Του Θάνου Γιαννούδη (Ποιητή – Πεζογράφου, Συνιδρυτή της πρωτοβουλίας ‘’Κανονική Ποίηση’’)

 

στον αγαπημένο φίλο Γιάννη Δούκα

           Τριάντα περίπου χρόνια μετά από την οργανωμένη προσπάθεια δυναμικής επαναφοράς του στο προσκήνιο, ο σύγχρονος ποιητικός έμμετρος λόγος (για κάποιους το ‘’κίνημα του νεοφορμαλισμού’’) φαίνεται πως έχει γίνει σε γενικές γραμμές αποδεκτός, ιδωμένος ως μια ακόμα ‘’ομάδα’’ ή ‘’σέκτα’’ στην συγκαιρινή πνευματική ζωή, στην οποία αναλογούν ένας συγκεκριμένος –και σχετικά περιορισμένος- ζωτικός χώρος, μια ελαφριά συζήτηση στο περιθώριο των κυρίαρχων τάσεων, σπανιότερα ακόμα και μια τιμητική συμμετοχή σε βραχείες λίστες λογοτεχνικών βραβείων. Έστω και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ωστόσο, οι κριτικές φωνές εναντίον του δε λείπουν, η αρθρογραφία που τον κατακρίνει είναι συχνή (κι αποτελεί, δε, συχνότατα συνειδητή επιλογή όσων την εκφέρουν να μένει αναπάντητη, με τον γράφοντα να το έχει βιώσει ουκ ολίγες φορές από κυρίαρχους στο χώρο διαύλους), ενώ οι κατηγορίες που αποδίδονται σε όσες και όσους τον μετέρχονται μπορούν, μέσες-άκρες, να συμπτυχθούν σε πέντε γενικότερους θεματικούς άξονες, ακόμα και ανοιχτά αντιφατικούς μεταξύ τους, άξονες στους οποίους θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε με σαφή κι ευσύνοπτο τρόπο σ’ αυτό μας το άρθρο:

 

1)Η σύγχρονη έμμετρη ποίηση αποτελεί άκριτη μίμηση ξένων, κατά βάση αμερικανικών, ρευμάτων των τελών του 20ου αιώνα.

Η πιο συνηθισμένη μομφή κατά των σημερινών ποιητικών φωνών που επιλέγουν να δοκιμαστούν στο μέτρο και τη ρίμα είναι πως στην πραγματικότητα απλά ακολουθούν δουλικά ένα ‘’ξενόφερτο’’ ρεύμα αμερικανικής προέλευσης που ευδοκίμησε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Όσες φωνές προαγάγουν μια τέτοια αντίληψη επιλέγουν, φυσικά, να λησμονήσουν πως στην πραγματικότητα η έμμετρη ποίηση ποτέ δεν έπαψε πραγματικά να καλλιεργείται στα ελληνικά Γράμματα, ούτε καν τις δεκαετίες της –φερόμενης ως- απόλυτης κυριαρχίας του μοντερνιστικού παραδείγματος. Οι οργανωμένες προσπάθειες γενικευμένης αναβίωσης της φόρμας (πράγματι, σε επικοινωνία με αντίστοιχα ρεύματα, ιδίως ευρωπαϊκά πάντως) από το 1990 κι έπειτα βρήκαν ‘’πάτημα’’ κι ‘’έδεσαν’’ ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη βάση και το υπόστρωμα –εξάλλου, αν δεν υπήρχε, πολύ σύντομα θα είχαν καταρρεύσει ως αθεμελίωτες. Συγχρόνως, έδωσαν την ευκαιρία να επανεκτιμηθούν στοιχεία και φωνές της παράδοσης, του δημοτικού τραγουδιού και του ιδιαίτερου ηχοχρώματος του τόπου και της γλώσσας, αναιρώντας στην πράξη κάθε λογική ξενόφερτης μίμησης. Αντιθέτως, μάλλον όσοι υιοθετούν άκριτα κάθε λογής επικαιρικό μοντέρνο και μεταμοντέρνο βραχύβιο κίνημα είναι που συνήθως εφαρμόζουν -αποτυχημένα- ξένες ‘’ντιρεκτίβες’’ πάνω στο ελληνικό πνευματικό τοπίο, με συνηθέστερο αποτέλεσμα να κάνουν μια ακόμα τρύπα στο νερό, με μια ποίηση χωρίς τοπογεωγραφία και συγκεκριμένη προέλευση.

