειθαρχημένη, με έξυπνο λόγο και χιούμορ, εφευρετικότητα και φαντασία, με απλωμένο χέρι κι ενθαρρυντικό βλέμμα, πρόθυμη να μας οδηγήσει σε μονοπάτια εξερεύνησης μονολόγων παγκόσμιου ρεπερτορίου.

Μόλις έμαθα ότι είναι κι αυτή (όπως κι εγώ) διηγηματογράφος, ενθουσιάστηκα. Ήδη ο τίτλος της συλλογής της ‘Ακούω την Καρδιά του Παίχτη’ περιγράφει εύγλωττα τον μαγικό τρόπο που λειτουργεί η κυρία Χατζοπούλου είτε ως δασκάλα, είτε ως συγγραφέας. Ακούει, αλλά όχι μόνο αυτά που ακούγονται, αλλά κι αυτά που δεν ακούγονται. Ακούει την καρδιά του κάθε μαθητή της, την καρδιά κάθε χαρακτήρα της, την καρδιά κάθε ανθρώπου που έχει την τύχη να βρεθεί στο δρόμο της. Δεν είναι τυχαία η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης σε όλα της τα διηγήματα. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Είναι τόσο μεγάλη η ενσυναίσθησή της,  μιλάει η ίδια μέσα απ’ αυτούς, έχει ήδη ‘κατοικήσει’ στην καρδιά του καθενός.

Λόγος άμεσος, σύντομες προτάσεις, κοφτές, αλλά τόσο μεστές και περιεκτικές, έντονα ρυθμικές, που κάνουν τις ιστορίες να ‘πάλλονται’ μέσα μας σα χτύποι καρδιάς, γραμμική αφήγηση που όμως συμπαρασέρνει στο ταξίδι της, σε καθηλώνει, σε προκαλεί. Θα προσπαθήσω να εξερευνήσω κάποια από τα διηγήματα της συλλογής αυτής.

Στο διήγημα ‘Στα Τρία’ παρακολουθούμε σχεδόν ολόκληρη της ζωή ενός θιασάρχη μέσα σε λίγες σελίδες, τη μοναξιά, την απρόσωπη σχέση με το έμψυχο και άψυχο περιβάλλον του, με τη μητέρα της κόρης του, την ίδια την κόρη του που συναντά αργότερα μ’ ένα επεισοδιακό τρόπο, έναν τρόπο που έξυπνα ‘σωματοποιεί’, ‘δραματοποιεί’ θα έλεγα τα συσσωρευμένα συναισθήματα, το παράπονο αυτού του εγκαταλειμμένου παιδιού. Δεν θα έλεγα ότι ο συγκεκριμένος ήρωας γίνεται συμπαθής καθώς είναι αρκετά απαθής (μου θύμισε τόσο τον ‘Ξένο’ του Αλμπέρ Καμί) , απλός παρατηρητής της ζωής του,  δεν συμμετέχει συναισθηματικά, εκτιμάει καταστάσεις χωρίς στην ουσία να εμπλέκεται πραγματικά, φοβάται να συμμετέχει ίσως στην ίδια του τη ζωή. ‘Την ευχαρίστησα. Την αποχαιρέτησα’, λέει στο τέλος λακωνικά. Τι πιο τραγικό. Μέσα σε δύο λέξεις (ρήματα, αγαπημένο ‘εκφραστικό εργαλείο’ της δασκάλας), ο απολογισμός της ζωής του. Συμπαθής ή όχι, σίγουρα αντιπροσωπεύει κάποιο κομμάτι της προσωπικότητας του καθενός μας.

Στο διήγημα ‘Ακούω’, μια τυφλή καλλιεργεί μια ‘εξειδικευμένη τεχνική’ του να ‘ακούει’ τα χαρτιά της τράπουλας κι έτσι παύει να είναι ‘η τυφλή με την απαξιωμένη εργασία’, αποκτάει αξία καθώς , συνεργαζόμενη μ’ έναν τζογαδόρο, μετατρέπει το κλέψιμο στα χαρτιά κερδοφόρο επάγγελμα. Ανακαλύπτει ότι, ‘Το κάθε φύλλο είχε το δικό του ήχο, ανάλογα με την αξία που του έδινε ο παίχτης που το κρατούσε’ κι έτσι ‘ακούει την καρδιά του κάθε παίχτη’, τις αντιδράσεις, τα συναισθήματα που τον προδίδουν, που σε άλλους είναι ανεπαίσθητα ή αόρατα. Σαν ηθοποιός και νηπιαγωγός αρχικά, σα δασκάλα και συγγραφέας κατόπιν, η κυρία Χατζοπούλου έχει σίγουρα εξασκήσει αυτό το σπουδαίο ταλέντο της ενσυναίσθησης, της είναι οικείο και γι’ αυτό μπορεί να το ξεδιπλώσει στον αναγνώστη με καθαρότητα. Δε χρειάζεται να βλέπεις (ως αίσθηση) για να δεις πραγματικά. Αυτό λέει. Γι’ αυτό και όταν η ηρωίδα της εδώ ερωτεύτηκε κάποιον άλλο παίχτη ‘Κι εκείνος απάντησε «ναι». Αμέσως, πρόθυμα’, εκείνη έφυγε, γιατί ‘Δεν άκουσε άλλη επιθυμία. Καμία δοκιμή έρωτα’, παρά μονάχα ‘…τις σκέψεις του χαρτοπαίχτη’. Μπορεί σε επαγγελματικό επίπεδο αυτό της το ταλέντο να μην είχε την έκβαση που ήθελε, αλλά σε προσωπικό επίπεδο της φάνηκε πολύτιμο.

