Βιβλία στο περιθώριο (1): Α όπως Αμερική του Μαρκ Μέρλις.
Γράφει ο Νικόλας Κουτσοδόντης
[Τα «βιβλία στο περιθώριο» επιθυμούν να φωτίσουν, έστω ελάχιστα, στιγμές της παγκόσμιας λογοτεχνίας που είναι λιγότερο ή και, πιθανώς, καθόλου γνωστές στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό]
Το “American studies” (1994) του Μαρκ Μέρλις (1950-2017) είναι βιβλίο που πιάνει πολύ σοβαρά την εμπειρία του λευκού ομοφυλόφιλου άντρα στην Αμερική του 20ου αιώνα και του αξίζει να θεωρηθεί ήδη κλασικό στην κουήρ λογοτεχνία. Κυκλοφόρησε κάποτε (Οκτώβρης 1998, από τις εκδόσεις Οδυσσέας, σε εξαιρετική μετάφραση της Λίας Αθανασιάδη) και πλέον είναι χρόνια εξαντλημένο. Σε αυτό, βέβαια, ο συγγραφέας Μέρλις διηγείται την εμπειρία του αποσυνάγωγου, του διωγμένου, του εξόριστου ομοφυλόφιλου άντρα από το οικογενειακό, πολιτικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Και αυτό το κάνει με ιδιαίτερη αφηγηματική δύναμη.
«Είμαστε υποχρεωμένοι να αλλάζουμε τόπο: η εξορία δεν είναι τιμωρία, είναι η κατάσταση μας. Με αυτήν αρχίζει η ζωή μας, όταν μας αποδιώχνουν από τον κόσμο των “κανονικών” ανθρώπων, όπου περιμέναμε να αφομοιωθούμε, και με αυτήν αρχίζει και πάλι , ξανά και ξανά» (σελ.170)
Οι δύο παράλληλοι χρόνοι, ο τωρινός και η ανάμνηση ή ανάπλαση, μέσω της φαντασίας, του χτες, δίνονται με σταθερά το ποθούμενο, ορατό και σε κοντινή απόσταση αντρικό σώμα. Γίνεται με σαφή ορισμό της κοινωνικής, πολιτικής και ψυχολογικής πολυπλοκότητας του κενού, της απόστασης ανάμεσα στον πόθο και την εκπλήρωση του, ανάμεσα στους ανθρώπους γενικά, αλλά και εσωτερικά στο κάθε άτομο, μεταξύ του πραγματικού εαυτού και του ρόλου που καλείται να επιτελέσει.
«Έμεινα να στέκομαι εκεί που ήμουν, ενώ εκείνος προχωρούσε μέσα στο φως του επόμενου φανοστάτη για να βυθιστεί έπειτα στο σκοτάδι. Και πάλι, τον είδα να ξεπροβάλλει, μικρότερο αυτή τη φορά, μέσα από την επόμενη λίμνη φωτός, και ακόμη μικρότερο στην επόμενη, καθώς ξεμάκραινε ολοένα. Είχα ήδη αλλάξει κατεύθυνση για να επιστρέψω σπίτι, όταν τον άκουσα να τρέχει, τον σκληρό ήχο από τις σόλες των παπουτσιών του πάνω στο πλακόστρωτο της γέφυρας. Όταν έφτασε δίπλα μου ήταν κάπως λαχανιασμένος, αν και δεν είχε διανύσει μεγάλη απόσταση. Λίγα μόνο χρόνια στο μύλο είχαν ήδη κάνει τη δουλειά τους. Είπε το όνομα μου και πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους μου. Μια κίνηση, που την εποχή εκείνη δεν ήταν ασυνήθιστη για τα αγόρια της ηλικίας μας» (σελ.109-110)
Το αντρικό σώμα, στην λαχταριστή επιφάνεια του ή και στην σύνθετη δαιδαλώδη εσωτερική του ψυχική πραγματικότητα, δίνεται από τον Μέρλις με τρόπο που μονάχα ένας ηλικιωμένος ομοφυλόφιλος άντρας μπορεί να το αποτιμήσει.
