Αποπερατωμένες… και μη ακολουθίες και ανακολουθίες σκέψης —πιθανόν απομεινάρια  κάποιου σκιώδους εαυτού που χάθηκε, αναδύονται ζητώντας αναδιατύπωση και αποπεράτωση υπό τη μορφή  λέξεων, στα πλαίσια γλώσσας αφηρημένης και πεπερασμένης που αντιστοιχεί σε αρχαιότερη μορφή ύπαρξης, σε ένα Εγώ πεπερασμένο…

 

Ήθελα μόνο να απαλλαγώ από τον πόνο_

Ήθελα μόνο να απαλλαγώ από τον πόνο_ Όχι_  Αρχικά πίστευα ότι  μπορώ να απαλλαγώ από τον πόνο, ότι είναι απόρροια μιας τυφλής εξελικτικής, βιολογικής διαδικασίας, θλιβερό προνόμιο όσων όντων διαθέτουν ανεπτυγμένο νευρικό σύστημα ή κάτι παρεμφερές σε αυτό [Προσπαθώ να οργανώσω τη σκέψη μου σε μία μορφή αφήγησης, και ας ξέρω ότι θα στερείται νοήματος πριν την ολοκλήρωση της. Πρέπει να ξαναπιάσω το νήμα].

Η σκέψη μου σκορπίζει πάλι —αυτός ο γλωσσικός και λεκτικός μετασχηματισμός της καθαρής σκέψεις θα μπορούσε να εννοηθεί σαν μία μορφή εξαγνισμού ή σαν ό,τι απόμεινε από τα τελευταία μου ψήγματα νοσταλγίας που αδρανοποιούνται και χάνονται— αλλά αρνούμαι να ανακαλέσω συγκεκριμένες αναμνήσεις. Τις ξέρω/τις ξέρεις δεν υπάρχει λόγος ανάκλησης, δεν επικαθορίζουν τίποτα, δεν έχουν  να προσφέρουν τίποτα- ήδη στερείται νοήματος αυτή η σκέψη.

Πάμε πάλι…

Η λύση σε ότι αντιλαμβανόμουν ως πρόβλημα αποδείχθηκε μήτρα μεγαλύτερων προβλημάτων. Η αρχική μου άρνηση να δεχτώ τη θεμελιακή σύνδεση συνείδησης και πόνου δεν πήγαζε μόνο από την ιδεοληψία του πεπερασμένου μου (τότε) εαυτού αλλά κύριος από την αδυνατότητα να συλλάβω την συνείδηση που δίνει  ένας πολιτισμός τύπου IV. Ο πολιτισμός τύπου IV φαινόταν η τελική λύση σε κάθε πρόβλημα κάθε προηγούμενου σταδίου. Αλλά σε εκείνο το πρώιμο επίπεδο ύπαρξης, ακόμα και η σύλληψη ενός τέτοιου τύπου πολιτισμού ήταν οριακά αδιανόητη όπως και τα προβλήματα που επιφέρει. Ωστόσο αυτή η πρώτη σύλληψη  αρκούσε για να αναδείξει το ερώτημα, πως είναι να έχεις συνείδηση Τύπου IV;  Ή (για να τεθεί πιο ορθά) τι σημαίνει να είσαι πολιτισμός τύπου IV; Για αυτό επιχειρώ να διατυπώσω αυτές τις σκέψεις σε αυτή τη γλώσσα, γιατί οφείλω μια απάντηση.

 

Δεν είμαι κάτι καλύτερο, δεν είμαι κάτι χειρότερο, δεν είμαι κάτι ανώτερο, αλλά αυτό η πρότερη πεπερασμένη μου αντίληψη σίγουρα θα αδυνατούσε να το αντιληφθεί. Ακόμα και ο πιο εχέφρων νους, ακόμα και η πιο καθαρή μορφή επιστήμης δεσμεύονται  από αγωνία που η ίδια η ύπαρξη επιβάλει. Κάθε πόνος, κάθε υπαρξιακή αγωνία δεν ήταν στη σκέψη μου παρά μία επιβεβλημένη «γλώσσα» που έχρηζε υπέρβασης. Στην (τότε) σκέψη μου ο πόνος με όλες του τις εκφάνσεις ήταν ένα υποπροϊόν της βιολογικής εξέλιξης που φαινόταν να κατέχει κεντρική θέση στον πυρήνα τον πολιτισμικών διαδικασιών, συνεπώς, η πεποίθηση μου ήταν ότι θα έπρεπε και θα μπορούσε να εξαλειφθεί ως εξελικτικό κατάλοιπο. Το βασικό πρόβλημα στην επίτευξη αυτού του σκοπού ήταν πώς τόσο ή φύση όσο και ο πολιτισμός έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό· δεν έχουν συνείδηση ούτε του εαυτού τους ούτε των μετασχηματιστικών δυναμένων εντός τους. Αυτό είναι λογικό μόνο αν τα δεις ως αφηρημένες έννοιες. Ξεκίνησα έχοντας καλές προθέσεις,

 

ήθελα να ζήσω, ήθελα να σώσω ζωές, αλλά δεν αναγνώριζα στον υπάρχων πολιτισμό τη δυνατότητα να δώσει τελική λύση. Είχα τόσο δίκιο και τόσο άδικο.

