Το δόντι και ο βράχος

Με το που έφτασα έκατσα στην πλατεία, κάτω από τον πλάτανο, ό,τι είχε σηκωθεί μια παρέα Γερμανών, όλα τα υπόλοιπα τραπεζάκια ήταν γεμάτα. Παρήγγειλα έναν γλυκύ βραστό και αναζήτησα με το βλέμμα μου μάταια κάποια γνωστή φυσιογνωμία.
Η πρώτη γουλιά καφέ με έκαψε στον ουρανίσκο, τον φύσηξα λίγο και τη στιγμή που πήγα να ξαναδοκιμάσω, η άκρη του ματιού μου συνάντησε τον Αλαζάν. Ήταν σκυμμένος προς τα μπρος, είχε τα χέρια δεμένα στην πλάτη και το βήμα του ήταν ταχύ, ταχύ αλλά ιδιαίτερα ασταθές. Ήταν αδύνατον να μαντέψεις πού θα κατέληγε η επόμενη δρασκελιά του.
Η ώρα ήτανε περασμένες μια. Το μεσημέρι ο Αλαζάν ξεκινούσε τις μπίρες από τις δώδεκα, με το που σχολνούσε από το κάστρο. Ήτανε φύλακας στο κάστρο της Πύλου.
―Αλαζάαααν! του φωνάζω, ενώ εκείνος δεν παρεκκλίνει από την ασταθή πορεία του.
Μετά τρεις, τέσσερις, δρασκελιές γυρίζει το κεφάλι προς την κατεύθυνση της φωνής και κόντρα στο υπόλοιπο σώμα του, που συνέχιζε την πορεία του προς το άγνωστο, το βλέμμα του καρφώνεται πάνω μου, ενώ η τροχιά του αποκτάει σαφή προορισμό.
―Καρντασακι… Καλώς ήρθες.
―Καλώς σας βρήκα, πώς είσαι, Αλαζάν;
― Προσπαθώ, καρντασάκι… Να βαθαίνω, χωρίς να βουλιάζω.
―Κάτσε να πιούμε έναν καφέ.
Ο Αλαζάν κοιτάει τριγύρω τον κόσμο που κάθεται κάτω από τον πλάτανο, στην πλειονότητά τους τουρίστες, οι περισσότεροι έχουν αραγμένες διπλά από τα τραπέζια θήκες από μπαστούνια του γκολφ. Ακριβώς δίπλα από την κουφάλα του πλάτανου στρογγυλοκάθεται ο παπάς της Πύλου, μαζί με κάποιες εξέχουσες προσωπικότητες της τοπικής κοινωνίας.
―Σήκω, καρντασάκι, πάμε να πιούμε μια πορτοκαλάδα εδώ, σε έναν καφενέ πάνω στον ανήφορο.
―Πορτοκαλάδα εσύ; Κάτσε να πληρώσω…
―Γάμησέ τους μωρέ, ας έρθουν να μας βρούνε, εξάλλου μια γουλιά ήπιες μόνο, περνάω εγώ αργότερα και τους την πληρώνω.
Ο καφενές ήταν ένα κιτς ισόγειο με μια απαίσια ψευδοροφή και ένα ερκοντίσιον που όσο και αν βογκούσε ρίζες δεν έβγαζε. Μια παρέα μεταναστών από την Αλβανία, που είχαν κλείσει δεκαπενταετία μεροκάματο στο χωριό, τσούγκριζαν τσίπουρα και χαζολογούσαν με μια τράπουλα ενώ το πρόσωπό τους είχε αντιγράψει τις χαρακιές από τον κορμό της ελιάς. Μου τους δείχνει με τρόπο ο Αλαζάν και ψιθυρίζει:
―Πατρίδα στην παρτίδα.
Δίπλα κάθεται ένας εξηνταπεντάρης.
―Μάκη, του λέει, τούτος είναι γιος του Πέτρου.
Εκείνος μου γνέφει και χάνεται σε κάποια μακρινή ανάμνηση. Τριγύρω στα υπόλοιπα τραπέζια κάθονται κατά μόνας άντρες άνω των πενήντα, οι περισσότεροι στην ηλικία του πατέρα. Παλιοσειρά, που λένε, «στην αταξία». Βρίσκουμε ένα τραπέζι και έρχεται το γκαρσόνι να παραγγείλουμε.
