Κείνα τα χρόνια ήταν όλα πιο δύσκολα. Μην κοιτάς σήμερα που έχουνε όλα τα μηχανήματα. Τότε δεν είχαμ’ μέσο να πάμε στα χωράφια μας. Όποιος είχε ζα πήγαιν’ μ’ αυτά. Όποιος δεν είχε, πήγαινε ξαπεζά. Γι’ αυτό το λόγο πολλοί άνθρωποι κοιμόντουσαν στα χωράφια τους, για να γλιτώσουν το πέρα δώθε με τα πόδια. Πολλά βράδια τα έχω περάσει κι εγώ εκεί κάτω. Ειδικά όταν ήταν να μαζέψουμ’ τη σοδειά, κατασκηνώναμε κανονικά για έναν μήνα και βάλε. Πληρώναμ’ ένα φορτηγό απ’ το χωριό μας πέντ’ έξ’ άτομα, βάζαμ’ απάνω τις σκηνές και πηγαίναμ’ όλοι μαζί για να τις στήσουμε. Τα κουνούπια δεν μας αφήναν σ’ ησυχία, μας σακάτευαν. Δεν κλείναμ’ μάτ’ όλη νύχτα. Φοράγαμε ρούχα χοντρά για να προφυλαχτούμε. Πολλοί αρρώσταιναν κιόλας από ελονοσία. Αυτές οι αρρώστιες θέριζαν τότε. Αργότερα, όταν με τους κόπους μας αποκτήσαμ’ τρακτέρια, φτιάχναμ’ καλύβες από καλάμια και στρώναμ’ κουρελούδες για να μας προστατεύουνε απ’ τον ήλιο την ώρα του κολατσιού.
Τι να πρωτοθυμηθώ από κείνα τα χρόνια! Φτώχεια, πείνα και δουλειά. Η Κωπαΐδα μανούλα μου, ήτανε και είναι για μας τους γεωργούς κομμάτ’ απ’ τη ζωή μας. Τη μισή ζωή μ’ την έχω περάσει στα χωράφια μ’.
Τότε τα βαμπάκια, για παράδειγμα, δεν τα μαζεύαμ’ με τη μηχανή αλλά με τα χέρια. Χρειαζόμασταν εργάτες όσοι είχαμ’ πολλά στρέμματα. Με το που φτάναμ’ στο χωριό τα βράδια, μετά απ’ τη δουλειά στα χωράφια, γυρνάγαμ’ από σπίτ’ σε σπίτ’ για να κανονίσουμ’ τους εργάτες. Δεν είχαμ’ τηλέφωνο για να συννενοηθούμε. Κατέβαιναν θυμάμαι κι απ’ τη Θεσσαλία πολλοί εργάτες που ψάχναν για ένα μεροκάματο. Τους φιλοξενούσαμ’ στα παράσπιτα, τους ταΐζαμ’ και τους φροντίζαμ’ γιατί ήταν μακριά απ’ τον τόπο τους. Μερικές εργάτριες μάλιστα τις κάναμ’ και νύφες στο χωριό μας.
Σηκωνόταν η γυναίκα μ’ αχάραγα για να ζυμώσ’ δέκα καρβέλια να τα πάμ’ στο φούρνο κι ύστερα να ξεκινήσουμ’ για τη δουλειά. Πώς αλλιώς να χορτάσεις τόσους νοματαίους; Τ’ άλλα τα συμπράγκαλα για το κολατσιό και τα νερά που θα πέρναμ’ κοντά μας τα ετοιμάζαμ’ από βραδύς για να μη χάνουμ’ χρόνο το πρωί. Οι γυναίκες υπέφεραν περισσότερο από εμάς. Είχαν και τα παιδιά και το νοικοκυριό στην πλάτ’ εκτός απ’ τη δουλειά στα χωράφια. Πλέναν και ζυμώναν στη σκάφη τότε, δεν είχαν τα καλούδια τα δικά σας. Η γυναίκα μ’ και στα τρία τα παιδιά μας δούλευε με την κοιλιά στο στόμα, ώσπου να έρθει η ώρα να γεννήσει. Δουλεμένες γυναίκες, ηρωίδες για μένα όλες . Ξέρεις πόσα παιδιά χάναν τότε στις γέννες; Τη μάνα μ’ δεν τη γνώρισα. Πέθανε στη γέννα μ’ από ακατάσχετη αιμορραγία. Μετά παντρεύτηκε ξανά ο πατέρας μ’. Πώς να μεγάλωνε μονάχος τ’ τρια παιδιά; Εκείνη λέγαμε μάνα, που μας πρόσεχε. Η αδερφή πάλι του πατέρα μ’, η θεια- Κοντύλω, έχασ’ τρια. Έμειν’ μ’ ένα μοναχοπαίδι.
