Είναι τόσο καταφανής η ασυμβατότητα των δύο όρων του τίτλου της συλλογής «Αστικό ελάφι» της Μαρίας Κουλούρη, ώστε να είναι ταυτόχρονα προφανείς, ήδη εκ των προτέρων, και οι προθέσεις της. Το ελάφι, πλάσμα όμορφο, ανυπότακτο, υπερήφανο και ελεύθερο, και γι’ αυτό, σύμβολο ιερό, καθαρότητας, αγνότητας και αρετής, εντασσόμενο στο «άστυ», στην πόλη, σε ένα εξ ορισμού δυστοπικό, εχθρικό περιβάλλον απώλειας της ταυτότητας και της φυσικής – με την έννοια της σχέσης με τη Φύση – εκδοχής της ανθρώπινης ύπαρξης, συμβολίζει την απόπειρα της ποιήτριας να διέλθει τον επίβουλο αστικό ιστό με προθέσεις «ιερές», αποκαθαρμένες από τις «αμαρτίες» που κληρονομεί μια πόλη στον άνθρωπο. Μάλιστα, όσο και αν το πρώτο ποίημα της ποιήτριας με τίτλο «Άσκηση χωροταξικού σχεδιασμού» φαίνεται πως εγκαινιάζει την είσοδο στην πόλη που θα διέλθει ως ποιητικό περιβάλλον, συγχρόνως, αν όχι κυρίως, μπορεί να εκληφθεί και ως ποίημα ποιητικής, ή εν πάσει περιπτώσει, μια περιγραφή των όρων υπό τους οποίους, κατά την αντίληψή της, εισέρχεται η ίδια ως ποιήτρια στην επικράτεια της Τέχνης που μετέρχεται («ένας δημόσιος χώρος είναι ο τόπος… μπαίνει στη μάχη με την/ τύχη κυνηγημένου ελαφιού… αυτοσχέδια περιοχή η πόλη/ξεχνώντας κάθε ερώτηση/ετοιμάζεται για αναχώρηση… στα ίχνη του ενός τα βήματα του άλλου»). Πορεύεται λοιπόν, ανακαλώντας και επιστρατεύοντας συχνά, στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος (ποτάμια, πλατάνια, πουλιά, ρίζες δέντρων, δάση και χώμα, κοκ), αγνά και καθαρά αυτά, χωρίς όμως να παρεκκλίνει σε μια νοσταλγική ή ρομαντική διάθεση για τον «απωλεσθέντα φυσικό παράδεισο» («όχι νοσταλγία για τον παρελθόντα χρόνο»), ώστε η πόλη να μετατραπεί στον μεγάλο εχθρό, που δεν είναι άλλωστε στις προθέσεις της. Αντίθετα, το αστικό περιβάλλον, στο οποίο περιπλανιέται η ίδια, αναπόφευκτα αφομοιωμένο κατά το δυνατόν («αυτή την εποχή στην πόλη/ ένα ελάφι επιστρέφει/Στο κοπάδι δεν θα λείψει»), μετατρέπεται τελικά σε καμβά πάνω στον οποίο αναπτύσσεται και εξυφαίνεται με έκδηλη θυμοσοφία, χαρακτηριστικό της ποιήτριας, που από νωρίς είχε επισημανθεί[1], καθώς και με ισορροπημένο ρεαλισμό («ο άνθρωπος έχει μόνο μία ζωή/και αυτό φτάνει», «δεν είναι ποίημα η ζωή»), μια ίσως – ας επιτραπεί η έκφραση – ιδιότυπη «κοσμοθεωρία της πόλης», η οποία, με έναν ήδη βιωμένο υπαρξιακό προβληματισμό και αγωνία («στις πόλεις που έχουν φεγγάρι/ένας άνθρωπος στέκεται συλλαβίζοντας φως», «μάθαμε να συζητάμε με φαντασία», «όμως εγώ γνωρίζω/τι βάρος σηκώνουν τα οστά μου»), πραγματεύεται πλέον, με τρόπο τελεσίδικο πολλές φορές, και γι’ αυτό οιονεί δραματικό, την ανθρώπινη μοίρα, τη φθορά, τον έρωτα, την απομόνωση (τίτλος ποιήματος «Παγκόσμια μοναξιά»), τη διαταραγμένη σχέση με το περιβάλλον («αυτός ο τόπος έλλειψη προορισμού», «άγνωστο προς τα που πεθαίνω», «ανθοφορία παράλογη σε άνυδρο καιρό»), την αλλοτρίωση, καταλήγοντας, με φιλοσοφική προδιάθεση, κατόπιν της μέχρι τώρα θητείας στα ανθρώπινα, σε κρίσιμες αποφάνσεις («οι μισοί είμαστε ανερχόμενες σκιές/οι υπόλοιποι εκκολαπτόμενες οδύνες», «ακόμα και η πιο μεγάλη ανατροπή/κάποτε έχει ξαναγίνει»), η βαρύτητα των οποίων ενισχύεται από την καθαρότητα και την αυτάρκεια του ποιητικού λόγου, αλλά και εξισορροπείται από την παραμυθητική επίδραση των φυσικών στοιχείων, που εμπλέκονται στην αφήγηση. Το σκοπούμενο δε, αν εστιάσουμε στα ποιήματα γύρω από τον άξονα του τίτλου, άστυ/φύση, ευνοείται και αναδεικνύεται, τόσο από την εύστοχη ποιητικά χρήση και συστηματική ένταξη