Αυτοί είναι αποκλήθηκαν σοφοί- κάποιοι προσθέτουν στον κατάλογο και τον Πεισίστρατο

τον τύραννο.

Διογένης Λαέρτιος

 

 

Πεισίστρατος τω Σόλωνι ευ πράττειν.

 Ποτέ καμία υπερβολή. Νη, Δια, ποιος έκανε πράξη αυτό σου το παράγγελμα πιότερο από εμένα; Στο κάτω κάτω ούτε ο πρώτος τύραννος που έβγαλε ποτέ η Ελλάδα, ούτε ο τελευταίος είμαι Σόλωνα. Είμαι τόσο ταπεινός όσο μόνο εσύ μπορούσες να ζητήσεις. Νιώθω ήδη το βλέμμα σου επάνω μου στοργικό, το ξέρω , με συγχωρείς. Ακόμα κι αν προειδοποιούσες το λαό κάποτε για εμένα, και ας είμαι η απειλή στο σύστημα σου, το φίδι που τρέφει στο κόρφο της κάθε Δημοκρατία, και αν ακόμα από μακριά συνεχίζεις να τους λες για εμένα τα χειρότερα, ξέρω πως θα με αγαπάς πάντοτε. Μέσα στη σοφία σου που τις ανθρώπινες αδυναμίες έχει ξεχάσει δεν νοιάζεσαι για τα αίσχη που προκάλεσα, το φθόνο και την ασυδοσία. Ξέρεις πως αυτά περνάνε και σημασία έχει αυτό που θα μείνει και αυτό είναι τα διδάγματα σου, όχι η δικιά μου νίκη, η απατεωνιά και οι βρομοδουλειές μου. Σόλωνα αθάνατέ. Ολύμπιέ.

Ο νόμος σου μας έκανε όλους ίσους , και πραγματικά σε ευγνωμονώ για αυτό, όπως ξέρεις είμαι Κοδρίδης, απόγονος βασιλέων, πήρα λοιπόν πίσω αυτό που μου ανήκει. Και ξέρω πως με εμπιστεύεσαι, πως κρυφά γνωρίζεις πως ο νόμος σου μόνο κάτω από εμένα θα μπορούσε να τηρηθεί και ήσυχος τώρα παίρνεις το καράβι και ταξιδεύεις στο Αιγαίο, σκορπίζοντας από άκρη σε άκρη τη φήμη της σοφίας σου, ελεύθερος αφού έχεις για στήριγμα εμένα. Και αν είσαι εσύ αυτός που κλέβει για τους μωρούς ανθρώπους τη φωτιά, δεν είμαι εγώ, αυτός που σ’ έδεσε στο βράχο, ούτε ο αετός που κάθε μέρα σου σπαράζει το συκώτι , είμαι κάποιος που σε βλέπει από μακριά και σε θαυμάζει. Της δικής σου δόξας είμαι μέρος.

Μόνος εγώ σε θαύμασα ένα πρωί, χαράματα, όταν πήρες το δόρυ, την ασπίδα και φόρεσες την περικεφαλαία στο κεφάλι κι έτρεξες έτσι λαμπρός στο πρυτανείο για να γονατίσεις στα σκαλιά και να πεις στους Αθηναίους με άτρεμη και βροντερή φωνή, σαν να ήθελες να είναι μάρτυρες σου κι οι Θεοί, πως είσαι σοφότερος από εκείνους που δεν κατάλαβαν τα σχέδιο μου και γενναιότερος από αυτούς που ενώ τα ήξεραν προτίμησαν να κρατήσουν τη σιωπή τους. Τρελό σε έλεγαν οι ανόητοι και εγώ την επόμενη μέρα βρήκα μια ψηλή κοπέλα και την ανέβασα στο άρμα μου φορώντας της μια περικεφαλαία στο κεφάλι και μπήκα στη πόλη από τις πύλες. Όλοι νόμιζαν πως είχα στο πλευρό μου την Αθηνά, και με χαρά άφησαν την πόλη στα χέρια μου.

Δες τώρα οι σοφοί σου οι Αθηναίοι πως πίστεψαν τα ψεύτικα μου τραύματα και την άμαξα μου πήραν για θείο σημάδι. Μάθε πως αυτοί είναι οι συμπολίτες σου που είχες για ημίθεους και για το γένος το χρυσό. Τα ποιήματα σου ήξεραν μονάχα να απαγγέλλουν στα συμπόσια και εύγε Σόλωνα να λένε, μα πριν ακόμα το καράβι σου φτάσει στην ακτή της Αιγύπτου οι νόμοι σου είχαν ήδη ξεχαστεί.

