Κι’ ἂν ἤμασταν τὸ βόρειο ἡμισφαίριο ἤμασταν
ὅμως τοῦ κύκλου μόνο τὸ μισό. Τὸ Νότιο,
ποὺ μᾶς συμπλήρωσε στὴ μέση τοῦ γηπέδου,
ἤσουν ἐσύ. Τὸ μελαμψότερο κεφάλι, τὸ πιὸ
χλωμὸ γαλάζιο μιᾶς σημαίας, τὸ πιὸ φτωχὸ παιδὶ
τῆς γειτονιᾶς. Καὶ τῆς ἀδεξιότητας μᾶς ὁ Ἀντίποδας,
τὰ πάνω κάτω στὴ σφαῖρα τῶν νεφῶν ποὺ κυνηγήσαμε
στὰ χώματα, ψάχνοντας τὴν ὑπέρβαση στὶς μελανιὲς
γύρω ἀπὸ ἄστρα αὐτοκόλλητα στὸν οὐρανό,
πάνω στὰ γόνατα. Ἀνέτρεψες τὸ σκὸρ ὑπὲρ τῆς
ταπεινότητας καὶ χάθηκες, συννεφιασμένος
καὶ τρελὸς ἀπὸ τὸ ὕψος, μὲς στὴ σκόνη.
Ντρεπόμασταν γιὰ σένα, ποὺ ἔμεινες
γιὰ μιὰ ζωὴ μὲ τὰ κοντὰ παντελονάκια καὶ μὲ μιὰ
σιγουριὰ γελοία καὶ ἀρσενική, ποὺ ἀστόχησες σὲ τόσα.
Καὶ σ’ ἀγαπήσαμε παρόλη τὴ ντροπή,
νικώντας ὅπου χάσαμε, στὶς νῖκες ἡττημένοι.
Σὲ ἀγαπήσαμε γιατὶ ἐκεῖνο, τὸ πρῶτο καλοκαίρι
δὲν ἦρθε ὁ χειμῶνας. Τὸν πρόλαβες, καθὼς ποὺ γύριζε
νὰ κλείσει τὴ γωνία τοῦ, ἐπάνω στὴ γραμμή.