ΤΣΟΚΑΡΟ (ουδ.)

  1. άτομο που επιμένει σε απόψεις που κατά γενική ομολογία είναι λανθασμένες.
  2. γυναίκα χαμηλής υποστάθμης, αμόρφωτη

[Βικιλεξικό]

 

ΤΣΟΚΑΡΕΤΟ

Ένας κάπως πιο χαριτωμένος τρόπος να πεις κάποιον/α τσόκαρο, δηλαδή χαζομούνα χαζογκόμενα που σε κάνει λ.χ. ρεζίλι αν βγεις μαζί της, ή φρόκαλο, σούργελο που είναι τελείως ξεφτιλισμένο ακόμη κι αν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Γενικά άνθρωπος χαμηλής κοινωνικής και μορφωτικής προέλευσης, ο οποίος δεν έχει συναίσθηση του γεγονότος αυτού με αποτέλεσμα να γίνεται γελοίος.

[slang.gr]

 

———————————————————————————————–

 

Κακογραμμένα βιβλία ή κακογραμμενες κριτικές; 

Λίγες ακόμα σκέψεις για την κριτική σήμερα*

 

Ως πρώτο άρθρο που εγκαινιάζει τη στήλη είχα την ανάγνωση συλλογής την οποία αποφάσισα να μεταθέσω για την επόμενη ανάρτηση. Μεσολάβησαν κάποιες ωραίες φιλολογικές συζητήσεις που είχα με ανθρώπους που γράφουν λογοτεχνία και/ή κριτική σήμερα και τους οποίους θα ήθελα να ευχαριστήσω για τις σκέψεις. Σκέφτηκα ότι είναι ωραία ιδέα να τις μοιραστώ εδώ γιατί θεωρώ πως έχουν σημασία ώστε να δούμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο υποδεχομαστε τα λογοτεχνικά κείμενα σήμερα και τα κριτήρια με τα οποία αυτά αναμετρώνται. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο άλλωστε πατάει αυτή εδώ η στήλη και ελπίζει πως θα προσθέσει κάτι που θα κρατάει τη συζήτηση ανοιχτή και ρευστή.

 

Ένα ερώτημα που επανερχεται σε αυτές τις συζητήσεις είναι : αρκεί το βίωμα και η ειλικρινής και τραχιά γλώσσα – τόσο διασκεδαστικη για τον αστο και τόσο ανησυχητική όταν αποκτά κοινο- για να κάνει ένα γραπτό λογοτεχνία; Αρκεί η κοινωνική κριτική, η “επαναστατική” διάθεση, η τοποθέτηση απέναντι στο κατεστημένο για να κάνει ένα κείμενο λογοτεχνικό;

 

Αυτό που κάνει ένα τέτοιο ερώτημα είναι να αναπαράγει διπολα : πολιτική vs αισθητική° βίωμα, κάπως ηθογραφικη (αν είναι αρκετά κοινωνική) / ναρκισιστικη (αν είναι αυτοβιογραφική), λαικιστικη βαρετή ειλικρίνεια vs απαιτητική και για λίγους δημιουργική φαντασία° εργαλειοποιηση vs αδολη απολαυση° και, τελικά, κακή vs καλή λογοτεχνία. Αυτό που δεν κάνει είναι να αναρωτηθεί: από ποια θέση αρθρωνεται (ο κριτικός έχει σώμα και μια σειρά από ταυτότητες – φύλου, σεξουαλικοτητας, τάξης, εθνικότητας, ηλικίας κτλ)° την διαχρονικη και συγχρονικη του λειτουργία (ποτέ αρθρωθηκε για πρώτη φορά και σε τι απαντούσε το ερώτημα, ποιους απέκλειε και ποιους αναπαρηγε μέσα στα χρόνια, γιατί διατυπώνεται σήμερα)° τι δείχνει για τον ίδιο και για το πώς έχει αποφασίσει να τοποθετηθεί απέναντι στο κείμενο. Ο κριτικός όταν κρίνει επιλέγει : μπορεί να συνεχίσει να αναπαράγει τον εαυτό του και τα κριτήρια του ή να τον σπρωχνει να τα δει κριτικά και να πάει και ο ίδιος παραπέρα.

