Βιβλία στο περιθώριο (2)- Burning Valley του Phillip Bonosky και το γλωσσικό δίλημμα στην παλιά αμερικανική προλεταριακή λογοτεχνία.
Γράφει ο Νικόλας Κουτσοδόντης
Το «Burning Valley» είναι ένα αμερικανικό προλεταριακό μυθιστόρημα[i]. Γραμμένο με θάρρος ,το 1953, από τον κομμουνιστή λογοτέχνη Φίλιπ Μπονόσκι, μέσα στον ζόφο του Μακαρθισμού, έχει μια ιστορική αξία.
Είναι η ιστορία ενός εφήβου, του Μπένεντικτ Μπουλμάνις. Μεγαλωμένος σε ακραία φτώχεια, δίπλα στη βρωμιά των εργοστασίων, με πατέρα Λιθουανό μετανάστη εργάτη, o Μπένεντικτ επιθυμεί να γίνει καθολικός παπάς και για αυτό αφιερώνεται στην εκκλησία, ως παπαδοπαίδι.
Το βιβλίο είναι ένα bildungsroman, ένα βιβλίο μαθητείας δηλαδή ή coming of age. Ο Μπονόσκι γράφει από την οπτική γωνία του εφήβου[ii] και αρκούντως αυτοβιογραφικά για την ταξική βία της μεταλλευτικής εταιρίας, που πετά στο δρόμο τους εργαζόμενους της από τις καλύβες τους και που τους σκοτώνει εν ψυχρώ με πληρωμένους στρατούς από φονιάδες και μπάτσους.
Το βιβλίο είναι σκληρό και ειλικρινές. Βασίζεται πάνω σε αληθινά εγκλήματα της εργοδοσίας, όπως η σφαγή του Λάντλοου το 1914[iii], στα άπειρα πογκρόμ εναντίον του μαύρου πληθυσμού, ενώ το ξεσπίτωμα από την τράπεζα θυμίζει τραγικά την σύγχρονη πραγματικότητα.
Το βιβλίο είναι ειλικρινές και πιστό στα βιώματα του ίδιου του Μπονόσκι. Και αυτό έχει μια αξία. Ο καθηγητής Alan Wald, εκ μέρους του πανεπιστημίου του Ιλινόις, μελέτησε και επανέφερε στην κυκλοφορία μια σειρά ξεχασμένα προλεταριακά μυθιστορήματα, ώστε να υπενθυμίσει τη σκληρότητα του αμερικανικού καπιταλισμού, μια αλήθεια που είχε ξεχαστεί στα 90s, λίγα μόλις χρόνια μετά τις ανατροπές στα Σοσιαλιστικά κράτη, αλλά και για να αναδείξει μια λογοτεχνία που ήταν για δεκαετίες στο σκοτάδι.
Δυστυχώς η γλώσσα, η εικονοποιία και η ανάπτυξη της πλοκής έχουν μια τραχύτητα και μια φλυαρία που το καθιστούν δυσάρεστο και ανιαρό. Ο Μπονόσκι φλυαρεί περιγράφοντας την ταλαιπωρημένη από την εκβιομηχάνιση φύση γύρω του και το κάνει χωρίς να μπορεί να αποδώσει μια ζωντάνια, μια ατμόσφαιρα και ένα κλίμα ικανό να σε εντάξει στο πλαίσιο. Όλα αυτά τα βιομηχανικά υλικά, η μόλυνση, η βρωμιά και η δυσωδία είναι τόσο φορτωμένα μέσα στο κείμενο, αλλά δίνονται και με μια γλώσσα κλειστή, χωρίς πλαστικότητα και ζωηράδα, τέτοια που καταντά Γολγοθάς να τελειώσεις το κάθε κεφάλαιο.
Από την άλλη οι χαρακτήρες είναι απλοϊκοί και επιφανειακοί. Οι ήρωες ξεστομίζουν τόσο βολικές φράσεις ώστε να εξυπηρετείται χωρίς αμφιβολία το πολιτικό νόημα.