Αλλά δεν θα τα καταλάβεις πότε εσύ αυτά Σόλων, εμποράκο, ποιητή της ομορφιάς των νέων, καλλιτέχνη. Μάζεψε όσους νόμους θες, εξερεύνησε την ουσία του πολιτεύματος, κατασκεύασε το νομοθετικό σου ποίημα, αλλά μόνου εγώ ξέρω φίλε μου τι στα αλήθεια είναι πολίτευμα, πόλις και κράτος και θα δεις στο τέλος που εγώ θα επικρατήσω από τους δυο μας.

 

 

Και για να σου πω μια σκέψη μου, τι να σημαίνει άραγε τύραννος αν όχι κάποιος που νοιάζεται; Οι Αθηναίοι ζουν καλύτερα τώρα παρά αν ζούσαν σε δημοκρατία, δεν επιτρέπω σε κανέναν τις ύβρεις, και υπαγορεύω να με τιμούν μόνο όσο ταιριάζει σε βασιλέα, όχι παραπάνω. Ο καθένας ξεχωρίζει από τα κέρδη του το ένα δέκατο και μου το δίνει, όχι για να κάνω περιουσία μα για να έχει η πόλη αποθέματα, άμα βρεθεί ποτέ σε μεγάλη ανάγκη και για το κοινό όφελος. Και ας με μισούν όσο θέλουν. Όπως εκείνος ο αγρότης που ‘σπαζε μ’ ένα φτυάρι πέτρες, σε ένα χωράφι άγονο κάτω από την κάψα του ήλιου και όταν τον ρώτησαν τι κερδίζει από τη γη του, είπε « μόνο πόνους και βάσανα, μα χαίρομαι που το ένα δέκατο από αυτά το παίρνει ο Πεισίστρατος».

Σόλωνα εσύ ήσουν έμπορος και ποιητής, άνθρωπος της αγοράς, άνθρωπος του κόσμου, εγώ προτιμούσα να παραμένω στις σκιές, σε κλειστά δωμάτια, σε απομονωμένα τοπία. Οι σκέψεις μου δεν ήταν δημόσιες. Εγώ ήμουν ο μόνος μου ακροατής και προτιμούσα εκεί, αθέατος, μακριά από τη λάμψη της δόξας σου, αργά και σιωπηλά να πλέκω το σχέδιο που μου χάρισε την πόλη. Τους άφηνα να με κοροϊδεύουν, να με πουν αδύναμο κι ανυπεράσπιστο και έτσι μου έδωσαν τη φρουρά. Ας γελούσαν με το όνομα μου, ας με ξεχνούσαν στα σοβαρά, όλα κατέληξαν σε όφελος μου.

Έτσι μεγάλωνα, έτσι « αυξανόμουν» όπως λες κι εσύ, όχι με τιμές και όνομα, αλλά με γέλια, προσβολές , με κοροϊδία και κυρίως αδιαφορία. Την ώρα που εσένα σου έδιναν τον τρίποδα της ωραίας Ελένης και σε υπολόγιζαν ανάμεσα στους εφτά χαιρετώντας το καράβι σου που έφευγε, εμένα στεφανώναν με βρισιές.

 

 

Θα σου φαίνομαι τώρα σαν εκείνον τον Θέσπη και τις πλοκές του, αυτές που εσύ τους έβαλες τέρμα, στις οποίες εκείνος  ξέκρινε από το χορό και σαν υποκριτής μιμούνταν τους τρόπους και τους βίους των ανθρώπων. Αυτά που εγώ και ο λαός λατρεύαμε. Εσύ φυσικά δεν ήθελες να αντιγράφεται η ζωή, ούτε να βλέπεις τον ένα να ξεχωρίζει από το πλήθος. Κι είναι αλήθεια πως εγώ δεν γνωρίζω όπως εσύ τη θάλασσα την «πολυφλοίσβοιο» και το νερό που «ανερροίβδησε», ωστόσο εγώ έβαλα τους σοφούς να γράψουν σε παπύρους τα ποιήματα σου μαζί με εκείνα του Ομήρου και του Ορφέως για να μείνουν της πόλης αθάνατη δόξα.

Προς Διός όμως, ξάδερφε , δεν θα σου στερήσω την πατρίδα. Και ας πέταξες το δόρυ και το ξίφος στη μέση της αγοράς, κι ας συνωμοτείς με όλη την Ελλάδα εναντίον μου, ξέρω πως εμένα σκέφτεσαι με αγάπη και για την πόλη μονάχα ανησυχείς. Νομίζω πλέον κατανοείς πως είσαι ευπρόσδεκτος να δεις πως οι νόμοι σου τηρούνται, να δεις τα τείχη που έκτισα, το λιμάνι και το ναό της Παρθένου στην Ακρόπολη που θα είναι ο λαμπρότερος από όσους έκτισαν οι Έλληνες ποτέ, όταν ολοκληρωθεί.  Στο ίδιο μου το σπίτι θα σε δεχτώ, όχι σαν ικέτη μα σαν τον ακριβότερο φίλο.

