Μεγάλη υπόθεση να παίρνεις μια γνωστή ιστορία και να πετυχαίνεις ένα καλό και χορταστικό κλάμα στον αναγνώστη. Η Miller δίνει με το “Τραγούδι του Αχιλλέα” ένα πολύ σύγχρονο βιβλίο, με βασικό χαρακτηριστικό την απλότητα.
“Κάποια μέρα κάθισε πιο κοντά μου απ’ όσο συνήθως. ήταν μονάχα ένα τραπέζι μακριά. Τα σκονισμένα πόδια του έξυναν το πέτρινο πάτωμα καθώς έτρωγε. Δεν ήταν πληγωμένα και ροζιασμένα σαν τα δικά μου αλλά ροδαλά, κι εκεί όπου ήταν βρόμικα έπαιρναν ένα γλυκό καφετί χρώμα. Πρίγκιπας, κάγχασα μέσα μου.” (σελ. 45)
Να ένα δείγμα. Κρυστάλλινα απλό. Η Miller σοφά επιλέγει τον μινιμαλισμό και την ρεαλιστική ακρίβεια, αποτελεσματικά εισάγοντας μας στο λιτό περιβάλλον της ελλαδικής γης, βρεγμένης από αλάτι. Τα απέριττα υλικά (άμμος, καλάμια βάλτου, δέρματα ζώων) δίνουν έναν όγκο απλότητας στο βιβλίο. Φτιάχνει ολόκληρο σύμπαν με τα μικρά και καθημερινά, πετυχαίνοντας το οικείο και το ζεστό. Ο κόσμος του βιβλίου είναι πολύ φιλόξενος για τον αναγνώστη. Είναι δικός μας, με τις ελιές του, τα σύκα του, τη σκόνη και τα καφετιά πόδια του ξυπόλυτου πρίγκιπα.
Εδώ βρίσκεται και η βάση του βιβλίου. Επιλέγοντας την αμεσότητα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης του Πάτροκλου η Miller αποκαθιστά την διαχρονική αδικία της επισκίασης του φίλου και εραστή του Αχιλλέα, ουσιαστικά εκδημοκρατίζοντας τον μύθο ώστε να υμνήσει τον συνηθισμένο άνθρωπο. Ο ηρωισμός του εντελώς φυσικού και συνηθισμένου, όχι αξιοπρόσεκτου, Πάτροκλου είναι τελικά εφικτός για όλους εμάς. Είναι αυτός που μπορούμε να γίνουμε.
Ο Πάτροκλος είναι σύγχρονος ήρωας γιατί είναι ενσυναισθητικός. Επαναμυθολογώντας και επανεξιδανικεύοντας τον αντρικό έρωτα Αχιλλέα-Πατρόκλου μας επιτρέπεται να δούμε έναν Αχιλλέα που παραμένει παιδί, σπάζοντας τον μύθο της αντρικής τέλειας πολεμικής μηχανής, αναδεικνύοντας τη θνητή ανθρωπιά. Ο Αχιλλέας γίνεται ανεξάρτητος από τους Θεούς μέσω της θνητότητας του που την εξυψώνει και την ξεχωρίζει ακριβώς η αφοσίωση του σε έναν άντρα. Ο άντρας αυτός, ο Πάτροκλος, είναι ένας γήινος μαγνήτης και ο δρόμος για το συναισθηματικό ανθρώπινο βάθος.
Σε αυτόν τον συνηθισμένο άνθρωπο η Μίλερ χαρίζει μια ανόθευτη αγάπη, την ανυποχώρητη λατρεία του Αχιλλέα και του αναγνώστη σε αυτόν. Και δεν χρειάζεται καν να δικαιολογηθεί. Είναι τελικά η λατρεία που η συγγραφέας επιτρέπει να νιώσουμε για τον καθένα μας και τους εαυτούς μας. Εδώ βρίσκεται ακριβώς η σύγχρονη οικειοποίηση των αρχαίων ελληνικών μύθων που πέτυχε η Miller.