“”father Brumbaugh learned forward, his eyes burned. “Don’t forget what you got at stake Benedict!” He warned. “Your whole future! Your whole future will defend on whether you go out there now! Those men are Communist-led and desecrate the church. You mustn’t let them make use of you! Don’t throw your future with the desperate men- they are disobeying the law. They are criminals- the police are after them” σελ. 186
Η ρητή ομολογία του παπά για την ταξική του απέχθεια και μάλιστα στον γιο ενός εργάτη είναι αφελής και απλοϊκή, γίνεται τελικά μη πιστευτή.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Μπονόσκι, ωστόσο έρχεσαι μπροστά σε ένα δίλημμα: αυτό της γλώσσας.
Σύμφωνα με τον Ρολάν Μπαρτ:
«ο αριστερός μύθος δεν είναι προσαρμοσμένος σε κάποια χρησιμότητα αλλά σε τακτική. […]Ο λόγος του καταπιεσμένου είναι κατ’ ανάγκη φτωχός, μονότονος, άμεσος. Η μόνη γλώσσα του φτωχού είναι η γλώσσα των πράξεων του. Είναι λόγος μεταβατικός, σχεδόν ανίκανος να λέει ψέματα. Από δω και η αδεξιότητα του. Είναι τελικά ο λόγος της χειραφέτησης του, ενώ ο λόγος του καταπιεστή είναι πλούσιος, πολύμορφος, ευλύγιστος»[iv].
Η ίδια η Σιμόν Ντε Μποβουάρ, διαβάζοντας το βιβλίο, ομολόγησε τη χαρά της που επιτέλους βγήκε ένα βιβλίο για την εργατική τάξη, από έναν που ανήκει σε αυτήν. Και εδώ είναι λοιπόν το ζήτημα. Ξενίζει η γλώσσα ενός εργατόπαιδου, ξενίζει η έλλειψη ψυχολογικού και στοχαστικού βάθους, η προβλεψιμότητα, η ανιαρή πλοκή, η ατολμία των γεγονότων που εξιστορούνται ώστε άλλοτε να κουτσουρεύονται απ’ ότι θα συνιστούσε ένα δραματικά ενδιαφέρον συμβάν (πχ συμπλοκή και τραυματισμός εργάτη, θάνατος, κτλ). Ξενίζουν, λοιπόν, όλα αυτά επειδή έχουμε την απαίτηση της συνήθειας μας για μια πιο σύνθετη γλώσσα, μια γλώσσα, στην τελική, αστική, όπου κρύβεται πίσω της μια χρησιμότητα και όχι μια στόχευση;
Το βιβλίο εύκολα θα μπορούσε να ονομαστεί προπαγανδιστικό[v]. Στην πραγματικότητα είναι απλώς ειλικρινές[vi]. Προϊόν ενός ανθρώπου που προήλθε από τα κάτω, με σκληρά βιώματα, με πείνα και ταξική βία. Η γλώσσα του είναι η γλώσσα της δράσης. Και αυτό συγκινεί. Ωστόσο, δεν φτάνει για να κάνει ένα βιβλίο καλό και αγαπητό σε κόσμο. Η “μασημένη τροφή” του, η κυριολεξία του νοήματος, όπως θα έλεγε ο Μπαρτ, σε βαθμό που ο βασανισμός ενός κομμουνιστή συνδικαλιστή ή η φυλάκιση ενός αθώου να δίνεται με αφέλεια (έστω εφηβική), καταντά το βιβλίο κουραστικό και μικρό σε αξία.