 

Η επιστημονικότητα της κριτικής έχει αμφισβητηθεί και στο ελληνικό συγκειμενο πολύ: υπάρχει επιστημονικός τρόπος να κρίνεις ένα έργο ή είναι όλα μια ιμπρεσσιονιστικη παρουσίαση; Προσωπικά, πιστεύω ότι αυτό που ξεχωρίζει την πρώτη από τη δεύτερη είναι η αναγνώριση της μεθόδου και των εργαλείων που χρησιμοποιεί η μεν και η ακριτη πίστη στην αντικειμενικοτητα ή η ευθεία αναγνώριση της υποκειμενικοτητας της δε. Η δήλωση της μεθόδου και των εργαλείων δείχνει το ερώτημα στο οποίο ψάχνει απάντηση ο κριτικός, είναι ένα άνοιγμα των χαρτιών του ώστε να μπορεί να γίνει συζήτηση για τα όρια της δικής του δουλειας.

 

Σκέφτομαι σε αυτό το σημείο μια συζήτηση που είχα για το αν ένα έργο που μιλά για την άμβλωση μπορεί να βλάψει τα αναπαραγωγικα δικαιώματα των γυναικών κάτι που έθετε στο κέντρο το ερώτημα αν το κείμενο είναι φεμινιστικό/ πολιτικό ή αν αναπαράγει την πατριαρχια. Αν αρκεί η αισθητική του αξία για να του δοθεί πλατφόρμα, κατι που αναποδογυριζε την προηγούμενη συζήτηση που έδινε προτεραιότητα στην αισθητική. Αυτή η συζήτηση ήταν πολύ γόνιμη γιατί άφηνε ανοιχτά πολλά μέτωπα αντί να βιαστεί να τα κλείσει.

 

Σκέψη μου είναι ότι όταν αναζητας την πολιτική διάσταση ενός κειμενου, κατα βάση κάνεις ανάλυση λόγου. Ως μέθοδος προσφέρεται για να αναδείξεις ιδεολογίες, σχέσεις εξουσίας και πώς τοποθετείται στην πραγματικότητα ένα κείμενο. Η ανάλυση λόγου ξεκινάει από την πίστη ότι η γλώσσα κάνει πράγματα και επιχειρείς να δείξεις τι είναι αυτα: ποιες λέξεις φέρνει από ποιους λογους και τι σημαίνουν αυτές οι επιλογες. Το να γράψεις για την άμβλωση, για παράδειγμα, αποδιδοντας πρόσωπο και ψυχη στο έμβρυο έχει τον κίνδυνο να εξισωσει την άμβλωση με τον φόνο το οποίο είναι το κεντρικό επιχείρημα του κινήματος κατά των αμβλωσεων και ένα άτομο που σκέφτεται σοβαρά το ρόλο του στο δημόσιο λόγο δεν θα πει εύκολα παραβλέπω τους αγώνες των γυναικών και την ιστορική συγκυρία και φερνω μπροστα ένα τέτοιο εργο γιατί έχει αισθητική αξία άρα στέκεται λογοτεχνικά (1). Από την άλλη πλευρά, η ανάλυση λόγου για να εφαρμοστεί προϋποθέτει ότι αυτό που λέγεται στο κείμενο αυτό και εννοείται. Στην περίπτωση της λογοτεχνίας, για να το διασφαλίσεις αυτό, αν δεν καταφύγεις στα βιογραφικά του συγγραφέα και να παρακολουθήσεις τις πολιτικές του θέσεις (κάτι που δεν είναι χωρίς προβλημα), χρειάζεται να έχεις ένα κείμενο που χρησιμοποιεί κυριολεκτικη, μονοσήμαντη γλώσσα, χωρίς σύμβολα (ή με σύμβολα που να φτιάχνουν μια αφήγηση αποδειξιμη). Υπάρχουν πολλά, ποιητικα ανάμεσα τους, που το κάνουν αυτό και αυτό συχνα αποδίδεται σε ατόπημα ερασιτέχνη (ή ακόμα χειρότερα, όχι αληθινού) συγγραφέα. Τέτοια, ειδικά ποιητικά, αναγνωριζονται ως πολιτικά αλλά όχι ως λογοτεχνία, συχνά χωρίς να εξετάζεται αν πρόκειται για περίπτωση οπου πολιτική και αισθητική βρισκονται σε απόλυτη συνέπεια με τη γλώσσα να λειτουργεί επιτελεστικα.

