Το ποίημα-τραγούδι και η λυρικότητα στον ποιητή Δημήτρη Παπακωνσταντίνου

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΙΒΛΙΟ ΔΡΟΜΟΙ ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ

Και οι δύο ποιητικές συλλογές του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου Μνήμες της ρίζας (Κουκκίδα, 2020) και Δρόμοι στη σκόνη (Κουκκίδα, 2021) τραγουδιούνται. Είναι, με άλλα λόγια, συνθέσεις που μπορείς να τις φανταστείς αδόμενες από την ανθρώπινη φωνή, δίπλα σε ένα μουσικό όργανο, καθώς, χωρίς να αγωνιούν για ομοιοκαταληξία, έχουν συγκεκριμένη ποσότητα συλλαβών σε κάθε στίχο, οι οποίες υποβάλλουν και παρασύρουν τον αναγνώστη στην εκπλήρωση της ρυθμικής προσδοκίας. Και αυτό χωρίς να υποσκάπτουν την εντύπωση που το περιεχόμενο των στίχων δημιουργεί. Αυτή η δέσμευση του ποιητή σε έναν αριθμό συλλαβών υπηρετεί μία συνολική εικόνα, η οποία πολύ συχνά έχει να κάνει με τα συναισθήματα του ίδιου του ποιητή, στη μεν πρώτη συλλογή σε σχέση με τις καταβολές του ποιητή, τον τόπο γέννησης, τον τόπο δημιουργίας, τον τόπο της παράδοσης, στη δε δεύτερη συλλογή σε σχέση με την αναγκαστική απόσταση που τηρεί από κάποιον τόπο, δοσμένοι, αυτός και η κοινωνία του, στον δρόμο, στον χρόνο, στην αλλαγή.
Οι Μνήμες της ρίζας διαιρούνται στα μέρη “Μνήμες της ρίζας” και “Ο τόπος μου”. Και στα δύο μέρη επιχειρείται μία βαθμιαία καταγραφή του τόπου προέλευσης, αρχής γενομένης από του άμεσου τόπου (“Από την αρχή”, “Πάντα εκεί”, “Ο κύκλος”, “Η μάνα μου”, “Στα εικονίσματα”, “Όνειρο”, “Σκιές”) έως την μακροσκοπική οπτική αυτού στο δεύτερο μέρος, όπου σκανάρεται η Ελλάδα συνηρημένη στα συναισθήματα που προκαλεί “γιομάτη αγέρηδες φωνές σαλαγητά / γιομάτη ήχους απ’ τ’ Ομήρου τα κοπάδια” (“Κράτα καλά”). Ο ποιητής έχει χωνέψει μέσα του την ποιητική παράδοση της χώρας του και έχει νοσταλγήσει τη γενέθλια γη. Η κατάθεση της περσόνας του στο ποίημα “Δεν είμαι εγώ” περιλαμβάνει και αυτά που χώνεψε, και αυτά που νοσταλγεί: “Δεν είμαι, δεν μπορεί να’ μαι “εγώ”: / μόνο όσα πρόλαβα να ζήσω κι όσα μ’ άφησαν / δώρο στο αίμα μου οι παλιοί που προσπεράσαν” (σελ. 19).
Τα ποιήματα του Παπακωνσταντίνου ηχούν λυρικά. Εκπέμπουν τα συναισθήματα του ποιητή η έκφραση των οποίων είναι από προσωπική έως υποκειμενική, εν γνώσει πάντα, βαθιά μάλιστα, του ποιητή, πως μοναχά έτσι μπορεί να είναι: “Ήρθες τη νύχτα από την πόλη και κατάκοπος / άπλωσες στρώμα τα γραφτά σου στα πλατάνια / “θα με τυλίξεις ασημί χλωρό φεγγάρι μου / θα με γιατρέψεις”, είπες, σφάλισες τα μάτια” (“Στα πλατάνια”). Οι κοινότητες που δημιουργεί ο ποιητής στους στίχους του τον περιλαμβάνουν πάντα (α ενικό πρόσωπο, β ενικό της απεύθυνσης, α πληθυντικό) ως πάσχον μέλος αυτού που συμβαίνει, όχι αμέτοχο, όχι αλώβητο. Σε αυτές τις κοινότητες, συγκινησιακά φορτισμένοι είναι και ο τόπος και το πάσχον μέλος, με μεστωμένη την έκφραση της κοινής αυτής φόρτισης στο ποίημα “Ο κύκλος”, ένα τραγούδι για τον πατέρα, ρίζα της λέξης πατρίδα κι αυτός:
Υγρά τα μάτια σου το απόγευμα όπως έσκυβες
κοντά κοντά στο πρόσωπό μου κι απορούσες
πώς σ’ εγκατέλειψαν οι λέξεις, πώς σ’ αρνήθηκαν
κι ούτε μια τοσοδά σωστή πια δε νογούσες.