Παρόλα αυτά έχει τη σημασία του η απεικόνιση της μαύρης κοινότητας, η ταξική αλληλεγγύη που δείχνουν λευκοί και αφροαμερικάνοι εργάτες. Αποδεικνύει, όπως θα έλεγε ο επίσης κομμουνιστής συγγραφέας Alexander Saxton, πως το ΚΚ ΗΠΑ ήταν μπροστά 50 χρόνια σε ζητήματα φυλετικών και γυναικείων δικαιωμάτων[vii]. Ακόμα κι αν στην προλεταριακή λογοτεχνία, όπως εδώ, γραμμένη από λευκό άντρα, οι γυναίκες ως ρόλοι είναι ισχνοί και ελάχιστα έως καθόλου αναπτυγμένοι . Δείγμα, το δίχως άλλο, πατριαρχικής αντίληψης των πραγμάτων.
Να πω φυσικά πως μέσα σε όλα υπάρχει η ακόλουθη εικόνα:
“Then between two vast heaps that rose to flint-like peaks, as though time had fed from the hilly woods, which lay beyond, by mine-water streams: and it was as red as blood.
Three naked boys were swimming and wading in it when Benedict arrived. He had come to get his brother, Joey, but wanted also to take the long walk-in order to think and meditate. (…) To see the three naked boys made him feel uneasy, but he didn’t quite know why. (…) They seemed too anashamed. He felt most uncomfortable because Joey was just as naked as the other boys, and he resented it, as though somehow it reflected on himself» pg. 22
Μια εικόνα σαφή, όπου το κόκκινο μολυσμένο νερό της λίμνης και οι παιδικές βουτιές των αγοριών δείχνουν από τη μία μία συγκινητική ανθρώπινη αντίσταση. Η ανθρωπότητα ζει και επιβιώνει, επιδιώκει την ανεμελιά και τη χαρά, ζει την παιδικότητα της ακόμα και μέσα στο τοξικό τοπίο. Αυτό το δραματικά αποτελεσματικό σκηνικό είναι τρομερό, καθώς σκέφτεσαι τα σώματα να εκτίθενται μέσα στα καρκινογόνα νερά, αθώα και απροστάτευτα. Μια τραγωδία για την οποία οι εκάστοτε εταιρίες έχουν ευθύνη.
Το βιβλίο αυτό αφορά βαθιά τις σχέσεις του καθολικισμού με την εργατική τάξη και με την εξέγερση ή επανάσταση των φτωχών, που ενέχεται σπερματικά μέσα στην διδασκαλία του Χριστού. Ανοίγεται και το ζήτημα της σχέσης του Μαρξισμού με την θρησκεία, στο επίπεδο της απελευθέρωσης και της προοπτικής ενός πιο ανθρώπινου κόσμου.
Μαζί με όσα προείπαμε, υπάρχει και μια ομοερωτικότητα, όπως της εικόνας επάνω, που διαθέτει ενδιαφέρον, στο επίπεδο της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας που κρύβεται πίσω απ’ το θρησκευτικό καθήκον και τον φανατισμό ή τις βαθιές τύψεις και μίσος για το σώμα. Ακόμα ενδιαφέρον έχουν στο βιβλίο οι σχέσεις των αδερφών μεταξύ τους (όπως φροντίζονται, όπως κοιμούνται μαζί, όπως ο ένας κλαίει αναζητώντας την επιστροφή του άλλου πίσω στο σπίτι), αλλά και η σχέση πατέρα-γιου που έχει αγάπη και φροντίδα εξίσου.
Το βιβλίο δεν είναι σπουδαίο. Μάλλον κουραστικό, αλλά διαθέτει τις αρετές του. Πολιτικές και ηθικές.
Ο Μπονόσκι έμεινε όλη του τη ζωή πιστός κομμουνιστής. Και αυτό είναι από μόνο του σπουδαίο.