―Είσαι φίλος του Αλαζάν; μου λέει.
Τον προλαβαίνει ο Αλαζάν, τραυλίζοντας.
―Έχω επισκέψεις από τας Αθήνας, λοιπόν, πιάσε δυο πορτοκαλάδες… Άμστελ.
Το γκαρσόνι γελάει.
―Τώρα εξηγούνται οι πορτοκαλάδες…
Σκύβει στο αυτί μου.
―Να μου τον προσέχεις τον Αλαζάν, δεν έβγαλε άλλον τέτοιον ατακαδόρο ετούτο το μέρος.
―Πόσω χρονώ είσαι τώρα, ρε Νίκο;
―Είκοσι εννιά, Αλαζάν.
―Μην κάνεις μαλακία και τραβήξεις άλλο, κάηκες… λέει και πίνει μια γερή που κατεβάζει την μπίρα στο μισό ενώ ταυτόχρονα παραγγέλνει άλλη μια. Εγώ σκέφτομαι τη δροσούλα του πλάτανου ενώ κοιτάω με παράπονο το ερκοντίσιον που ψυχορραγεί και βγάζω την μπλούζα μου.
―Λοιπόν, τι λέει εδώ το μέρος;
―Ρουμς-ρουμς, Νικόλα, και το λαδάκι την όγδοη μέρα εγένετο γκαζόν, μπαστούνια τα πράγματα, Νικόλα, μπαστούνια… του γκολφ. Κάποτε παρακαλάγαμε τη θάλασσα να μη φουσκώνει, τώρα παρακαλάμε τις αγορές. Ε, εγώ είμαι από αυτούς που προτιμούν να δίνουν λόγο στη θάλασσα. Ο Πέτρος τι κάνει; Έχω χρόνια να τον δω.
―Μαζί κατεβήκαμε αλλά δεν βγαίνει από το σπίτι, δεν μπορεί να περπατήσει, μερικά βήματα μόνο.
―Τριάντα χρόνια ταλαιπωρείται, απ’ όταν ήμασταν μαζί στη σχολή, θέλω να έρθω στο σπίτι να τονε δω.
―Να έρθεις, αλλά αδειανός, Αλαζαν, άμα σε βλέπει ντουφέκι από τις μπίρες τσαντίζεται.
―Χάρη στον πατέρα σου το πήρα το πτυχίο, Νικόλα, εκείνος δεν τα γούσταρε τα πτυχία, έπιαναν τα χέρια του και τα έγραψε όλα στα αρχίδια του.
―Να στρίψω ένα τσιγάρο;
―Να στρίψεις, καρντασακι, και άμα ψάξεις καλύτερα μέσα στον καπνό μπορεί να έχω ξεχάσει κάνα ψύλλο και το κάνεις γεμιστό, εδώ τα παιδιά είναι δικά μας, δεν μυρίζουν.
Το τραπέζι μας μετά καμιά ώρα είναι γεμάτο από μπουκάλια μπίρας. Ένας άντρας, πρόσφυγας από τη Συρία, μπαίνει στον καφενέ, χαιρετάει άπαντες και διαφημίζει κάτι μακό μπλουζάκια.
―Στο παιδί να πας που ‘ναι γυμνό, λέει ένας μπάρμπας με άσπρη γενειάδα και βιβλικό παρουσιαστικό, με το παρατσούκλι «Σκυλάς», και δείχνει εμένα. Κάποτε όργωνε τη θάλασσα με τη λάντζα του, αγκυροβόλι τώρα στον καφενέ.
Ο Αλαζάν γνέφει στον άντρα με την πραμάτεια να έρθει στο τραπέζι.
Ο άντρας απλώνει τα μπλουζάκια, είναι όλα νάηκ.
―Αλαζάν, θα πάρεις;
Αυτός τον κοιτάει σαν να προσπαθεί να τον κεντράρει.
―Ρε συ, θα έπαιρνα, αλλά έχω συμβόλαιο με την αντίντας.
―Άκου να δεις τι μου είπε… λέει ο πωλητής ενώ μαζεύει τις μπλούζες και κάθεται σε ένα σκαμπό στο μπαρ του καταστήματος.
