Από τον τίτλο της δεύτερης συλλογής του ποιητή Νικόλα Κουτσοδόντη «ΜΟΝΟ ΚΑΝΕΝΑΝ ΜΗ ΜΟΥ ΦΕΡΕΙΣ ΣΠΙΤΙ» ο αναγνώστης διαισθάνεται κάποιον όπου αρνείται να δεχτεί επισκέψεις στο σπίτι του. Αν διαβάζει το τρίτο πεζό ποίημα της συλλογής που φέρει τον τίτλο «ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ» θα καταλάβει ότι ο κάποιος είναι ο πατέρας που απευθύνεται στο γιο του μετά την αποκάλυψη της σεξουαλικής προτίμησης του γιου του. Ολόκληρη η οικογένεια σοκαρίζεται, θυμώνει κι απογοητεύεται διότι ο γιος δε θα προσφέρει τις χαρές που έλπιζαν κι επιθυμούσαν όπως είναι ο γάμος και η τεκνοποίηση: Έλα γύρνα στα τυροπιτάκια της μαμάς. Δε θα σε κρίνω μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι και μόνος να θυμάσαι θα πεθάνεις.

Είμαι της γνώμης ότι μέσα σ’ αυτές τις δύο προτάσεις συμπυκνώνεται η αντιμετώπιση μιας μεγάλης μερίδας μπαμπάδων και μαμάδων όταν μαθαίνουν ότι το βλαστάρι τους θέλγεται από το όμοιο φύλο. Αντιμετώπιση φυσικά που μπορεί να τη χαρακτηρίσει κανείς το λιγότερο αντιπαιδαγωγική κι αντιεπιστημονική καθώς οι γονείς δε μπορούν να παρακολουθήσουν και να κατανοήσουν τα αίτια και τις αλλαγές που συντελούνται στις οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις. Γνωρίζουμε ότι ένα καπιταλιστικό κράτος όπου λειτουργεί με τη λογική κόστους-οφέλους δύσκολα θα μεριμνήσει για τους μπαμπάδες και τις μανάδες των χαμηλών κοινωνικών τάξεων να ξεπεράσουν τέτοιες στερεότυπες κι αναχρονιστικές αντιλήψεις. Για να μεριμνήσει χρειάζεται να μετασχηματιστεί σ’ ένα άλλο κράτος το οποίο θα παρέχει τις απαραίτητες κοινωνικές δομές μ’ επαρκή παιδαγωγικό κι επιστημονικό προσωπικό ώστε η σωματική-πνευματική-ψυχική ανάπτυξη του παιδιού να μην είναι αποκλειστική ευθύνη της οικογένειας. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι πολλές οικογένειες που τα μέλη της καθοδηγούνται είτε από την εκκλησία είτε από άλλους σχηματισμούς ξεπερασμένων, κι αντιεπιστημονικών αντιλήψεων δε μπορούν να σεβαστούν το σεξουαλικό προσανατολισμό του παιδιού τους όπως αποκαλύπτεται από το πρώτο ποίημα της συλλογής ΡΟΜΠΙΝ.

Ξεκίνησα με το παραπάνω εισαγωγικό σχόλιο γιατί το δεύτερο βιβλίο του Κουτσοδόντη σε σχέση με το πρώτο φανερώνει με τόνο θερμό κι εξομολογητικό τον σεξουαλικό προσανατολισμό του αφηγητή. Επίσης φανερώνεται και το τίμημα που πληρώνει επειδή δε γίνεται σεβαστή η επιλογή του από την κοινωνία κύριος λόγο του ανορθολογισμού και του συντηρητισμού που κυριαρχεί στη συνείδηση της. Το τίμημα είναι κυρίως η περιθωριοποίηση και η αφόρητη μοναξιά. Όμως κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των ποιημάτων ως αίτιο της μοναξιάς δεν αναδεικνύεται μονάχα η οπισθοδρομική συνείδηση αλλά και το υπόβαθρο της καπιταλιστικής κοινωνίας που στερεώνεται στη βία και στην εκμετάλλευση. Κι αυτή η ανάδειξη της βίας και της εκμετάλλευσης γίνεται με ιστορικό πρόσημο για να σκεφτεί και να κατανοήσει ο αναγνώστης ότι μπορεί η ανθρωπότητα να ζήσει και χωρίς βία κι εκμετάλλευση. Στο παραπάνω συμπέρασμα λοιπόν έγκειται η σπουδαιότητα και της δεύτερης συλλογής του Κουτσοδόντη τόσο στο αισθητικό όσο και στο ηθικό επίπεδο.

