Ο τίτλος της δεύτερης ποιητικής συλλογής της Ελένης Κοσμά δηλώνει ρητά και εξαρχής τις οφειλές της ποιήτριας. Δήλωση που αποτελεί ένα είδος μαθητείας, ένα ποιητικό προσκύνημα, απαραίτητη απότιση φόρου ευγνωμοσύνης και ταπείνωσης. Παράλληλα, όμως, δίνει στον αναγνώστη ένα πολύτιμο πλαίσιο, το οποίο αναδεικνύει τις αποχρώσεις του έργου, κι ένα ακόμη πιο πολύτιμο πρίσμα, που διαθλά τη δέσμη των ποιημάτων σε ευδιάκριτες ακτίνες.

Θα επιμείνω λίγο σε αυτή την πλαισίωση. Στην πρώτη συλλογή της Κοσμά (Φιλιά στη γη, Πόλις, 2016), ήδη από τον τίτλο δηλωνόταν ως ποιητική αφετηρία ο Σολωμός («Επάψαν τα φιλιά στη γη…/ Στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια», από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, Σχεδίασμα Β), αλλά και ο Δάντης («Beati quorum tecta sunt peccata!», Purg., c. XXIX). Ο Ψυχρός καιρός, ωστόσο, στρέφει το βλέμμα μακριά από τη μειλιχιότητα του Σολωμού. Εν αρχή βρίσκεται μόνο ο Δάντης, την αγάπη προς τον οποίο η ποιήτρια είχε φανερώσει και παλαιότερα, με τη μετάφραση του εισαγωγικού δοκιμίου του Harold Bloom στην έκδοση της Άγρας (Πέτρινες Ρίμες, 2014). Οι Πέτρινες Ρίμες αποτελούν το σκληρότερο, από άποψη ύφους και έκφρασης, ποιητικό έργο του Δάντη, και περιγράφουν τον μάταιο και αφοπλιστικό έρωτα προς μία donna petra. Αντιγράφοντας τον Bloom: «Τον Δάντη οι Rime Petrose τον σημάδεψαν ανεξίτηλα προπάντων με την τραχύτητα της γλώσσας που απελευθέρωσαν. Ώστε τα ποιήματα αυτά δεν είναι απλώς καλλιτεχνική ‘παρέκβαση’, αλλά το αναγκαίο προοίμιο στην Κωμωδία, που μάλλον δεν θα γραφόταν ποτέ στους γλυκείς τόνους του dolce stil novo».[1]  Στα Φιλιά στη γη, η ερωτική ματαίωση απαλυνόταν μέσα από την ποιητική της επεξεργασία, καθώς έπαιρνε μια απολύτως ελεγχόμενη φόρμα που υπήρχε πολύ πριν από την ίδια την ποιήτρια, και στηριζόταν πάνω στους ώμους γιγάντων, που τραγούδησαν πολύ πριν από εμάς. Ωστόσο, από τη συντριπτική πλειοψηφία των ποιημάτων που απαρτίζουν τον Ψυχρό καιρό απουσιάζουν η ρίμα και το μέτρο. Εδώ ο στίχος απελευθερώνεται ή, μάλλον, απογυμνώνεται και απομονώνεται, ακόμη και εκτραχύνεται, για να δικαιώσει την προεξαγγελθείσα δαντική οφειλή. Οι χάρτινοι έρωτες των Φιλιών και το εξίσου χάρτινο αντίδοτό τους, η ποίηση, που ξεδιπλωνόταν εντέχνως πάνω σε προσημειωμένα χνάρια δίνουν τη θέση τους στη σάρκα και το αίμα, που ούτως ή άλλως δύσκολα μπαίνουν σε σχήμα βιβλίου. Αλλά εδώ δεν υπάρχει ποιητική παραμυθία. Παραφράζοντας τον Bloom, η ποιητική ασπίδα της Κοσμά συντρίβεται, όχι μπροστά στον θάνατο –άλλωστε, δεν είναι αυτό το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί– αλλά μπροστά στη μοναξιά των ανθρώπων, μια συνειδητοποίηση απαραίτητη για την ωριμότητα (ποιητική και μη):

 

Το παιδί σπάει το ρόδι

σκίζει στα δύο την καρδιά του

τα κομμάτια της παλεύουν να κρατηθούν

στη ραγισμένη σάρκα·

κάποια ξεκολλούν

και πέφτουν στον πάγκο της κουζίνας

πέφτουν στις ρωγμές ανάμεσα στα ντουλάπια

πέφτουν στις λευκές του κάλτσες

πέφτουν με πάταγο και συντριβή –

όπως οι Πρωτόπλαστοι από τον Παράδεισο.

