ΦΤΕΡΟΥΓΑ

Ήταν ,θυμάμαι, η τρίτη συνεχόμενη χρονιά που δούλευα ως ομαδάρχισσα. Μέχρι τότε είχα συναντήσει αρκετά παιδιά, το καθένα με τις δικές του ιδιαιτερότητες και τη δική του ιστορία. Εκείνο το καλοκαίρι όμως ένα παιδί ξεχώρισα όσο κανένα: τη Ραφαέλλα. Ήταν οκτώ χρονών. Κοκκινομάλλα με φακίδες και ένα τεράστιο χαμόγελο, σαν το μπόι που της έλειπε. Μικρή και αδύνατη, σαν το φτερό στον άνεμο. Με κάτι σχιστά ματάκια, που τα πλαισίωναν τεράστιες βλεφαρίδες σαν ουρά παγωνιού. Μέσα τους κρύβονταν εξυπνάδα και εγρήγορση. Το τσαγανό και τη θέλησή της τα παρατήρησα από την πρώτη στιγμή, καθώς την έβλεπα να σέρνει μόνη της την τεράστια –γι’ αυτήν – βαλίτσα της. Ερχόταν από Πτολεμαϊδα και αυτές οι μέρες ήταν η μόνη της ευκαιρία να απολαύσει τη θάλασσα. Την πρώτη μέρα ήταν σκεπτική και λιγομίλητη. Την πλησίασα και τη βοήθησα να τακτοποιήσει τα πράγματά της. «Τι έχεις;» τη ρώτησα. «Δεν έχω φίλες και είμαι μόνη μου» απάντησε.«Έχεις εμένα φίλη».«Μα εσύ είσαι η δασκάλα μου». «Είμαι και δασκάλα σου και φίλη σου. Έλα να γνωρίσουμε και τα άλλα κοριτσάκια, ναι»; Από τότε η μικρή έγινε η ψυχή της ομάδας. Με το σκέρτσο και το νάζι της ξεπερνούσε κάθε εμπόδιο και δυσκολία. Κατακτούσε στο έπακρο κάθε εμπειρία, όσο πρωτόγνωρη κι αν της ήταν. Πολύ γρήγορα έμαθε να κολυμπάει χωρίς μπρατσάκια. «Κυρία δες! Δεν τα χρειάζομαι πια» μου έλεγε με καμάρι. Δημιουργούσε με ό, τι έβρισκε : κοχύλια, πέτρες, πευκοβελόνες, λουλούδια, τα πάντα. Στις ξεχωριστές θεματικές δραστηριότητες που διοργανώναμε κάθε βράδυ, συμμετείχε με χαρά και ανυπομονησία. Είχε καταφέρει να διακριθεί στο διαγωνισμό τραγουδιού και στο διαγωνισμό καλύτερης ζωγραφιάς. Είχε σχεδιάσει ένα μεταλλείο που αντί για ορυκτά έβγαζε λουλούδια και καραμέλες για όλα τα παιδιά, όπως είχε πει. Ένα βράδυ και ενώ διασκεδάζαμε, με ειδοποίησαν να πάω στην είσοδο της κατασκήνωσης μαζί της. Εκεί μάς περίμεναν οι γονείς της. Μόλις τους είδε η μικρή, μου ‘σφιξε το χέρι και επιβράδυνε το βήμα της. Παραξενεύτηκα που δεν έτρεξε να τους αγκαλιάσει.

«Γεια σας. Οι γονείς της Ραφαέλλας;»

«Ναι. Εσύ ποια είσαι;» με ρώτησε ο πατέρας της.

«Καλέ είναι η ομαδάρχισσά της!» είπε η μάνα της.

«Ναι. Χαίρω πολύ.»

«Μικρή μου τι κάνεις;» είπε και την τσίμπησε στο μάγουλο.

«Καλά.» είπε παγωμένα το παιδί, κοιτώντας κάτω.

«Για έλα εδώ εσύ, να σου δώσει φιλάκι ο μπαμπάς».

Το παιδί ήταν κολλημένο πάνω μου. Συνέχιζε να μου κρατά το χέρι σφιχτά. Τότε η μάνα της την άρπαξε και την έσυρε μέχρι τον άντρα της. Εκείνη τη στιγμή, τα κατάλαβα όλα. Κόμπιασα. Με σκυμμένο το κεφάλι, υπέμενε μαρτυρικά τα δευτερόλεπτα που την άγγιζε ο πατέρας της. Έπειτα έτρεξε κοντά μου. Με αγκάλιαζε σφικτά στη μέση. Την αγκάλιασα και εγώ.

«Συμβαίνει κάτι;» τους ρώτησα.