Η πρώτη επιτυχία της μάχης που δίνει με το οπισθοδρομικό οικογενειακό περιβάλλον βρίσκει τον αφηγητή σχετικά ανακουφισμένο στο καρναβάλι της περιοχής ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ. Πλέον μπορεί για ώρα να κάνει τρύπες στα μπουκάλια της ρακής με το σπαθί του χωρίς να τον μαλώνουν. Απέναντι του ένα παιδί αγαπημένο με τη σκέψη και γι’ αυτό ίσως όχι κυριευμένο από αμηχανία όπως ο αφηγητής, φωνάζει διεγερμένο από της γειτονιάς τα χορευτικά τα φώτα πως δε μπορεί να το βοηθήσει άλλο η μάνα του και ξάφνου εμφανίζεται ένας ελέφαντας λευκός που λευτερώθηκε από μια ζωγραφιά του νηπιαγωγείου και χορεύει μαζί με το παιδί ως τις τελευταίες σπίθες της φωτιάς του βασιλιά καρνάβαλου.

Άρα στο ποίημα ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ συντελείται μια καρναβαλικού τύπου απελευθέρωση του ανθρώπου από τις κοινωνικές συμβάσεις οι οποίες και καταπιέζουν βαθύτερες ανάγκες του είναι του και δε του επιτρέπουν να ωριμάσει ως προσωπικότητα. Η φράση κλειδί του ποιήματος δε μπορεί να με βοηθήσει πια η μάνα μου εκφράζει τη συνειδητή ωρίμανση του παιδιού.

Τις νύχτες ο αφηγητής έρχεται αντιμέτωπος με το άγνωστο αλλά η συνεχής κίνηση και μεταβολή την οποία υφίσταται ο κόσμος του φέρνει τη σελήνη ως τετράγωνη λογική σαν καναπές με κρόσσια για να γίνει τραυματιοφορέας. Στο ποίημα ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΗ ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ διαβάζουμε: Όταν τις νύχτες καταλαβαίνω/ πως δεν ξέρω τι θέλω/ έρχεται η σελήνη τετράγωνη/ σαν καναπές με κρόσσια/ και γίνεται τραυματιοφορέας. Στην επόμενη στροφή εύστοχα και ουσιαστικά παρομοιάζει τα δεινά του με τα δεινά ενός πλημμυροπαθή: Είμαι αλήτης/ και σβήνω τη λέξη Θεός/ από τις «Σκέψεις» του Πασκάλ/ είμαι πλημμυροπαθής και δεν/ μπορώ να κλάψω/ έχω σιχαθεί το νερό.