 

[…]

 

«Τι να τα κάνω τα ρόδια

και τα σπίτια που σπάνε σαν ρόδια

και τις πρωτοχρονιές που στάζουν κόκκινο αίμα

όταν μπορώ να σε ανοίξω

και να σε φάω;» λέει το παιδί·

και με το κουταλάκι του γλυκού

σκάβει τα σπλάχνα του

σκάβει το στέρνο του

σκάβει και την καρδιά του –

και από μέσα της χύνονται και πέφτουν στο πάτωμα

δύο θάλασσες

και η λεκάνη που τον έλουζαν μικρό·

πέφτουν με πάταγο και συντριβή –

όπως οι Πρωτόπλαστοι από τον Παράδεισο.

(«Πρωτοχρονιά στο σπίτι», σ. 16-17)

 

Μόλις το παιδί πιάνει το κουταλάκι του γλυκού και ξεκινά τη φρικτή του ενδοσκαφή, σταματά να είναι παιδί. Δεν είναι εδώ ο θάνατος που προκαλεί το δέος, όσο η έκπτωση  «με πάταγο και συντριβή» από τον παράδεισο της ανέμελης (παιδικής ή όχι) ηλικίας, την οποία σηματοδοτεί η εποχή της επίγνωσης της μοναξιάς. Πώς αλλιώς, όμως, θα μπορούσε να συμβεί; Το να παραμένει κανείς για πάντα παιδί είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, τρομακτικό. Το πέρασμα στην (ουσιαστική και όχι βιολογική) ενηλικίωση ταυτίζεται με τη γνώση του θανάτου και της μοναξιάς:

 

«Μην περιμένεις, μικρό πουλάκι,

πάνω στο σύρμα το ηλεκτρικό·

στεγνά είν’ τα σύννεφα, ξερά τα δέντρα

κι ακούς τ’ αστέρια στον ουρανό».

(«Ένα πουλί καθισμένο σ’ ένα σύρμα», σ. 21)

 

Θα ήταν αφελής παράλειψη να αγνοήσει κανείς το στίγμα που άφησε στον Ψυχρό καιρό ο εγκλεισμός λόγω της πανδημίας. Το μαρτυρά και η δομή της συλλογής, που αποτελείται από δύο μέρη: Ι. Τα σπίτια και ΙΙ. Οι άνθρωποι. Στο κατώφλι των «Σπιτιών», o Μίλτος Σαχτούρης γνέφει νηφάλια μέσα από την ήρεμη φρίκη που τον περιβάλλει, δίνοντας τον τόνο για ό,τι θα ακολουθήσει. Στους «Ανθρώπους», ο Σολωμός υπενθυμίζει πως τόσο η άβυσσος όσο και η καρδιά του ανθρώπου χρειάζονται το βλέμμα των θεών για να ειδωθούν. Ωστόσο, εάν η διπολική διάταξη προετοιμάζει τον αναγνώστη για αντιπαράθεση, στην πράξη αυτό διαψεύδεται, γιατί τα δύο μέρη αποδεικνύονται συγκοινωνούντα δοχεία, που ποτέ δεν ξεχωρίζουν εντελώς μεταξύ τους. Ενώνονται με ισχυρά νήματα («Η κλωστή»), μοιράζονται το ίδιο αίμα («Πώς επιπλώνει κανείς ένα σπίτι»), πότε πότε το ένα μέλος στρέφεται εναντίον του άλλου – όχι με μίσος αλλά με ακόρεστη αγάπη («Πώς αφήνει κανείς ένα σπίτι»). Εάν, κατά τον Roland Barthes, η λογοτεχνία είναι η ερώτηση χωρίς την απάντηση, τα ερωτήματα που εγείρει αυτή η διάταξη είναι: τι είναι τα σπίτια χωρίς τους ανθρώπους, και τι μπορεί να σημαίνει σπίτι για έναν άνθρωπο; Και ακόμη: πώς μπορούν να υπάρξουν τα μεν χωρίς τους δε και το αντίστροφο, αφού ισχύει ότι: «Τα σπίτια τα επιπλώνουμε με/ την ανάσα μας/ κι όταν αυτή τελειώσει/ με την ψυχή μας»; («Πώς επιπλώνει κανείς ένα σπίτι»)