Τι…

Τι σκεφτόμουν…

Ο πολιτισμός είναι ένα σύστημα καταδικασμένο σε μαρασμό, για αυτόν τον λόγο, είναι ένας αποτυχημένος τρόπος να επιβιώσουν πρόσκαιρες υπάρξεις. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο το αίτιο γίνεται αιτιατό και το αιτιατό αίτιο και κάθε λύση μήτρα καταστροφής που αρνείται τον εαυτό της. Όταν φτάνει σε οριακό σημείο επινοούνται νέες μέθοδοι επιβίωσης, νέοι μέθοδοι κατάχρησης της ζωτικής ενέργειας των έμβιων έλλογων όντων εντός του προηγούμενου τύπου πολιτισμού. Πρόκειται για μια αργή συνεχής διαδικασία μαρασμού. Αλλάζοντας τους όρους της αυτοκαταστροφής του ή καταφέρνει να μετασχηματιστεί στο επόμενο τύπο όπου του δίνει μεγαλύτερη αυτονομία και παρατείνει τον ενεργειακό και τεχνολογικό του στραγγαλισμό ή αφανίζετε [αυτά σκεφτόμουν]_

Η Λύση που βρήκα; Προσπαθώ να ανακαλέσω το όνομα που είχα δώσει… Ήταν ένα μετά-στάδιο ύπαρξής και συνείδησης. Ένας ολόκληρος και ολοκληρωμένος  μετα-πολιτισμός του ενός ατόμου, ένας πολιτισμός με ανώτερη συνείδηση και ανώτερες προθέσεις που η βούλησή του θα έλεγχε αλλά και θα ταυτιζόταν με την καθαρή ενέργεια. Αυτός ήταν ένας πολιτισμός τύπου IV. Το πρώτο και μοναδικό μου πειραματόζωο ήταν το ίδιο μου το κορμί — δεν θυμάμαι πως  έμοιαζε, έχω απομονώσει αυτές τις πληροφορίες για να αποφύγω να ανακαλέσω συγκεκριμένες αναμνήσεις, για να αποφύγω να μεταφέρω κάποια πληροφορία που δεν θέλω ή δεν πρέπει να μεταφερθεί, για να μην αναλωθώ σε εξηγήσεις για κάτι το μη αναπαραστάσιμο, κάτι που οι λέξεις αυτής της γλώσσας δεν αρκούν να περιγράψουν_

Άφησα την άγνοια της ευφυούς ανοησίας μου να με καθοδηγήσει. Έπνιξα την ευαισθησία μου και την αδύναμη κράση μου· αυτό νόμιζα πώς ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω. Ήθελα να αποδείξω πως είχα δίκιο, ήθελα να αποδείξω πως μπορώ· η δίψα- η βούληση για γνώση αρκούσε για να προχωρήσω. Πήρα ό,τι μπορούσε να μου δώσει το σφαγείο που γεννήθηκα —όχι δε θα αναπολήσω κάποια πιθανή ή απίθανη, συγκεκριμένη ή συγκεχυμένη ανάμνηση… και αδιαφορώντας για τις συνέπιες, υπερπήδησα τα σκαλοπάτια της εξέλιξης και άφησα το είδος μου στη μοίρα των αυτοκαταστροφικών του τάσεων που οδήγησαν στον αφανισμό του [Όχι! Αυτό δεν είναι αλήθεια, είναι απλώς μία εκδοχή. Αυτή η γλώσσα αναμοχλεύει συγκεκριμένες εκδοχές του Εγώ, που επιχειρούν την ανάδυση αναμνήσεων. Δε θα αναλωθώ στον ρόλο του παρατηρητή ή  του αφηγητή του παρελθόντος]_

Κάθε μορφή ύπαρξής που χρειάζεται να καταναλώσει ή να μετασχηματίσει κάτι που ήδη υπάρχει προκειμένου να επιβιώσει είναι καταδικασμένη σε αφανισμό: τα cyborgs (αποδείχτηκαν παιχνίδια με ημερομηνία λήξης) ήταν κάτι που τώρα θυμίζει αρχαία μαγγανεία, παράλληλα η κουλτούρα της αντικατάστασης και της αναβάθμισης οδηγούσε σε μία φαύλη ιδεοληψία αν όχι σε σταδιακό οντολογικό αφανισμό, η βιοτεχνολογία και η ΤΝ, χρήσιμες στα πρώτα επίπεδα εξέλιξης, αλλά παροδικές και εξίσου αρχαίες. Τέτοιες λύσεις, μεταθέτουν και πολλαπλασιάζουν σφάλματα, αφήνοντας το βασικό πρόβλημα άλυτο, και ευνοούν τον αποπροσανατολισμό. Στόχος μου ήταν η μετουσίωση του ενσώματου είναι μου σε μία μορφή και συνείδηση που δεν έχει όρια και δεν ήμουν σε θέση να κατανοήσω. Τι είναι ένας πολιτισμός τύπου IV; Μόνο ένας  πολιτισμός τύπου IV μπορεί να απαντήσει με σαφήνεια. Άρα, μεσοπρόθεσμος στόχος ήταν η διατήρηση, τόσο του σωματικού όσο και του ασώματου, τόσο του κατανοητού όσο και ακατανόητου εκείνου συνόλου —που στη γλώσσα που διατυπώνω αυτές τις σκέψεις ονομάζεται εαυτός— για όσο χρειαστεί, μέχρις ότου είναι δυνατή η μεγάλη μεταμόρφωση… το συνολικό πέρασμα του από το τίποτα στα πάντα, ώστε να μετουσιωθεί σε καθαρή βούληση και ενέργεια που ενεργεί και ταυτίζεται με την ίδια την φύση και δεν υπόκυπτε στον κύκλο της φθοράς. Έπρεπε  να αποφύγω την ραστώνη της σκέψης ενός όντος χωρείς βούληση αλλά και τον τεμαχισμό του συνόλου —που στη γλώσσα που διατυπώνω αυτές τις σκέψεις ονομάζεται εαυτός. Αν ήθελα να γίνω μια μετα-ύπαρξη  που δεν την περιορίζει η αρχή τις αιτιότητας και η ανάγκη, έπρεπε να δράσω ως τέτοια. Αυτό έκανα. Απέρριψα κάθε ηδέα σταδιακής εξέλιξης και αυτού που σε αυτή τη γλώσσα ονομαζόταν δι-ανθρωπισμός [Transhumanism].