Το αγαπημένο μου διήγημα της συλλογής είναι το ‘Αίμα στην πόλη μαζί με φως’, το οποίο δραματοποίησε και παρουσίασε στο θέατρο πρόσφατα η κυρία Χατζοπούλου με επιτυχία. Ήρωες με παρελθόν και παρόν, αληθινοί, στιβαροί χαρακτήρες, με το δικό τους ‘έντονο χρώμα’ και ‘φωνή’, που ξεπροβάλλουν μέσα απ’ το κάρβουνο και το λιθάνθρακα του εργοστασίου φωταερίου το 1929. Λόγος απλός, κοφτός που καθρεφτίζει τον ανεπιτήδευτο τρόπο έκφρασης και σκέψης τους.

Ο Εμμανουήλ Στέφος, επικίνδυνα αδέξιος με τη φωτιά, λέει, ‘Είμαι νησιώτης, από ένα μικρό νησί. Όλο βράχους και θάλασσα είναι. Μπροστά, πίσω, παντού το Αιγαίο’. Λόγος λιτός, ρυθμικός, (μοιάζει τόσο με ακούσματα κρουστών), κοφτός σαν τους βράχους που περιγράφει, ο λόγος ενός απλού ψαρά, ενός ταλαιπωρημένου ανθρώπου, που όμως ζωντανεύει ξεκάθαρες εικόνες μέσα μας. ‘Σκέφτομαι τον αέρα στο νησί. Τις (τις αδερφές του) σκέφτομαι να περπατάνε στα στενά, ανάμεσα στα σπίτια, με δυνατό αέρα που τις εμποδίζει να βαδίσουν. Όλο σταματάνε. Αυτός ο αέρας ο αλμυρός τις κόβει στα δύο. Γυναίκες, μόνες τους.’ Ποιος θα διαβάσει αυτές τις γραμμές και δεν θ’ ανασάνει τον αλμυρό αέρα, δεν θα ριγήσει. Θέλει τόσο να αποκαταστήσει τις αδερφές του, να τις παντρέψει, αλλά όλες οι προσπάθειές του δέκα χρόνια τώρα αποβαίνουν μάταιες. Η εικόνα μιλάει από μόνη της. Λέει την ιστορία τους χωρίς να περιγράφει, χωρίς να μακρηγορεί, χωρίς να ‘κλαίγεται’. Όταν ξεσπάει η απεργία με εμπνευστή τον Αναγνωστόπουλο που ‘μιλάει ωραία’ όπως λέει ο Στέφος και παρόλο που αυτός λέει, ‘Εμένα ο Αναγνωστόπουλος δεν είναι φίλος μου. Λένε ότι είναι κομμουνιστής. Εγώ σ’ αυτά δεν ανακατεύομαι’, γίνεται κι αυτός απεργός, ώσπου δεν αντέχει γιατί όπως λέει, ‘ο καιρός περνάει κι εγώ υποφέρω… το αύριο μου ζητάει… οι εργάτες φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους… υπάρχει διχόνοια… γκρίνια’. Αναγνωρίζει ότι οι εργάτες έχουν δίκιο και το δικαιούνται το δώρο, γιατί η φωτιά τους ‘σαπίζει’ και γερνάνε γρήγορα, αλλά παράλληλα νιώθει ‘χαμένος’ γιατί ‘οι δυνατοί κερδίζουν πάντα’. Αμφιταλαντεύεται ο Στέφος  και εδώ έγκειται η μεγάλη αξία του διηγήματος, στο ότι πραγματεύεται ένα τόσο οικουμενικό και διαχρονικό θέμα, οποιοσδήποτε μπορεί να ταυτιστεί με τους ήρωες.