Η αγωνιώδες εξομολόγηση του αφηγητή στη μαγείρισσας του πόστου οχτώ με τέσσερις ενώ της κάνει μασάζ για την προσωπική του κατάσταση αντανακλά και τη γενικότερη κοινωνική αγωνία αρκετών ανθρώπων που ανήκουν στην εργατική τάξη. Οι αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνική πραγματικότητα κυρίως από την τρομερή όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους μονοπωλιακούς ομίλους εντείνει στο μέγιστο βαθμό την αναρχία στην παραγωγή και στην κοινωνική ζωή κατά προέκταση .Μετά την ανατροπή της ΕΣΣΔ και κυρίως μετά από το 2009 στη χώρα μας αλλά και στις υπόλοιπες χώρες επιταχύνθηκε η διάλυση των εργασιακών σχέσεων. Η μεταφορά σημαντικών τμημάτων βιομηχανικής παραγωγής σε άλλες χώρες, οι πόλεμοι που ξεσπούν μία εδώ και μια εκεί, οι προσφυγικές ροές, τ’ ακραία καιρικά φαινόμενα και οι φυσικές καταστροφές προκαλούν μια γενικευμένη αίσθηση ότι δε μπορεί πια κανείς να ρυθμίσει τη ζωή του. Φυσικά ο Κουτσοδόντης οπλισμένος με την μαρξιστική σκέψη, δεν αφήνεται να παρασυρθεί από την κοινωνική χαύνωση κι απελπισία. Μέσα από τους στίχους του αλλά κι από τη στάση του στο χώρο εργασίας του ως μέλος του ΣΕΤΗΠ αφενός εντοπίζει το κέντρο, τη δομή που τα προκαλεί, τον καπιταλισμό δηλαδή, κι αφετέρου ελπίζει και στην ανατροπή του. Στο σπουδαίο ποίημα [Ο ΧΑΡΙ ΧΕΪ ΔΙΑΓΡΑΦΕΤΑΙ ΑΠ’ ΤΟ ΚΟΜΜΑ] διαβάζουμε:/

Οι δυο μας ξέρουμε πως φρόνιμο/ το Κόμμα να φροντίσουμε είναι/ το λέμε μυστικά ακόμα κι απ’ τα κολονάτα σου/ ποτήρια/ μην κάνουνε αντίλαλο.

Γιατί δεν υπάρχει μήτε το ελάχιστο υπερβατικό/ όταν από πόνο πουλιά φτιάχνουν τα φρύδια των ανέστιων/ και η φύση γύρω απλώνεται πέραν της εμπειρίας/ σ’ αυτή την πόλη με τους καλογυμνασμένους μυς/ της επιχειρηματικότητας. Μα είμαστε άνθρωποι κι έχουμε/ την ιδέα μας για την ευτυχία/ κι εκεί έξω που βιάζει την Μπλανς ο Κοβάλσκι/ για μένα είναι το άγγιγμα το πιο ζεστό μου ρούχο/ και προς μια τέτοια ανατροπή δουλεύω. Οπότε ένα πρώτο ουσιαστικό και διακριτό συμπέρασμα που μπορούμε να εξάγουμε για την ποίηση του Κουτσοδόντη είναι ότι έρχεται κόντρα με την αντίληψη του μεταμοντέρνου. Ο άνθρωπος σύμφωνα με τον μαρξιστή κι ομοφυλόφιλο Χάρι Χέϊ μπορεί να ’χει ιδέα τι μπορεί να ‘ναι η ευτυχία και να εργαστεί με συνείδηση και βούληση για να υπάρξει η ευτυχία. Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η ποίηση του Κουτσοδόντη δεν είναι μόνο μια καλογραμμένη ποίηση αλλά και μια ποίηση κοινωνικά χρήσιμη η οποία προσπαθεί ν’ αφυπνίσει την εργατική τάξη. Περιγράφει τον τρόπο ζωής της σε σύγκριση με το παρελθόν όπου υπήρχαν κάποια κεκτημένα δικαιώματα. Μη αποδεχούμενος τη θεωρεία πέρι του τέλους της ιστορίας αμύνεται με την ένδεια τόσο την οικονομική όσο και την πνευματική κι αναμετριέται σοβαρά με τον εαυτό του για ν’ αποτυπώσει την άρνηση του ενώπιο της σωματικής και πνευματικής εκμετάλλευσης: Το κεφάλι μου στη χούφτα σας/ ένα τζόιστικ σάρκινο/ μα εγώ περιμένω να ματώσουνε οι κεραυνοί/ και να ’ρθουνε ωρολογιακές/ οι αστραπές και οι μπόρες.