Κατά το βραδάκι όλοι στον καφενέ είναι πίτα, ενώ τα τραπέζια έχουν ενωθεί και έχουν γίνει όλοι παρέα μια. Ο Αλαζάν είναι κατακόκκινος και οι άλλοι τονε πειράζουνε. Ο Σκυλάς ξαναπετάγεται:
―Κάνε μια πρόβλεψη, ρε Αλαζάν.
Αυτός παίρνει το σοβαρό του και ξεστομίζει κουνώντας το δάχτυλο:
―Η Ρωσία, κύριοι, θα εισχωρήσει τελικά στο ΝΑΤΟ.
Λύνονται όλοι στα γέλια και ο Αλαζάν συνεχίζει τον μονόλογο.
―Τριάντα εκατομμύρια τουρίστες, Νικόλα… κραυγάζει, ενώ ξεκρεμάει ένα ψάθινο καπέλο από τον μπεζ τοίχο του καφενέ, το φοράει ως τα μάτια και σκάει ένα βαθύ χαμόγελο, με το μονάκριβό του δόντι να χάσκει.
Ο Μάκης, παλιός αριστερός φίλος του πατέρα, μπαίνει στην κουβέντα:
―Ο δήμαρχος βιδώνει εξ αριστερών και ξεβιδώνει εκ δεξιών, εν ολίγοις με τα γκολφ και αυτός.
Ο Λιρίμ από την παρέα των Αλβανών συμπληρώνει με μπασμένα σπαστά ελληνικά:
―Αν δεν ήτανε με το γκαζόν δεν θα ήταν και δήμαρχος, έτσι πάνε αυτά.
Ο Αλαζάν ξεχαρβαλώνει το ποδάρι από μια καρέκλα και ανεβαίνει πάνω στο τραπέζι, παίρνει φόρα, δίνει μια γερή σε ένα πορτοκάλι και
ξελαρυγγιάζεται:
―Τσουλάει και χωρίς το χόρτο, ρε μαλάκες, λαμόγια, φτιάχτε γήπεδα με σπαράγγια και βλίτα και όταν τα κουρεύετε να πετάμε πάνω δυο κιλά φέτα να ντερλικώνουμε κιόλα…
―Α ρε Αλαζάν, βίγκαν! του τη χώνει ο Σκυλάς.
―Τι τα θες, δεν υπάρχει κράτος, χαζογελάει ο Μάκης.
Ο Αλαζάν σηκώνεται να πάει να αδειάσει την μπίρα από την κύστη του για να συνεχίσει, η γκλάβα μόνο γεμίζει… Καθώς επιστρέφει στο τραπέζι γκρεμίζει τα γυαλιά του Μάκη.
―Σιγά ρε Αλαζάν, γαμώ την πρεσβυωπία μου, ίσωμα τα έκανες.
―Φίλε, δεν γίνεται πάντα να κερδίζεις…
Ατακάρει ο Αλαζάν που έχει γίνει φέσι και είναι σε ρέντα.
―Δεν θυμάστε, ρε, τότε τις φήμες, ότι θέλανε λέει οι Αμερικάνοι να αδειάσουν τη θάλασσα για να βγάλουν τα καράβια του Ιμπραήμ από τον πάτο, ευτυχώς μετά τους έκατσε η φάση με τα νετρίνα και τη γλίτωσε η θαλασσίτσα. Μας την παίρνουν και αυτή, ρε, όποτε γουστάρουν, και θα μείνουν οι βράχοι εκεί πέρα να χάσκουν σαν το δόντι μου.
Προτού ολοκληρώσει τη φράση του, σηκώνεται και βγάζει από την κωλότσεπη του παντελονιού του μια τσαλακωμένη καρτ ποστάλ με την Μπούκα της Σφακτηρίας. Δυο βράχοι που δημιουργούν πέρασμα σε ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου. Την ισιώνει με ένα άδειο μπουκάλι μπίρας, σαν να ανοίγει φύλλο και τη φέρνει δίπλα ακριβώς από το δόντι του. Η ομοιότητα του μυτερού βράχου με το κατάμονο δόντι του είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.
―Να ρε, αυτή είναι μπίζνα, με κάνουμε καρτ ποστάλ και καθαρίζουμε όλοι μια και καλή, τα ειδυλλιακά τοπία θέλουν και ειδυλλιακούς ανθρώπους.
