Μάνα και παιδί
Tης Louise Glück*

Είμαστε όλοι φαντασιόπληκτοι. Ούτε που ξέρουμε ποιοι είμαστε.

Μας έφτιαξε μια κάποια μηχανή. Του κόσμου η μηχανή, η
συνθλιπτική οικογένεια.
Και μας ξανάστειλε στον κόσμο, στιλβωμένους με μαλακά στουπιά

Φαντασιωνόμαστε. Δεν θυμόμαστε.

Οικογενειακή μηχανή: τρίχωμα μελανό, δάση του μητρικού κορμιού.
Μητρική μηχανή: Μέσα της μια λευκή πολιτεία .

Και πριν από αυτό: γη και νερό.
Μούσκλια αναμεσίς στα βράχια, κομμάτια φυλλωσιάς και χόρτο.

Και πρωτύτερα, κύτταρα μες το μεγάλο σκοτάδι.
Και πιο πριν απ’ αυτό, το πέπλο του κόσμου.

Να ο λόγος που γεννηθήκατε: να με σωπάσετε.
Κύτταρα της μάνας και του πατέρα μου, ήρθε η σειρά
του ρόλου σας, το αριστοτέχνημά σας να γενώ.

Αυτοσχεδιάστηκα. Ποτέ μου δεν θυμήθηκα.
Τώρα ήρθε η σειρά σας να επιδιώξετε
να γίνετε εκείνος που απαιτεί να γνωρίζει:

Γιατί υποφέρω; Γιατί είμαι στην άγνοια;
Κύτταρα μες το μεγάλο σκοτάδι. Μια μηχανή μας έφτιαξε﮲
σειρά σας να το θέσετε, να ανατρέξετε πίσω ρωτώντας
για ποιον λόγο υπάρχω; Για ποιον λόγο υπάρχω;

© Louise Glück, The Seven Ages, 2001

Mother and Child
By Louise Glück

We’re all dreamers; we don’t know who we are.

Some machine made us; machine of the world, the constricting family.
Then back to the world, polished by soft whips.

We dream; we don’t remember.

Machine of the family: dark fur, forests of the mother’s body.
Machine of the mother: white city inside her.
And before that: earth and water.
Moss between rocks, pieces of leaves and grass.

And before, cells in a great darkness.
And before that, the veiled world.

This is why you were born: to silence me.
Cells of my mother and father, it is your turn
to be pivotal, to be the masterpiece.

I improvised; I never remembered.
Now it’s your turn to be driven;
you’re the one who demands to know:

Why do I suffer? Why am I ignorant?
Cells in a great darkness. Some machine made us;
it is your turn to address it, to go back asking
what am I for? What am I for?

© 2001 Louise Glück

Νανούρισμα
Της Louise Glück *

Η μάνα μου είναι ειδική σ’ ένα πράγμα:
να στέλνει ανθρώπους που αγαπά στον άλλο κόσμο.
Τους μικρούς, τα μωρά – αυτά τα
λικνίζει, τους ψιθυρίζει ή τραγουδάει σιγανά. Δεν μπορώ να πω
τι έκανε στην περίπτωση του πατέρα μου
ό, τι κι αν ήταν, είμαι σίγουρη πως ήταν το σωστό.

Είναι το ίδιο, αλήθεια, να βάζεις κάποιον
για ύπνο, με τον θάνατο. Τα νανουρίσματα –όλοι λένε
μην φοβάστε, έτσι κάπως παραφράζουν
τον χτύπο της μητρικής καρδιάς.
Ώστε οι ακμαίοι ζωντανοί αργά ημερεύουν﮲ και είναι μόνο
οι νεκροί που δεν μπορούν, αυτοί που αρνούνται.

Οι πεθαμένοι είναι σαν κορφές, σαν γυροσκόπια–
που τόσο γρήγορα γυρνούν που ακίνητοι αυτοί μοιάζουν .
Ύστερα πετάνε χωριστά: στην αγκαλιά της μάνας μου,
η αδερφή μου ήταν ένα σύννεφο από άτομα, από σωματίδια – αυτή είναι η διαφορά.
Όταν ένα παιδί κοιμάται, παραμένει ολότητα.

Η μάνα μου έχει δει τον θάνατο﮲ δεν μιλά για την ακεραιότητα της ψυχής.
Κράτησε ένα βρέφος, έναν γέρο, κι ενώ το σκοτάδι τριγύρω τους μεγάλωνε πυκνό, τράπηκαν τελικά σε γη .

Η ψυχή μετράει το ίδιο με όλα:
γιατί να μείνει άθικτη, να μείνει πιστή στη μία της μορφή,
όταν θα μπορούσε να ελευθερωθεί;

© Louise Glück, Ararat, The Ecco Press, 1990.

LULLABY
© Louise Glück, 1990

My mother’s an expert in one thing:
sending people she loves into the other world.
The little ones, the babies—these
she rocks, whispering or singing quietly. I can’t say
what she did for my father;
whatever it was, I’m sure it was right.

It’s the same thing, really, preparing a person
for sleep, for death. The lullabies—they all say
don’t be afraid, that’s how they paraphrase
the heartbeat of the mother.
So the living grow slowly calm; it’s only
the dying who can’t, who refuse.

The dying are like tops, like gyroscopes—
they spin so rapidly they seem to be still.
Then they fly apart: in my mother’s arms,
my sister was a cloud of atoms, of particles—that’s the difference.
When a child’s asleep, it’s still whole.

My mother’s seen death; she doesn’t talk about the soul’s integrity.
She’s held an infant, an old man, as by comparison the dark grew
solid around them, finally changing to earth.

The soul’s like all matter:
why would it stay intact, stay faithful to its one form,
when it could be free?

Η Louise Elisabeth Glück (1943) είναι Νεοϋορκέζα ποιήτρια και διηγηματογράφος. Έχει τιμηθεί με μερικά από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βραβεία διεθνώς όπως το Pulitzer το Bollingen και τέλος το Nobel λογοτεχνίας το 2020 για «την αλάνθαστη ποιητική της φωνή αυτή η οποία χάρις στην λιτή της ομορφιά μετατρέπει το άτομο σε παγκόσμια υπάρξη».
Έχει χαρακτηριστεί ως αυτοβιογραφική ποιήτρια και στο πρώιμο έργο της κάνει συχνά χρήση του κλασσικού μύθου για να εκφράσει σύγχρονα θέματα. Η ποίηση της εστιάζεται στο τραύμα, την επιθυμία, την μόνωση και την θέση του υποκειμένου σε σχέση με τον φυσικό κόσμο. Άλλα θέματά της ο θάνατος, η απώλεια, η απόρριψη, η αποτυχία των σχέσεων καθώς και ο αγώνας για θεραπεία και επανέναρξη. Ωστόσο για την Glück το τραύμα αποτελεί τρόπο διαφυγής προς μια ανθρωπινότερη ζωή μεσα από την συνείδηση της θνητότητας. Έχει κυκλοφορήσει 13 ποιητικές συλλογές και μια συγκεντρωτική ενώ το έργο της έχει αποτελέσει συχνά αντικείμενο ακαδημαϊκής μελέτης.