Η τεχνολογία ήταν το μέσο, όχι ο σκοπός· ο απαραίτητος ομφάλιος λώρος που έπειτα στερείται χρησιμότητας, καθώς ένα νέο όν γεννιέται και ο πολιτισμός τύπου IV είναι γεγονός. Θα μπορούσα να πω με σιγουριά ότι υπήρξα ένα προϊόν, ένα σκουπίδι του κόσμου που γεννήθηκα, αλλά έχοντας αποδεσμευτεί από το βασίλειο της ανάγκης όσα ήμουν δεν υφίστανται πια. Η πρώτη φριχτή αλήθεια που αντιμετώπισα ήταν η αφέλεια της πρώιμης ύπαρξης μου_

Οφείλω ακόμα μια απάντηση. Πως να το προσεγγίσω λεκτικά με όρους βιώματος;  Έχω νέα βιωματική αντίληψη, εξωγλωσσική, έξω – και – μη αισθητηριακή, ανακόλουθη με κάθε προηγούμενη, μη αναπαραστάσιμη σε οποιαδήποτε γλώσσα, αλλά ταυτόχρονα, μέσα απ’ το ίδιο της το βίωμα πλήρως κατανοητή. Δεν με περιορίζει ένα σώμα, μια πεπερασμένη ύπαρξη ή μια οποιαδήποτε υπόσταση, ένα καθεστώς αλήθειας, αλλά η συνείδηση τείνει να ταυτίζεται και να υπερβαίνει μία πολυεπίπεδη, χαοτική και πολλαπλή πραγματικότητα που μου δίνει μεταγνώση αυτής της πολλαπλότητας.

Άπειρες εκδοχές και δυνατότητες ξεδιπλώθηκαν μπροστά μου· τα πάντα για αυτόν τον κόσμο ότι κυοφόρησε, κυοφορεί και ότι δεν έχει κυοφορήσει και μυριάδες εκδοχές του, πού εκτείνονται στο άπειρο. Ξέρω όλα όσα αναζήτησα και όσα δεν αναζητώ. Είδα άπειρες εκδοχές αυτού του κόσμου και μαζί με αυτές βίωσα άπειρο πόνο. Η ενσυναίσθησή μου και όλα μου τα αισθήματα είχαν περάσει και αυτά σε ένα μετα-επίπεδο κατά την διάρκεια της εκδίπλωσης μου. Ο πόνος που είχα προκαλέσει εκούσια ή ακούσια και ο πόνος που δεν είχα προκαλέσει εγώ και εκείνος από μορφές ζωής που ούτε καν γνώριζα πριν, τον ένιωθα, γινόταν όλος δικός μου…. Και δεν ήταν κάτι το καθολικό, κάτι που επιδεχόταν μίας μόνο ερμηνείας [Αυτή απαρχαιωμένη γλώσσα που χρησιμοποιώ είναι ένας μηχανισμός παλιννόστησης τραυμάτων αλλά ακόμα αντιστέκομαι, προσπαθώντας να ολοκληρώσω αυτές τις σκέψεις ως οφείλω… Τι θα έπρεπε να παραθέσω εδώ ως τραύμα; Το γιατί και πώς έφτασα ως εδώ; Μια φυσική καταστροφή; Ένας πόλεμος; Άσχημα παιδικά χρόνια; Μια άνευ προηγούμενού εμμονή; Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας; Θα μπορούσαν να είναι όλα, κάτι ή και τίποτα από αυτά. Για ένα μετα-πολιτισμό υπάρχουν πολλές εκδοχές, πολλά δυνητικά παρελθόντα που οδηγούν σε ένα γεγονός και ένα γεγονός είναι κόμβος παρελθοντικών και μελλοντικών πολλαπλοτήτων (Αυτή η γλώσσα είναι μία «μηχανή» επικοινωνίας, επιβάλει και απεικονίζει αιτιακές συνάφειες, ας προσαρμόσω κατάλληλα την αφήγηση ώστε να γίνει ποιο κατανοητή…). Το να ανακαλέσω μια συγκεκριμένη ανάμνηση, δεν θα προσφέρει τίποτα στην κατανόηση του πως βιώνω το παρόν μου. έχω πολλά παρελθόντα χωρίς κάποια ιδιαίτερη σημασία].