 

Λογοτεχνικά κειμενα τα οποία χρησιμοποιούν μονοσήμαντη γλώσσα μπορεί να ειναι αυτά των οποίων ο συγγραφέας τους έχει αποφασίσει να μην αφήσει την ερμηνεία τους σε κανέναν – όχι σπάνια αυτά είναι κείμενα ατόμων που ο λόγος και ο κόσμος τους έχει διαμεσολαβηθει και διαστρεβλωθει τόσο πολύ από τους άλλους που πια αρνούνται να διαβιβαστουν μεσω αλλων, βλέπε γυναικες, φτωχοί, λοατ. Είναι κείμενα στα οποια ο συγγραφέας τους αρνείται τη διαμεσολαβηση μιας αυθεντίας που συχνά δεν εχει βιωματική γνώση του κόσμου τους και απευθύνεται κατευθείαν στους αναγνώστες που επιλέγει, τους οποίους η αυθεντια όχι σπανια υποτιμά, φοβουμενη μήπως η κατανόηση τους θέσει σε κινδυνο την πνευματική της ανωτερότητα.

 

Κείμενα των οποίων η γλώσσα είναι ας το πούμε μονοδιάστατη, ευκολη, ξηρή, αντιλυρικη, κυριολεκτικη (εν ολίγοις “αντιποιητικη”) συχνά τοποθετούνται απέναντι σε κατι: έρχονται, για παράδειγμα, απέναντι στην επιβεβλημένη μεσοαστική ευπρέπεια και τον εξωραισμο° στον διανοουμενιστικο ελιτισμο° την περιπολία του συναισθήματος που απαιτεί λεπτοτητα (σε αυτό επανέρχομαι παρακάτω)° τη ντουλάπα. Με αυτο δε λέω ότι ο λυρισμός, η αμφισημια, τα σύμβολα είναι μεσοαστικα (ή στρεητ) εκ φύσεως, αλλα ότι η ταύτιση τους με την καλή λογοτεχνία και η απαίτηση συμμόρφωσης του συγγραφέα με αυτά είναι εξουσιαστικη. Η πεζολογική γλώσσα (ειδικά στην ποίηση), η συστηματική απουσία καλολογικών στοιχείων, η χρήση “κακών” λέξεων, ο θυμός, το μη χτίσιμο ατμόσφαιρας, η άρνηση του στοχαστικου βάθους και η επιπεδοποιηση, η χρήση της καρικατούρας ακόμη, η ανισότητα των μερών, η ανία ενός κειμένου μπορουν εύκολα να ονομαστούν κακή γραφή αν αυτό που έχεις ως κριτήριο είναι η φορμαλιστικη ανοικειωση. Αν έχεις αποφασίσει ότι αυτό που αναζητας στον συγγραφέα είναι οι ανατροπές, το δράμα (με τη διττή έννοια της δράσης και της υπερτονισης του τραυματος) και οφειλουμε να παραδεχτούμε ότι η φετιχοποιηση της εργατικής τάξης (οπως η εξωτικοποιηση των λοατκι) υπάρχει.

 

Όλα τα παραπάνω, ωστόσο, έχουν εντελώς άλλη ανάγνωση αν ιδωθουν κάτω από τον φακό της απουσίας, για παράδειγμα, ταξικου προνόμιου και με αυτό δεν εννοώ εφαρμογη διπλων στανταρντ στην ανάγνωση ή φιλανθρωπική διάθεση απέναντι σε κάποιον που έρχεται από μη προνομιούχο υποβαθρο. Αυτό που λέω είναι ότι δεν μπορείς να επιβάλλεις φορμαλιστικη ανάγνωση σε ένα μη φορμαλιστικο κειμενο και να του χρεώσεις απουσία φορμαλισμό (2).

