Η ανάγνωση του Ντακάρ με βρήκε σε μια πολύ δύσκολη περίοδο και ως εκ τούτου άργησε
να ανθίσει μέσα μου το λουλούδι του, το λουλούδι που επικαλείται ο Γώγος στο πρώτο
ποίημα και που γίνεται φυλλωσιά –μάλλον για να κρυφτούμε– προς το τέλος.
Τα ερωτήματά μου, μας: όλων, μάλλον ίδια με αυτά που απασχολούν τον συγγραφέα. Ωραία, και τώρα τι γίνεται; Ποια είναι η θέση μας μέσα στον κόσμο μετά από δέκα συμπληρωμένα χρόνια κρίσης και το πείραμα της Αριστεράς; Ποια είναι η θέση μας μέσα σ’ έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά; Πώς δομούνται και διατηρούνται οι σχέσεις; Αυτοπροσδιορισμός, σχέσεις, σχέσεις και εαυτός, οικονομική εξάρτηση. Προσωπικά και συλλογικά.

Όποιος έχει παρακολουθήσει τον Γώγο από την αρχή διακρίνει ξεκάθαρα την οριστική (;) του τοποθέτηση στο μινιμαλιστικό, το αφαιρετικό, το Καλλιμάχειο λίγο. Η «Γλασκώβη» ως ένα ειδολογικά δύσκολο και πρωτόλειο βιβλίο ήταν πιο φλύαρη. Η κίνηση προς το μινιμαλιστικό είχε ξεκινήσει από την «Μεταιχμιακή Χαρά» κι εδώ ολοκληρώνεται. Κι αν η «Μεταιχμιακή Χαρά» ήταν εν πολλοίς μια εγκεφαλική και αισθητική άσκηση, με σαφείς επιρροές από την ψυχανάλυση, τον υπερρεαλισμό και τους μπιτ, το «Ντακάρ» διατηρεί τις παραπάνω επιρροές και παράλληλα είναι μια οικοδομή, έχει θεμέλια, βάσεις, έχει «κάτι να πει».

Ο Γώγος αρέσκεται γενικά στον εξωτισμό, στη Γλασκώβη, το Ντακάρ, το Μπεργκ (με τον ίδιο τρόπο που αρέσκεται και στις έννοιες τις προερχόμενες από την επιστήμη της ψυχολογίας). Εδώ όμως –και αυτό είναι που κάνει το βιβλίο το καλύτερό του έως τώρα– εγκαταλείπεται το εύκολο, το φλύαρο, το αποκλειστικά αισθητικό. Το Ντακάρ δεν είναι απλά μια εξωτική τοποθεσία, για να φύγουμε από το επαναλαμβανόμενα τυραννικό παρόν μας. Είναι η πρωτεύουσα της Σενεγάλης, ένας τόπος αγώνων. Το Ντακάρ είναι λιμάνι που βλέπει στον Ατλαντικό, ανοίγεται. Αλλά ο Γώγος παίρνει θέση. Δεν είναι ιθαγενής αλλά είναι μαζί με όσους δίνουν αυτόν τον Αγώνα (Στις γιορτές ο πόλεμος σταματούσε/ Ανοίγαμε τότε/ οι/ ξένοι/ λυρικά/ τις ομπρέλες/ μας/ και τα δόντια έλαμπαν/ και το δέρμα που κατοικούσαμε/ λογαριαζόταν/ εκεί/ όπου τα στάχυα ψηλότερα των ώμων/ όπου η θάλασσα/ ευλαβικά/ γίνεται/ ένα με/ τη/ γη).