Τι μπορεί να είναι ένα σπίτι, λοιπόν; Ένα κλουβί, μέσα από το οποίο πετάμε ένα ένα τα κόκαλά μας, αρκεί να χτυπήσουν κάποιον εκεί έξω και να στρέψει το βλέμμα του προς το μέρος μας («Το κλουβί»). Η μνήμη, οι αναμνήσεις μιας ζωής περασμένης, που μας επιτρέπουν να ζούμε, παρά την επίγνωση του ανεπίστρεπτου ή του αναπόφευκτου («Πράγματα άχρηστα», «Συνάντηση με έναν ελέφαντα», «Ένα τραγούδι για τον ελέφαντα»). Σπίτι μας μπορεί να είναι τα πλάσματα που φροντίζουμε ενάντια στη φθορά και φέρουν την αγάπη μας και ύστερα από εμάς («Μια πικροδάφνη στο μπαλκόνι μου»). Εν ολίγοις, το σπίτι, έστω και το τελευταίο, είναι το καταφύγιο που φθονούμε, κι όσοι δεν έχουν, χάνονται:

 

Πήρε τη βάρκα ο άνεμος

την έριξε στα βράχια

και γέμισαν τα βράχια

κουπιά και κόκαλα

και είδαν τα κόκαλα

τα πεινασμένα πουλιά

έκαναν τα κουπιά

μαχαίρια

έκοψαν τα κόκαλα

και γέμισε η θάλασσα

νεκρά πουλιά.

(«Το γεύμα των πουλιών», σ. 24)

 

Τέλος, συμβαίνει να γίνονται σπίτι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Τους μεταφέρουμε τα λόγια μας, για να μη χαθούν, να μη χαθούμε, να κατοικήσουμε μέσα σε αυτούς:

 

[…]

Μετακινούμε

μέσα στη σιωπηλή νύχτα

τα κόκαλα της ψυχής μας·

αλλάζουμε λέξεις

αλλάζουμε σπίτια –

μην τυχόν μας βρει κι εμάς

το εξαγριωμένο πλήθος

και ο τυχαίος εργάτης

που μας αναλογεί.

(«Ο Δάντης μέσα από τον τοίχο», σ. 31-32)

 

Κλείνοντας τη σύντομη αυτή περιδιάβαση του Μες στον ψυχρό καιρό, θα ήθελα να παραθέσω το πιο αισιόδοξο, κατά τη γνώμη μου, ποίημα της συλλογής. Εκείνο που, παρ’ όλα αυτά, κάνει τη ζωή, παρά τον θάνατο και τη μοναξιά, άξια να βιωθεί, και για αυτό τελικά τα υπερβαίνει συλλήβδην. Είναι η αδιάκοπη και πολλαπλή διαστρωμάτωση, μέσα από την οποία γινόμαστε αυτό που είμαστε, εμείς οι ίδιοι, το σπίτι μας (όποιο και αν είναι, όπου και αν βρίσκεται), αλλά και τα λόγια μας (που «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων», ούτως ή άλλως). Και μάλιστα η ουσία δεν είναι καν στην ίδια τη διαστρωμάτωση, αλλά στην επίγνωσή της, στην επίγνωση ότι καθένας από εμάς δεν είναι νησί, αλλά χώμα πάνω σε άλλο χώμα. Σπάζοντας το κέλυφος, κερδίζουμε τη γνώση. Καθόλου λίγο, πιστεύω.

 

Ένα σπίτι είναι σαν μια ρωσική κούκλα:

αν το ανοίξεις θα βρεις ένα άλλο σπίτι

και μέσα σε εκείνο ένα άλλο κι ένα άλλο

μέχρι που φτάνεις στη μήτρα της μάνας σου

στο πρώτο σπίτι που κατοίκησες.

Αλλά κι αυτή η μήτρα κατοικεί

σε ένα δικό της σπίτι

που κι αυτό έχει κατοικήσει άλλα σπίτια

που αν τα αποσυναρμολογήσεις

θα βρεις μέσα τους

κι άλλα.

Έτσι που μοιάζει η ζωή του ανθρώπου

μια αδιάκοπη μετακόμιση

κι ένα ξεγύμνωμα·

διότι ένας άνθρωπος είναι κι αυτός

σαν μια ρωσική κούκλα:

αν τον ανοίξεις θα βρεις έναν άλλον άνθρωπο

και μέσα σε εκείνον έναν άλλον κι έναν άλλον

μέχρι που φτάνεις στη μήτρα της μάνας του

στον πρώτο άνθρωπο που κατοίκησε.

 

(«Τι βρίσκει κανείς όταν αποσυναρμολογεί ένα σπίτι», σ. 14).

[1] Harold Bloom, «Εισαγωγή. Θεματική Ανάλυση των Rime Petrose», μετάφραση: Ελένη Κοσμά, στο: Dante Alighieri, Πέτρινες Ρίμες / Rime Petrose, μετάφραση-επίμετρο: Γιώργος Κοροπούλης, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2014, σ. 13-14.

 

 

Βιο: Η Άννα Μανούκα γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Φιλολογία και υπηρετεί στη δημόσια εκπαίδευση.