Φίλιπ Μπονόσκι (1916-2013). Αμερικανός λογοτέχνης, δημοσιογράφος και συνδικαλιστικό στέλεχος του εργατικού κινήματος. Γιος Λιθουανού μετανάστη εργάτη, του Γιόνας Μπαρανάουσκας, μεγάλωσε σε ακραία φτώχεια σε πόλη χαλυβουργών, στο Duquesne της Πενσυλβάνια. Ο πατέρας του δούλευε δώδεκα ώρες τη μέρα, έξι μέρες τη βδομάδα και συνέχισε σε αυτόν τον ρυθμό για σαράντα χρόνια. Ο συγγραφέας ως παιδί δούλευε κι αυτός με τα αδέρφια του στο εργοστάσιο. Οι απεργίες ήταν παράνομες και όποτε συμβαίνουν είναι αιματηρές, όπως στην απεργία του 1919, με έναν άγνωστο αριθμό εργατών δολοφονημένων. Με την Μεγάλη Ύφεση εγκατέλειψε τον τόπο και πήγε στην Ουάσινγκτον, όπου το 1936 γράφτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Έπειτα επέστρεψε στον τόπο του και εκλέχτηκε στο σωματείο των χαλυβουργών. Το 1948 στη Νέα Υόρκη πια αναλαμβάνει το κομμουνιστικό λογοτεχνικό περιοδικό Masses & Mainstream. Πιο μετά στη ζωή του έγινε επιμελητής της πολιτιστικής στήλης στην εφημερίδα Daily Worker και από το 1978 ω το 1982 ανταποκριτής για την εφημερίδα στη Μόσχα. Παρέμεινε ενεργός ως το τέλος της ζωής του.
[i] Ως Προλεταριακό εννοούμε το είδος της πεζογραφίας που αφορά στη ζωή και τις εμπειρίες της εργατικής τάξης. Οι συγγραφείς που το υπηρέτησαν συχνά ήταν εργατικής καταγωγής, εκφράζοντας έτσι άμεσα το βίωμα τους. «Η τέχνη στις καλές στιγμές της ασχολείται με συγκεκριμένες εμπειρίες που γεννούν συγκεκριμένα συναισθήματα σε συγκεκριμένους ανθρώπους, σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, με τέτοιο τρόπο που άλλοι άνθρωποι που είχαν παρόμοιες εμπειρίες σε άλλο τόπο και χρόνο να τις αναγνωρίζουν σαν δικές τους», έλεγε ο Joseph Freeman (1897-1965), Αμερικανός συγγραφέας και εκδότης του κομμουνιστικού λογοτεχνικού περιοδικού New Masses, για περισσότερα, βλ. Αμερικάνικη Προλεταριακή Λογοτεχνία, Σύγχρονη Εποχή, 1987, σελ. 17. Στην Αμερική το είδος άνθισε κατά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης, την δεκαετία του 1930, και κατέγραψε την οικονομική εξαθλίωση των εργατών, την φτώχεια και την πείνα, την σκληρή εκμετάλλευση και συνακόλουθα έφερε στο προσκήνιο την ταξική πάλη και το μίσος για τον εκμεταλλευτή, αντανακλώντας μια εποχή σκληρών ταξικών αναμετρήσεων με απεργίες και ξεσηκωμούς σε όλη την χώρα, ως απότοκο και της ύπαρξης της τότε νεαρής Σοβιετικής Ένωσης. Αρκετοί από τους συγγραφείς της εποχής εκείνης που υπηρέτησαν το είδος οργανώθηκαν ή συνδέθηκαν με το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ. Ενδεικτικά έργα: Jews without money (Michael Gold, 