Τέλος πάντων. Άσχημα πράματα αυτά… Η γη, που λες, θέλει φροντίδα για να αποδώσ’. Εμείς ειδικά που ζούμε μονάχα απ’ αυτή πρέπ’ να τη προσέχουμ’ σαν τα παιδιά μας. Άσε που τη δικιά μας τη δουλειά την ορίζ’ πρώτα ο καιρός. Πολλές χρονιές καταστράφηκ’ η σοδειά μας, λόγω καιρού, κι όλα πήγαν στράφ’. Άλλες πάλι πήγαν όλα κατ’ ευχήν. Με το Θεό δεν μπορεί να τα βάλει κανένας όμως. Για να οργώσουμ’ και να σπείρουμ’ τον καρπό μας πρέπ’ να έχουμ’ σύμμαχο τον καιρό. Τότε οργώναμ’ με τα άλογα και τ’ αλέτρι. Σου έβγαιν’ η πίστη ανάποδα και σένα και του ζωντανού. Καίγονταν τα πόδια τ’ αλόγου απ’ το μεθάνιο που έβγαζ’ η γης από κάτω και υποφέραν τα κακόμοιρα… Ποτίζαμ’ με σωλήνες. Στρώναμ’ τις σωλήνες με τη σειρά και πέρναμ’ νερό απ’ το ποτάμι. Ένας ένας, σαν ερχόταν η σειρά τ’.Μετά μεγαλώνοντας το φυτό βγάζαμ’ τις αγριοβαμπακιές και τις αγριοσταφυλιές που φύτρωναν κοντά τ’ και το εμποδίζαν να δώσ’. Αυτό το κάνουμ’ ακόμα και σήμερα με τα χέρια. Δε γίνετ’ αλλιώς. Σήμερα βέβαια έχουν βγει και πολλά φάρμακα που καταπολεμάν τα ζιζάνια.
Ευλογημένος τόπος, πάντως, ο δικός μας. Η Κωπαΐδα είναι πηγή ζωής για όλα τα χωριά τριγύρω. Τάισ’ και ταΐζ’ ακόμα χιλιάδες οικογένειες. Ο δικός σ’ ο πατέρας, για παράδειγμα, σας μεγάλωσ’ με το μυστρί στα χέρια αλλά είχε και δυο χωραφάκια που συμπλήρωναν το μεροκάματό τ’. Τον θυμάμαι μαζί μ’ άλλους εργάτες που σάκιαζαν το βαμπάκι τα χαράματα και το φόρτωναν στα φορτηγά, να φύγει για τα εργοστάσια. Ύστερα πήγαιν’ τις εργάτριες μαζί με τη μάνα σ’ στο χωράφ’, να μαζέψουν την ντομάτα και ξαναγύριζ’ στο χωριό για να πιάσ’ το μυστρί. Το απόγευμα μόλις σχόλαγ’ απ’ την οικοδομή, ξανακατέβαιν’ στο χωράφ’ για να φορτώσει τα τελάρα να τα πάει στο εργοστάσιο κι ύστερα να γυρίσ’ μάτα να πάει και τις γυναίκες στο χωριό. Ταλαιπωρία και παιδεμός μέρα νύχτα. Τα βράδια σαν μαζευόμασταν οι άντρες στο καφενείο δεν είχαμ’ κουράγιο ούτε για κουβέντα.