Τρίτο συμπέρασμα είναι ότι η ποίηση του, συνδυάζει το ρεαλισμό με το μοντερνισμό, κάτι που ναι ίσως απαραίτητο, αν θέλει σήμερα ο ποιητής να εκφράσει τη μεταβαλλόμενη πραγματικότητα. Ο Κουτσοδόντης ακόμη και στην ερωτική του έκφραση είναι βαθιά ανθρώπινος και ρεαλιστής: Κάποτε τάβλες βάζαμε να μεγαλώσει το τραπέζι/ τις γιορτές ερχόταν κόσμος έτρωγε ρώσικη τυροπι-/ τάκια σαλονικιώτικα εγώ ήμουν λιγόφαγος κι έπει-/ τα του παρκέ η μυρωδιά γιορτινή… Τα δικά μας/ σπίτια ασυγύριστα ξεπαγώνεις της μάνας τα πε-/ σκέσια απ’ το Λιτόχωρο λείπεις όλη μέρα λίγο πολύ/ μένεις νηστικό αρκούδι – σε φαντάζομαι να τρως/ και σου φιλώ τις σάλτσες στα χείλη.

Το αίσθημα της αμηχανίας επανέρχεται και στο ποίημα ΑΠΟΒΛΑΚΩΜΕΝΟΣ όπου περιγράφει μία ερωτική συνεύρεση όχι με φωτογραφική και λεπτομερή απεικόνιση η οποία δεν είχε ευτυχή κατάληξη όσο και να προσπαθούσε ο αφηγητής να σπάσει τον πάγο με κουβέντα πέρι ιδιαίτερων κλίσεων: Αποβλακωμένος τόσο απ’ το σώμα/ που πάσχισα να ενώσω μια δω μια κει/ σαν τα τρελομπαλάκια που είχαμε παιδιά/ θα σπάσει ο πάγος λέγοντας/ τις ιδιαίτερες μας κλίσεις και τη μάρκα/ στο γαλάκτωμα για χέρια ή τον όρμο που το καλοκαίρι
επιλέγει για βουτιές

Μια ενδιαφέρουσα οπτική του έρωτα εμαφανίζεται στο ιστορικό ποίημα [ΟΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΙΣ ΣΚΙΝΕΡ] όπου σε σχέση με τη κουβέντα περί ιδιαίτερων κλίσεων ο έρωτας χαρακτηρίζεται πράξη χειρωνακτική. Ο καθηγητής Σκίνερ με μια διατύπωση κοφτή κατανοεί το ιστορικό αδιέξοδο της αστικής φιλοσοφίας: Το ‘χαμε πάρει απόφαση/ δεν ήταν εποχή καθηγητών/ ήταν μια εποχή για ρώσικα εργοστάσια/ και για παραγωγή. Βέβαια οφείλω σε τούτο το σημείο ν’ αποσαφηνίσω ότι ο μαρξιστική φιλοσοφία δεν υποστηρίζει την κατάργηση της φιλοσοφίας αλλά την ανάπτυξη της μέσα από την μελέτη της κίνησης της πραγματικότητας αλλά και τη δράση για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της.

Ο Κουτσοδόντης μέσα από το πολυσύλλαβο ρυθμικό του στίχο αναδεικνύει αρκετά πετυχημένα τις κοινωνικές αντιθέσεις και καταφέρνει να τις αναδείξει ως στη κατώτατη σφαίρα των οικονομικών σχέσεων κι από κεί να ξανανέβει και πάλι στην κοινωνική σφαίρα δείχνοντας την κερδοσκοπική συμπεριφορά του 15μελούς όπως διαβάζουμε στο ποίημα ΦΥΤΟΛΟΓΙΟ: Συμβαίνουν πράγματα διαρκώς. Ώρες ώρες/ και φευγαλέα μας βρίσκουν παίρνουν/ τη μορφή φτωχούλικου διθέσιου στο καπό/ παρατημένο/ το κεφάλαιο, η εφημερίδα: μετοχές πουλά/ της Τυνησίας το δημόσιο σαουδάραδες πρίγκιπες/ βελγογαλλογερμανικοί κολοσσοί αρίστων επιδόσεων/ βελόνες στ’ άχυρα παίρνουν δίνουν./p>