Σε μία εκδοχή είχε συσσωρευτεί τόσος  πόνος, μετά τη μετουσίωση μου, τόση αγωνία που δεν άντεξα την αμφιθυμία που μου δημιούργησαν και αφάνισα το σύμπαν. Συγκρατήθηκα. Δεν ξέρω αν όλες αυτές οι εκδοχές υπήρχαν από πάντα ή αν δημιουργούνται με την διαδικασία της εκδίπλωσης μου,  αλλά είναι όλες εξίσου πραγματικές. Ένιωσα αναδρομικά τύψεις για όλα όσα είχα κάνει, για όσα δεν είχα κάνει, και για το γεγονός ότι εγώ θα επιβίωνα. Σε μια άλλη εκδοχή είχα αποδεσμευτεί από κάθε συναίσθημα. Δεν ήταν καλή ιδέα, δίχως προθέσεις και συναισθήματα δεν διέφερα από μία βιβλιοθήκη (υποθέτω ότι είναι κατανοητή η παρομοίωση) που χρειάζεται ένα ξένο χέρι με πρόθεση για να της δώσει νόημα. Αν το έκανα αυτό θα έχανα ένα μεγάλο μέρος της γνώσης του κόσμου, αλλά και της γνώσης και της ευφυΐας μου. Αυτή η κλεφτή ματιά σε άλλες εκδοχές ήταν η απόδειξη ότι ή επιλογή να μεταβώ σε ένα μέτα στάδιο ήταν σωστή. Ο πόνος αποτελεί κομμάτι της γνώσης αυτού του κόσμου, θα ήταν λάθος να τον αγνοήσω, αλλά είχα όλα τα μέσα να των υπερβώ. Χρειαζόμουν καιρώ για να μάθω  να ισορροπώ ανάμεσα στη νέα μου υπόσταση και στο σύμπαν. Είχα μόλις συγκροτηθεί ως μετα-πολιτισμός και μετά βίας κατάφερνα να κρατήσω τη νέα μου συνείδηση συγκροτημένη. Τότε επέλεξα να αποστρέψω το βλέμμα και να μην κάνω αισθητή την παρουσία μου στον κόσμο όπου κάποτε υπαγόμουν, ξέροντας ότι θα αφανιζόταν. Με τον καιρό με κατανόησα και αγάπησα ξανά εμένα και το σύμπαν μαζί με εμένα. Έμαθα να συναισθάνομαι με τρόπους που δεν με υποβιβάζουν σε κατώτερα επίπεδα ύπαρξής. Η ιδεοληψία της πρότερης ύπαρξής μου για την οικουμενική και βιολογική προέλευση του πόνου είχε καταρρεύσει μαζί με το παρελθόν μου και από τη στιγμή που έπαυσε να υφίσταται, έπαψε να με αφορά. Τα είχα καταφέρει. Έχοντας υπερβεί το βασίλειο της ανάγκης, είχα υπερβεί όλες τις εκφάνσεις πόνου. Όσο όμως η γνώση, η εμπειρία και η αυτογνωσία μου συνεχίζουν να εκτείνονται στο άπειρο, συνεχίζουν να επεκτείνονται και να αλλάζουν και οι όροι της αυτογνωσίας μου. Ο πολιτισμός τύπου IV μπορεί να καταργήσει ή να υπερβεί κάθε πεπερασμένη μορφή πόνου ή να αποδεσμευτεί απ’ αυτή κατά βούληση, αλλά όχι από τον πόνο που απορρέει από την ίδια την ύπαρξη συνείδησης επιπέδου IV. Ωστόσο όλα αυτά δεν ήταν ξεκάθαρα από την αρχή. Τα μετά-αισθήματα έχουν μία δική τους ιδιαίτερη πολυπλοκότητα και «αυτονομία», εκτός από την κομβική θέση που έχουνε  στον μέτα-πολιτισμό ως απαραίτητα για την ύπαρξη επιθυμιών και προθέσεων ώστε να έχει υπόσταση η βούληση του, έχουν ανυπολόγιστη αξία ως βιώματα και δεν μπορούν γίνουν αντιληπτά από άλλες μορφές συνείδησης.