«Ήρθαμε να την πάρουμε να πούμε. Τράβα μάζεψε τα πράγματά σου και θα σε βοηθήσει από ‘δω η… πώς σε είπαμε;» απάντησε ο πατέρας της, κοιτάζοντάς με από την κορυφή μέχρι τα νύχια, λες και μ’ έγδυνε. «Άντε και περιμένω!»

«Όχι, όχι!» εκλιπαρούσε η μικρή.

«Ελάτε να καθίσουμε. Υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος; Πρέπει να γίνει έτσι αυτό, μέσα στη νύχτα; Έτσι κι αλλιώς η κατασκηνωτική περίοδος τελειώνει σε μια βδομάδα. Άλλωστε, το παιδί περνάει καλά» αποκρίθηκα. Καθίσαμε απέναντι. Η Ραφαέλλα είχε κουρνιάσει κάτω από το χέρι μου. Ήταν η φτερούγα που την προστάτευε εκείνη τη δύσκολη στιγμή.

«Εγώ που λες δουλεύω στα μεταλλεία. Παίρνω καλά λεφτά. Πήρα το γυναικάκι μου που γκρίνιαζε και ήρθαμε για μπάνια. Τι, μόνο η μικρή θα κάνει dolce vita;» απάντησε γελώντας, χουφτώνοντας όλη την ώρα το μπούτι της γυναίκας του.

«Ναι εεε λεφτά, πολλά λεφτά. Ναι εεεε για μπάνια. Πού θα βάλω το καινούργιο το καινούργιο το μπραζίλ μαγιό που αγόρασα;» έλεγε χασκογελώντας η γυναίκα του.

Τελικά τους μετέπεισα. Είχα καταφέρει να την γλιτώσω από το μαρτύριό της, έστω και προσωρινά. Μέχρι την άλλη βδομάδα θα ‘βλεπα τι θα έκανα. Εκείνη την όμορφη καλοκαιρινή βραδιά, την είχε επισκιάσει μια σκοτεινιά. Η μικρή δε μπορούσε να κοιμηθεί. Ήταν ανήσυχη. Προσπάθησα να την καθησυχάσω λέγοντάς της ένα παραμύθι. Δεν τη βοηθούσα. Τότε της είπα μια ιστορία, αλλοιώτικη από τις άλλες. «Πριν λίγα χρόνια υπήρχε ένα κοριτσάκι μικρόσωμο και έξυπνο που σου έμοιαζε. Η μαμά του ήταν πολύ κακιά και χτυπούσε συνέχεια αυτή και τις άλλες δυο αδερφές της. Μεγαλώνοντας, οι δύο από τις τρεις κόρες αυτής της γυναίκας κατάφεραν και έγιναν δασκάλες. Βοηθούσαν όποιο παιδάκι είχε ανάγκη. Μέσα στην καρδιά τους, υπήρχε μόνο αγάπη. Τόση αγάπη που ξεχείλιζε και μοσχοβολούσε ο τόπος, όπου κι αν πήγαιναν. Η ζωή τους ήταν όμορφη, γεμάτη ελπίδα. Μα η άλλη η κόρη έγινε κακιά σαν τη μαμά της. Ζωή δεν είχε. Η καρδιά της ήταν γεμάτη από αγκάθια. Πέρασε την καθημερινότητά της μέσα στη δυστυχία. Η ζωή σού ανήκει» της είπα κλείνοντας. «Αντιμετώπισε τα εμπόδια και μη σταματάς να αναζητάς την ελπίδα και την αγάπη. Να είσαι γενναία». Έτσι και ηρέμησε. Την άλλη μέρα αφηγήθηκα σε αρχηγό και υπαρχηγό όλα όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Ζήτησα τη βοήθειά τους. «Είναι πολύ λεπτά θέματα. Εμείς εδώ δεν είμαστε ούτε εισαγγελέας, ούτε κοινωνική λειτουργός για να παρέμβουμε» είπαν και μού το ξέκοψαν.

Η μέρα της αναχώρησης έφτασε. Δεν είχα λόγια να αποχαιρετήσω αυτό το ταλαιπωρημένο παιδί, μόνο το έσφιγγα στην αγκαλιά μου. «Αντίο κυρία, θα μου λείψεις!» ήταν τα τελευταία της λόγια. Καθώς έβλεπα το λεωφορείο να απομακρύνεται, έβαλα τα κλάματα. Για όλη την υπόλοιπη μέρα έκανα εμετό. Πήρα δυο μέρες άδεια και επανήλθα. Καινούργια παιδιά είχαν φτάσει στην κατασκήνωση.