Η γλωσσική οικονομία είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό που δείχνει την σύγχρονη τάση στην LGBTQI+ λογοτεχνία. Σχεδόν φτωχή, πολύ κοντά στο θέατρο, με φυσική ροή, στοχεύει να είναι ευανάγνωστο και ξεκούραστο το κείμενο, στις ανάγκες που καλά έχει υπολογίσει οτι έχει το σύγχρονο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Είναι εμπορική λογοτεχνία, που υπηρετεί διακριτικά τον πολιτικό της στόχο, αυτόν της κοινωνικής εξοικείωσης. Πέρα από τον θεμελιώδη σκοπό της συγκίνησης, η συγγραφέας συγγενεύει με σύγχρονα queer young adult μυθιστορήματα (όπως το “Aristotle and Dante discover the secrets of the universe”) στον βαθμό που περιγράφει την ανάγκη να επιτρέψουμε τον καλύτερο και αληθινό μας εαυτό να εκφραστεί. Κι εδώ είναι σημαντικό να πούμε πως, σε αντίθεση με παλιότερα δείγματα ιστορικών μυθιστορημάτων (“Σαλαμπώ” του Φλωμπέρ, “Φωτιά από τον ουρανό” της Μαίρης Ρενώ) η Miller δεν επιλέγει τη συνθετότητα των χαρακτήρων, τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις με κοινωνιολογική βάση. Οι ήρωες του “Τραγουδιού του Αχιλλέα” είναι ιδανικοί, τους αγγίζεις έτσι ζωγραφισμένους πάνω σε αμφορέα και οι αντιφάσεις που υπάρχουν και αφορούν τη συγγραφέα έχουν να κάνουν κυρίως με την εκπλήρωση του πεπρωμένου της Δόξας, όπως επιτελείται ως καταπιεστικός ρόλος. Η Δόξα είναι ένας ετεροκαθορισμός, όπου η γνήσια επιλογή του ανθρώπου, ο έρωτας του, γίνεται και η ανταρσία εναντίον του καταπιεστικού ρόλου- ταυτότητας (του ήρωα, εν προκειμένω) και το μέσο για να σπάσει αυτός και να εμφιλοχωρήσει η ενσυναίσθηση και η τρυφερότητα. Και εδώ είναι ένας καλός λόγος να εντάξουμε το βιβλίο όχι στην ομοερωτική αλλά στη συνειδητά queer πεζογραφία.
Ας πάρουμε τρεις λογοτεχνικούς έρωτες: του Μάτο για τη Σαλαμπώ, αδερφή του Αννίβα (Σαλαμπώ, Φλωμπερ, 1862), του Μέγα Αλέξανδρου για τον Ηφαιστίωνα (Φωτιά στον ουρανό, Μαίρη Ρενώ, 1970) και του Πάτροκλου για τον Αχιλλέα (το βιβλίο που σχολιάζουμε, 2011). Κατ’ αρχάς στις δυο πρώτες περιπτώσεις έχουμε ομοφυλόφιλους συγγραφείς προγενέστερων εποχών, ενώ η Miller είναι straight που γράφει συνειδητά και με queer γνώμονα. Στην «Σαλαμπώ» υπάρχει μια μπαρόκ παραζάλη ενός εμπόλεμου κόσμου. Οι εικόνες των συρράξεων, των τελετουργιών και του έρωτα χαρίζουν μαγεία στον αναγνώστη από την μυστικιστική σχεδόν ακρίβεια και την πολυτέλεια ακριβώς των λέξεων (εκείνων των σπάνιων ανατολίτικων μυρωδικών ή υφασμάτων). Στη Ρενώ είναι ο παντογνώστης καλομελετημένος αφηγητής που ανοίγει διάπλατα και με αφηγηματική παρρησία και απλοχεριά τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Η Miller συγγενεύει περισσότερο με τη Ρενώ, και επειδή πραγματικά οι Μέγας Αλέξανδρος-Ηφαιστίωνας βάσισαν τη σχέση τους στα πρότυπα των Αχιλλέα-Πάτροκλου, αλλά και στον τρόπο που αντιμετωπίζουν το αντρικό σεξ: σεμνά, συγκρατημένα, ελάχιστα σάρκινα, απολαμβάνοντας τη συναισθηματική έκρηξη και το ξεχείλισμα της χαράς ή του πόνου (αφήνοντας τελικά ερωτήματα του κατά πόσο κατανοούν την περιπλοκότητα της έκφρασης του αντρικού έρωτα). Ο Φλωμπέρ πάλι το αντιμετωπίζει σαν ολέθριο πάθος. Από την άλλη η ειδοποιός διαφορά της Miller είναι πως καθημερινοποιεί και εκσυγχρονίζει το ιδανικό και απόλυτο του αντρικού έρωτα και μιλά περισσότερο για το σήμερα, ενώ Φλωμπέρ και Ρενώ μιλούν αποκλειστικά σε παρελθοντικό ιστορικό χρόνο.
Όπως είπαμε όμως, το βιβλίο έχει στόχο την κορυφούμενη συγκίνηση και να μιλήσει για τα παιδιά που κάθονται απομονωμένα, αντικοινωνικά, αδικημένα, αυτά που επίσης αξίζουν τους μεγάλους έρωτες. Όσο για τους Αχιλλέα και Πάτροκλο είναι ακαταμάχητα αξιαγάπητοι και νιώθεις την ανάγκη να πιάσεις την Ιλιάδα του Ομήρου ή τις αρχαίες τραγωδίες (την μισοχαμένη Αχιλληίς του Αισχύλου, εκδόσεις Περίπλους, κτλ) και να χαθείς στον αιώνιο κόσμο του μύθου.
Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι βιβλίο για πλούσιο δάκρυ και κατακόκκινα μάτια.
Από αυτά τα βιβλία που αξίζει να διαβάσει κανείς παραπάνω από μια φορά.