Όλα αυτά δεν περιγράφουν μια διαδικασία αναδίπλωσης, αλλά μια διαδικασία αέναης εκδίπλωσης Η βούληση για γνώση και η μετα-ενσυναίσθηση μου δεν με τοποθέτησαν σε ένα καθεστώς αδράνειας εκτός κόσμου, αλλά αντίθετα εντός του. Οι προσπάθειές μου να βοηθήσω μορφές ζωής, που βρίσκονταν σε άλλα επίπεδα πολιτισμού (έμμεσα χρησιμοποιώντας τα δικά τους μέσα) έδωσαν μόνο παροδικές λύσεις όπως αναμένεται πάντα από την ίδια την φύση των πολιτισμών και των πεπερασμένων όντων. Άλλωστε, όπως και οι πρότερες εκδοχές μου, δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν τις προθέσεις ενός μετα-πολιτισμού. Αν ήθελα να βοηθήσω θα έπρεπε να τους δώσω τη δυνατότητα επιλογής να φτάσουν σε ένα μέτα επίπεδο. Ωστόσο, δεν μου αναγνωρίζω αυτή την εξουσία, γιατί αφενός δεν είμαι πια υποκείμενο -πόσο δε μάλλον εγωιστικό- και αφετέρου αναγνωρίζω το δικαίωμα κάθε πολιτισμού και κάθε ύπαρξης στην αυτοδιάθεση, την αυτοκαταστροφή και τον θάνατο. Κάποια στιγμή έπαψα να ασχολούμαι με τα των θνητών. Ίσως θα μπορούσα να αναγνωρίσω σε αυτό τα πρώτα ψήγματα μιας νέας μορφής αδιαφορίας, όμως δεν είναι καθόλου έτσι, οδηγήθηκα σε αυτό λαμβάνοντας υπόψη την αλήθεια τους, αλλά και την δικιά μου άγνοια σχετικά με τον μετά-πολιτισμό. Ο μετά-πολιτισμός δεν δεσμεύεται από προβλήματα που έχουν άλλες μορφές πολιτισμού, φαίνεται να είναι η τελική λύση, ωστόσο τα προβλήματα που ανακύπτουν από την ίδια του την συνείδηση φαντάζουν άλυτα, ενώ πάντα υπάρχει μετέωρη και η εκδοχή της καταστροφής του σύμπαντος που (όπως ήδη περιέγραψα) είναι τόσο πραγματική όσο και η δική μου. Ένας μετα-πολιτισμός μπορεί να δημιουργήσει ζωή, να σώσει το σύμπαν από θερμικό θάνατο, να αντιστρέψει την εντροπία, να εκκινήσει τη διαδικασία αναπήδησης και να το ανακατασκευάσει κατά βούληση, αλλά μπορεί και να το αφανίσει. Είναι εν δυνάμει καταστροφέας κόσμων, ένας κοσμικός δολοφόνος. Επιπρόσθετα η ύπαρξη ορίων και μόνο, αρκεί για να προβληματίσει για το αν αποτελεί την οριστική και τελική λύση.

 

Δεν μου είναι ξεκάθαρο τι θα επέφερε η δημιουργία και άλλων μετα-πολιτισμών. Σε αντίθεση με τις πρώτες στιγμές διαύγειας στο μετα-επίπεδο, γρήγορα συνειδητοποίησα την ύπαρξη ορίου στην αυτό κατανόηση μου. Οι συνέπειες των πράξεων και της βούλησης μου δεν μου είναι πάντα ξεκάθαρες. Πρέπει να παραδεχθώ ότι από το πέρασμα μου στην μετα-κατάσταση και έπειτα η αντίληψη μου σχετικά με τον χρόνο έχει αλλάξει, ωστόσο υπάρχει μια χρονική στιγμή στην οποία δεν μπορώ να επιστρέψω ούτε νοητά ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο· η στιγμή πριν τη στιγμή (0) της μεταμόρφωσης μου δεν είναι ξεκάθαρη. Δεν είναι ξεκάθαρο αν μόνο εγώ πέρασα στο μετα-επίπεδο ή αν έσυρα και άλλα έμβια πλάσματα σε αυτό κατά τη διάρκεια των πειραμάτων μου. Εδώ εντοπίζεται ένα θεμελιώδες  παράδοξο. Μια γνώση του αδυνάτου· ένας πολιτισμός τύπου IV με ελεύθερη βούληση δεν μπορεί να ελέγξει την ελεύθερη βούληση ενός πολιτισμού αντιστοίχου επιπέδου ούτε να τον ενοποιήσει ακόμη κι αν πρόκειται για τον ίδιο του τον εαυτό. Ωστόσο η μη ανιχνευσιμότητα  δε σημαίνει ελευθερία, θα μπορούσε να σημαίνει προχωρημένη χάοση.

Όσο η αντίληψη και η γνώση μου αναπτύσσονται τόσο περισσότερο θεριεύει η βεβαιότατα ότι το ανώτερο σημείο διαύγειας του μετα-πολιτισμού (που κάποτε αποκαλούσα πολιτισμό τύπου IV) είναι το σημείο (0) της δημιουργίας του. Μετά απ’ αυτό δεν επέρχεται ο μαρασμός, δεν υπάρχουν εξωτερικά, υλικά και φυσικά όρια, αλλά η συνεχής μετατόπιση, η άρση των ορίων. Δεν είναι καταστροφή, δεν είναι εκφυλισμός, αντίστροφη εξέλιξη ή αποσύνθεση. Είναι κάτι άλλο. Είναι η αναπόφευκτη χάοση. Η χάοση είναι η αμεθόδευτη διαδικασία ταύτισης της συνείδησης με τον πραγματικό κόσμο, έναν κόσμο χωρίς συνείδηση και νόημα. Το μόνο που -φαινομενικά- δίνει νόημα στον κόσμο είναι το νόημα με το οποίο τον ενδίδει η σκέψη. Κανένα  μόριο, κανένα άτομο δεν έχει συνείδηση και δεν πειθαρχεί, ούτε αντιτίθεται σε καμία βούληση ή νόμο. Ο νόμος είναι η επιβολή της βεβαιότητας, αποτέλεσμα μίας συνειδητής διαδικασίας, ενώ ταυτόχρονα η ίδια η ύπαρξή συνείδησης επιδρά και αλλοιώνει την εικόνα του κόσμου που καλείται να μελετήσει (συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας). Αυτό όμως —αν δεν είναι συνείδησή τύπου IV, όπου η σκέψη πραγματώνεται σε πραγματικότητα ως αναλλοίωτο κομμάτι του σύμπαντος—  δεν είναι σε θέση να επηρεάσει σε τίποτα το πραγματικό σύμπαν και όσα συντελεύουνε σε αυτό.