Από μια γωνιά του καφενέ που μέχρι τότε ήταν σαν να μην υπήρχε, ο Αργύρης σηκώνεται και πλησιάζει το τραπέζι, στέκεται από πάνω τους και όλοι σιωπούν. Ο Αργύρης παίρνει την καρτ ποστάλ από τα χέρια του Αλαζάν, την κοιτάζει και με σταθερή φωνή αρχίζει να απαγγέλλει:.

Σαν να αιωρούνται
στο νερό
ή να βαθαίνουν
ως την καρδιά
της γης

θαρρείς
από εδώ
να ξεκίνησε
ο κόσμος
ή ότι εδώ
θα τελέψει

Ο Αργύρης πριν από πέντε χρόνια είχε χάσει τον γιο του σε τροχαίο. Κάθε καλοκαίρι σε τούτο τον τόπο κάποιος θρηνεί το παιδί του στην άσφαλτο. Ο Αργύρης από τότε ζούσε στα σκοτάδια, παρέα με ένα ποτήρι ουίσκι σε έναν καφενέ μέσα στον καφενέ. Με το που τελειώνει την απαγγελία, πετάγεται ο Αλαζάν:
―Κέρνα όλο το μαγαζί… το γυρνάμε σε ουίσκια, στην υγειά του Αργύρη. Θα τα χρωστάω εγώ.
Μετά την είσοδο του Αργύρη στην κουβέντα, ήταν η σειρά του Κωσταντή να πλησιάσει και αυτός το τραπέζι.
―Αργύρη, όλα κάπως δένουν σε τούτο τον τόπο, όταν κάναμε τα πειράματα με τα νετρίνα την αρχή του νήματος αναζητούσαμε, ίσως και το τέλος. Τα νετρίνα που προσπαθούσαμε να παρατηρήσουμε, τα μικρότερα σωματίδια της ύλης που τρέχουν με την ταχύτητα του φωτός, έρχονται από το σύμπαν και περνάνε μέσα από τη γη, εμείς προσπαθούσαμε να τα εντοπίσουμε μέσα στο νερό τη στιγμή που φεύγουν. Εν ολίγοις, τα νετρίνα που προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε, είχαν την επήρεια της γης, ξέρανε για τον καφενέ…
Ο Αλαζάν ακούει απορημένος, ενώ δίνει μια και αδειάζει το ουίσκι του.
―Τα νετρίνα σου, Κωσταντάκο, καθώς την έκαναν και εσείς αγρών αγοράζατε, πάτωσαν το ουισκάκι μου, πιάσε άλλη μια πορτοκαλάδα τζέημσον μπλε, αυτή τη φορά να μην κλατάρουμε στον ανήφορο.
Ο Κωσταντής δεν ήταν από την Πύλο, είχε έρθει όταν ξεκίνησε το πείραμα, φυσικός που διψούσε για έρευνα, το πείραμα σταμάτησε να χρηματοδοτείται και ο Κωσταντής, όπως και τόσοι άλλοι, μείνανε άνεργοι, οι άλλοι γύρισαν στους τόπους τους, ο Κωσταντής όμως έμεινε. Ίσως να δέθηκε με τούτο τον τόπο ή να μην είχε κάπου να γυρίσει. Τα πρώτα χρόνια καθόταν με τις ώρες με τον πατέρα στην πλατεία, μίλαγαν για το πείραμα και έπαιζαν ατέλειωτες παρτίδες σκάκι.
―Αλαζάν, τι θα κάνεις άμα λιώσουνε οι πάγοι; πετάγεται ο Σκυλάς.
Ο Αλαζάν κοιτάει το ουίσκι του και λέει:
―Θα το πίνω σκέτο.
Εγώ ρίχνω μια τελευταία ματιά στο ερκοντίσιον που έχει αρχίσει να βγάζει μαύρο καπνό και ξεστομίζω αυτό που στριφογυρνούσε μέσα μου απ’ την πρώτη στιγμή που κάτσαμε στον καφενέ.
―Την πλατεία πότε την χάσαμε; Και καλά όλα τα άλλα, αλλά τον πλάτανο δεν τον λυπάστε, να ακούει όλη τη μέρα γερμανικά, ηλιοκαμένα, ροδοκόκκινα, θα τονε μαράνουνε ωρέ, χίλια χρόνια δέντρο.