 

Τα στοιχεία ενος κειμένου δεν είναι αταξικα, όπως δεν είναι και αφυλα. Ο μεσοαστικός χρόνος είναι άλλος από τον εργατικό και τον ανεργο, όπως ο γυναικείος χρόνος, όταν οι γυναίκες ειναι στην ιδιωτική σφαίρα (3), ειναι αλλιώτικος από τον αντρικό, όπως είναι διαφορετικός ο χρόνος ενός πρόσφυγα τη στιγμή που περνά τα σύνορα από τον χρόνο ενός ντόπιου που διασχίζει την κουζίνα για να φτιάξει καφέ (χοντροκομμενα διπολα που βαθαινουν όσο περιπλεκονται και άλλο οι καταπιεσεις και τα προνομια των άλλων ταυτοτητων). Η ανάγκη για ανοικειωση (που συχνά, ειδικά στην ποίηση, μένει στον αιφνιδιαστικο συνδυασμό των λέξεων) είναι πιο πιθανό να υπάρχει σε κάποιον που έχει χρόνο να σκοτώσει και κάποιες σταθερες – χωρίς αυτό να είναι φυσικά απόλυτο. Κάλλιστα η λογοτεχνία μπορεί να ειναι ανοικειωτικη, με ή χωρίς την απουσία προνόμιου. Όσο αυθαίρετο είναι να πεις ότι ένα κείμενο δεν είναι πολιτικο επειδή είναι ανοικειωτικο, αφού κάτι τέτοιο προϋποθέτει αρκετά άλματα για να εξισώσεις την ανοικειωση με την άρνηση της πραγματικότητας, αλλά τόσο δεν μπορείς να πεις ότι ένα πολιτικό κείμενο δεν είναι λογοτεχνία επειδή είναι πιστό στην πραγματικότητα και ο συγγραφέας του υιοθετει “καθημερινή” γλώσσα.

 

Στο κλείσιμο θέλω να σταθω σε κάτι που σχετίζεται άμεσα με τη γλώσσα, την αισθητική και την πολιτική: τη χρήση του συναισθήματος του συγγραφέα από την πλευρά του κριτικού στην απόφαση της ποιότητας του έργου κάτι που στριμωχνει ιδιαίτερα τη φεμινιστικη λογοτεχνία. Η προτεραιότητα που δίνεται στη θλίψη ως σφραγίδα γνησιότητας του πραγματικού στοχασμού εντός της λογοτεχνίας (4), έχει ως αποτέλεσμα ο θυμός, ο οποίος συχνά υπάρχει στη φεμινιστικη γραφή, να θεωρείται αντιλογοτεχνικός την ίδια στιγμή που από ένα φεμινιστικό έργο αμφισβητειται η πολιτική του αξία (ειδικά αν υπάρχει ταξικο προνόμιο). Έτσι έχουμε την περίπτωση όπου αφενός η κοινωνική κριτική δεν γίνεται αποδεκτή ως τέτοια αλλά ούτε και ως λογοτεχνια, και αφετέρου η έκφραση θυμού γίνεται ηθικός και αισθητικός χαρακτηρισμός, παρουσιάζεται ως μένος και νεύρωση. Αν πεις “πουτσος” και “αρχιδια” είναι εντάξει με έναν τρόπο που αν πεις “μουνι” δεν είναι.

 

Συρρικνωνοντας την φεμινιστικη γραφή σε θυμωμένο παραλήρημα που δε μετουσιωνεται σε κάτι που να αξιζει, τη βάζουν δίπλα στην αντρική λογοτεχνία, έχουν οργιστει και οι μπητ πριν από σένα, λένε. Βρίζει και ο τάδε και ο τάδε, δεν κάνεις κάτι νέο. Άλλοι λενε: εσωτερικευσες και αναπαράγεις την λευκή τοξική αρρενωποτητα – αυτό που δε λένε είναι ότι αυτό που απαντά στη βία δεν είναι βία, είναι σήκωμα του καθρέφτη, επιτελεση, αυτοάμυνα. Άλλοι λενε: τα ζούμε όλα αυτά στη ζωή/εμείς δεν τα ζούμε, δεν θέλουμε να τα ξαναζησουμε/δεν μας νοιάζει να τα γνωρίσουμε και στο χαρτί, έχουμε ανάγκη από ένα λόγο περισσότερο φροντιστικο, θέλουμε την ευαλωτοτητα, λένε. Ξεχνάνε πόσοι ανέλαβαν το ρόλο του δυνατού στις ζωές τους για να μπορούν οι ίδιοι να υπάρξουν ευάλωτοι. Η σε συγκρίνουν με άλλες γυναίκες, τις πιο στοχαστικες για να παραδειγματιστεις ή τις φεμινιστριες γιατί… φεμινιστριες και, ως γνωστόν, όπως και οι (μετά) κομμουνιστες, οι αδερφές κτλ οι γυναίκες και/οι φεμινιστριες είναι μια ενιαια κατηγορία και όλες λετε τα ίδια (λες και η ίδια η κοινότητα των, πολύ συχνά κακών, εμπειριών δεν είναι απο μόνη της το θέμα αλλά ότι λεγεται). Όλα αυτά αρνούνται από τη μη cis αρρενωποτητα το λόγο με τους όρους της.

