ΚΡΟΥΑΣΑΝ ΣΤΗ ΜΑΡΙΟΥΠΟΛΗ
Γκρεμίζεται η πόλη με το όμορφο όνομα Μαριούπολη
όπου μέναν ξανθές Μαρίες Μαρίνες Μαρούσκες
βόμβες πέφτουν στην οθόνη μου
ταράζουν τα πίξελ
Μάριοι
μπουσουλάνε στο γραφείο μου
δίπλα στα πρωινά κρουασάν
στον ζεστό καφέ με γάλα
– δες αυτόν τον εικοσάχρονο φαντάρο, ζει ακόμα; –
ένα κοπάδι τρομαγμένες μπαλαρίνες γίναν αποδημητικά πουλιά
με τις πουέντ τους
τσαλαπατάνε πλήκτρα, κάνουνε μερικά πλιέ
και φτερουγίζουνε προς τη βεράντα
κυνηγοί τις σημαδεύουν από μακριά
λίγο ψαχνό, πολύς φόβος
Κάνω κοιλιακές αναπνοές
κλωτσάω μαξιλάρια ανοίγω
τον μαύρο δονητή
τηλεκατευθυνόμενο κινέζικο πύραυλο
που σε αντίθεση με τους ρωσικούς
δεν παράγει το επιθυμητό αποτέλεσμα
– φταίνε όλες αυτές οι Μαρίες Μαρίνες Μαρούσκες που
αγχωδώς
πετάνε προς το νότο
δε γνωρίζουν ότι κάποιοι
τις ονειρεύονται
έτσι ακριβώς – τρομαγμένες
να σουλατσάρουν γυμνές σε κάμερες
ξανθά μαλλιά στο πισί τους
Ξαναβουτάω γλυκά στα σκεπάσματα
πούπουλο και οργανικό βαμβάκι
μπας και περάσει το χανγκόβερ
νιώθω σα βομβαρδισμένη
-ω μην τη λες αυτή τη λέξη-
εχθές στο μπαρ ήμουν ξανθιά
Μαρία Μαρίνα Μαρούσκα
έπινα στα ουκρανικά
όμως
δεν έχει μπαρ στη Μαριούπολη
ούτε καφέδες, κανείς δε συναντάει τους φίλους του σε γκρεμισμένα καφενεία
γκρεμισμένοι καφέδες
γκρεμισμένοι φίλοι
ο ουρανός τους έχει πέσει στο κεφάλι
Έχει καφέδες στην Ελευθερούπολη
στην Χρυσούπολη στην Αλεξαντρούπολη στην Αθηνούπολη
και τους ρουφάμε ηδονικά μασουλώντας
φτύνοντας
κρουασάν που παχαίνουν
ανθρώπους που δεν είναι κοντά μας αλλά ούτε αρκετά μακριά μας
αλλά είναι
μετά αφήνουμε στην τουαλέτα μια βόμβα αβύθιστη
αλλάζουμε βρακί, φοράμε το στρινγκ το επιούσιο
μήπως ενδιαφερθεί κανείς
να μας γαμήσει
και λέμε στον άνθρωπο που είναι δίπλα μας, αλλά δεν είναι
Αχ, δε μπορώ τα λυπητερά – βάλε σάλσα
Δε μπορώ τις καταστροφές – βάλε ρέγγε
—-