«Δεν μπορώ να του προσδώσω την ύπαρξη κάποιας εσωτερικής ζωής -λες και με έβαλε κάνεις να κάνω τον κριτή των ψυχών. Η επιφάνεια του και μόνο είναι τόσο περίπλοκη και συναρπαστική – τα μάτια, το στόμα, οι ώμοι το καθένα σαν μια καλοσχηματισμένη σκέψη, τα μπούτια του σαν διατριβή, η πνευματώδης διαλεκτική του πισινού του και το άλλο ego sum του πούτσου του: συγκεντρωμένος σε αυτά, κάθε στιγμή, πώς θα μπορούσε να του περισσέψει χρόνος για κάποια ιδέα ή κάποιο κίνητρο πέρα από αυτό που υπάρχει πάνω του;» (σελ. 209-210)
Η εκτίμηση της όψης, της επιφάνειας και η απόδοση σε αυτές νοήματος, αισθητικής και ιδεών έχει να κάνει και με την όλη λογική της Camp τέχνης, μιας τέχνης που δεν απολογείται για τη στυλιζαρισμένη και ιλουστρασιόν έμφαση στην επιφάνεια, μιας απενοχοποιητικής απόλαυσης του φαίνεσθαι και της ηδονής του. Και αυτή η τέχνη είναι στενά συνυφασμένη με την γκέυ κουλτούρα των προηγούμενων δεκαετιών.
Περιγράφεται, λοιπόν, ένας κόσμος αντρικός με αληθινά σαγηνευτική και ερωτική λεκτική αποτελεσματικότητα.
“Τον ξαπόστειλαν στο Σαίντ Μάρτιν, όπου όλα ήταν ιδρώτας και δημοκρατία, μυώδης Χριστιανισμός και κρύα ντους” (σελ.52)
Έτσι αρχίζει ο απογαλακτισμός ενός από τους χαρακτήρες του βιβλίου. Ο κόσμος των Αμερικανών αντρών βρίσκεται μέσα στις λέξεις του Μέρλις με τον θαυμασμό για τη δύναμη εκείνης της γερής και άνετης αγορίστικης λαβής πάνω στην ζωή που φέρει στους ιστούς της.
“Όμως του ανήκει ο εαυτός του, στέκεται εκεί άκαμπτος, ριζωμένος καλά στον ενεστώτα χρόνο” (σελ. 207)
Αυτή η κυριαρχία, αυτή η αρχιτεκτονική της νιότης με τις γερές της πλάτες και τον ιδρώτα, τον διαρκή ερεθισμό, έρχεται να μυθοποιηθεί σε μια ειλικρινή δίψα, μια έλξη που δεν έχει ηλικιακό όριο. Μάλιστα χρωματίζει με ιδιαίτερη αξία την περιέργεια και την απορία, δίνοντας στις αντιδράσεις αυτές ένα ερωτικά αρρενωπό ύφος. Αυτές ενέχουν την ορμή, την ενέργεια, την αθωότητα, την σοβαρότητα που κουμπώνουν καλά στη νεότητα.
Ο Μέρλις παραδίδει με το βιβλίο αυτό τη συμπυκνωμένη εμπειρία και τα συμπεράσματα του στη ζωή, εκείνα τα “ποτέ πια” μετά από δυσάρεστες σεξουαλικές εμπειρίες (σελ. 37) που έχουμε πει πολλοί, την έλξη των νεαρών γκέυ για τους μεγαλύτερους άντρες με κοινωνικό στάτους (σελ. 58), το βλέμμα και την προσέγγιση των αντρών στα παλιά παράνομα στέκια (σελ. 76), την ομορφιά ως άπιαστο όνειρο στην κλασική λογοτεχνία -βλέπε Θάνατο στη Βενετία κτλ- (σελ. 83), το πώς αισθάνεσαι ένα “άνοιγμα στην ζωή σου” με το ερωτικό σκίρτημα (σελ. 87), το victim blaming (σελ. 158), τη διαχείριση μιας πεζής πραγματικότητας στην οποία μας επιστρέφει αδυσώπητα ο άδοξος ενθουσιασμός (σελ. 195), αλλά και εκείνη την πικρή επίγνωση ότι ο κόσμος ανήκει στους ετεροφυλόφιλους άντρες ανεξάρτητα από την ταξική τους θέση και καταγωγή και δεν χωρά το διαφορετικό (σελ. 227). Όμως, ακόμα πιο σημαντική είναι εκείνη η σκέψη που αποτυπώνει ο ήρωας του βιβλίου όταν αναρωτάται “Και τι είναι λίγο παραπάνω ντροπή στη ζωή μου;” (σελ. 275). Ένα χρήσιμο ερώτημα που μπορούμε να θέτουμε στον εαυτό μας, μπρος σε καταστάσεις που απαιτούν θάρρος.