 

Με όλα αυτά δεν υποστηρίζω την κατάργηση της κριτικής αλλά την ανάγκη να ξαναδεί τον εαυτό της και τα ερωτήματα που θετει. Να περάσει ο κριτικός από το ρόλο αυτού που βάζει σφραγίδες γνησιότητας και ποιότητας στα έργα στο ρόλο αυτού που κοιτα τι κάνουν και αυτά και ο ιδιος. Να αναρωτηθεί, τελικά, αν υπάρχει η πιθανότητα να μην είναι πρόβλημα του έργου αλλά λάθος μεθοδολογικο εργαλείο που εφαρμοζει πάνω του και δεν του βγαίνει.

 

———————————————————————————————–

 

*Το κείμενο έρχεται ως συνέχεια του δοκιμίου μου που συμπεριληφθηκε στο αφιέρωμα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν που επιμελήθηκε ο Βασίλης Λαμπρόπουλος (Εξέγερση / Revolt | U-M LSA Modern Greek https://lsa.umich.edu/modgreek/window-to-greek-culture/_—revolt.html  ) και του δοκιμίου μου στο Φρέαρ (https://mag.frear.gr/gia-tin-kritiki-simera-i-apodomisi-toy-katholikoy-stin-apotimisi-tis-logotechnikotitas/ ) : το πρώτο αφορούσε στην έννοια της επανάστασης στην ποίηση και το δεύτερο, πάνω στο οποίο χτίστηκε το πρώτο, ήταν σχετικό με την κριτική σήμερα. Εκεί είχα γράψει για τον ανδροκεντρικο χαρακτηρα του πολιτικού στη λογοτεχνία, εδώ μοιράζομαι κάποιες σκέψεις για τον εμφυλο αλλά κυρίως για τον ταξικο χαρακτήρα της αισθητικής. Πολιτική και αισθητική συχνά βλέπονται απέναντι : ή θα είναι λογοτεχνία αυτό που κάνεις ή το έργο σου θα στέκεται ως πολιτική πράξη αλλά δεν θα είναι λογοτεχνία, αυτό το, καθόλου καινούργιο, δίπολο αναπαράγεται και σήμερα.

 

(1) Το ερώτημα είναι πιο περίπλοκο με την έννοια ότι η επιλογή της παρουσίασης του εμβρύου ως παιδιού και της άμβλωσης ως φόνου μπορεί να είναι κάλλιστα φεμινιστικη, όπως και η αποφυγή της να μην έχει λιγότερη εσωτερικευμενη πατριαρχια. Για μια ωραία πλαισιωση της συζήτησης παραπέμπω ενδεικτικά εδω: https://www.duo.uio.no/bitstream/handle/10852/69316/THE-LANGUAGE-OF-ABORTION-AND-STIGMA-IN-AMERICAN-LITERATURE-BEFORE-AND-AFTER-ROE-V–WADE.pdf?sequence=1&isAllowed=y

 

(2) Αντιλαμβάνομαι τον φορμαλισμό με τον τρόπο του Eagleton στο: Eangleton, T. (1996) , Literary theory. An Introduction, UK: Blackwell Publishing.

 

(3) Μία κατατοπιστικη εισαγωγη στη φεμινιστικη αφηγηματολογια στη Susan Lasnser, the living handbook of narratology : www.Ihn.uni-hamburg.de

 

(4) Αρκεί να σκεφτεί κανεις το μύθο του τραγικού λογοτέχνη που δεν τον καταλαβαίνει κανείς και ζει μια ζωή στο περιθώριο ο οποίος απλά πετάει έξω το ενδεχόμενο ο καλλιτέχνης να ήταν ένα τοξικό καθικακι που στην πραγματική ζωή δεν αντεχόταν, ή τη ρομαντικοποιηση και αισθητικοποιηση μιας κλινικής κατάστασης για χάρη αυτού του μύθου.