1930), Industrial Valley (Ruth McKenney, 1939), Moscow Yankee (Myra Page, 1935), The Disinherited (Jack Conroy, 1933), The Girl (Meridel LeSueur, 1930s), Daughter of the Earth aka Η κόρη της Γης (Agnes Smedley, 1929, Λιβάνης, 1983), Pity is not enough (Josephine Herbst, 1933), Union Square (Albert Halper, 1933), The Hanging on Union Square (H. T. Tsiang, 1935), To make my bread (Grace Lumpkin, 1932), Land of Plenty (Robert Cantwell, 1934), Conveyor (James Steele, 1935), 1919 (John Dos Passos, 1932, Οδυσσέας, 1982), The Underground Stream aka Το υπόγειο ρεύμα (Albert Maltz, 1940, Σύγχρονη Εποχή- 1986), Native Son aka. Γέννημα Θρέμμα (Richard Wright, 1940, Σύγχρονη Εποχή, 1989), The Great Midland (Alexander Saxton, 1948), Iron City (Lloyd L. Brown, 1951), The World Above (Abraham Polonski, 1951), A Lantern for Jeremy (V.J. Jerome, 1952), Tell me a riddle (Tillie Olsen, 1961), This Coffin Has No Handles (Thomas McGrath, 1988). Από όλη αυτή την παράθεση συγγραφέων κάποιοι (Γκρέις Λούμπκιν, Τζον Ντος Πάσος, κτλ) έγινα σφοδροί αντικομμουνιστές, άλλοι (Μάιρα Πέιτζ, Ρουθ Μακ Κένι, Άλμπερτ Χάλπερ, Ρόμπερτ Κάντγουελ, Ρίτσαρτν Ράιτ, κτλ) απογοητευτήκαν και διέκοψαν την όποια επαφή και αρκετοί άλλοι -οι περισσότεροι- (Μάικ Γκόλντ, Μεριντέλ Λε Σιέρ, Άγκνες Σμέντλυ, Τζοζεφίν Χέρμπστ, Άλμπερτ Μάλτς, Αλεξάντερ Σάξτον, Λόυντ Μπράουν, Αβραάμ Πολόνσκι, Ζερόμ, Τίλι Όλσεν, Τόμας Μακ Γκραθ) έμειναν πιστοί στα κομμουνιστικά τους ιδεώδη. Φυσικά, σημαντικό μέρος των λογοτεχνών αυτών υπήρξαν γυναίκες, εκ των οποίων κάποιες όπως η Μεριντέλ Λε Σιερ, η Άγκνες Σμέντλυ και η Τίλι Όλσεν, θα εκτιμηθούν αργότερα για την σπουδαία συμβολή τους στην φεμινιστική λογοτεχνία.
[ii] Με το ίδιο ώριμο μάτι, αλλά από τη σκοπιά του εφήβου, γράφει και ο σύγχρονος Εντουάρ Λουί το δικό του μυθιστόρημα προλεταριακής, αλλά πια και ομοφυλόφιλης σεξουαλικής συνειδητοποίησης, το «Να τελειώνουμε με τον Εντί Μπελγκέλ (Αντίποδες, 2018). Ενώ στον Φίλιπ Μπονόσκι υπάρχει μια αθωότητα και απλοϊκότητα, που αποδίδεται στην ηλικία του ήρωα, αλλά και ευρύτερα στην ταξική και μορφωτική του θέση, στον Λουί υπάρχει η συνειδητοποιημένη κοινωνιολογική οπτική του μορφωμένου σύγχρονου Γάλλου. Και οι δύο υπερασπίζονται την ταξική τους καταγωγή, κατανοώντας την ιδιαίτερη φύση της και τη θέση των γονιών τους, όμως ενώ στον Μπονόσκι υπάρχει μια ρητή στράτευση στην ταξική πάλη, παραμένοντας μέλος της τάξης αυτής, στον Λουί εκφράζεται μια υπεράσπιση με συνακόλουθη καταγγελία της ταξικής εκμετάλλευσης, έχοντας, ωστόσο περάσει σε άλλο κοινωνικοοικονομικό στρώμα.
