Καταιγιστικές εικόνες ονειροφαντασίας

(Γεωργία Διάκου, Αυτά που φαίνονται στο φως μού μοιάζουν οικεία, Εκδ. Θράκα 2022)

 

Ταξίδι ονειροφαντασίας, που συχνά σουρρεαλίζει, είναι η πρώτη συλλογή της νεαρής Γεωργίας Διάκου, απόφοιτης του Ιστορικού Αρχαιολογικού του ΑΠΘ και φοιτήτριας του τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ίδιου πανεπιστημίου.

 

η γιαγιά είναι το δέντρο/ πηγαίνει κάθε μέρα κρατώντας τον πίνακα σε μια σακούλα ΙΚΕΑ/ είναι ο πίνακας που είχε κρεμασμένο πάνω από τον πράσινο καναπέ/ οργώνει το σύμπαν της/ το κάνει να λειτουργεί/ μένει μόνη με τον πατέρα/ ίσως τον βρήκε στο δρόμο/ ο πίνακας της δίνει την ιδέα να τον ποτίζει/ να τον φροντίζει σαν μωρό […]

 

«αυτά που φαίνονται στο φως μού μοιάζουν οικεία» (σ.19)

 

Τα κείμενα της συλλογής είναι είτε ποιήματα, είτε πεζόμορφα ποιήματα, είτε πεζά με έντονα μεταφορικό λόγο και ποιητικές εκφράσεις (αυτά αποτελούν κυρίως το δεύτερο μέρος). Τα ποιήματά της πολλές φορές τα χωρίζει με μπάρες και όχι με στίχους, τέχνασμα που κάνει το λόγο της πιο καταιγιστικό.

Δυο εαυτοί, ποιητικά υποκείμενα, γράφουν στις δυο ενότητες του βιβλίου, το «εγώ» και η «αδελφή» του. Προφανώς είναι ένα ακόμα τέχνασμα, αφού πάντα γράφει ο ποιητής, που εγκαινιάζει όμως δυο διαφορετικές οπτικές γωνίες και, σε αρκετό βαθμό, τεχνοτροπίες, όπως θα δείξουμε παρακάτω.

Η γραφή της Διάκου διατηρεί το πλεονέκτημα να είναι απρόσμενη. Ποτέ δεν μπορείς να μαντέψεις τι θα ακολουθήσει, καθώς ακροβατεί επιτυχώς μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Αρνείται να αποδεχθεί την κοινότυπη πραγματικότητα όπως είναι. Τη βλέπει με λοξό εφηβικό μάτι, της βάζει της δικές της πινελιές και την τροποποιεί με ειρωνεία και χιούμορ.

Η συνοχή της είναι συνειρμική και είναι συχνά η συνοχή της γλώσσας, που μας θυμίζει τη διάσημη ρήση του Λακάν «το υποσυνείδητο είναι οργανωμένο όπως η γλώσσα». Αυτός είναι ίσως και ο κανόνας της  σουρρεαλίζουσας γραφής της. Οι μετωνυμίες –πολύ συχνές και χαρακτηριστικές- και οι μεταφορές κυριαρχούν, που αντιστοιχούν στις αντίστοιχες φροϋδικές μεταθέσεις και συμπυκνώσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα δυο αφηγηματικά προσωπεία, «Εγώ, το κορίτσι γράφω ιστορίες» (σ.7) και «Η Κλάρα γράφει ιστορίες, η αδελφή μου» (σ.27) αντιμετωπίζονται ως λειτουργίες και όχι σαν αυτόνομες προσωπικότητες. Η αδελφή της, το έτερο εγώ της, ορίζεται ως Μαραμπού (τροπικό πουλί) και ονομάζεται ως η σχέση με την οικογένειά της, ο κόσμος των δώρων και των συμβολικών αντικειμένων (σ.9). Είναι δηλαδή καθαρά ένα όνομα γύρω από το οποίο συγκεντρώνονται δράσεις, σύμφωνα με τη Λακανική Θεωρία. Ανάλογη ονοματοθεσία υπάρχει και στο ποίημα «αυτά που φαίνονται στο φως μού μοιάζουν οικεία» (σ.19). Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά οι ενέργειες είναι αυτές που χαρακτηρίζουν τη συμβολική ονοματοποιία. Ανάλογα πρόσωπα- λειτουργίες βλέπουμε στα κείμενα «η μουσικός» (σ.33), «ο χορευτής» (σ.37, με ψήγματα μεταμοντερνισμού) και «η ηθοποιός» (σ.39).  Επιπρόσθετα, τα σημαίνοντα χάνονται σε περίπλοκους δαίδαλους πίσω από τα σημαινόμενα, λεκτικές εκφράσεις του ασυνείδητου. Συχνά μένει μια συνολική αίσθηση ενός πολτοποιημένου κόσμου, που ακόμα και τα σύμβολα είναι αβέβαια. Κάποτε αισθανόμαστε το αποτέλεσμα χωρίς να το κατανοούμε πλήρως.

Κομματιάζει τον κόσμο σε θραύσματα, μικρά στιγμιότυπα, και τα ανακατεύει, συνδυάζοντάς τα κατά το δοκούν. Ό,τι βλέπει και ακούει διαθλώνται με βάση λεκτικούς ή άλλους συνειρμούς και τα συναισθήματά της. Η τεχνικής της μοιάζει με κολάζ.