Το βιβλίο επιπλέον αποτίει φόρο τιμής, λίγα μόλις χρόνια μετά την ανατροπή του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, σε όλα τα λοατκια άτομα που συστρατευτήκανε με το αμερικάνικο κομμουνιστικό κίνημα, σε δύσκολα χρόνια και παρά την βαθιά ομοφοβία που το χαρακτήριζε. Ο Μέρλις είναι πικρός και επικριτικός με την Αριστερά- ιδίως με το πόσο στρεβλές υπήρξαν στην πραγματικότητα οι σχέσεις συντροφικότητας των κομμουνιστών, πόσο δηλαδή είχαν τελικά ως άνθρωποι μια ουσιαστική επαφή ή μια επαφή πνιγμένη στην τυπικότητα και το απρόσωπο καθήκον. Ο Μέρλις δείχνει μεγάλη οργή για την Αριστερά, δεν της συγχωρεί ούτε την ήττα (στα χρόνια του Μπους πατρός που γράφτηκε το βιβλίο μιλάμε για άτακτη υποχώρηση), αλλά ούτε και την ομοφοβία και την ετεροφυλόφιλη ανδροκεντρική της οπτική. Είναι ίσως περισσότερο, αν και είναι βαθιά κατανοητό το γιατί, αρνητικός από όσο θα έπρεπε. Αυτή, ωστόσο ήταν η χώρα και η εποχή του και αυτές οι στρεβλώσεις στο εργατικό κίνημα.
Δίνει ο Μέρλις μια ποιοτική και μελετημένη εικόνα της σκοτεινής εποχής του Μακαρθισμού, αλλά και βάζει στο κάδρο το ευρύτερο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων (σελ. 101), τους ανθρώπους που προδίδουν την αστική τους καταγωγή και συντάσσονται με το Κόμμα της εργατικής τάξης, τους διανοούμενους με τους ιδανικούς τους συνδυασμούς του Γουίτμαν και του Μαρξ.
Εγκιβωτίζει αληθινά όμορφες ερωτικές ιστορίες στο πλαίσιο και την εποχή τους (όπως αυτή που παραθέσαμε σε απόσπασμα πιο πάνω), ενώ έχει εξαιρετικά καλογραμμένες εικόνες και παρομοιώσεις με δεικτικό χιούμορ (η παρομοίωση μιας νοσοκόμας με τεράστια μερίδα παγωτού που λιώνει-σελ. 206). Όλα αυτά κάνουν το βιβλίο! Η ισορροπία παρόντος και παρελθόντος είναι άψογη, τα γεγονότα συμπληρώνονται συνειρμικά και συνδέονται οι εποχές και τα πράγματα, συνδέονται τα συναισθήματα και οι μοναξιές, τα εμπόδια, τα αδιέξοδα, οι δυσκολίες, οι αναζητήσεις και η αργή διαδικασία της ανακάλυψης του τρόπου κανείς να ζει πιο ταιριαστά με όσα απαιτεί η ψυχή του, όπως και το αξίζει.
Τελικά ο τίτλος “Αμερικανικές σπουδές” (στα ελληνικά «Α όπως Αμερική») είναι αυτός ο λογοτεχνικός, ο απόμακρος κόσμος, το ατομικό βασίλειο του κάθε ομοφυλόφιλου της εποχής εκείνης, και ίσως -σε κάποιες περιπτώσεις- και του σήμερα, που υψώνει απέναντι στην βίαιη πραγματικότητα της επιβεβλημένης εξορίας του. Ο Μέρλις έχει τη σοφία να βάλει ένα ικανό μέρος της πολιτικής και κοινωνικής ουσίας της Αμερικής μέσα σε αυτές τις σπουδές. Να τις προσδιορίσει και να τις ερμηνεύσει.
Παρά τα πολλά προτερήματα του το βιβλίο υστερεί σε συναισθηματικό βάθος. Κάπου κλωτσά σε μια ψυχρότητα όταν δίνει τη Μακαρθική περίοδο, την προδοσία και την αυτοκαταπίεση και αυτολύπηση. Δεν μας επιτρέπει να αισθανθούμε τους ήρωες του που περιγράφει εξαιρετικά ωστόσο. Η καύλα κι ο ερεθισμός, το πείραγμα του αναγνώστη υπάρχει μαζί με πολύ σκέψη και αρκετές σκηνές ουσιαστικής λογοτεχνικής αξίας. Απλώς είναι συχνά λίγο περισσότερο στεγνή η απεικόνιση των χαρακτήρων και των καταστάσεων.
Η υπόθεση του βιβλίου γενικά συγγενεύει με εκείνη των πιο σύγχρονων κουήρ βιβλίων “Η ιστορία της βίας” του Εντουάρ Λουί (Αντίποδες, 2019) και “Αυτό που σου ανήκει” του Γκάρθ Γκρίνγουελ (Καστανιώτης, 2016), αλλά και με τις αληθινές ιστορίες του καθηγητή και πεζογράφου R. H. Barlow (1918-1951) και του ακαδημαϊκού κριτικού λογοτεχνίας F. O. Matthiessen (1902-1950).
Ένα σπουδαίο βιβλίο.