«Καθώς βγήκε απ’ τη θάλασσα, λάμποντας όλος, εκείνη σύρθηκε στα χαλίκια, σκέπασε τα πόδια του με τα μαλλιά της. Ολόγυρα φεγγοβολούσε η αγέρωχη ερημιά κι ακούγονταν τα βέλη που χτυπούσαν στη μεγάλη, ολόχρυση ασπίδα» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Ο αναδυόμενος’).

O Γιάννης Ρίτσος, στην ποιητική του συλλογή που φέρει τον τίτλο ‘Επαναλήψεις-Α,’ που εν προκειμένω ξεκίνησε να γράφεται το 1963 και ολοκληρώθηκε το 1965, κινείται προς την κατεύθυνση μίας εκφραστικής λιτότητας που όμως δεν στερείται βάθους και αιχμών, θέτοντας στο επίκεντρο την ίδια την δυνατότητα μετάβασης όπου η ευταξία μπορεί να είναι φαινομενική.

Από το πρώτο κιόλας ποίημα της ποιητικής συλλογής, διαφαίνεται η παρουσία μία σειρά σημαινόντων όπως είναι οι πέτρες, τα σώματα και τα αγάλματα, σημαίνοντα τα οποία και συναντάμε και σε άλλα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, με την λειτουργία που εδώ επιτελούν να σχετίζεται περισσότερο με την ανάδειξη της ‘γυμνότητας’ (που διαβάζεται και ως ‘ιερότητα’), της ‘γυμνότητας’ που δεν θυσιάζεται στο βαθμό όπου εγγράφει κινήσεις, ανεπαίσθητες και μη, σπειροειδείς και επαναληπτικές, συνδράμοντας ουσιωδώς, και στη διατήρηση της μνήμης του ποιητή, αλλά και στην εξέλιξη της ποιητικής του γραφής.

«Πέτρες και σώματα, γυμνά, ιερά, περίλαμπρα ως πέρα στον ορίζοντα, ως το βάθος της μνήμης· και στο γιαλό τα βότσαλα, τριανταφυλλιά ή γαλάζια, ωραία κουφέτα, αφάγωτα, για γάμους αγαλμάτων». Σε αυτό το σημείο, και δίπλα σε πέτρες και σώματα που δια-κρατούν κάτι από την ‘ιερότητα’ που εντυπώνεται στο βλέμμα, τα κουφέτα που είναι «ωραία» όσο και «αφάγωτα», προορίζονται «για γάμους αγαλμάτων», ως εκείνη την σύνδεση ή και την ένωση που αποκτά, ως ‘ενσάρκωση’ της συμμετρικής ομορφιάς, την ίδια αξία με το διττό πλέγμα της ‘ιερότητας’ και της ‘γυμνότητας,’ στοιχεία στα οποία και ομνύει ο ποιητικός λόγος.

Στην πρώτη σειρά των ‘Επαναλήψεων,’ ο Γιάννης Ρίτσος διαμορφώνει ένα υπόστρωμα αλληγορικό και μνημονικό, δραστικά ιστορικό στο βαθμό όπου η ιστορία δεν ‘διδάσκει’ (δεν είναι αυτή η πρόθεση του ποιητή), αλλά, αντιθέτως, αναδεικνύεται μέσω κινήσεων και σιωπών, παύσεων και συνειρμών που δύνανται να ‘συλλάβουν’ την στιγμή, και όχι μία αλληλουχία θριάμβων και κραυγών περί ‘δικαίωσης’ και ‘νίκης.’

Έτσι, ως προς αυτό, έχουμε ένα χαρακτηριστικό ποίημα. «Μνήμες βαθιές- ένα όνομα, ένας τόπος, μια σπασμένη πέτρα- τίποτα πια δεν έχεις να προσθέσεις. Εκείνος, ωστόσο, καταμεσής του δρόμου, σε ώρα φανερή, λιόλουστο μεσημέρι βγάζει το εργατικό του μπλε κασκέτο, και με μια χειρονομία απλή και τελετουργική συνάμα, το κρεμάει εκεί, στον άσπρο τοίχο, πλάι στους αιώνες».

Σε αυτό το πλαίσιο, «ένα όνομα, ένας τόπος, μια σπασμένη πέτρα» (βλέπε την ποιητική και του Σεφέρη), αρκούν για να προβάλλουν την ακρίβεια του διάφανου, την αμεροληψία του υπαρκτού, όντας άλλος τρόπος για να καταγραφεί η εμπειρία του εαυτού όταν βιώνει την ‘επιθυμητή απουσία’ του άλλου, εκεί όπου εμπεριέχεται το όνομα που συνιστά την ιδιαίτερη ‘μήτρα’ που αναπαράγει μία σειρά άλλων ονομάτων που έχουν διαδραματίσει κάποιο ρόλο στην ζωή και στην πορεία του ποιητή.

Διότι, ακόμη και δεν εκπίπτει στην παράθεση μίας απλής γεγονοτολογίας, οι Επαναλήψεις-Α,’ καθίστανται διάστικτες από ιστορικές αναφορές και από την πρόσληψη ενός παρελθόντος που δεν επιζητεί ιστορικές αναλογίες με το παρόν, αλλά περισσότερο σημασιοδοτεί την παρουσία της μνήμης που επέχει θέση ‘μεγεθυντικού φακού,’ από όπου και εκβάλλουν τα απειροελάχιστα, τα μικρά και τα τετριμμένα, η καθημερινότητα ενός εκάστου που πασχίζει να ‘δαμάσει’ τον χρόνο και τον χώρο σε μία γη, που φέρει όνομα, όντας έτσι, «γη ελληνική». «Γη ελληνική, περήφανος αγέρας, έρωτας, υγεία, αγνάντεμα· οσμή αιωνιότητας· θλίψη αντρική κάτω απ’ τους ίσκιους των αετών και των άστρων».

