Λίγα λόγια για το βιβλίο ΟΣΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, όπως τα διάβασα στην παρουσίασή του στην Πάτρα, στις 28/04/2022
Πως είναι να διαβάζεις ένα βιβλίο στο οποίο θα μπορούσες να είσαι κάποιος περιφερειακός ήρωας; Τι θα είχε συμβεί, αν τα φοιτητικά, ο Δεκέμβρης, οι πλατείες, το Δημοψήφισμα είχαν καταλήξει διαφορετικά; Τι θα είχε συμβεί αν δεν στρίβαμε σε κείνη τη γωνία, αν ακολουθούσαμε εκείνο το κορίτσι, αν μπαίναμε σε εκείνο το αεροπλάνο; Πως θα ήταν οι ζωές μας και πως ο κόσμος; Έτυχε να τελειώσω τη δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου του Πανου και αμέσως μετά να ξεκινήσω τη δεύτερη σεζόν του Russian Doll κατά κάποιο μαγικό τρόπο, ώστε να απαντηθούν κάποια από αυτά τα ερωτήματα. Ή μάλλον να μην μου χρειάζεται απάντηση.
Είναι μια παραδοχή πως η ζωή στη γη, ξεκίνησε από τη θάλασσα και στην επιλογή ή την παρόρμηση κάποιων από των πλασμάτων της να δουν τι υπάρχει παραπέρα. Εδώ ακολουθείται η αντίστροφη πορεία, αλλά και η επιστροφή,των πραγμάτων που χρειάζονται για να αφηγηθούμε την ιστορία.
Όπως σημειώνει ο Πάνος στο οπισθόφυλλο, το βιβλίο αφορά την ιστορία του Μάρκου και της Άννας, που ξεκινά το 2004 στην Πάτρα και φτάνει μέχρι το 2019, στην Αθήνα. Μια σχέση που λειτουργεί ως αφορμή για τον Πάνο να ανατρέξει στην ιστορία της χώρας και της γενιάς μας, αυτής, της γεννημένης εκεί γύρω στα μέσα του 80’. Μιας γενιάς που μεγάλωσε στον απόηχο της πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, της είπαν για το τέλος της ιστορίας, έζησε πολύ μικρή μια κάποια ευμάρεια, την έπεισαν πως θα ζήσει καλύτερα από τους γονείς της κι ύστερα, ξέρετε τι συνέβη ύστερα.
Πριν από αυτό όμως υπάρχει η ραχοκοκκαλιά, ο Μάρκος και το πως αποφάσισε να γίνει σκηνοθέτης, που ζει για να κλείσει μια πληγή, αυτή της απουσίας του πατέρα κι η Άννα που η ζωή της φέρθηκε πιο ευγενικά, αλλά βρέθηκε να κουβαλάει τις προσδοκίες των γονιών της και τα αν μιας ζωής που δεν έζησε γιατί μάλλον δεν το θέλησε αρκετά. Καθένας και η πληγή του. Θα μεσολαβήσει η συνάντησή τους στην Πάτρα, στη στάση του λεωφορείου. Και κάποια από τα πιθανά ενδεχόμενα εξέλιξης αυτής της σχέσης όπως αποφασίζει να τα καταγράψει ο Πάνος, μέσα από το πρίσμα των ιστορικών ορόσημων που ήδη προανέφερα.
Όμως σε όλα τα ενδεχόμενα, παρεμβαίνει η ζωή. Οι ήρωες χάνονται, μόνο και μόνο για να ξανασυναντηθούν ή συναντιούνται για λίγο, ίσα-ίσα για να ξαναχαθούν. Οι ζωές τους δεν ορίζονται από την κοινή τους πορεία, αλλά σίγουρα ορίζονται από τις κοινές στιγμές. Η νύχτα όμως είναι πάλι αλλού, όπως λέει κι ο αγαπημένος του Πάνου, Βασιλης Νικολαίδης. Δεν θέλω να πω περισσότερα για το βιβλίο, θα σας χαλάσω την αναγνωστική εμπειρία.