Τα χωράφια τα μοιράσαν στον κόσμο όταν έγιν’ η απαλλοτρίωση απ’ το Ελληνικό Δημόσιο το ’53, άλλα με κλήρο κι άλλα ανάλογα με τη φαμίλια που ’χε ο καθένας. Πόσους νοματαίους, δηλαδή, είχε η κάθε οικογένεια να θρέψ’. Οι πολύτεκνοι έπαιρναν τα περισσότερα. Τότε κάναν’ και πολλά παιδιά ο κόσμος, μην κοιτάς τώρα που τους κιότεψε η κρίσ’. Σάμπως και τότε δεν είχαμε φτώχεια και πείνα, βρε μανούλα μ’; Εγώ ήμουνα τότε εικοσιπέντε χρονώ παλικαράκι, νιόπαντρος κιόλας. Δίναν και στους νιόπαντρους μερίδιο για να ξεκινήσουν τη φαμελιά τους. Αν κάποιος ήταν τεχνίτης, ξυλουργός, υδραυλικός ή ηλεκτρολόγος, δεν ενδιαφερόταν τόσο για χωράφια. Όλες οι δουλειές είναι σεβαστές κι αναγκαίες σε μια κοινωνία. Τότε υπήρχαν κι επαγγέλματα που σήμερα έχουνε πια χαθεί. Ο πεταλωτής, να σου δώσω να καταλάβεις, ήταν ο άνθρωπος που φρόντιζε τα ζωντανά μας. Ο τσαγκάρης, ο ράφτης, ο δραγάτης που πρόσεχ’ τα χωράφια μας, ο φωτογράφος, ο βαρελάς, ο γανωτής, η μοδίστρα, όλοι τους ήταν απαραίτητοι σ’ έναν τόπο. Ο ένας έδινε δουλειά στον άλλον.
Χωρίσαν, λοιπόν, όλη την Κωπαΐδα σε μεγάλα κομμάτια με πολλά στρέμματα, σύμφωνα με τα χωριά που θα παίρναν μερίδιο. Στα χωράφια μετά δώσαν ονόματα με αριθμούς, ανάλογα σε ποιο χιλιόμετρο βρισκόταν το καθένα. Εμείς, για παράδειγμα, έχουμ’ τα πιο πολλά χωράφια στο χιλιόμετρο δεκαεννιά, στο είκοσ’ και στο τριάντα ένα.
Οι περισσότερ’ εδώ στην περιοχή μας καταπιάστηκαν με τη γεωργία, λόγω του εύφορου κάμπου μας. Άλλοι καλλιεργούν στάρ’, άλλοι τριφύλλι, άλλοι βιομηχανική ντομάτα και κηπευτικά, άλλοι καλαμπόκι. Το στάρι μας είναι σκληρό κι είναι απ’ τα καλύτερα στην Ελλάδα να ξέρεις, κάνουμ’ κι εξαγωγή σε πολλές χώρες, μάλιστα. Τα τριφύλλια και τα καλαμπόκια είναι για την κτηνοτροφία. Η Αθήνα προμηθεύετ’ από μας τα κηπευτικά της. Κάποιοι καλλιεργούν κι ηλίανθο, τον ηλιόσπορο να σ’ δώσω να καταλάβεις…
Έτρωγε ψωμί ο κοσμάκης κι απ’ τα εργοστάσια που υπήρχαν τότε. Στο κλωστοΰφαντουργείο τ’ Μιχαηλίδη, για παράδειγμα, δούλευαν πολλοί συντοπίτες μας. Πήγαιναν με λεωφορείο στη Θήβα και δούλευαν σε τρεις βάρδιες. Αυτά όμως τα ξέρεις, σίγουρα, τα έχεις ζήσει από κοντά. Η μάνα σ’ δούλευε πολλά χρόνια εκεί. Όταν έκλεισαν η ΙΖΟΛΑ κι ο Μιχαηλίδης κλαίγαν με μαύρο δάκρυ όλοι όσοι έμειναν χωρίς δουλειά. Τα εργοστάσια βλέπεις είν’ κι αυτά πηγή ζωής για έναν τόπο.
Τώρα για τους μύθους κι αυτά που με ρωτάς, ακουστά τα έχω κι εγώ απ’ τους παλιούς, μανούλα μ’. Μολογάγανε οι παππούδες μας πως πολλοί άνθρωποι είχαν δει σαν όραμα, ας πούμε, στις όχθες τ’ Κηφισού όμορφες γυναίκες που χορεύαν,τραγούδαγαν, αλλά εξαφανίζονταν άμα κάποιος τις πλησίαζ’.