Ο Μάνθος Μανδηλάκης, αντίθετα, ο κουρέας του εργοστασίου διατηρεί μία σταθερά αρνητική στάση απέναντι στην απεργία, παρόλο που δικαιολογεί κι αυτός τους εργάτες, γνωρίζει ότι ‘έδιναν αίμα στην πόλη μαζί με φως’, αλλά καταλήγει ότι δεν έχουν ελπίδες ούτως ή άλλως. Όταν του προτείνουν να δείξει στους επιστρατευμένους ναύτες πώς να κάνουν τη δουλειά των απεργών εργατών, αυτός αρνείται και ταξιδεύει στο νησί του, τη Νάξο για να παντρευτεί και να ζήσει εκεί. Μια κουβέρτα σύμβολο-σκυτάλη, αλλαγή ρόλων, μεταφορά ‘βάρους’, ‘αδίκου’ πυροδοτεί τραγελαφικά, σχεδόν σουρρεαλιστικά επεισόδια που αποκαλύπτουν την φιλία μεταξύ των δύο κεντρικών ηρώων, την κρυμμένη γενναιότητα, την αυταπάρνηση του Στέφου. Η κυρία Χατζοπούλου είναι δίκαιη, δίνει και στους δύο ήρωές της το δικαίωμα να μιλήσουν, γι’ αυτό και στο δεύτερο μέρος ο αφηγητής είναι ο Μανδηλάκης. Απολαυστικοί διάλογοι που ξαφνιάζουν ευχάριστα από τη στιγμή που ο Μανδηλάκης μαθαίνει ότι ‘είναι νεκρός’. ‘Πάμε στο κουρείο’, λέει στους εργάτες. ‘Θέλω να δω πως είμαι στο φέρετρο… φοβήθηκα μήπως εκεί μέσα ήμουν εγώ. Κάτι δικό μου που πέθανε. Δεν ξέρω τι φοβόμουν’. Όταν το διάβαζα, ‘έβλεπα’ καθαρά το έκπληκτο πρόσωπό του, το ανοιχτό του στόμα, τα γουρλωμένα μάτια του. Αφήνω το τέλος για τον αναγνώστη, όπου επιγραμματικά η συγγραφέας κλείνει το διήγημα με τρία ρήματα, ρήματα συναισθημάτων και δράσης, αυτά που ‘άκουσε’ απ’ τους ήρωές της, αυτά που έντιμα και γλαφυρά μας αφηγήθηκε.

Ένα άλλο αγαπημένο διήγημα της συλλογής είναι το ‘Χέρια Γιατρού’, όπου ένα άλλο σύμβολο-καταλύτης, ένα παλτό παραχωρείται από έναν άστεγο σ’ ένα γιατρό που μόλις έχασε έναν ασθενή του. Η ιστορία έχει κι εδώ δύο αφηγητές, σφαιρική θεώρηση των πραγμάτων, και οι δύο χαρακτήρες ‘χαμένοι’ της ζωής. Ο άστεγος παραδέχεται, ‘τα έκανα θάλασσα’ λέει, ‘ζω με το τίποτα’, αλλά έχει συμβιβαστεί με τον τρόπο που ζει ‘χωρίς καμία ευθύνη’. Με το μόνο που έχει να παλέψει είναι οι εξωτερικοί παράγοντες, τον καιρό, την τροφή του, μέρος να κοιμηθεί, τ’ απαραίτητα. Γι’ αυτό και αντάλλαξε το παλτό του με μια νύχτα σε ξενοδοχείο και πήρε και το ρολόι που του χάρισε (όπως λέει) ο γιατρός.