―Δεν έχει ανάγκη, τόσα χρόνια τονε κατουράει ο Αλαζάν, τίποτα δεν έπαθε.
―Και καλά όλους τους άλλους, αλλά εκείνο τον τραγόπαπα που έχει πιάσει θέση στον πλάτανο, σαν να έχει κλεισμένη θέση στον παράδεισο, δεν τονε βαστάω.
―Την κουφάλα, πρόπερσι πήγε να κάνει αγιασμό στο γκαζόν, την επομένη μπαινόβγαινε στους βράχους με χίλια άλογα.
―Θαύμα, θαύμα! πετάγεται ο Αλαζάν.
Για λίγο επικρατεί σιωπή και μετά ο Μάκης παίρνει τον λόγο:
―Λοιπόν… θα πάμε να πάρουμε τον Πέτρο από το σπίτι και θα κατέβουμε ντριμ τιμ, ντουγρού για την κουφάλα του πλάτανου.
―Αυτά είναι, μάγκες μου, πετάγεται ο Αλαζάν, του το χρωστάω ωρέ, για το πτυχίο. Εγώ θα τονε πάρω στην πλάτη.
―Αλαζάν, θα τον πάρω εγώ, πετάγεται ο Αργύρης. Το φέρετρο του γιου μου εγώ το πήρα στην πλάτη, από τότε κανένα βάρος δεν μπορεί να με λυγίσει.
Το βλέμμα του συναντιέται με το δικό μου. Του γνέφω καταφατικά. Ο Αμπντούλ, ο μικροπωλητής με τις νάηκ μπλούζες, που μαζί του έχουν κάτσει άλλοι δυο άντρες, και αυτοί πλανόδιοι, παίρνει τον λόγο:
―Εμείς τον Πέτρο δεν τον ξέρουμε αλλά θέλουμε να έρθουμε μαζί σας, να έρθουμε ρε Νικόλα;
―Θα πάμε όλοι.
Ήταν μεσάνυχτα, και ενώ στον πλάτανο επικρατούσε οχλοβοή τα στενάκια ήταν έρημα.
―Ησυχία, ρε μαλάκες, θα σηκώσουμε όλη την Πύλο στο πόδι.
Αλαζάν:
―Ε αυτό δεν θέλουμε;
―Όχι ακόμα, ρε μπουνταλά.
Το φως από την κάμαρα του Πέτρου ήταν ανοιχτό. Άνοιξα την παλιά ξύλινη πόρτα και μπήκαμε μέσα. Ο πατέρας καθόταν πάνω σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο και κοιτούσε προς την πόρτα. Μας παρατηρούσε να μπαίνουν έναν έναν μέσα στην κάμαρα. Με το που μπήκε και ο τελευταίος ξεκίνησε:
―Σας περίμενα, δέκα ολόκληρα χρόνια.
Μετά γυρίζει προς τους πρόσφυγες.
―Σε εσάς κλείνει ο κύκλος, είστε οι μόνοι πρόσφυγες στο δωμάτιο από άλλ0 τόπο. Έπειτα κοιτάει τον Λιρίμ.
―Εμείς προλάβαμε και κυνηγήσαμε δάκο μαζί. Λοιπόν, μη με κοιτάτε, φύγαμε.
Μαζί με τους πρόσφυγες πλησιάζουμε το καρότσι, τον σηκώνουμε και τον τοποθετούμε στην πλάτη του Αργύρη, όπως τα είχαμε συμφωνήσει. Οι άλλοι απλώνουν τα χέρια και τον κρατάνε να μην παλαντζάρει.
Καθώς πλησιάζαμε προς τον πλάτανο, λίγο πριν γίνουμε ορατοί στους καταχραστές του ίσκιου του, ο Αλαζάν βρισκόταν σκαρφαλωμένος πάνω σε ένα κλαδί, έβγαζε μπαλάκια του γκολφ από την τσέπη του και τα πετούσε στο καπέλο του παπά. Εκείνος απορημένος, και ενώ προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει το θεϊκό μήνυμα, άκουσε την οχλοβοή της παρέας που πλησίαζε ορμητικά. Πηδάει και ο Αλαζάν εκείνη τη στιγμή από τον πλάτανο.
―Φευγάτεεε, ράουστ, ράουστ!