 

Πότε καμία υπερβολή. Η ματωμένη σάρκα του σύκου έσταζε μέλι στο χέρι του Πεισίστρατου, ένας καρπός τόσο απλός και τόσο αθώος να κρύβει μέσα του τόση φρίκη. Άραγε αυτό να φοβόταν ο Σόλωνας; Κρατώντας ακόμη το ακρωτηριασμένο σύκο ο Πεισίστρατος πλησίασε στο λιακωτό διώχνοντας το δούλο με το γράμμα που ήταν πια έτοιμο. Ένας δυνατός άνεμος σάρωσε τα χωράφια και λύγισε τα σπαρτά, σκορπίζοντας στην τύχη το καρπό. Η φωνή ενός υπηρέτη ανήγγειλε την επιστροφή του κήρυκα που είχε στείλει ο Πεισίστρατος στον τύραννο της Μιλήτου, το Θρασύβουλο για να τον συμβουλευτεί. Ο κήρυκας εμφανίστηκε περπατώντας αργά και στο πρόσωπο του ήταν ανάγλυφη η αμηχανία και η οργή.

Καλώς όρισες, κήρυκα της Έριδος, μη κρύβεις άλλο την οργή σου, όλοι γύρω μας το ξέρουν πως μεταφέρεις λόγια από τύραννο για τύραννο.

Βασιλέα, δεν οργίζομαι για το μήνυμα που μεταφέρω, μα για την απουσία του. Ο άνθρωπος αυτός ο κατειλημμένος από κάποια μανία, αυτός ο σαλός , δεν γνωρίζει ούτε με λόγο να περιβάλει τις σκέψεις του, ούτε με ανθρώπινο τρόπο να συμπεριφέρεται στους ξένους, παρά μόνο να επιδεικνύει τα έργα τις μανίας του. Όταν παρουσιάστηκα μπροστά του και του υπέβαλα το ερώτημα σου εκείνος έξυνε για ώρα τα ψαρά του μαλλιά, χωρίς να μιλά και μετά από αυτό έμεινε για λίγο συγκεντρωμένος στη χούφτα του , έπειτα με κοίταξε σαν να μην είχα υπάρξει ποτέ και όρμησε προς την πόρτα του σπιτιού του. Εγώ και μερικοί υπηρέτες τον ακολουθήσαμε και τον βρήκαμε κοντά σε κάτι χωράφια, εκεί με πήρε από το χέρι και με ευγένεια μου ζήτησε να του επαναλάβω τα ερωτήματα σου, εξηγώντας όσο καλύτερα μπορώ το λόγο της επίσκεψης μου. Μαζί περάσαμε μέσα από ένα χωράφι σπαρμένο στάχυα, και εγώ όσο μιλούσα, εκείνος χωρίς να με διακόπτει, σταματούσε σε κάθε στάχυ που έβρισκε ψηλότερο από τα άλλα, το έκοβε και αφού το αποκεφάλιζε το έριχνε χάμω, ώσπου με αυτό το τρόπο κατέστρεφε τα πιο ψηλά και τα πιο ωραία στάχυα του χωραφιού. Και αφού περάσαμε από άκρη σε άκρη όλο το χωράφι με έδιωξε χωρίς να πει τίποτα άλλο.

Είχε συννεφιά και ο ήλιος έδυε. Ο κάμπος έπαιρνε να γυρίζει από το κόκκινο στο χρυσό και μετά πάλι κόκκινο. Ο Πεισίστρατος ένιωσε μια μεγάλη χαρά να του ποτίζει το στήθος, στάθηκε λίγο πέρα και έμοιαζε συλλογισμένος, ενώ μια από της ακτίνες της δύσης χρύσιζε τα γένια του. Απρόσμενα χαμογέλασε έντονα στην ίδια του την σκέψη κι αμέσως, όρμησε έξω από το σπίτι τρέχοντας προς τα χωράφια. Σαν έφτασε σε ένα  χωράφι, συνέχισε να τρέχει αρπάζοντας αγκαλιές τα στάχια και ξεριζώνοντας τα από τη ρίζα, μέχρι που έπεσε να ξαπλώσει γελώντας σε ένα στρώμα πατημένα στάχυα, κουρασμένος από χαρά, σαν μετά από βακχεία . Στο πρόσωπο του έπεφτε ο ίσκιος από ένα ψηλό, πολύ ψηλό, μα ωραίο στάχυ.

Σόλων! Σόλων!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