Η ΓΕΦΥΡΑ
Εδώ έχει μια γέφυρα κι εγώ βλέπω τον εαυτό μου
όσο ταλαντεύομαι πάνω της.
Το νερό, ο ήλιος, το απογευματινό φως, τα δέντρα,
οι σχισμές ανάμεσα στις πέτρες, σκοτεινές και σάπιες,
οι λιβελούλες, το αεράκι που δημιουργούν τα φτερά τους.
Στην όχθη του ποταμού δεν υπάρχει ίχνος ανάσας.
Η γέφυρα είναι εδώ κι εγώ ταλαντεύομαι μέσα της
σαν ένα μωρό στην κοιτίδα του, που ελπίζει πως θα μεγαλώσει.
Όμως είμαι η διαγώνια εκτομή ανάμεσα στο πριν και το τίποτα,
ξεπερασμένη, δίχως αξία
όπου το παρόν είναι περιορισμένο.
Οι σιωπηρές υποσχέσεις αξίζουν λιγότερο από αυτές που ειπώθηκαν.
Η γέφυρα είναι εγώ και εγώ είμαι η γέφυρα.
Αυτό που ξεκίνησε ως μια συνηθισμένη πράξη
το χτίσιμο, ώστε η γέφυρα να μην γκρεμιστεί
μου έδωσε μια σταθερή ελευθερία
που αν ήθελα, να μην γκρεμιστώ ούτε εγώ
τώρα που έχω μοναχά πέτρες να βαστάξω.
Από ‘δω δεν διαβεί πια κανένας, μα η γέφυρα στέκει.
ΟΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
Μια μέρα μας είπε για ένα μέρος όπου
οι άνθρωποι δε θέλουν να πεθάνουν
απλά ζούνε, τόσο που ξεφλουδίζουν, τόσο που εξατμίζονται
και όταν από ‘κει βγαίνουν
σιδερώνουν τις ρυτίδες τους,
βάζουν τα κόκκαλα τους σε κάνα ρούχο ή κάναν σάκο.
Εξακολουθούν να υπάρχουν σαν τέφρα,
αγενείς, σκληροί, μαραμένοι
και καμιά φορά ξεχνιούνται σε αυλές
τους πιάνει ο ήλιος και τυλίγονται στις φλόγες.
Ένας άλλος μας είπε
για ένα μέρος όπου τους πιάνει τρόμος να σκέφτονται,
να σκοτίσουν το κεφάλι, να παιδεύσουν το μυαλό,
να ξεδιπλώσουν σκέψεις,
στα διλήμματα ρίχνουν ένα κέρμα κορώνα ή γράμματα,
τις αποφάσεις τις παίρνουν «σ’ όποιον πέσει ο κλήρος»
και αν κάποιος έχει κατά λάθος έστω μια μικρή σκέψη
πέφτει σύρμα φωνάζοντας για να τον διώξουν.
Στην άκρη του δρόμου τοποθετούν σκιάχτρα,
πάνω στα κεφάλια φέρουν κέρατα
και τα τείχη της πόλης είναι τεράστια και σκεπασμένα με λέπια,
μα και πάλι, κάποιες φορές οι σκέψεις βρίσκουν μια δίοδο
για να τρυπώσουν μες στο κρανίο κάποιου άτυχου
και το μόνο που του μένει εκείνου είναι να κάνει ότι δύναται
για να το κρύψει
γιατί δε φεύγουν
μέχρι να πεθάνει.
Μια φορά μας είπε για ένα άλλο μέρος
όπου οι άνθρωποι δε δέχονται να ξεχνούν·
έτσι, τα όργανα και τα γονίδια θυμούνται
όχι μόνο μέχρι τους παππούδες, αλλά όλες
τις γενιές, όλες τις εποχές
πέρα από τις πόλεις, τις πρώιμες εισόδους των σπηλαίων.
Όταν γεννιούνται παιδιά σ’ εκείνο τον τόπο
οι άνθρωποι σχηματίζουν κύκλο γύρω τους και λένε:
ωχ, αυτό έχει ημιδιαφανές δέρμα
όπως τις εποχές που ψαρεύαμε στα φιόρδ
και τον ήλιο τον βλέπαμε σπάνια και δεν τάιζε το δέρμα μας με χρώμα,
αυτό μας θυμίζει την εποχή όταν τα χωράφια μας ήταν σκέτος βάλτος
και τα σώματά μας μίκρυναν και δυνάμωσαν στις ρυζοκαλλιέργειες.
Όμως πόσο δύσκολο είναι γι’ αυτούς κάποιες φορές
Όταν οι κύκλοι των παλιών ασθενειών κουνιούνται τόσο δυνατά
που τραντάζουν τις λίμνες
και στις ακτές χορεύουν σκελετοί.
Μια μέρα τον βρήκαμε στην άκρη του δρόμου,
είχε πιει
και μας είπε για ένα μέρος
όπου οι άνθρωποι έβαζαν στο στομάχι τους όλο τον κόσμο
έτσι έχουν γνώση για όλα και για όσα δεν έχουν την αποκτούν
και μόλις την αποκτήσουν, την επανεξετάζουν, την επαναλαμβάνουν
ξανά και ξανά, σαν προσευχή με κομπολόι
τη γυρίζουν μες στο κεφάλι τους, την απαγγέλουν με φωνή δυνατή στους άλλους
ίσως επί σκοπού ώστε να καταλάβουν
πως ένα μυαλό, όταν το πλημμυρίζει ο φόβος,
για παράδειγμα, είπε, αν θα πεθάνεις ή δε θα πεθάνεις
ή ο φόβος ότι δεν μπορείς να ξεφύγεις από κάτι,
ή ο φόβος να χάσεις κάτι ανεπιστρεπτί
αποκλειστικά από δικό σου σφάλμα
(όχι πολύ όμορφο αλλά μ’ εκείνη τη λάμψη στα μάτια)
εσύ το αγαπούσες πέρα από καθετί
και τώρα δεν το έχεις πια.
Bio: Η Manjola Nasi (1982) πήρε το πτυχίο της Αγγλικής Φιλολογίας και αργότερα έγραψε μια διδακτορική διατριβή για την ποίηση του Τ. S. Eliot. Γράφει ποίηση, μεταφράζει από τα Αγγλικά και διδάσκει στο Ινστιτούτο Ξένων Γλωσσών στα Τίρανα. Έχει δημοσιεύσει δύο ποιητικές συλλογές: Soneti i vjeshtës (Τα Σονέτα του Φθινοπώρου, 2002) και Një udhëtim e gjysmë (Ένα ταξίδι και μισό, 2018). Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία για την ποίησή της, μεταξύ άλλων και βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού της Αλβανίας. Έχει προσκληθεί σε πολλές διεθνείς εκθέσεις βιβλίων και τα ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Bio: Ο Έλσον Ζγκούρη γεννήθηκε στο Belsh της Αλβανίας. Σε μικρή ηλικία μετανάστευσε με την οικογένειά του στην Ελλάδα. Αγάπησε την ελληνική γλώσσα και άρχισε να γράφει από πολύ μικρή ηλικία. Μιλάει αλβανικά, ελληνικά, αγγλικά και γερμανικά και εκτός από τη γραφή ασχολείται και με μεταφράσεις λογοτεχνικών και επιστημονικών κειμένων. Το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Όλες οι γάτες είναι όμορφες» κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2020 τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες ενώ έχει μεταφράσει από τα αλβανικά στα ελληνικά το μυθιστόρημα του Rudi Erebara «Το έπος των άστρων της αυγής»