(Ι) Όραμα
Αποποιούμαστε ευθύνες, έτσι που μας αποτρέπεται η πρόσβαση στο Μυστήριο. Οιωνοί
φυτεμένοι στην πέτρα και στο νερό χαράσσονται εφήμερες οι αλήθειες της ημέρας
ξεγλιστρώντας από της αίσθησης το μάκρος.
Αποζητούμε ένα θάνατο αλλιώτικο, μία αλλαγή πλεύσης με κινήσεις αδιόρατες. Ξεκινάμε
με μια κραυγή, συνοψίζοντας τις γλώσσες όλες από καταβολής του κόσμου
με μια αφαίρεση απόλυτη, μπας και από το άναρθρο μυρίσει συγχώρεση και σε μεγάλο
βάθος απλωθεί ένας θόρυβος, όλος λευκό· (αμέτρητες κραυγές που εξημερώθηκαν,
η σιωπή) τα χέρια μας, προσκυνούν την πορεία του σώματος, μέσα από αγγίγματα και
μοιρασμένες αναπνοές ψηλαφούμε ολόκληρους πλανήτες ραμμένους στην νέα μας όψη.
Ένα κομμάτι κοσκινισμένου ουρανού
το δώρο μας.
Τα σώματα μας σκάβουν από την σάρκα τους φωτεινά σημάδια σαν μικροσκοπικούς ήλιους
που φέγγουν σ’ όλο της πόλης το ύψος, ακίνδυνη να μοιάζει πίσω από τις αντάρες τ’
ουρανού και της συνείδησης.

Ω ρίγος της αφύπνισης
όραμα που έγινε τοπίο
ή το αντίστροφο
κι εσείς μνήμες μιας νύχτας
εξακολουθητικής
το Φως σας

Αυτός είναι ο καιρός των μεταμορφώσεων

(II) Παραίσθηση

Στα γεγονότα της ζωής μας
μπλέχτηκαν κάτι άγγελοι
με υπερτροφικά φτερά προστασίας
αλλά και συγκάλυψης
στα βαριά αμαρτήματα
που δεν είχαμε ακόμη
την τύχη ή τον χρόνο
να διαπράξουμε.
Οι άγγελοι αυτοί
μεταγλωττίζουν της φύσης το υπόκωφο
φως και το μαρτύριο
έτσι που να αντηχούν
στων ανθρώπων τις αισθήσεις
οι ελαφριές δονήσεις των άστρων
που κατά τα φαινόμενα
στέκουν ακίνητα.

Στην ύστατη στιγμή

Στην αιώνια αυτή περιπλάνηση
περιέχουμε τις πράξεις
όλων των ανθρώπων τις κραυγές
μονάχα οι διαφορές των θανάτων μας
καθρεφτίζουν τα είδωλα μας
ή
τον τρόπο που σωθήκαμε

Τώρα,

όλες οι κατάρες που μου απηύθυνες
έγιναν ικεσίες
Και όλα τα φάσματα/φαντάσματα που γέννησα
λεπτές μετατοπίσεις του εαυτού
μια μετανάστευση εσωτερική
με έναν Θεό λαθραίο

Τώρα,

Σα να κοιτάζω θάλασσα/Το ανέκφραστο των ματιών μου/ωρίμασα·

Η όψη των πραγμάτων αποκαθηλώνεται

(ΙΙΙ) Ίλιγγος

Εμπρός μαρς, στον μεγάλο κίνδυνο
        στον μεγάλο ίλιγγο
        στην καινούρια αιώνια πληγή
το παλιό μου αίμα πίνω μονορούφι
και φέρνω σε νέα μέτρα και σταθμά
την ανισότητα της μοίρας
τα άγαρμπα σκουντήματα της αδικίας
και την μνήμη που πια, δεν μιλιέται

Εισέρχομαι γυμνός όπως ο θρήνος
πιο ζωντανός από την ελπίδα

Μέσα μου ζέχνει άθαφτος ένας πρόγονος
          (θεέ; μύρισαν οι νεκροί μου)
Και πες μου τώρα πώς να αντικρύσω
την θηριωδία αυτή των νεκρών που γλίστρησαν
στον χρόνο και δεν έγιναν ανάμνηση
πες μου τώρα

και στο απόκρυφο της μέρας μου
εκεί
στην πλήρη απουσία μου
προετοιμάζει την νύχτα μου

Είναι όλος ο κόσμος μου

Ήρθε μάλλον η ώρα να
μεταλάβω τον ομφάλιο λώρο που απέκοψα
και να χαϊδέψω μια μνήμη που δεν μιλιέται πια
και να σωθώ

Στις ερημιές, στις γυμνές κατωφέρειες των βουνών
εκεί που συντάσσεται του κόσμου όλου η κίνηση
τις τελευταίες νύχτες, μου μαθαίνει να τραγουδώ ο ερημίτης-τσίχλα:

το τραγούδι:

Μην ανοίγεις μνήμες όπως παραθυρόφυλλα/φως καλοκαιριού χρειάζεται αλλιώς θα σε
τυφλώσουν

Μην ξεκουνάς τις πέτρες πριν έρθει η ώρα τους/κρυώνουν οι άρρωστοι νεκροί, πάλι θα σε
σκοτώσουν

Μη χαράσσεσαι αδέξια στον χρόνο/με τα ερμαφρόδιτα νύχια του θα σε κατασπαράξει

Μην κλαις γι’ αυτό που έφυγε/ξέφτισε η δόξα του, έχει πια περάσει

        Το είδωλο της συνήθειας
         τάισε το στους νεκρούς

Και ψιθυριστά:
Και μια και δυο και τρεις φορές
ήλιος θαμπός με σημάδευε
όμοια τάφος

Η σάρκα της μνήμης μου
είναι τα σωθικά ενός ξεπεσμένου θεού
        ενός ξεπεσμένου νεκρού
σε πίνακα του beksinski
Κι εγώ
κι εγώ
κι εγώ αιώνιο ερπετό
κυλιέμαι σε νέες γονυκλισίες
ξανά και ξανά
ξανά και ξανά
ποτέ πια

(καθώς βλέπαμε να αναδύονται τα νέα λουλούδια
τα σπλάχνα του νεκρού είχαν όλα φαγωθεί
και σε μεγάλο βάθος απλώθηκε ένας θόρυβος, όλος λευκό)

Αυτό είναι το τέλος μιας ολόκληρης εποχής

Soumettons-nous au processus