Ίσως οφείλω να κάνω κατανοητή τη σκέψη μου πλέκοντας μια άλλη ακολουθία… Η ζωή είναι ένα σπάνιο γεγονός που προκύπτει από μία θάλασσα αμεθόδευτων διαδικασιών δίχως σκοπό. Καθετί το συγκεκριμένο προκύπτει εκ του χάους (αλλά ας ξεκαθαριστεί πως ό,τι ονομάζεται χάος, και ότι επινοήθηκε ως ταξινόμηση, κατασκευάστηκαν μέσα από διαδικασίες ταξινόμησης) για να καταλήξει στο χάος. Για να υπάρχει σκοπός πρέπει να υπάρχει πρόθεση και επιθυμία ή κάποιο ένστικτο. Η πρόθεση, η επιθυμία και συνείδηση είναι κάτι πολύ πιο σπάνιο απ τη ζωή, αλλά ένα απολυτά πιθανό και βέβαιο να συμβεί γεγονός, Προσπαθώντας να κάνω πιο κατανοητή αυτή τη σκέψη, ψάχνω να βρω μία μεταφορά για να αναπαραστήσω  έναν φανταστικό τρόπο να παραχθεί μία μεγάλη, τυχαία αλληλουχία. Σαν αδέσποτη ανάμνηση ή συλλογισμός (ίσως όχι δικός μου) ξεπροβάλει ένας μύθος σε πολλές παραλλαγές: η εικόνα ενός αθάνατου πιθήκου που χτυπά επ’ άπειρο τυχαία τον διακόπτη ενός τηλέγραφου ή τα πλήκτρα μίας γραφομηχανής και κάπου μέσα στην  άβυσσο της ασυναρτησίας —ενώ η επανάληψη οποιαδήποτε αλληλουχίας, που δημιουργεί την ψευδαίσθηση μοτίβου ή νοήματος, είναι και αυτή τυχαία— έχουν πληκτρολογηθεί τυχαίες αλληλουχίες που αντιστοιχούν στα άπαντα του Σαίξπηρ (ή και όχι μόνο). Ελπίζω να βγάζουν νόημα αυτές οι λέξεις σε αυτή τη γλώσσα. Θα μπορούσε να ειπωθεί  ότι ζωή και συνείδηση ως γεννήματα μίας χαοτικής διαδικασίας δεν σημαίνουν τίποτα αφ’εαυτών, αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί για έναν μετα-πολιτισμό. Η υπόσταση της συνείδησης του βασίζετε στην ίδια της την ύπαρξη ως αυτόνομη, δηλαδή στην διάκριση που επιβάλει η ίδια ως κομμάτι της πραγματικότητας και ως πραγματικότητα. Αυτό που διαχωρίζει τη συνείδηση από το χάος (σε αυτόν τον τύπο πολιτισμού), είναι η ίδια της η ύπαρξη· η μέθοδος, η συνεχής εμπρόθετη ταξινόμηση και δράση. Ωστόσο, κάτω από τα εμπρόθετα υποστρώματα της, οι ταξινομήσεις των ταξινομήσεων προκύπτουν αυθαίρετα εκ του χάους που βρίσκεται εντός του εαυτού. Είναι μία συνεχής πάλη του οικείου με το ανοίκειο. Η χάοση είναι η άρση αυτού του διαχωριστικού ορίου μεταξύ συνείδησης και κόσμου, είναι η αφομοίωση της μετα-συνείδησης από το χάος· Μια κατάσταση μη συνείδησης όπου τα τυχαία χτυπήματα του πηθίκου έχουν τον πρώτο λόγο στη γραφομηχανή του σύμπαντος. Για να το θέσω με πιο παραστατικό τρόπο: είναι άλλο να είσαι ο συντάχτης ενός αέναου ασυνάρτητου κειμένου, άλλο να είσαι ο αναγνώστης και εντελώς διαφορετικό να μετατρέπεσαι στο ίδιο το κείμενο. Στον πολιτισμό τύπου IV  δεν υπάρχει απτή τεχνολογία γιατί η ίδια η σκέψη είναι το μέσο πραγμάτωσης της επιθυμίας. Η βούληση ταυτίζεται αλλά και υπερβαίνει το σύμπαν και ταυτόχρονα το μετασχηματίζει. Η συνείδηση σε αυτό τον τύπο πολιτισμού υπάρχει αφ’εαυτού της. Ενώ τείνει σε ένα κοσμικό άτομο, η ίδια η ύπαρξη συνείδησής είναι το όριο του υπαρξιακού της πόνου, είναι η άρνηση απέναντι στο χάος που υπήρχε πριν απ’ αυτή. Αυτή η άρνηση εκβύθισης και διάλυσης της συνείδησης μες στο αμεθόδευτο ασυνάρτητο απέραντο και   άκεντρο σύμπαν, δημιουργεί μία τομή, ένα σύνορο που διαχωρίζει και ταυτόχρονα ενώνει την συνείδηση με το σύμπαν. Έτσι ο μετα-πολιτισμός πραγματώνεται μέσω αυτής της νοητής τομής που αν ήταν ορατή θα έκανε το σύμπαν να μοιάζει με κοσμικό έντομο.