Έμοιαζες άδολο μικρό παιδάκι άβουλο
και πιο μικρός, μωρό γινόσουν κάθε μέρα
πίσω ξανά προς την αρχή ο κύκλος έκλεινε.

Κι ήμουν εγώ πια ο πατέρας σου, πατέρα.
Οι Δρόμοι στη σκόνη επικυρώνουν την ίδια τεχνοτροπία στην έκφραση μίας ποσότητας συλλαβών και ενός έντονου συναισθήματος, προερχόμενου άλλοτε από τη νοσταλγία του παλαιού, άλλοτε από τις δυσκολίες του παρόντος, όπου πολύ συχνά το ατομικό και το συλλογικό ταυτίζονται στον πόνο, απέναντι σε κάποιον που δύναται να μη συμμερίζεται την ίδια εμπειρία, γεγονός που διατρανώνει τη μοναξιά του ποιητή: “Εσύ, ποτέ σου δε ναυάγησες, δεν έμαθες / μήτε ποτέ σου έβρεξες τα πόδια” (“Δεν ξέρεις”), “Έναν χωράει ο σταυρός κάθε φορά. / Άλλοι δε νιώθουν τα καρφιά, ό,τι κι αν λένε” (“Τα καρφιά”). Κι εδώ συχνά ο άνθρωπος που υποφέρει γίνεται τόπος που υποφέρει, τα δύο ταυτίζονται, κρατώντας τον ποιητή σιμά στις ρίζες της προηγούμενης συλλογής. Είναι αμφίθυμη η στάση του ποιητή στην εξέλιξη αυτού του δράματος και λύση δε δίνεται, μονάχα καταγράφεται εξίσου η πιθανότητα αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας. Με τη “σκόνη” να χαρίζεται στον τίτλο αυτής της συλλογής, περισσότερο εκφράζεται ο φόβος μήπως απολησμονηθούν όσα η μνήμη κι η γραφή θέλουν να περισώσουν:
Πίσω κοιτάζουν πάντα τα τραγούδια μας
στήνουν τ’ αυτί στο χώμα για ν’ ακούσουν
παλιές δονήσεις των βημάτων που ξεμάκρυναν
σε ξύλινα πατώματα και πάνε.

Πώς μεγαλώσαν τα παιδιά μας, πώς ψηλώσανε
τα δέντρα, πώς ξεπέρασαν τη στέγη.
Ζούμε στο μέλλον των παλιών παραμυθιών
μα δεν το νιώσαμε ποτέ, κι άλλο ζητάμε.

Πώς ξεχαστήκαν τα παλιά πικρά παράπονα
πώς φύγαν όλοι οι παλιοί, πότε μισέψαν
κι οι αναμνήσεις της χαράς μα και της λύπης μας
μήτε χαμόγελα σκορπούν, μήτε ματώνουν.

Πίσω κοιτάζουν πάντα τα τραγούδια μας
κι όλο βυθίζονται στη σκόνη κι αργοσβήνουν. (“Στη σκόνη”)
Γεννημένος στη Λάρισα, ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου ζει στην Κοζάνη. Ενεργός συγγραφέας και φιλόλογος, με σταθερή πορεία στην ποίηση από το 1996. Παιδί κι αυτός, αναγκαστικά, των χάλκινων πνευστών της περιοχής, της Καβαφικής ειρωνείας, του φευγιού του Ουράνη, του Παλαμικού ρομαντισμού και των επιφωνημάτων του Σικελιανού, που μπόλιασαν αυτούς που τη γλώσσα τους μιλάνε ως ελληνική. Της μουσικότητας και του ρομαντισμού του Φιλύρα. Των ματαιώσεων και απωλειών του Λαπαθιώτη. Ο ποιητής, έλεγε ο Έλιοτ, παραδίδει τον εαυτό του διαρκώς στην παράδοση. Αυτών που τον προσπέρασαν και τον σμίλεψαν. Στα ποιήματά του, ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, θέλοντας και μη, μάλλον θέλοντας, αυτή την παράδοση τραγουδάει.

 

Η Μαρία Δαλαμήτρου είναι εκπαιδευτικός και Διδάκτωρ Λογοτεχνίας του Essex University.