Χασάπικο

Ώστε νομίζεις ότι τέλειωσε η μέρα; ψιθυρίζει η καρδιά μου όταν νυχτώσει. Κι εγώ αποκρίνομαι πως πολλές εμπειρίες με περιμένουν τις επόμενες μέρες, γι’ αυτό της ζητώ ευγενικά να σταματήσει τους ψιθύρους μήπως και κοιμηθώ. Όμως όταν με καλεί να τις ονοματίσω, δεν έχω να πω περισσότερα, και με πιάνει ανησυχία. Έτσι, τα βράδια, ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι, ζω υπόδουλος περιμένοντας μάταια τον ύπνο που δεν έρχεται. Το χειρότερο δεν είναι η προσμονή του ύπνου, αλλά που τα πατημένα απ’ το βάρος του σώματός μου σεντόνια ύστερα από λίγο θερμαίνονται. Τα ζεσταμένα σεντόνια ανέκαθεν έπαιρναν περίεργους συσχετισμούς στο κεφάλι μου: είναι η ανία, η αδυναμία διαφυγής, οι άσκοπες ερωτήσεις, τα σκόρπια δάχτυλα στη χειραψία, ένα δωμάτιο με μπαγιάτικο καπνό. Μόνη παρηγοριά μέσα στην αστοργία της αγρύπνιας, όταν τεντώνω τα χέρια και τα πόδια φτάνοντας τα παγωμένα, ανέγγιχτα μέρη του σεντονιού. Αυτές οι κινήσεις αποτελούν μια πρόσκαιρη ανακούφιση μέσα στη νύχτα. Εκείνες τις στιγμές φαντάζομαι το στρώμα μου σαν τον επιτοίχιο παγκόσμιο χάρτη που κοσμούσε το παιδικό μου δωμάτιο, με τα πόδια μου να πατούν στην Ασία, τη λεκάνη μου να αναπαύεται στη Μεσόγειο, την πλάτη μου στον Ατλαντικό Ωκεανό, το κεφάλι στην αμερικανική ήπειρο, με τα παγωμένα σημεία των δύο πόλων να γίνονται τα αχαρτογράφητα μέρη του σεντονιού που ψηλαφίζω με τα άκρα μου. Εκείνες τις ώρες βρίσκομαι στην Ανταρκτική σαν τον Αμούνδσεν, τον εξερευνητή-ίνδαλμα των παιδικών μου χρόνων. Τον Νοέμβριο του 1911 ο Νορβηγός Αμούνδσεν έφτασε στην άκρη του Πολικού Οροπεδίου και κατασκήνωσε στο σημείο που οι κατοπινές πηγές αναφέρουν ως «Χασάπικο». Μέχρι την αρχή της εφηβείας μου ποτέ δεν έμαθα τον λόγο που έδωσε αυτό το αλλόκοτο, δυσοίωνο όνομα στην απόμερη άκρη της Ανταρκτικής. Όταν έμαθα πως τα πενήντα δύο σκυλιά έλξης ελκήθρου από την αρχή της αποστολής τού φάνηκαν πολλά κι αποφάσισε όχι μόνο να δολοφονήσει τα είκοσι τέσσερα, αλλά και με τα πτώματά τους να ταΐσει τα υπόλοιπα, δεν ήθελα πια να γίνω εξερευνητής ούτε χαρτογράφος. Από τότε με τρομάζει η παγωμένη έρημος, το Νότιο Σέλας, η διαμαντόσκονη. Για την Ανταρκτική ούτε λόγος. Φοβάμαι μήπως, όσο ψάχνω παγετώνες, γίνω κι εγώ δολοφόνος, και τότε είναι που απομακρύνω τα χέρια και τα πόδια απ’ τα τέσσερα σημεία του κρεβατιού. Τότε είναι που τα ζεστά μέρη του σεντονιού γίνονται λίγο πιο υποφερτά, κι αυτό μερικές φορές αρκεί για να έρθει ο ύπνος καβάλα σε κατάλευκο έλκηθρο.