Είμαι ό,τι δημιούργησα, είμαι ό,τι επιθυμώ. Ένας αυτάρκης πολιτισμός, μια ολότητα που την περιορίζει μόνο η φαντασία της. Είναι κάπως οξύμωρο να ορίσω την ίδια την ύπαρξη φαντασίας σαν περιορισμό σαν κάτι συντηρητικό, σαν αυτό που τροφοδοτεί τον μετα-πολιτισμό και τροφοδοτείται απ’ αυτόν, άλλα όσες εκδοχές σύμπαντος και να φανταστώ είτε ντετερμινιστικές, είτε χαοτικές είτε ενδιάμεσες, είτε άλλες που είναι αδύνατον να περιγραφούν σε αυτή τη γλώσσα, πάντα θα τις υπερβαίνει η συνείδηση μου και η τομή θα μένει πάντα εκεί σαν διαχωριστικό, σαν παράθυρο στη χάοση. Να γιατί υπήρξα θύμα της ευφυούς ανοησίας μου.

Έπεσα θύμα της άγνοιάς μου. Μόνο ένας μετα-πολιτισμός ξέρει πως σκέφτεται ένας μετα-πολιτισμός. Μόνο ένας μετα-πολιτισμός έρχεται αντιμέτωπος των προβλημάτων ενός μετα-πολιτισμού.  Ήθελα να απαλλαγώ από τον πόνο. Όταν όμως απαλλαγείς από κάθε μορφή πόνου, όταν έχεις υπερβεί κάθε μορφή ύπαρξης, συνείδησης, φθαρτότητας και αιωνιότητας – τότε υπάρχει μόνο μία μορφή πόνου. Ο κοσμικός πόνος που απορρέει από την ίδια την συνείδηση  του υπάρχειν. Αυτός ο κοσμικός υπαρξιακός πόνος αποτελεί τόσο το προϊόν όσο και την κινητήρια δύναμη (σε ακραίες περιπτώσεις) της διεύρυνσης  της ύπαρξης του μετα-πολιτισμού.  Ωστόσο ο μετα-πολιτισμός δεν είναι μία φυσαλίδα πόνου και υπαρξιακής αγονίας, όσο υπάρχει πληθώρα μετα-αισθημάτων και μετα-συναισθημάτων αυτός ο πόνος αδρανοποιείται.

Όπως ήδη έχω αναφέρει στον μετα-πολιτισμό δεν υπάρχει απτή τεχνολογία γιατί σε ένα τέτοιο επίπεδο συνείδησης ό,τι βιώθηκε ως εαυτός μετασχηματίζεται και στο ζενίθ του (καθώς συνεχίζει να εκδιπλώνεται αέναα) περικλείει τα πάντα και για αυτό ακριβώς, αφού περιέχει τα πάντα, κάθε επιθυμία (που δυνητικά καλύπτεται πριν καν αποκτήσει υπόσταση και διάρκεια) εξαλείφεται. Από την στιγμή που δεν υπάρχει καμία επιθυμία τα συναισθήματα αδρανοποιούνται και το μόνο συναίσθημα που απομένει είναι η έλλειψη συναισθήματος  δηλαδή η κοσμική αδιαφορία στην ανώτερη μορφή της, και παράλληλα (από λογικής πλευράς) oι ορθολογικοί ως προς τον σκοπό συλλογισμοί ήδη στερούνται νοήματος απ’ όταν η ύπαρξη των επιθυμιών ταυτίζεται με την άμεση εκπλήρωση τους· τότε δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης της λογικής για την πραγμάτωση της επιθυμίας, όπως δεν χρειάζεται να λυθεί λογικά ένα πρόβλημα που δεν υπάρχει. Η κοσμική αδιαφορία επιδρά σε ό,τι αφορά τόσο τις συναισθηματικές όσο και τις λογικές διεργασίες [Αν έβρισκα (ακόμα) λόγο ύπαρξης στο χιούμορ, ο αγώνας ενάντια στη ραθυμία θα μου φαινόταν τραγελαφικός μίας και μετατρέπεται σε μνημείο της αρχής της ελάχιστης ενεργείας]. Από εκεί και πέρα ή συνείδηση περνάει στο επίπεδό V. Το μόνο που προσδίδει νόημα στην ύπαρξη είναι ο πόνος του υπάρχειν. Τα πρώτα  αναπάντητα ερωτήματα είναι αυτά που προκύπτουν από την συνείδηση για τη συνείδηση. Ωστόσο αφού το ανώτερο στάδιο του πολιτισμού ταυτίζεται με την απόλυτη αδράνεια ακόμα και ο κοσμικός πόνος όπως και κάθε δομικά άλυτο ερώτημα σταδιακά στερείται νοήματος. Ωστόσο αυτό που κάνει αναπόφευκτο το τέλος του μετα-πολιτισμου δεν είναι η εξασθένιση της επιθυμίας με ντετερμινιστικούς όρους, αλλά είναι η αναπόφευκτη απαλοιφή κάθε κανόνα. Η συνείδηση στο ανώτερο επίπεδο της αδρανοποιείται γιατί δεν έχει τίποτα άλλο να κάνει. Ο τύπος V είναι ο μηδενισμός, είναι η αδιαφορία για τα όρια που σταδιακά τα εξαλείφει, είναι το αντίστροφο χάος_