Μολογάγαν, ακόμα, πως τότε που γινόταν η αποξήρανσ’ της λίμνης ακουγόταν ένα συνεχόμενο μούγκρισμα ζώου που φόβιζ’ τους κατοίκους στα χωριά και τους μικρούς οικισμούς που ήταν γύρω απ’ τη λίμνη. Ήταυρο το λέγαν αυτό το πλάσμα που μούγκριζ’. Ήταν ένα είδος μικρού πτηνού, λέγαν οι επιστήμονες που το μελετήσαν’, που τρέφετ’ και ζευγαρώνει κοντά σε περιοχές με καλαμιώνες. Οι κραυγές τ’ λέγαν τότε πως μοιάζαν με το μουγκρητό τ’ βοδιού. Ειδικά τα καλοκαιρινά βράδια το μουγκρητό ήταν λέει πολύ δυνατό, επειδή τότε κλώσσαγ’ τ’ αυγά τ’. Οι κάτοικοι, μου έλεγ’ ο σγχωρεμένος ο παππούς μ’, άναβαν φωτιές στη λίμνη, για να φοβερίσουν αυτό τ’ αλλόκοτο ζωντανό. Μάλιστα, κάναν ακόμα και δεήσεις στις εκκλησιές για ν’ απαλλαχτούν απ’ αυτό.
Ακόμα και στις μέρες μας, υπάρχουν άνθρωποι που μολογάνε πως τα καλοκαιρινά βράδια ακούγετ’ ένα μουγκρητό. Ειδικά στην περιοχή της Αλιάρτου. Εκεί υπάρχουν ερείπια σπιτιών που χτίστηκαν προτού τα νερά φτιάξουν τη λίμνη. Πιστεύουν πως αυτό το μουγκρητό είναι οι ψυχούλες των νεκρών απ’ τα χωριά που βούλιαξαν, κι ειδοποιούν, τάχα μ’, για συμφορές, για πολέμους, για αρρώστιες και σεισμούς… Οι γέροντες λέγαν παλιά πως το μουγκρητό ακούστηκε πρώτ’ φορά στην επανάστασ’ του ’21 και μετά στην επιδημία της χολέρας το ’54. Αυτά ξέρω για τους μύθους, αυτά σου λέω. Αλήθεια ή ψέματα, δεν μπορώ να στο βεβαιώσω. Πάντως, όπως λέγαν κι οι παλιοί,όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά. Για να ακούγονταν τόσα πράματα, κάτι θα συνέβαιν’.
Τώρα εγώ δεν ασχολούμε άλλο με τα χωράφια, μεγάλωσα πολύ και δεν μπορώ να πάρω ούτε τα ποδάρια μ’. Έκλεισα τα ενενήντα. Τα έχω δώσ’ στα παιδιά μ’. Δόξα το Θεό, αγαπήσαν κι αυτά τη γη μας, γιατί από μικρά τα έπαιρνα κοντά μ’. Κάθε μέρα όμως τα καρτεράω να γυρίσουν και να μου πούν’ τις δουλειές που κάναν. Σε ποιο χωράφι πήγαν, αν ποτίσαν, αν σκαλίσαν… Κι ύστερα κλείνω τα μάτια ήσυχος. Καμιά φορά τους ζητάω να με πάρουν μια βόλτα μαζί τους ν’ ανασάνω. Μου λείπουνε πολύ τα χρόνια εκείνα κι ας παλέψαμ’ σκληρά. Όμορφα χρόνια! Είχαμ’ επαφές όλοι οι άνθρωποι τότε, δεν χανόμασταν σαν και τώρα. Κάναμ’ γιορτές μ’ ένα ποτήρ’ κρασί κι έναν μεζέ στα τέσσερα, κάναμ’ πανηγύρια, βοηθάγαμ’ ο ένας τον άλλον. Ήμασταν πιο δεμένοι σαν κοινωνία, κατάλαβες τι θέλω να πω…