 

2)Η σύγχρονη έμμετρη ποίηση είναι συνυφασμένη με το συντηρητισμό και τη στείρα παραδοσιολατρεία.

Συχνότατη, επίσης, κατηγορία εναντίον της έμμετρης και ‘’κανονικής’’ σύγχρονης ποίησης –και σε απόλυτη αντίφαση με την αμέσως προηγούμενη- αποτελεί η ταύτιση με το συντηρητισμό και την οπισθοδρόμηση, ακόμα και με αντιδημοκρατικές κι ολοκληρωτικές αντιλήψεις, στη βάση ενός κατασκευασμένου από την πλευρά του μοντερνισμού γραμμικού σχήματος προόδου, με ξεκάθαρα οριοθετημένα τα αντίπαλα ‘’στρατόπεδα’’. Η μομφή αυτή, παίρνοντας ως αφορμή ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις δημιουργών που εξάλλου ενυπάρχουν σε όλες τις μορφές γραφής και σκέψης, συχνά επεκτείνεται και ταυτίζει εξ ολοκλήρου την επιλογή ενός δημιουργού να συνεισφέρει στην τέχνη του με μια συγκεκριμένη πολιτικοκοινωνική ιδεολογική γραμμή και θεώρηση. Η πλάνη αυτή εξυπονοεί πως, μιας και –υποτίθεται πως- ο τρόπος γραφής άλλαξε από τη νεωτερικότητα και τις παραφυάδες της για ‘’πάντα’’, όποιο άτομο δεν ακολουθεί αυτή την επιταγή ανήκει στον ξεπερασμένο χώρο του παρελθόντος ή στους συντηρητικούς νοσταλγούς του και φτάνει μάλιστα στο σημείο να αποκαλέσει την έμμετρη ποίηση ‘’παραδοσιακή’’ ή -έστω- ‘’νεοπαραδοσιακή’’. Ωστόσο, δεκάδες είναι ανά τον κόσμο τα παραδείγματα προοδευτικών (βάσει αυτού του σχήματος), ή και ανοιχτά αντισυστημικών επαναστατών, δημιουργών του περασμένου αιώνα που χρησιμοποίησαν κι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τις σταθερές ποιητικές φόρμες. Παράλληλα, μια ευρύτερη κι όχι επιλεκτικά εστιασμένη ματιά στην Ιστορία των χρόνων που πέρασαν πολύ εύκολα μπορεί να διδάξει στον καθένα και την καθεμιά ποια υπερνεωτερικά φουτουριστικά, ντανταϊστικά και υπερρεαλιστικά καλλιτεχνικά κινήματα στήριξαν ή ακόμα και ταυτίστηκαν εξ ολοκλήρου με συντηρητικά, απολυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα. Μάλλον η πλευρά που εκφέρει αυτή τη μομφή θα έπρεπε να επανεξετάσει πρώτα η ίδια την Ιστορία της.

 

3)Η σύγχρονη έμμετρη ποίηση αποτελεί κατά βάση ‘’ανδρικό’’ προνομιακό πεδίο, απηχώντας εξάλλου έναν περασμένο κόσμο όπου η γυναίκα είχε περιορισμένα δικαιώματα.

