Επιλογή ποιημάτων της Γιλά Μοσάεντ σε μια ποιητική μετάφραση
Μου δίνεις την ελευθερία να μην ανήκω/ μτφρ. Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη/ Εκδ. Βακχικόν 2021

Το βιβλίο επιλογών ποιημάτων της Γιλά Μοσάεντ, με τον πολύ εύστοχο τίτλο “Μου δίνεις την ελευθερία να μην ανήκω”, ο οποίος εκφράζει με ένταση το εναγώνιο αίτημα της ποιήτριας, με τον σφαιρικά αρχαιογνωστικό πρόλογο του Κωνσταντίνου Μπούρα και την επί της ουσίας ενημερωτική εισαγωγή της μεταφράστριας Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη, μας βάζει στον ψυχικό κόσμο μιας ποιήτριας προσφυγοπούλας, με τις ανεξίτηλες μνήμες της, τη νοσταλγία, τους διχασμούς, τις θλίψεις και τις δυσκολίες προσαρμογής στη νέα χώρα. Θα μας πει ευσύνοπτα και εύστοχα η μεταφράστρια στην εισαγωγή της: «Προσωπικά θεωρώ ότι η Μοσάεντ είναι μια σπουδαία ποιήτρια που, μέσα από το προσωπικό βίωμα και την οικουμενική θέαση του ξεριζωμού, υμνεί την αλήθεια, τη δικαιοσύνη και την αγάπη, στοχάζεται και οραματίζεται την εσωτερική αφύπνιση, συμφιλίωση και κατάφαση του ατόμου, ως πρόσωπο και ως συλλογικότητα, με τον εαυτό και την ανθρώπινη μοίρα του, με τον άλλον, με το φυσικό στοιχείο, με τον χρόνο και τον κόσμο, με τη ζωή και τον θάνατο» (σ.20).
Η Μοσάεντ ξεριζώθηκε από την πατρίδα της το Ιράν, λόγω της επικράτησης του αυταρχικού θεοκρατικού καθεστώτος, και ζει εδώ και πολλά χρόνια στη Σουηδία, χωρίς να μπορεί να επισκεφτεί τον γενέθλιο τόπο της, γράφοντας από ένα σημείο και μετά στα Σουηδικά, ενώ έγινε και μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας.
Η ποιήτρια εκφράζει τη συλλογική ψυχή των προσφύγων, που διωγμένοι από την πατρίδα τους, αταίριαστοι και αποξενωμένοι περιφέρονται στο παρελθόν και το παρόν, καθώς προσπαθούν με δυσκολία να προσαρμοστούν, αλλά οι μνήμες τους βαραίνουν και τους φέρνουν πίσω στα παλιά. «Με πέταξαν έξω απ’ την ασφάλεια» (σ.41) θα μας πει και ζει διαρκώς περιμένοντας. «Είπαν, η αναμονή είναι ένα άλλο όνομα για τη ζωή/ Τώρα ζω περιμένοντας σ’ ένα παγκάκι» (σ.41). Μα έχει τα ποιήματα να την αναζωογονούν: «Τις νύχτες που γράφω ποιήματα/ κοιμάμαι στα σύννεφα/ Το πρωί το δέρμα είναι/ σαν νεογέννητο ανοιξιάτικο φύλλο» (σ.32).
Τα ποιήματα «ποιητικής» είναι αρκετά στο βιβλίο και μας σκιαγραφούν πώς η μνήμη, η αποξένωση και η μοναξιά βρίσκουν μια διέξοδο έκφρασης και εκτόνωσης, που οδηγεί όμως ταυτόχρονα σε αδιέξοδα, γιατί είναι τα ίδια οχήματα της αδιέξοδης μισής ζωής μιας προσφυγοπούλας, που δεν ανήκει ούτε στη γενέτειρα ούτε στην τωρινή της πατρίδα, αλλά αιωρείται στο ανεκπλήρωτο. Από τη μια είναι το ανείπωτο του όντος, που διαφεύγει από τη νοηματική αποτύπωση του έτερου λεκτικού όντος του ποιήματος –που είναι και μια εν γένει αδυναμία λόγω της φύσεως του γλωσσικού εργαλείου-, και από την άλλη ότι αποτελεί μόνο μια παροδική εκτόνωση της ψυχικής έντασης και όχι ίασή της, η οποία διαρκώς επανέρχεται –όπως συνηθίζεται με την επενέργεια της τέχνης.