Πρώτες ύλες της, πρωτίστως η οικογένειά της, η αδελφή, ο πατέρας και η μητέρα της. Στη συνέχεια οποιαδήποτε αντικείμενα την περιστοιχίζουν, καθώς φαίνεται να ζει σε αστικό τοπίο, και τελικά το θέατρο και η λογοτεχνία. Πολύ πλούσιος ο διαθλασμένος κόσμος της, που διαχέεται μέσα στις λίγες σελίδες της συλλογής. Δεν είναι περικοκλάδα λέξεων, αλλά εναύσματα πιθανών ερμηνειών, που διαβάζονται με πολύ μεγάλη ελευθερία.

Ας ρισκάρουμε μια δική μας ανάγνωση:

Το ποιητικό υποκείμενο περιφέρεται σε έναν κόσμο με «καθρέφτες πίσω από τις βιτρίνες εμπορικών καταστημάτων» (σ.9), λυρικά, σε «μια κοινότητα με μαλακές κοιλιές» (σ.9), δηλαδή νωθρή, τρυφηλή και απαθής. «Άκουγε πανγκ στα πρωινά» (σ.10), δείγμα επαναστατικότητας, «όταν αργότερα έμαθε πως είχε πια πεθάνει» (παραίτηση και συμβιβασμός) (σ.11). «Τέλη άνοιξης» (σ.12), «σε ένα κοινό διαμέρισμα» (σ.12), «με ντουλάπια/ γεμάτα/ μακαρόνια» (σ.12), προσγειωμένη στη συμβιβασμένη ενηλικίωση, παίρνει «θέση/ λίγο έξω από τη μήτρα» (σ.12), αποκοπή του ομφάλιου λώρου.

Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της ποίησής της είναι ότι μοιάζει να βλέπει τον κόσμο εξωτερικά, μέσα από καθρέφτη, σαν μια θεατρική παράσταση δρώμενων, στην οποία συμμετέχει και εκείνη. Πιθανότατα στην αισθητική της αυτή να επηρεάζεται και από τις θεατρικές σπουδές, τις οποίες κάνει στην Σχολή Καλών Τεχνών του ΑΠΘ και γενικότερα –εικάζω- από την αγάπη της για το θέατρο. Αντιλαμβάνεται τις καταστάσεις δραματικά, με κινήσεις και σκηνές που έρχονται στιγμιαία και εξαφανίζονται. Υπάρχουν και ποιήματα που μαρτυρούν αυτή της την ιδιότητα, όπως το «πρώτη μέρα» (σ.12), που αναφέρεται σε υποθετική σκηνή από τον Γλάρο του Τσέχωφ.

Στη β΄ ενότητα «η Κλάρα γράφει ιστορίες, η αδελφή μου», η γραφή της μοιάζει αποστασιοποιημένη, σε τριτοπρόσωπη αφήγηση με μηδενική εστίαση.

Περιέχει μικρά διηγήματα, λιγότερο ή καθόλου σουρρεαλίζοντα, ενώ διαβάζουμε και ένα αφηγηματικό ποίημα («ο χορευτής», σ.38). Άρα μιλάμε για έναν άλλο τρόπο γραφής. Η πραγματικότητα εξακολουθεί να δίνεται σε θραύσματα, αλλά εδώ επικρατούν μικρές σφαιρικές ιστορίες προσώπων, της ηθοποιού, της μουσικού, του χορευτή, της Σουζάνας Σαν Χουάν. Παρατηρούμε ότι αναφέρεται πότε σε αρσενικό πότε σε θηλυκό πρωταγωνιστή, ένα ακόμα δείγμα τής απόστασης από τα μυθοπλαστικά πρόσωπα.

Ας ολοκληρώσουμε την εργασία μας με την ανάγνωση ενός ποιήματος, που το ξεχωρίσαμε για την ειρωνεία και το χιούμορ του.

 

θέμα δεύτερο

 

εγώ και η μητέρα στο ντουλάπι

με όλα τα μαλλιά

πλεγμένα σε κοτσίδες

«Κόψ’ τα» μού λέει

και η γλώσσα της σκληραίνει

άμμος απλώθηκε στα πιάτα

σκεπαστήκαμε ησύχως

 

όταν μας ανακάλυψαν

σε αρχαιολογική ανασκαφή

μας ταξινόμησαν

στα είδη οικιακής αγάπης

η επιγραφή μας στην αποθήκη

έγραφε: αδελφές ψυχές/ κομμάτι μιας σύνθεσης

 

Η μάνα και η κόρη σε οικιακές στιγμές αγάπης και κόντρας, στο ντουλάπι (σπιτικός περιορισμός), μαλλιά (κουβάρια). Η μάνα τη νοιάζεται. Της λέει να κόψει τα μαλλιά της, που είναι μπλεγμένα, με την οικεία αυστηρότητα της μάνας (η γλώσσα της σκληραίνει). Η σύγκρουση φέρνει σκόνη και άμμο και «σκεπαστήκανε ησύχως» (ειρωνεία).

Η αρχαιολογική ανασκαφή (ποιητική σύνθεση;) τις ανακαλύπτει. Και τελειώνει με το χιουμοριστικά ειρωνικό «αδελφές ψυχές/ κομμάτι μιας σύνθεσης». Πρωτότυπες εικόνες και αυτοσαρκασμός, με αυθεντική πηγαία και εκλεπτυσμένη έκφραση.

Επιλογικά, η Γεωργία Διάκου είναι μια αξιόλογη νεανική φωνή, με ιδιαίτερο προσωπικό ύφος και πρέπει να προσεχτεί.

 

Γρηγόρης Τεχλεμετζής