Οπότε θα το πάμε κάπως διαφορετικά. Λένε πως στη συγγραφική πορεία του καθενός, υπάρχουν βιβλία τα οποία θεωρούνται το step up του κάθε συγγραφέα. Και εδώ, έχω την εντύπωση πως έχουμε κάτι τέτοιο. Ο Πάνος μας δίνει μια ωραία ιστορία, στιγμές-στιγμές νιώθεις ως αναγνώστης πως σε βουτά από το πέτο και σε τραβάει στη ροή, ή για να μείνω πιστός στο βιβλίο, σε βυθίζει στην πλοκή. Μια ιστορία που κυλά κινηματογραφικά θαρρείς κι αυτό είναι μεγάλο παράσημο για τον συγγραφέα της. Οι αδυναμίες υπάρχουν, ίσως κάποιες φορές να είναι πιο φλύαρος απ’ όσο χρειάζεται, μα ίσως κι εποχή εκείνη να μη χρειαζόταν τη χειρουργική ακρίβεια του σήμερα. Κι ο Πάνος μπορεί να γράφει σήμερα, μα γράφει για τότε.
Εδώ όμως θα γυρίσω πάλι στην ψυχή του μυθιστορήματος. Είπα και στην αρχή, πως ο τόπος και ο χρόνος θα μπορούσε να με καθιστά έναν περιφερειακό ήρωα, ήμουν εκεί σε όσα αναφέρει ο Πάνος, τόσο στην Πάτρα, όσο και στην Αθήνα. Ήμουν εκεί και βίωσα τη ρωγμή του Δεκέμβρη, τις μικρές νίκες, τις μεγάλες συντριβές, τις άσπρες μας τρίχες που ούτε καταλάβαμε πότε ήρθαν. Τις ρυτίδες και τα αραιωμένα μαλλιά, τους αραιωμένους φίλους. Κι αν κάτι κατάλαβα από το βιβλίο του Πάνου, είναι ένα. Όσα έγιναν, έγιναν. Δεν ωφελεί να προσπαθείς να τα αλλάξεις. Από την άλλη, εμείς, που ταχθήκαμε στο πλευρό του ανθρώπου, στη συλλογική υπόθεση αν θέλετε, οφείλουμε να τα θυμόμαστε όπως έγιναν, οφείλουμε να μην ξεχνάμε κι εμείς που μας έλαχε η καταγραφή στο χαρτί, οφείλουμε να τα πούμε όπως έγιναν. Ή όπως τα θυμόμαστε να έγιναν. Και εδώ θα κλείσω με λίγο Νικολαίδη, όπως δηλαδή του πρέπει:
Οι φίλοι που θα `ρθουν το ξέρω δε θα `ρθουν καλύτεροι
κι ας ήμασταν όλοι χωρίς εξαιρέσεις κρετίνοι
ολονών μας οι δρόμοι έχουν γίνει στενοί και μακρύτεροι
δε χωράμε δυο-δυο να περνάμε κι αυτό μου τη δίνει…
Σύντομο βιογραφικό
Ο Δημήτρης Γκιούλος βιοπορίζεται ως copywriter, μεταφραστής και επιμελητής. Έχει
διατελέσει βιβλιοϋπάλληλος, τηλεφωνητής, υπάλληλος σούπερ μάρκετ και πολλά άλλα
πράγματα. Ενίοτε ασχολείται (κυρίως) με τη μικρή φόρμα, είτε αυτή είναι ποίηση, είτε
διηγήματα. Διαβάζει, βλέπει ταινίες και σειρές και συχνά ζει στο κεφάλι του περισσότερο
από ότι στον έξω κόσμο. Ξέρει πως ποτέ δεν αρκούν οι προθέσεις.