Αυτά είναι τα καθαυτό στοιχεία, και αναφερόμαστε στον «περήφανο αγέρα», στην «υγεία», στον «έρωτα» και στο «αγνάντεμα», τα οποία, αφενός μεν αιμοδοτούν την ανθρώπινη ζωή, παρουσία και συνύπαρξη, και, αφετέρου δε, συνθέτουν την ελληνική γη, στην οποία και χωρά όποιος επιθυμεί να βιώσει τον χρόνο αντίστροφα: Ήτοι, όχι με όρους εφήμερου και βραχυπρόθεσμου, αλλά με «οσμή αιωνιότητας» που συμπεριλαμβάνει ανθρώπινες κινήσεις και ό,τι πιο πάνω αναγνωρίσαμε ως μικρά και τετριμμένα.

Τα παραπάνω στοιχεία, έντονα και πραγματωμένα, προσδίδουν στην ελληνική γη το πρόσημο μίας ιστορίας που εξελίσσεται, ακόμη και ‘ερωτικά,’ με τέτοιον τρόπο, ώστε να ο ποιητής να προχωρά πέρα από τα εσκαμμένα και τα συμβατικά, «επιλέγοντας την επιλογή», για να παραπέμψουμε στον Σάββα Μιχαήλ που με την σειρά παραπέμπει στην περί ηθικής φιλοσοφία του Δανού φιλοσόφου Σόρεν Κίρκεγκωρ. Και σε τι συνίσταται η επιλογή; Η Ριτσική επιλογή;

Θα μπορούσαμε να πούμε πως η επιλογή του συνίσταται στην προτίμηση του στην γενεαλογία του τόπου (ας θυμηθούμε το «γη ελληνική), και στην μνήμη του, στην έμφαση που αποδίδεται στο αυθεντικό, στην ρίζα της λέξης που αποτελεί την πρώτη ύλη της ποίησης, στην συμμετρικότητα και στην πρωτοτυπία της δημιουργίας (η ποίηση ως δημιουργία και ως ‘επι-κοινωνία’), και της ομορφιάς που αναγνωρίζεται όσο και αναζητείται. Η δημιουργία ως μορφή αυτό-πραγμάτωσης, εμπεριέχει επίσης τον κάματο ή αλλιώς, τον μόχθο. Ως ίδια διά-ρρηξη του πλαστικού και της δημαγωγίας.

Εάν αυτά είναι τα καθαυτό χαρακτηριστικά που δομούν εν ευρεία εννοία, υπαρξιακά και ηθικά, αισθητικά και εν-σώματα την Ριτσική επιλογή, τότε, στον αντίποδα αυτής τίθενται η κολακεία, η φενάκη, η επιτήδευση και το προσποιητό στοιχείο που δεν κομίζει ‘ήθος’ αλλά ύφος.

«Ρητορείες της Αγοράς, στίλβοντα λόγια κολακείες, επευφημίες, χειροκροτήματα κι απ’ την αρχή κολακείες προς τους κόλακες. Εδώ θα μείνω, παρατηρώντας την πικρή μας ρίζα και τα λίγα φύλλα, μέσα σ’ αυτό το ηλιοβασίλεμα, που οι αθλητές κουρασμένοι βγαίνουν απ’ τα προπύλαια κι οι σκιές των κιόνων μακραίνουν απεριόριστα στο χρυσό Γυμναστήριο». Το Ριτσικό ποιητικό ‘πράττειν,’ έτσι όπως αρθρώνεται και στις ‘Επαναλήψεις-Α,’ υπενθυμίζει ό,τι γράφει ο Jacques Derrida, για την λειτουργία του ποιήματος ως «ευλογία». Έτσι, «αυτός ο διάφανος και αυτοτελικός συλλογισμός (σ.σ: που είναι το ποίημα), δεν κλείνεται στον ίδιο του εαυτό, είναι ταυτόχρονα, και χωρίς πιθανή επιστροφή, μια ευλογία που δίνεται στον άλλον, ένα χέρι που προσφέρεται, ανοιχτό και συγχρόνως διπλωμένο».

Στις ‘Επαναλήψεις-Α,’ ο Γιάννης Ρίτσος ανα-πλαισιώνει τις αρχές της ποίησης του, θέτοντας τις βάσεις για την μετάβαση στη δεύτερη και την τρίτη σειρά των επαναλήψεων, εκεί όπου δεν σημαίνεται ο ‘συναγερμός,’ αλλά αποδίδεται μία πραγματικότητα πολλαπλών αποχρώσεων, που όσο αναγνωρίζει την Μακρόνησο, την Γυάρο και τη Λέρο ως «περγαμηνές» ενός συλλογικού εγχειρήματος, ουσιώδους και το ίδιο επικίνδυνου, άλλο τόσο νοηματοδοτεί την σιωπή ως ιδιαίτερα ‘ομιλούσα αξία.’

Σίμος Ανδρονίδης