H κατηγορία αυτή συχνά εκφέρεται από την πλευρά όσων διατυπώνουν και την αμέσως προηγούμενη μομφή, αποτελώντας μία εξακτίνωσή της ως προς το πεδίο της γυναικείας ποιητικής γραφής. Σκόπιμη από την πλευρά των κρατούντων τα λογοτεχνικά και  πανεπιστημιακά σκήπτρα είναι η διαρκής ανακίνηση του ψεύδους ότι η νεωτερική τεχνοτροπία στις τέχνες έδωσε για πρώτη φορά ‘’πραγματική’’ φωνή στη γυναίκα, ταυτίζοντας, μοιραία, την προνεωτερική μορφική υπόσταση με τους αιώνες της –πράγματι άδικης- καταπιεστικής αντίληψης και γενικευμένης πατριαρχίας. Κοινός τόπος, οπότε, είναι το ότι δυστυχώς σήμερα έχει πειστεί μεγάλο τμήμα γυναικών δημιουργών πως επιβάλλεται να γράφει αυστηρά και μόνο μοντέρνα, ενώ ακραία απόληξη της προαναφερθείσας άποψης αποτελούν τα μεταμοντέρνα βραχύβια νεοφεμινιστικά ρεύματα που καλούν τις γυναίκες δημιουργούς ακόμα και να απαρνηθούν τη γλώσσα, τους φθόγγους της και κάθε υπόσταση του λεκτικού που έχει δομηθεί από άντρες και κατόπιν τους φορέθηκε από τα πάνω ως ‘’κορσές’’. Εντούτοις, οι έμμετρες γυναίκες δημιουργοί στην πραγματικότητα ποτέ δεν έπαψαν να υφίστανται και στο εξωτερικό και στα ελληνικά ποιητικά Γράμματα, όσο κι αν θάφτηκαν μοιραία κι εκείνες από όσους αποφάσισαν –τι σύμπτωση, και πάλι άντρες, αλλά εδώ δεν φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα!- πως πλέον η γραφή στο διηνεκές ορίζεται ως ‘’μοντέρνα’’. Είτε πιο παραδοσιοκρατικές, είτε πιο εσωτερικές/ημερολογιακές, είτε εστιασμένες στο τραγούδι και τη στιχουργική (κι εκεί καταφέρνοντας τις μεγαλύτερες κατά την κρίση μας επιτεύξεις), οι έμμετρες γυναίκες δημιουργοί του 20ου αιώνα συνάντησαν ομαλά και στρωτά εκ νέου μετά από δεκαετίες το ‘’νεοφορμαλιστικό’’ ρεύμα, αποτελώντας σήμερα έναν ευδιάκριτο κι ολοένα αυξανόμενο βραχίονά του, με αξιοσημείωτες, μάλιστα, πολιτικοκοινωνικές διαφοροποιήσεις ως προς τις επιμέρους δημιουργούς του.

 

4)Οι γράφοντες και οι γράφουσες σύγχρονη έμμετρη ποίηση απέτυχαν να χειριστούν και να κατανοήσουν τα όπλα του μοντερνισμού ή δεν έγιναν δεκτοί από ποιητικούς κύκλους κι έτσι δόμησαν εναλλακτικές, δικές τους ομάδες.

Μία από τις αυταπάτες της νεωτερικότητας και του οργανικά ενταγμένου εντός της μεταμοντερνισμού, σε ένα πλαίσιο που υπερβαίνει κατά πολύ προφανώς και την ποίηση την ίδια κι επεκτείνεται σε όλο το φάσμα των τεχνών, είναι η άκριτη πεποίθηση πως κατόρθωσε να δομήσει ένα καινοφανές λεκτικό, μια εντελώς νέα καλλιτεχνική γλώσσα που είναι σε θέση να εκφράζει συνεχόμενα και αενάως την ‘’πρωτοπορία’’, μια γλώσσα απαρασάλευτη που της είναι γραμμένο να αποτελεί την βάση των όσων ακολουθήσουν στο διηνεκές. Αυτό το –άνωθεν οριζόμενο ως- sine qua non της ποίησης του 20ου και 21ου αιώνα θυμίζει έντονα το παιδικό παραμύθι με τα ανύπαρκτα ρούχα του Αυτοκράτορα που μόνο η συλλογική omerta των αυλικών κρατούσε τεχνητά ζωντανά ως αφήγημα, έως ότου ο απλός λαός μπει στην εξίσωση και η φούσκα σκάσει εκκωφαντικά. Εξ ου και η σύνδεση με το δεύτερο σκέλος των συγκεκριμένων αιτιάσεων, μιας και οι κατήγοροι της σύγχρονης έμμετρης ποίησης συχνά ταυτίζουν τη σημερινή Λογοτεχνία με κλειστές σχολές, αυλές και παροδικά κινήματα σκέψης που θα σου ορίσουν με ποιες φωνές θα διαλεχθείς και με ποιον τρόπο θα γράψεις. Ο αυτοεγκλωβισμός αυτός συνιστά μια συντεχνιακού τύπου αναδίπλωση και μόνο κακό έχει κάνει στην ποίηση, μιας και –όποιο άτομο τείνει να ξεφύγει από τον κανόνα- αυτομάτως περιθωριοποιείται, πόρτες σε περιοδικά και πανεπιστημιακούς κύκλους τού κλείνουν εκκωφαντικά, ενώ ετεροκαθορίζεται ως ανίκανος να κατανοήσει και να μετέλθει το οργουελιανής υφής νεωτερικό και μετανεωτερικό ‘’newspeak’’ που ουσιαστικά –ας μην κρυβόμαστε- δεν αποτελεί κάτι άλλο παρά τα αόρατα ρούχα του Αυτοκράτορα.