Δεν βρίσκω τη λέξη που άφησα στο κομοδίνο
δεν μπορώ να ολοκληρώσω την αράδα που άρχισα τη νύχτα

Αναθεματισμένη λέξη
αναθεματισμένο ποίημα
Καταστρέψατε τη ζωή μου
πλήρωσα τόσα πολλά για να σας κατακτήσω
κι όμως νιώθω τόσο μόνη (σ.31)

Έντονα λυρική η συλλογή, με οραματικές εικόνες ενός υποκειμένου που βυθίζεται, μαραίνεται και ανθίζει (ας αποδώσουμε και εμείς μεταφορικά τα συναισθήματά του), με κυκλικό τρόπο, καθώς παρελθόν και παρόν διαρκώς εμπλέκονται. Είναι ένας αγώνας ύπαρξης, με το δικό του τρόπο, με αυτόν που επαναπροσδιορίζεται από τα καινούργια δεδομένα, μακριά από την πατρίδα και τους αγαπημένους, αλλά με μια άλλη ζωή που χλοΐζει: «[…] κρύβομαι στην αγκαλιά των δέντρων/ και γεννώ ένα ακόμη ελάφι» (σ.52).
Χαρακτηριστική είναι και η φυσιολατρία της και, κάποτε, ο ανιμισμός. Έτσι η θάλασσα (σ.50, σ.56, σ.85), το ελάφι (σσ.45- 58), το δέντρο (σ.64), τα αστέρια (σ.58), το φως (σ.75, σ.78), η καταπράσινη γη (σ.79), το κελαριστό ρυάκι (σ.79), το πουλί που κελαηδά (σ.84) και τα άνθη (σ.84) αποτελούν σύμβολα-φορείς των συναισθημάτων της.
Η μεταφράστρια, όπως αναφέρει στις ευχαριστίες της, έχοντας τη στήριξη της ίδιας της ποιήτριας και ακαδημαϊκού Γιλά Μοσάεντ, της ομότιμου καθηγήτριας του πανεπιστήμιου του Γκέντεμπουρκ Χριστίνας Χέλντερ και του καθηγητή Συγκριτικής Λογοτεχνίας και κριτικού Τόρστεν Ρένεστραντ, μας καταθέτει μια πυκνή σε νοήματα εισαγωγή και μια υπεύθυνα προσεγμένη ποίηση. Είναι σωστή η παρατήρηση ότι για να μεταφράσει κάποιος ποίηση πρέπει να είναι ο ίδιος ποιητής και η ιδιότητα αυτή της Καϊτατζή- Χουλιούμη υπεισέρχεται εποικοδομητικά στο αποτέλεσμα, στις επιλογές των λέξεων, στη δομή των προτάσεων και στον ρυθμό, δίνοντάς μας εύληπτα ποιήματα. Ξέρει αθόρυβα και ουσιαστικά, χωρίς βερμπαλισμούς, να κάνει τη δουλειά της, υπερνικώντας τις γλωσσικές δυσκολίες και αφήνοντας χώρο στα υψηλά νοήματα και την αισθητική της Μοσάεντ να εκφραστούν. Τα λογοτεχνήματα είναι της Μοσάεντ και η διαμεσολαβήτρια η μεταφράστρια, το αποτέλεσμα άριστο.
Για του λόγου το αληθές, ας δώσουμε παραδείγματα του κοφτού ύφους και της σωστής σειράς λέξεων της μεταφράστριας. Να μην ξεχνάμε ότι η ελληνική γλώσσα δίνει πάρα πολλές συντακτικές δυνατότητες στην επιλογή της σειράς των λέξεων. Δε γνωρίζω σουηδικά για να πάρω θέση για τη γλώσσα αυτή: «Κουτσαίνοντας/ με κουρασμένα πόδια/ κατέβηκε δρασκελώντας το βουνό» (σ.57). Η πρόταξη της λέξης «κουτσαίνοντας» μας φέρνει απ’ ευθείας σε επαφή με την εικόνα και τη βαρύτητα σε αυτή, που θέλει να δώσει η ποιήτρια. Πρώτα η εικόνα, μετά οι επεξηγήσεις και τέλος η συνέχειά της. Και ένα ακόμα: «Χίλια σκαλιά είχε/ ο ναός/ που δεν υπήρχε» (σ.53). Προηγούνται ως εικόνα τα «χίλια σκαλιά» και η δυσκολία που προκαλούν, και μετά έπεται η οπτική «εξαφάνιση» του ναού στα μάτια μας. Οι δυο αλληγορίες έχουν μια «ρεαλιστική» αλληλουχία.
«Θέλω να επιστρέψω στην άλαλη εποχή» (σ.67). Πρώτα βάζει το ηχηρό ρήμα «θέλω». Η ισχυρή απαίτηση είναι αυτή που καθορίζει την ψυχολογία του στίχου.
Και ένα τελευταίο για να μη σας κουράσω:

Μια μέρα έρχεται
ένας νέος τρόπος
να πλησιαζόμαστε μεταξύ μας (σ.68)

Πολύ σωστά πρώτα η εικόνα και μετά η μεταφορική επενέργειά της και όχι για παράδειγμα: «Ένας νέος τρόπος/ να πλησιαζόμαστε μεταξύ μας/ είναι η νέα μέρα που έρχεται». Με αυτόν τον τρόπο το ποίημα θα έχανε τη δύναμή και τη λεκτική πρωτοτυπία του, παρ’ όλο που θα έδειχνε πιο στρωτό. Εκτός αυτού, ο λανθασμένος τρόπος έχει δεκατρείς λέξεις ενώ ο σωστός δέκα. Άρα είναι πιο συμπυκνωμένος.
Το συμπέρασμα είναι ότι δεν είναι μια στείρα μετάφραση μιας πανεπιστημιακού, αλλά μιας ποιήτριας, που εναρμονίζεται με τη σπουδαία ποίηση του πρωτότυπου.

Γρηγόρης Τεχλεμετζής

 

Σύντομο Βιογραφικό

Ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής ζει στην Αθήνα. Σπούδασε χημικός στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Είναι απόφοιτος του κοινού μεταπτυχιακού προγράμματος Δημιουργικής Γραφής του ΕΑΠ και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Η μεταπτυχιακή του εργασία είχε θέμα την ψυχαναλυτική κριτική της λογοτεχνίας και την εφαρμογή της στην πεζογραφία του Μάριου Χάκκα.
Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 2004 με τη συμμετοχή του στην ανθολογία διηγημάτων του Β΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Αντώνης Σαμαράκης (Καστανιώτης). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά Λογοτεχνικά περιοδικά (έντυπα και διαδικτυακά). Έχει παρουσιάσει βιβλία συναδέλφων του σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Βιβλία του: Οι συλλογές διηγημάτων Η όψη (Γκοβόστης 2010) και Μυθολογήματα και έντεκα πλην ένα μικρά πεζά (Κέδρος 2021) και τα μυθιστορήματα Αφιερωμένο στην Έλενα (Ηριδανός 2007) και Ο Αρχίλοχός του (το μόνο ιστορικό μυθιστόρημα για τον ποιητή/ Γαβριηλίδης 2016). Από το 2011 διευθύνει το Λογοτεχνικό Περιοδικό Ο Σίσυφος. Επίσης ασχολείται με την κριτική λογοτεχνικών έργων ποίησης και πεζογραφίας, δημοσιεύοντας κείμενά του σε Λογοτεχνικά Περιοδικά. Έχει επιμεληθεί πολλά αφιερώματα στον Σίσυφο για Έλληνες λογοτέχνες. Συμμετείχε με κείμενά του σε αφιερώματα περιοδικών και συλλογικών εκδόσεων.

Επικοινωνία με τον συγγραφέα: tehlemetzis@gmail.com