Ο γιατρός αντίθετα παλεύει με εσωτερικά εμπόδια τα οποία αποκαλύπτονται όταν βλέπουμε την ιστορία με τα δικά του μάτια. Δεν ήταν αυτός ο μοναδικός ασθενής του που πέθανε, ‘όμως, αυτή τη φορά, έκανα κάτι που δεν είχα ξανακάνει ποτέ. Έβγαλα την ιατρική μου μπλούζα… και δήλωσα πως φεύγω’ λέει. Το ποτήρι ξεχείλισε, παραδίδει τα ηνία;  Μιλάει στην κόρη του νεκρού ‘απότομα και ίσως άπονα’, ενώ ‘το καημένο το παιδί ξέσπασε πάνω του, οργισμένο’. Τον χτυπάει, τον βρίζει, τον καταριέται. Αυτός παθαίνει κρίση πανικού, το γεγονός τον στιγματίζει, ανατρέπει τα πάντα μέσα του. Το μόνο που τον βοηθάει είναι να βρίσκεται έξω, να μπορεί να τρέξει, να ξεφύγει. Το γεγονός με το ρολόι το διηγείται διαφορετικά αυτός. Ο άστεγος, σύμφωνα με τη δική του αφήγηση, του όρμησε, τον μάτωσε, για να το κλέψει. Αλλά ο αναγνώστης αναρωτιέται κατά πόσο ο δεύτερος αφηγητής είναι αξιόπιστος καθώς λέει, ‘Δεν ξέρω γιατί το κρύο μ’ εμποδίζει να το συλλογιστώ καθαρά… κάνω την πιο ανακουφιστική σκέψη. Ότι, αν τώρα νοιάζομαι για κάτι άλλο εκτός απ’ την κρίση, αυτό σημαίνει ότι αρχίζω να την ξεπερνάω’. Αναρωτιέμαι, ποιος αφηγητής είναι αξιόπιστος άραγε, αφού όλα περνάνε πρώτα απ’ το φίλτρο της δικής του ματιάς, πόσω μάλλον ένας αφηγητής σε κρίση πανικού. Εμείς ως αναγνώστες δεχόμαστε και τις δύο πλευρές ως αληθινές, άλλωστε η ουσία δε βρίσκεται στο να εξακριβώσουμε ποια είναι αληθινή και ποια όχι καθώς εδώ επιβεβαιώνεται, παίρνει οστά θα λέγαμε η άποψη της τυφλής ηρωίδας απ’ το δεύτερο διήγημα, ‘Το κάθε φύλλο έχει το δικό του ήχο, ανάλογα με την αξία που του έδινε ο παίχτης που το κρατούσε’. Επαναλαμβανόμενο μοτίβο-άποψη-θεώρηση ζωής της συγγραφέως.

Η τελευταία ιστορία της συλλογής ‘Με το ένα Χέρι Κρατούσε τον Καραγάτση και με το άλλο το Τσιγάρο’ έχει γραμμική αφήγηση και απλή γλώσσα αλλά ρέει φυσικά και είναι άκρως καθηλωτική κι ενδιαφέρουσα. Φαίνεται αρχικά ως μια ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα (αυτό τουλάχιστον σκέφτηκα ανοήτως στην αρχή), αλλά τελικά είναι κάτι πολύ βαθύτερο, η σχέση μεταξύ δασκάλας και μαθητή που διψάει για πραγματική μάθηση και εξέλιξη, κριτική σκέψη και πνευματική ανέλιξη κι όχι μια στείρα μετάδοση γνώσεων. Διακυβεύονται σημαντικά πράγματα εδώ. Και η δασκάλα και ο αγαπημένος της μαθητής είναι θύματα ενός αυστηρού συστήματος, μιας κλειστής κοινωνίας με προλήψεις και προκαταλήψεις, τροχοπέδη στην ουσιαστική εξέλιξη μιας ελεύθερης προσωπικότητας, πέρα από στεγνά ‘πρέπει’, ‘Γιατί το σωστό, όταν το κάνεις μόνο για να κάνεις το σωστό, είναι λάθος. Αλλά και το αντίθετο είναι λάθος’, όπως λέει η ηρωίδα. Τι ορίζεται ως ‘σωστό’ άραγε και πόσο αντικειμενικό μπορεί αυτό να είναι; Θέτει ερωτήματα εδώ η συγγραφέας μέσα από αυτή τη φαινομενικά απλή ιστορία. Και ενώ στο τέλος, το μόνο που ήθελα σαν αναγνώστρια ήταν τη δικαίωση, την τιμωρία της τυραννικής μητέρας της ηρωίδας και μέσω αυτής την τιμωρία της καταπιεστικής, οπισθοδρομικής, άδικης κοινωνίας της εποχής (και όχι μόνο), η κυρία Χατζοπούλου τη συγχωρεί, ενώνει τις δύο γυναίκες λέγοντας, ‘Με περίμενε. Κλάψαμε. Με ζέστανε, μου έδωσε να φάω, και ξαπλώσαμε μαζί στο κρεβάτι. Κοιμηθήκαμε χωρίς να μιλήσουμε’. Και καταλαβαίνω. Η αγάπη και η συγχώρεση είναι η αόρατη κλωστή που ενώνει όλους τους ήρωές της, όλες τις ιστορίες, τη ζωή ολόκληρη. Γιατί κατανοεί πλήρως ότι ‘το κάθε φύλλο έχει το δικό του ήχο, ανάλογα με την αξία που του έδινε ο παίχτης που το κρατούσε’ και κάθε ‘ήχος’ είναι σεβαστός κι αποδεκτός. Στάση ζωής. Το βασικό ρήμα που χρησιμοποιεί όταν δημιουργεί χαρακτήρες, σμιλεύει ηθοποιούς, σωστούς ανθρώπους είναι το ‘Σ’ αγαπώ’ κι αυτό (χωρίς ποτέ να το ζητάει) το λαμβάνει με μεγάλη χαρά και προθυμία κι από όσους τυχερούς βρεθούν στο διάβα της.