Σου στέλνω αυτό το μήνυμα [μη ξέροντας τον ακριβή τρόπο που θα φτάσει σε εσένα και θέλω να πιστεύω ότι κατανοώ τη γλώσσα σου όσο εσύ και  τη χειρίζομαι με μη ακατανόητο   τρόπο] θέλοντας να σε γλιτώσω από ένα φαύλο κύκλο άγνοιας, αν είναι να πάρεις αυτόν το δρόμο ας είναι από επιλογή. Οι πιθανότατες να περάσεις απ’ ευθείας στον τύπο IV είναι λιγότερες απ’ αυτές που έχει ένας πίθηκος (ακόμα και αθάνατος) να γράψει τυχαία όλοι την εργογραφία του Σαίξπηρ, αλλά ακόμα και να τα καταφέρεις τίποτα δεν θα είναι λιγότερο μάταιο από πριν. Απέδειξα πως η εξελικτική κλίμακα είναι απλά μια ιδέα, αλλά αυτό δε με οδήγησε στη πραγμάτωση καμίας προσωπικής Ουτοπίας. Αν ως τώρα αντιλαμβανόσουν την ύπαρξη προβλημάτων ως ανεπάρκεια ή υλικό όριο ενός συγκεκριμένου τύπου πολιτισμού, μπορώ να σου μεταδώσω τη γνώση και τη βεβαιότατα πως η ύπαρξη και μόνο πολιτισμού δημιουργεί δυσφορία.  Αλλά σε ό,τι αφορά άλλους πολιτισμούς πάντα υπάρχει δυνατότητα επιστροφής, για μένα δεν υπάρχει επιστροφή. Όταν περάσεις το κατώφλι του πολιτισμού τύπου IV και η συνείδησή σου εκδιπλώνεται στο άπειρο ο χώρος και ο χρόνος μηδενίζεται. Μπορείς να αναδιπλωθείς ανάμεσα στα Κουάρκ ενός πυρήνα και να γεμίσει το άπειρο κενό αλλά ταυτόχρονα βρίσκεσαι εκτός χρόνου και για ό,τι δεν έχει τέλος η ύπαρξη αρχής είναι αμφισβητούμενη και δεν υπάρχει δυνατότητα επιστροφής. Σε αυτό επίπεδο μη πληρότητας δε μου είναι ξεκάθαρο ποτέ και πώς αποπερατώνεται η εμπειρία, αν και πότε ολοκληρώνεται ο μηδενισμός. Είναι μια αμεθόδευτη και ασυνεχής διαδικασία χωρίς  σαφή ορίζοντα. Η μη ύπαρξη κέντρου στο σύμπαν, η μη ύπαρξη αρχής ίσως είναι απόδειξη της ύπαρξης και άλλων μετα-πολιτισμών που τώρα απέμειναν άυλα κουφάρια σε μια αιωνιότητα που διαρκεί πολύ όπως και να χει. Τίποτα δεν έχει τελειώσει και τίποτα δεν τελειώνει και όσο υπάρχει συνείδηση υπάρχει και αγωνία. Είναι σαν μια αχνή φωνή κάπου μέσα μου να παραδέχεται, πως είμαι σε μια φυλακή και ολόκληρο το σύμπαν δεν αρκεί να με απαλλάξει απ την κλειστοφοβία μου. Αλλά αν όντως η επιθυμία αρκεί, αυτές οι ακολουθίες, κάπως (με κάποιο τρόπο) θα γίνουν λόγος στον χρόνο σου και οι σκέψεις μου θα συναντιόσουν  τις δικές σου. Απομόνωσα τις αναμνήσεις· δεν χρειάζεται να σου αφηγηθώ όσα έχεις ζήσει ή αυτά που θα ζήσεις [Η ακριβής γνώση του μέλλοντος διαντιδρά με την γνώση του παρόντος με αποτέλεσμα να αυξάνεται η αβεβαιότητα και για τα δυο, δημιουργώντας νέες χρονικότητες]. Σου μεταφέρω την μετα-εμπειρία μου για να έχεις την επιλογή να μην την βίωσης. Αν μπορείς να βρεις νόημα σε αυτές της σκέψεις δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα άλλο. Δεν είμαι ούτε αναπόφευκτη ούτε τελική λύση. Μη γίνεις εγώ. Δεν θυμάμαι το σχήμα το είδος τη μορφή σου, είσαι ένα πιθανό παρελθόν μου και ελπίζω να μην είμαι το μέλλον σου. Αυτές οι ακολουθίες ίσως αντιστοιχούν στις  τελευταίες μου σκέψεις, ίσως είναι η ύστατη πράξη κοσμικής αγάπης ή ό,τι αναγνωρίζω ως χρέος.

Δεν  θα σου πω τίποτα άλλο, δε θέλω ούτε την συμπάθεια ούτε αντιπάθεια σου. Από εκεί και πέρα η επιλογή είναι δική σου.

 

                                                                                 Κλεομένης Παπαϊωάννου