Πλέον, δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις με βάση το χρώμα, οι διαφοροποιήσεις συντελούνται σε άλλη βάση, ταξική (Τα ταξίδια προς το νότο γίνονται σπάνια/ Τουλάχιστον με/ Συνείδηση/ Ο κόσμος στρατεύεται προς τον βορρά). Όσοι τοποθετούνται στο μαύρο Ντακάρ, όσοι είναι με και όχι απαραίτητα στο Ντακάρ, έχουν «ξεπλύνει από πάνω το χρώμα τους» και ψάχνουν «Να πάρουνε τον Καναδά τη Μάνη τις Βρυξέλλες». Γεμάτο από πολιτικούς υπαινιγμούς, και μια διάχυτη μελαγχολία, το «Ντακάρ» είναι μια παραδοχή ήττας –ή μια παραδοχή ανάπαυλας του Αγώνα– (Οι εικόνες φεύγουν/ Σε διεθνή ύδατα/ Εκεί/ Τραγουδούν μια επανάσταση/ Έναν συρμό/ Μια ήττα και αμέσως μετά Η βιβλιοθήκη σταματά να λειτουργεί). Το πολιτικό είναι, βέβαια, ένας τόπος στα ποιήματα του Γώγου. Αλλά εδώ ο ποιητής τοποθετείται και περαιτέρω τολμά να αρθρώσει την παραδοχή της ήττας.

Ακόμη ένας τόπος στα ποιήματα του Γώγου είναι ο φόβος, ο τρόμος σχεδόν, της σύνδεσης
και η γυναίκα ως ένα πλάσμα που παράγει τρυφερότητα και μαζί τρόμο. Κι εδώ διακρίνουμε τέτοιους υπαινιγμούς (Οι ναυτικοί τις νύχτες/ πετούν γυναίκες στη θάλασσα/ να καθαρίσει μάλλον η σκέψη τους/ να εμπλουτίσουν αίμα κάθε υδάτινη σπιθαμή και αμέσως μετά Στο οροπέδιο την απεχθάνονται:/ Αυτό το κοχύλι/ Αυτό το κοχύλι λένε που έχω/ Αυτό το κοχύλι που έχω/ Μέσα μου/ Μετρά τους νόμους σαν κωπηλάτης/ Ιχνηλατεί/ Όλα τα δύει και βρίσκουν τη χαρά τους). Ωστόσο, μια ήρεμη αποδοχή ακολουθεί, η γυναίκα κατέχει και μεταδίδει κάτι λιγότερο φανταχτερό αλλά ώριμα ουσιαστικό, την Αγάπη (Πιο πάνω από τον ισημερινό/ Η θάλασσα έχει υποχωρήσει/ Σε αυτή την έρημη γη/ το κορίτσι/ το χτυπημένο κορίτσι/ με τα γόνατά του/ τραγούδι/ Έχει στις τσέπες επαναστάσεις/ Έχει τον κλήρο της Ρωσίας της Αγάπης και των άλλων χωρών).

Η ποιητική σύνθεση τελικά κλείνει με λέξεις παραταγμένες έτσι μορφικά που να
επαναφέρουν στο νου την κίνηση του κύματος, αφού η θάλασσα αποτέλεσε τον πυρήνα της. Κι αφού όλοι είμαστε ναυτικοί παραδομένοι στα ταραγμένα κύματα της θάλασσας, γιατί μόνο αυτή μπορεί να μας απελευθερώσει και γιατί μόνον οι πνιγμένοι τον Κύριον είδαν, όπως μας επισημαίνουν οι αρχικοί στίχοι του Leonard Cohen. Στίχοι λογοτεχνικής αξίας διανθίζουν τη συλλογή (Φιλούν στο στόμα/ Τον γλάρο/ Με τις σπασμένες σκέψεις, Τα
σώματα/ Ανοίγουν μια λίμνη/ Σε κάποια χώρα/ Του βορρά/ Και μένουν/ Μόνα κ. ά).

Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι ο Γώγος γίνεται εκφραστής των σκέψεων, των απογοητεύσεων
και των προκλήσεων μιας ολόκληρης γενιάς. Μιας γενιάς που είδε το τέρας κατάματα και
πλέον, μετά και την έλευση του Κορωνοϊού, καλείται στα χρόνια που έρχονται να
υπερασπιστεί τα απολύτως αναγκαία: μια υποτυπώδη ανθρώπινη διαβίωση και μια
υποτυπώδη, ξεχαρβαλωμένη δημοκρατία.

*Η Αναστασία Πούλου είναι ποιήτρια.