1.

Γιατί  άραγε ένιωσα έκπληξη;

Οι κυνηγοί κινούνται στο δάσος δίχως ήχο.

Ο κυνηγός, δεμένος στο τουφέκι του,

η αλεπού στα μεταξένια της πόδια,

το φίδι στην αυτοκρατορία των μυών του –

όλοι κινούνται με ηρεμία,

πεινασμένοι, προσεκτικοί, αποφασισμένοι.

Όπως κι ο καρκίνος

μπήκε στο δάσος του κορμιού μου,

δίχως ήχο.

2.

Το ερώτημα είναι,

πώς θα είναι τα πράγματα

μετά την τελευταία μέρα;

Θα επιπλεύσω στον ουρανό

ή θα φθαρώ

μέσα στη γη ή σε κάποιον ποταμό –

χωρίς να θυμάμαι τίποτα;

Πόσο απελπισμένη θα ήμουν

αν δεν μπορούσα να θυμηθώ

τον ήλιο που ανατέλλει, αν δεν μπορούσα να θυμηθώ

δέντρα, ποτάμια. Αν δεν μπορούσα

καν να θυμηθώ, αγαπημένη,

το αγαπημένο όνομά σου.

3.

Το ξέρω, ποτέ δεν σκόπευες να βρεθείς στον κόσμο τούτο.

Κι όμως, να που βρέθηκες.

Γιατί λοιπόν να μην ξεκινήσεις αμέσως.

Να ανήκεις σε αυτόν, εννοώ.

Υπάρχουν τόσα να θαυμάσεις, να θρηνήσεις.

Και για να γράψεις μουσική ή ποιήματα.

Να ‘ναι καλά τα πόδια που σε πηγαίνουν εδώ κι εκεί.

Να ‘ναι καλά τα μάτια και τ’ αυτιά που ακούν.

Να ‘ναι καλά η γλώσσα, το θαύμα της γεύσης.

Να ‘ναι καλά το άγγιγμα.

Θα μπορούσες να ζήσεις εκατό χρόνια, έχει συμβεί.

Ή να μη ζήσεις.

Μιλώ από την ευτυχή θέση

των πολλών χρόνων

κι από αυτά κανένα, νομίζω, ποτέ μου δεν σπατάλησα.

Χρειάζεσαι ένα ταρακούνημα;

Χρειάζεσαι λίγο σκοτάδι για να συνεχίσεις;

Να σε πιέσω σα μαχαίρι, τότε,

και να σου θυμίσω τον Κητς,

του τόσο μοναδικού σκοπού και σκέψης, για λίγο,

είχε να ζήσει.

4.

Αργά χτες στο απόγευμα, στο κάμα,

όλα τα ευαίσθητα γαλανά λουλούδια που άνθιζαν

στους θάμνους της διπλανής αυλής είχαν

πέσει από τους θάμνους και κείτονταν

ζαρωμένα να μαραίνονται στο γρασίδι. Αλλά

σήμερα το πρωί οι θάμνοι ήταν γεμάτοι με

τα γαλανά λουλούδια και πάλι. Δεν υπήρχε

ούτε ένα στο γρασίδι. Μα πώς,

αναρωτήθηκα, κύλησαν πίσω

στα κλαδιά, τόσο σφοδρά επιθυμώντας,

όπως όλοι μας, λίγη μόνο παραπάνω

ζωή;


Από τη συλλογή Blue Horses (Penguin Press, 2014)

Μετάφραση στα ελληνικά, σχόλια: Ελένη Βλάχου elene.vlachou@gmail.com

Λίγα λόγια για την ποιήτρια

Μαίρη Τζέιν Όλιβερ (Mary Jane Oliver)

(10 Σεπτεμβρίου 1935 – 17 Ιανουαρίου 2019)

Πριν από ένα χρόνο και λίγους μήνες αποχαιρετήσαμε την Αμερικανίδα ποιήτρια Μαίρη Όλιβερ, μία σταθερή φωνή με αδιάλειπτη παρουσία από την έκδοση της πρώτης της συλλογής, No Voyage, and Other Poems (1963), καθώς και αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία για τα δεδομένα της ποίησης. Η ποίησή της είναι στενά συνδεδεμένη με την παρατήρηση της φύσης και του περάσματος των εποχών, που συχνά αποτελεί αφετηρία στοχασμού πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη, αφορμή για έκφραση αισθήματος ευγνωμοσύνης, πέρα από αντικείμενο θαυμασμού κι απέραντης εκτίμησης. Η περιπατήτρια ποιήτρια που έκρυβε μολύβια σε κορμούς δέντρων για να μην ξεμείνει ποτέ από τη δυνατότητα για να γράψει στις διαδρομές της, είχε λάβει αρκετές βραβεύσεις στη ζωή της, με πιο χαρακτηριστικές το Βραβείο Πούλιτζερ το 1984 για τη συλλογή της American Primitive και το Εθνικό Βραβείο Ποίησης των ΗΠΑ το 1992 για τη συλλογή New and Selected Poems. Για πάνω από σαράντα χρόνια έζησε με την σύντροφό της, τη φωτογράφο Μόλι Μαλόουν Κουκ, κυρίως στην Προβινστάουν της Μασαχουσέτης.