[iii] Η σφαγή του Λάντλοου είναι από τα στυγερότερα εργοδοτικά εγκλήματα στην Ιστορία. 21 άτομα, κατά τη διάρκεια του Ορθόδοξου Πάσχα, δολοφονήθηκαν από έμμισθους φονιάδες, οι οποίοι κατέβρεξαν τις σκηνές με πετρέλαιο και έβαλαν φωτιά την ώρα που κοιμόντουσαν οι ανθρακωρύχοι και οι οικογένειες τους. Μόλις κατάλαβαν και βγήκαν από τις σκηνές τους τους περίμεναν τα πυροβόλα όπλα. Σε μια σπηλιά πέθαναν δεκατρία παιδιά και μια γυναίκα, για περισσότερα βλ. Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ- Χέρμπερτ Μ. Μόρε, «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», Σύγχρονη Εποχή, 1993, σελ. 313
[iv] Roland Bartes, «Μυθολογίες. Μάθημα», εκδ. Ράππα, 1979, σελ. 251-252
[v] Η κατηγορία για προπαγάνδα και έλλειψη λογοτεχνικής αξίας στα έργα των προλετάριων πεζογράφων ήταν συχνή. Ήδη από το 1934, ο τότε μαρξιστής (πέρασε αργότερα στον αντικομμουνισμό) και τακτικός αρθρογράφος του περιοδικού New Masses, ο Granville Hicks απαντούσε σε τροτσκιστές επικριτές, όπως ο Louis Adamic, για τις υπερφίαλες τους κριτικές ότι δεν μπορεί να υπάρχει προλεταριακή λογοτεχνία στον καπιταλισμό και για την υποχρεωτική αισιοδοξία ενός λαμπρού εργατικού μέλλοντος, στερώντας τάχα από τον δημιουργό την δυνατότητα έκφρασης της απογοήτευσης από τις ήττες. Και φυσικά του απαντά, στηρίζοντας το βιβλίο του Κονρόι The disinherited, για περισσότερα βλ. «Another authority on Marxism», New Masses, December, 25, 1934, p.22 https://www.unz.com/print/NewMasses-1934dec25-00022/ .
[vi] «Περιγράφει ανθρώπους που κάνουν φίλους και εχθρούς, που αγαπούν και αγαπιούνται, που δουλεύουν ρωμαλέα για να μετασχηματίσουν τη Γη. Όλα αυτά ο καλλιτέχνης -αν είναι καλλιτέχνης και όχι αγκιτάτορας- τα κάνει με την ιδιαίτερη τεχνική της τέχνης του. Δεν επαναλαμβάνει κομματικές θέσεις∙ μεταβιβάζει την εμπειρία εκείνη από την οποία πήγασαν οι κομματικές θέσεις», μας λέει πάλι ο Joseph Freeman, βλ. Αμερικάνικη Προλεταριακή Λογοτεχνία, Σύγχρονη Εποχή, 1987, σελ. 12. Το πρόβλημα με την ποιότητα της προλεταριακής λογοτεχνίας είχε τεθεί σε κριτικά κείμενα της εποχής, όπως Samuel Sillen, «Dramatic Realism. The way things are, and other stories, By Albert Maltz», New Masses, July 26, 1938, pg. 24. https://www.unz.com/print/NewMasses-1938jul26-00024/ . Στο κείμενο αυτό ο Sillen υποστηρίζει πως ο προλετάριος συγγραφέας Μαλτζ είναι Ρεαλιστής επειδή βλέπει δραματουργικά την πραγματικότητα και είναι δραματουργός γιατί βλέπει τη ζωή ρεαλιστικά. Κάθε ιστορία μέσα στο βιβλίο συνδέεται διαλεκτικά με ένα παγκόσμιο πλέγμα κοινωνικών συγκρούσεων και ακόμα πιο πολύ αυτές οι λογοτεχνικές ατομικότητες που δίνουν ζωή στις γενικεύσεις των θεωρητικών του Μαρξισμού. Από τον μεταλλωρύχο της Δυτικής Βιρτζίνια ως τον αφροαμερικάνο εργάτη στα χωράφια της Λουϊζιάνα, με τη ζεστασιά, τη σοβαρότητα και την ανθρωπιά τους, είναι που τελικά η πεζογραφία αυτή πετυχαίνει αισθητικά. Γιατί ακριβώς επιβεβαιώνει το βαθύ ανθρώπινο βίωμα των εργατών.
[vii] Εισαγωγή στο Alexander Saxton, «The Great Midland», University of Illinois, 1997