Ο πλάτανος εκκενώθηκε σε χρόνο ντε-τε. Η παρέα στρογγυλοκάθισε στο τραπεζάκι δίπλα στην κουφάλα του αιωνόβιου δέντρου, ανάμεσα από παραπεταμένα μπαστούνια του γκολφ που είχαν αφήσει πίσω τους οι τρομοκρατημένοι τουρίστες. Ο Αλαζάν, φορώντας τη μαύρη κορώνα του παπά, έκανε νόημα στον τρομαγμένο σερβιτόρο να πλησιάσει.
―Βγάλε την ποδιά σου, παιδί μου, και παρέδωσέ τη στον κύριο, του λέει και του δείχνει τον σερβιτόρο του καφενέ που τους είχε ακολουθήσει.
Έπειτα, απευθυνόμενος στον καινούργιο σερβιτόρο του πλάτανου, παραγγέλνει:
―Δέκα πορτοκαλάδες Άμστελ, καρντασάκι, θα στα χρωστάω εγώ.
Η ανακατάληψη είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία, τουλάχιστον για απόψε το βράδυ. Το καινούργιο γκαρσόνι φόρτωσε τις μπίρες και τις πήγε στο τραπέζι. Ο Αλαζάν παίρνει την πρώτη, την φέρνει κοντά στο μονάκριβο δόντι του και καθώς προσπαθεί να την ανοίξει, το δόντι ξεκολλάει από τη θέση του και πέφτει στο πλακόστρωτο της πλατείας.
Η αποκόλληση ήταν βουβή αλλά διαπεραστική, σαν ήχος που δεν τον προσλαμβάνεις με το τύμπανο. Με ποια αίσθηση αποχαιρετάς κάποια πατρίδα;
Όλο το τραπέζι έστρεψε το βλέμμα προς το δόντι, έπειτα όλοι ένιωσαν τα πόδια τους να βουλιάζουν στο νερό. Θαλασσινό νερό είχε αρχίσει να αναβλύζει από το πλακόστρωτο της πλατείας, ενώ και ο μυτερός βράχος στην Μπούκα της Σφακτηρίας σιγά σιγά χανόταν στη θάλασσα.
Μετά μερικά δευτερόλεπτα, το νερό είχε καταπιεί το τραπέζι. Ο Αλαζάν βυθιζόταν μαζί με την μπίρα του, ο Μάκης στα νερά όπου είχε γραφτεί η τελευταία σελίδα της ελληνικής επανάστασης, οι πρόσφυγες στην αλμύρα είχαν βρει μια πατρίδα, ο Σκυλάς γύριζε στη θάλασσα, ο Κωσταντής ένιωθε σαν υποκείμενο κάποιου ανώτερου πειράματος, ο Λιρίμ δεν θα ξαναπάλευε με τον δάκο, ο Αργύρης βούλιαζε στην αγκαλιά του γιου του, ενώ επαναλάμβανε τους τελευταίους στίχους από το προφητικό του ποίημα, εγώ είχα ξανακερδίσει τον πλάτανο, ενώ ο πατέρας είχε βρεθεί με όλους τους ύστερα από δέκα ολόκληρα χρόνια.

 

Βιογραφικό του Κωστή Αλεβίζου 

Γεννήθηκα στης 25-02-1988 στην Αθήνα. Σπούδασα με υποτροφία που μου δόθηκε προς τιμήν του κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Λάρισας στη σχολή κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου.
Το 2017 το σενάριο μου για την ταινία μικρού μήκους με τίτλο ‘ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ’ επιλέχθηκε και χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα Μικροφίλμ της ΕΡΤ.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας όπου απέσπασε δύο βραβεία, Τιμητική διάκριση Φωτογραφίας και Τιμητική Διάκριση Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας.
Ποιήματα μου έχουν δημοσιευθεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά
Θράκα και Bibliotheque.
Το 2019 δημοσιεύτηκε το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο ‘ΓΙΟΣ’ από τις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος.
Το βιβλίο μου είναι υποψήφιο για βραβείο νέου λογοτέχνη από το λογοτεχνικό περιοδικό Κλεψύδρα.
Το 2020 το σενάριο μου για την ταινία μικρού μήκους με τίτλο ‘ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΚΑΙ Ο ΒΡΑΧΟΣ’ επιλέχθηκε από το πρόγραμμα Μικροφίλμ της ΕΡΤ.