των φυσικών στοιχείων στον ποιητικό λόγο («κάποιες φορές/τα δέντρα συμβαίνει να ξαπλώνουν/χωρίς τις ρίζες τους/και οι κορμοί αρχίζουν το τραγούδι», «τα φύλλα με τυλίγουν/ κυρίως όμως οι καρποί/ όταν σε κόβω στα δύο», «ανάμεσά μας θόρυβος/κάτι από τον βόμβο του κινδύνου/ή τα λόγια του ανθοπώλη:/Κανείς δεν αγοράζει γαρίφαλα πια»), όσο και από τη σύζευξη αντίθετων στοιχείων, φυσικών από τη μια, και «αστικών» από την άλλη («το φως ξαπλώνει στα κτίρια/κι άλλοτε δείχνει την όψη τους/ άλλοτε ανιχνεύει τη φύση του ματιού», «υπάρχει μια πόλη/ο ουρανός της σβήνει από τα πουλιά/το φως χάνεται αργά όπως τα τρένα»), ώστε να καθίσταται μάλιστα σύστοιχο αντικείμενο του ποιητικού σώματος και το φυσικό περιβάλλον, και ακολούθως, έστω έμμεσα, μια συμμετοχή στην οικολογική αγωνία. Αλλά και όταν εκλείπουν τα φυσικά στοιχεία, η ποιητική ένταση εντοπίζεται στον συσχετισμό μιας εξαντλητικά διηθημένης σκέψης για την ανθρώπινη μοίρα, με την εύστοχη, κατά περίπτωση, εικονοποιία ή, γενικότερα, στον συσχετισμό με πραγματολογικά στοιχεία («τον είδα σήμερα να λέει/πως είναι ωραία η ζωή/κάθε φορά που ένας άντρας/βγάζει τα ρούχα του/και μια γυναίκα απλώνει το σεντόνι», «τα χρόνια της συγκατάβασης/μοιάζουν με τον τρελό/που κυνηγάει τη σκιά του/και η σκιά εκείνον», «είναι κι οι λέξεις σαν τους προγόνους/στέκουν κάποτε/έτοιμες προς διαιώνιση/Ρυτιδιασμένοι συνοριοφύλακες», «Γιατί ζούμε/ρωτούν οι φλέβες καθώς γυαλίζουν/στον αντίλαλο το σώματος/Κάθε κορμί μια συνοικία ζωντανών προθέσεων».
Τέλος, ο ποιητικός λόγος, δεν εξαντλείται στην απόδοση, με τους παραπάνω όρους, μιας ώριμης, όσο και επώδυνης γνώσης των ανθρώπινων, με τον κίνδυνο εγκλωβισμού σε μια ζοφερή και ανέκκλητη ατμόσφαιρα τετελεσμένων πραγμάτων, αλλά αντίθετα επαναστατεί και καλεί ευθέως στην ανατροπή τους («με όση αγάπη απόμεινε στις τσέπες/ας καταλύσουμε την πόλη»), ενώ, ο ίδιος ποιητικός λόγος, διασχίζεται συχνά από ιριδισμούς φωτός, ελπίδας («πάνω απ’ όλα είναι ο ουρανός») και αισιοδοξίας: απέναντι στους στίχους του Μιχάλη Κατσαρού «Μην αμελήσετε. Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία», η Μαρία Κουλούρη αντιπαρατάσσει ως ακροτελεύτιο της συλλογής τον στίχο «Φεύγοντας θα φυτέψω έναν σπόρο. Ίσως βρεθεί και γι’ αυτόν λίγο νερό».
Με αφορμή τη συγκεκριμένη συλλογή, είναι ενδιαφέρον κανείς να παρατηρήσει, ότι διαμορφώνεται μια ποίηση «του άστεως» – όχι παραγόμενη στην πόλη, αλλά για την πόλη, ως δεδομένο τόπο/πλαίσιο ποιητικής αναφοράς. Θα αναφέρω εδώ, απ’ όσα έχω υπόψη μου, τη συλλογή «Αστικά Δύστυχα» του Δημήτρη Γκιούλου (Θίνες, 2020), αυτή της Μυρτούς Χμιελέφσκι «Ο πίσω τοίχος ο ανεπίσημος» (Ενύπνιο, 2021), αλλά και την επιλογή της Ελένης Ντούξη, στη συλλογή της «Αντιδραστήρας» (Ενύπνιο, 2020), να προτάξει ως πρώτο της συλλογής, το ποίημα «Πατησίων» (εμβληματικός ούτως ή άλλος ο δρόμος αυτός), στην οποία ωστόσο περιλαμβάνεται και το ποίημα «Η πόλη», ενώ συχνά, στο περιβάλλον της πόλης εντάσσονται αρκετές από τις ποιητικές αφηγήσεις της Πηνελόπης Ζαρδούκα στη συλλογή της «αιωρείν» (Θράκα, 2019). Αν στην ίδια κατηγορία ενταχθεί και μια συλλογή που επινοεί μια πόλη, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί η «Άλμπα» του Θωμά Τσαλαπάτη (εκδ. ΕΚΑΤΗ, 2015).
Φώτης Α. Σταθόπουλος
[1] Βλ. Κριτική ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ στην ποιητική συλλογή της Μαρίας Κουλούρη «Μουσείο άδειο» (εκδ. Μελάνι, 2013) στον τόμο «Ποιητικοί Διάλογοι – Μονόλογοι» του ίδιου (εκδ. Γκοβόστη, 2015, σελ. 197)