 

5)Η σύγχρονη έμμετρη ποίηση, απορρίπτοντας επιλεκτικά τμήμα του μοντερνισμού, συνιστά μια ακόμα μεταμοντέρνα επιλογή, στο πλήθος των τόσων παρεχόμενων τη σημερινή εποχή.

Η κατηγορία αυτή πράγματι αγγίζει περισσότερο από κάθε προηγούμενη ένα τμήμα μιας αντικειμενικής περιγραφικής αλήθειας, αποκρύπτοντας, εντούτοις, συγκεκριμένες μεταβλητές που αλλάζουν εντελώς την ουσία της εξίσωσης. Όντως, ο ‘’post’’ –ή κι επίσημα πια ο ‘’Meta’’- κόσμος που ο δυτικός άνθρωπος ζει, στην αφύσικα παρατεταμένη ‘’ειρήνη’’ του, ανοίγει μπροστά σε κάθε υποκείμενο μια πληθώρα επιλογών, εναλλακτικών αφηγήσεων, αντιφατικών επιλογών ζωής, φιλοσοφίας και δράσης, παρατακτικά και παραδειγματικά παρατιθέμενων ενώπιόν του. Πρακτικά μία εκ τούτων εκ των πραγμάτων θα είναι και η αληθής, αν δεν έχει χαθεί πλέον ολότελα το νόημα της λέξης. Η κυρίαρχη κουλτούρα, ωστόσο, αποδέχεται το ‘’δικό της τμήμα της αλήθειας’’ σε κάθε μία από αυτές, καλώντας το κάθε άτομο να δομήσει ανάμεσα σε ισομερείς καταστάσεις μια προσωποκεντρική αφήγηση, με άξονα τις –καθαρά τυχαίες- προσλαμβάνουσές του. Είναι, ωστόσο, όλες οι αφηγήσεις, ισοβαρείς; Μετράει το ίδιο στη ζυγαριά ένα τυχαίο πυροτέχνημα περιορισμένης χρονικής έκτασης με την υποστήριξη μιας συνέχειας μέσα στους αιώνες; Μιας συνέχειας, όχι ξαναφυτεμένης από το μηδέν, αλλά ιδωμένης ως αρραγή κρίκο μιας αλυσίδας, προφανώς προσαρμοσμένης στα δεδομένα και το λεκτικό του δικού μας αιώνα, προφανώς έχοντας αξιοποιήσει μοντέρνες κατακτήσεις, αλλά οργανικά ενταγμένες μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο κι όχι παρουσιαζόμενες αυτούσιες κι ατάκτως ερριμένες εν είδει παιχνιδιού. Κι, αλήθεια, την ‘’επιλεκτική απόρριψη’’ του μοντερνισμού ή τμήματός του δεν την έχει κάνει πράξη κι ένα μεγάλο κομμάτι των θιασωτών του ‘’ελεύθερου στίχου’’, τη στιγμή που τα δικά τους παρακλάδια αποτελούν απειράριθμες ομάδες, σε ένα βαβελικό πλαίσιο που φέρνει στο νου το ‘’κάθε άνθρωπος και γλώσσα’’ του Άκη Πάνου; Είναι, δηλαδή, καλό κι ευκταίο ένα τμήμα της νεωτερικότητας και μετά από αυτό αρχίζει η πτώση, οπότε ένα αυθαίρετο κι από τα πάνω ορισμένο όριο θα ήταν λειτουργικότερο από την συνέχεια του κανονικού στίχου; Πάντως, για να κλείσουμε κι απροσδόκητα απρόσμενα, δίνοντας ένα δίκαιο στους κατηγόρους της έμμετρης ποίησης, ενδεχομένως η κατηγορία αυτή να ευσταθεί σε 50-60 χρόνια από σήμερα, αν το κίνημα της επαναφοράς στον έμμετρο λόγο δεν βρει συνέχεια. Πράγματι, έτσι θα παρουσιαζόμαστε αν δεν καταφέρουμε να βρούμε επιγόνους, να καταστήσουμε την αφήγησή μας κυρίαρχη και να επαναφέρουμε στα φυσιολογικά του όρια τον κανόνα της Λογοτεχνίας που εδώ κι έναν αιώνα μετακινήθηκε από τον άξονά του. Αλλά, μην ανησυχείτε, φίλοι και φίλες του ελεύθερου στίχου, αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να το αφήσουμε να συμβεί…