Όπως και με τα χρονικά πίσω-μπρος των κινηματογραφικών στροφών αποκαλύπτει αρκετές βαθμίδες καταπίεσης του ανθρώπου απ’τον άνθρωπο όπως και χρησιμοποίηση του ακόμη κι ως εμπόρευμα σεξουαλικής χρήσης: Βλέπω τις ταράτσες σας/ απλώνομαι και βρίσκω στις κεραίες/ οι μεταλλάκτες συχνοτήτων βλέπουν δορυφόρους/ βλέπω/ παίρνετε το μπάνιο σας/ ημιδιανομής hotel με πινακίδες νέον/ πίσω απ’ τις ροζ παλ κουρτίνες αυνανίζεστε./ Και παρακάτω: Δυνατές σαπουνόπερες/ χρειάζεστε στους δέκτες/ ο έφηβος που κλαίει στο πάρκο/ δεν είναι όμορφος πολύ για τον πελάτη/ ούτε για τριάντα ευρώ/ κλαίει/ μας λέει ο γραφιάς/ στο τολμηρό του άρθρο. Διαβάζω:/ τα κάνει όλα…δεν ξέρω.

Και φυσικά δε θα μπορούσα να μη σχολιάσουμε και το σπουδαίο ιστορικό ποίημα [Ο ΣΤΡΑΤΑΡΧΗΣ ΑΧΡΟΜΕΓΙΕΦ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΥΣ], που ναι και το προτελευταίο της συλλογής και ίσως και ο πιο ισχυρή απόδειξη ότι η ποίηση του Κουτσοδόντη είναι ποίηση που προσπαθεί να ενισχύσει τις αντοχές μας απέναντι στην παρακμή και στη σήψη της καπιταλιστικής πραγματικότητας. Το συγκεκριμένο ποίημα αναφέρεται στον σοβιετικό στρατάρχη Αχρομέγιεφ ο οποίος κι αυτοκτόνησε κατά τη διάρκεια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης της ΕΣΣΔ. Στο παραπάνω ποίημα η ειρωνική γλώσσα του αυτόχειρα Σοβιετικού στρατάρχη όταν τον ξεθάβουν οι τυμβωρύχοι, τα κοπρόσκυλα όπως τους αποκαλεί, που νομίζουν ότι τον εκδικιούνται, είναι συγκλονιστικά γενναία: Και θα σκεφτήκανε: τον ξεφτίλισαν τελείως/ τον κόκκινο καραβανά./ Με το παγωμένο της γλώσσα μου δέντρο/ την πέραν της ζωής δροσιάς στα χείλη/ ολόσαρκα είμαι τα υπουργεία που έπεσαν/ με ορυμαγδό καθώς κουρτίνες μπάνιου./

Είναι ένα ποίημα υπεράσπισης της πρώτης σοσιαλιστικής οικοδόμησης με τους απαραίτητους κριτικούς τόνους για να ανανεωθεί το όραμα της επανάστασης. Ο νεκρός στρατηγός απολογείται δίχως να μετανιώνει, χωρίς να ενδίδει στην καπιταλιστική βαρβαρότητα και ίσως και είναι και οι κατάλληλοι στίχοι για να κλείσω κι αυτό το κριτικό κείμενο ευχόμενος στο Νικόλα Κουτσοδόντη καλή επιτυχία στη δεύτερη ποιητική του συλλογή:

Ήταν οι γενναίες υποχωρήσεις μας τα διαβασμένα
κομποσκοίνια του λαού
και τώρα σ’ αίθουσες κλιματιζόμενες οι
μετανοημένοι
νέμονται τον υδράργυρο του χρηματιστηρίου.

Σύντροφε φαντάρε
δικη μου οι πύραυλοι
δική μου κι η ειρήνη
δεν τα ’παιξα καθώς υα νήπια
ως καμηλοπαρδάλεις πλαστικές

Την τέως κοσμογονία την πίστεψα και την πιστεύω
την πίστεψε μαζί και το σκοινί μου.